Σάββατο 29 Δεκεμβρίου 2007

Της καϋμένης η πηγή

Στην καλή μου

Ήτανε μια φορά κι έναν καιρό ένα μικρούτσικο κοριτσάκι που ποτέ δεν της έλλειπε η χαρά και το γέλιο. Και τόσο γλυκιά ήταν στη χαρά της, που ο καθείς που την έβλεπε με μιας την έβαζε μες στην καρδιά του.

Μια βολά λοιπόν που είχε ξεμακρύνει από το σπίτι της και περιτριγύριζε τον τόπο, βρέθηκε στης “καϋμένης την πηγή”. Δίψασε και άπλωσε το χέρι να πιει μια γουλιά.
Την ώρα που έσκυβε χαρούμενη να σβήσει τη δίψα της, καθρεφτίστηκε στο νερό. Και τόσο πολύ στεναχωρέθηκε “της καϋμένης η πηγή” από την ομορφιά που είχε το κοριτσάκι, που έκαμε ένα μαγικό: Με μιας άρχισε να αναβλύζει το “νερό της λησμονιάς”. Κι όντες το ήπιε το κοριτσάκι, όλα άλλαξαν.
Δεν είναι δα πως λησμόνησε πώς τη λέγαν ή πού ζούσε. Ούτε ποιοι ήσαν οι γονιοί της. Λησμόνησε όμως κάτι που μπορεί να είναι και πιο σημαντικό: Την ομορφιά της και την αγάπη που της είχαν.
Έχασε έτσι τη δύναμη της αγάπης. Γιατί ακόμα και το πιο γερό, το πιο μεγάλο δέντρο, θέλει ήλιο, θέλει αέρα και νερό για να μην ξεραθεί. Ακόμα και η πιο τρυφερή καρδιά, θέλει μια σταλιά αγάπη για να την πάρει, να την κάνει πέλαγο.

Μέρα με τη μέρα το κοριτσάκι το μικρούτσικο μεγάλωνε, και λησμονούσε από ξαρχής, με το που έβρεχε τα χείλη με νερό, της κάθε μέρας τη χαρά και το γέλιο. Κι ενώ όλα τα παιδιά και οι μεγάλοι θέλαν να παίξουν μαζί της, όντε ξεδίψαγε τη δίψα του τρεχαλητού και του πάνω κάτω, καθότανε και κοίταζε τους άλλους σα νά 'λειπε και μόλις νά 'ρθε. Και δυστυχούσε που, χωρίς αγάπη τάχαμου, ήταν παραμελημένη.
Οι δικοί κι αγαπητοί της δεν ξέρανε τι να κάμουν που την έβλεπαν έτσι να τραμπαλίζεται απ' τη χαρά στη θλίψη. Κι όσοι την πρωτοσυναντούσαν, είχαν την εντύπωση πως ήταν αλαφροΐσκιωτη.

Έγειρε τους ώμους προς τα εμπρός και τα μαλλιά της κρύψανε τα μάτια της, καθώς στο λιόγερμα η σκιά των βουνών σβήνει τη μαρμαρυγή απ' τα νερά των λιμνών. Τα μάτια της κρύφτηκαν από τον κόσμο, πίσω από τα μαλλιά της. Ο κόσμος εξαφανίστηκε από τα μάτια της, εξαφανίστηκε πίσω από τα μαλλιά της.


Κι έτσι, με τον κόσμο χαμένο, και χαμένη από τον κόσμο, πέρασε ώρες, και ώρες, και ώρες... μέχρι που οι ώρες και οι μέρες γίνανε πολλές. Πιο πολλές από τα φύλλα της λεύκας που είναι στο δρόμο που παίρνω για να πάω στο σπίτι του φίλου μου του Γρηγόρη, στο μονοπάτι δίπλα στο σπιτάκι.
Και μετά, πιο πολλές από της δεντροστοιχίας ολόκληρης τα φύλλα.

Μα ακόμα κι όταν χανόμαστε από τον κόσμο και από τη ζωή, δεν παύουν, ούτε ο κόσμος, ούτε η ζωή. Και λίγο με το λίγο, αλλάζουν.
Έτσι ανεπαίσθητα αλλάζουν, όπως αλλάζει το χρώμα του πορτοκαλιού από πράσινο σε πορτοκαλί.
Που αν κάθεσαι και το κοιτάς όλη την ώρα, τίποτα δε βλέπεις, μα αν ταξιδέψεις μακριά από το δέντρο και γυρίσεις μετά από μέρες και 'βδομάδες, βλέπεις το άγουρο και το στυφό, να έχει γίνει ωραίο, ευωδιαστό και καλοφάγωτο.
Αλλάζουν, σα να αλλάζουν μόνο στα κρυφά από 'μάς.

Έτσι άλλαξε και ο κόσμος - κρυφά, κρυμμένος από το κοριτσάκι.
Και το κοριτσάκι, έτσι άλλαξε, κρυμμένο από τον κόσμο.
Ίσαμε που “της καϋμένης η πηγή” στέρεψε, κι άλλο νερό δεν έβγαζε, κι ούτε μάγια μπορούσε πια να κάμει, κι όσα μάγια έκαμε, φύγαν και διαλύθηκαν ωσάν να μην υπήρχαν.
Και η καϋμένη, δε δροσίστηκε, άπ' όλο τούτο το νερό που έτρεξε απ' την πηγή της, παρά καϋμένη και ξερή απόμεινε μονάχα.

Μ' άμα θαρρείς πως στέρεψαν και οι καϋμοί της κόρης, -μεγάλης πια, και όχι άγουρης όπως την ξέραμε πριν κρυφτεί και αλλάξει- μαζί με την πηγή και τα μάγια, ξαστοχείς. Γιατί, τώρα που μάγια δεν ήτανε, για να λησμονεί την αγάπη των δικών και αγαπητών της, έλλειπαν πια κι αυτοί οι δικοί κι αγαπητοί. Κι ενώ πριν λησμονούσε την αγάπη από το νερό το μαγεμένο, τώρα δεν την έβρισκε σε κανενός το πρόσωπο, γιατί ήταν τα πρόσωπα όλα ξένα.

Οι καϋμοί της κόρης στέρεψαν κι αυτοί μυστικά, μα όχι κρυφά, έτσι όπως το πορτοκάλι γίνεται πορτοκαλί.

Κάποια μέρα, αφού τα μάγια είχαν σπάσει, πέρναγε από έναν κήπο γεμάτο άνθη κάθε λογής. Άνθη με χίλια πέταλα, και άνθη μ' ένα μονάχα, ψηλά, χοντρά ή ακάνθινα, κοντά και μυρωδάτα.
Και εκεί ήρθε ο άνεμος, να συμμαχεί στο ωραίο, πήρε της κόρης τα μαλλιά, λεφτέρωσε τα μάτια, κι είδαν όμορφο απόγευμα και δύση και τα άνθη, και μυρουδιές και σούσουρο από πουλιά και ζώα, που στης κοπέλας την καρδιά, φυτέψαν' ευτυχία. Ετούτο ήταν το πρώτο από καιρό χαρούμενο σημάδι στην καρδιά της κοπέλας, και το θυμόταν για καιρό, με χαμόγελο στην καρδιά, στο νου, στο πρόσωπο. Ετούτο το χαμόγελο και η χαρά, ράγισε τη θλίψη και ανέτειλε ελπίδα στην καρδιά της κοπέλας.
Και σιγά – σιγά, αναθυμούμενη την κάθε της χαρά, το κάθε της γέλιο, κρατώντας τα ζωντανά στο νου της, ήρθε ποτέ να μη της λείπει η χαρά και το γέλιο από τη ζωή της.

Και με τη χαρά και το γέλιο ομάδι, με τη γλυκύτητά της, ποιανού ανθρώπου η καρδιά δε θα της ανοιγόταν; Για ποιον θά 'μενε ξένη;

κθ' Δεκεμβρίου ,βζ'
03:12 π.μ.

Καλή χρονιά να έχουμε
ως που να τελειώσει,
και η καινούργια πού 'ρχεται,
μόνο χαρές να δώσει.

Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2007

Αφήστε μήνυμα στον τηλεφωνητή!

Ψάχνοντας εντελώς άλλα πράγματα,
βρήκα ξανά τις μουσικές που έγραφα
όταν είχα τηλεφωνητή στο τηλέφωνο (μέσω ΟΤΕ)
και εξασκούσα τις συνθετικές μου δυνατότητες
με συνθέσεις περιορισμένου χρόνου
και κείμενα συγκεκριμένου θέματος.
Γέλασα τόσο ανακαλύπτοντάς τα, που θέλησα να μοιραστώ τη χαρά μου:

17 Ιουνίου
Τί καλύτερο για να προτρέψεις όλους όσους αρνούνται οποιοδήποτε μήνυμα,
από τα χάλκινα πνευστά;

1 Ιουλίου
"Μπετόβεν και μπουζούκι"
Για να μην ξεκόβουμε από τα λαϊκά στρώματα

15 Ιουλίου
Γιατί οι ηλεκτρονικοί ήχοι υποδηλώνουν
τεχνολογική κατάρτιση και σημαντικότητα.
Αναρωτιέσαι: "Μα καλά, πού πήρα, στο Κανάβεραλ;"
και στο καπάκι η παρότρυνση να αφήσεις μήνυμα.

1 Αυγούστου
Μία μίξη "συνθετικής δεινότητας" για φλάουτο και τσέμπαλο
και το σχόλιο στην ποιότητα.

17 Αυγούστου
Αν τους περικυκλώσω, θα φοβηθούν και θα αφήσουν μήνυμα!
Και την επόμενη μέρα θυμάμαι πως δεν διευκρινίζω το πότε να αφήσει μήνυμα ο άνθρωπος.
Άλλο ένα overdub.

1 Σεπτέμβρη
Το ξέρω πως δε θα γίνω ποτέ,
αλλά για μια διαφημισούλα τα κουτσοκαταφέρνω...

Οκτώβριος
Είπα να τους χτυπήσω στο φιλότιμο.
Θα με αφήσουν χωρίς ένα κεραμίδι πάνω απ' το κεφάλι μου;
Κι όμως,
υπήρξαν παλιόπαιδα που ούτε τότε άφησαν μήνυμα.

2 Νοεμβρίου
Μετά είπα να μη μιλάω εγώ,
μπας και διορθωθεί το πράγμα,
τίποτα!

9 Νοεμβρίου
Με πήρε αποτώκα* η φάση,
αλλά το ξεπέρασα γρήγορα...

Δυστυχώς, έχασα την κασσέττα που είχα με τους χαιρετισμούς του τηλεφωνητή και το τι μου απαντούσαν φίλοι και γνωστοί.
Το μόνο που ξαναβρήκα σαν αρχείο στον υπολογιστή,
(ευλογημένα μπακ-απ)
είναι ένα μήνυμα σε ανάλογο τηλεφωνητή την ημέρα της γιορτής μου
από τον δαιμόνιο και "ετοιμοπόλεμο" Αντώνη Απέργη
.

Αυτή την εποχή δεν έχω τηλεφωνητή,
ούτε εγκατεστημένο το Cubase.

2:38 μ.μ.
Τρίτη, στ' Νοεμβρίου ,βζ'
Φθινόπωρο

*Αποκάτω

Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2007

Εκεί που μας πρέπει να είμαστε

Ξεκινάω να γράψω,
κι ύστερα σταματάω πάλι.

Είναι μέρες πολλές, εβδομάδες που δεν έχω πιάσει χαρτί και στυλό,
και αυτό από μόνο του είναι βάσανο τόσο,
όσο το να έχεις μέσα σου να μοιραστείς αισθήματα,
μα τις λέξεις να μην τις βρίσκεις να τα 'ξομολογηθείς.

Πάντα το ίδιο θέμα,
πάντα παραλλαγές του.

Κάποτε αναρωτιόμουν ποιος ο σκοπός της ζωής.
Γιατί να ζούμε οι άνθρωποι και πού να θέλει να φτάσει
τούτος ο ποταμός τον οποίο ταξιδεύουμε.
Βρήκα την απάντηση μέσα στην πράξη
(γιατί στη σκέψη μοναχά,
δε βρίσκεις τίποτα,
παρά το τίποτα βρίσκεις)
και είπα με βεβαιότητα στον εαυτό μου πως
"η ευτυχία είναι ο σκοπός της".
Κι αυτό, γιατί μέσα στην ευτυχία μοναχά
έβρισκα να είμαι και να είναι και οι γύρω μου,
-μέσα στην ευτυχία μοναχά-
εκεί που μας έπρεπε να είμαστε.

Στην ευτυχία την απέραντη είναι το σπίτι μας.
Η θάλασσα στην οποία εκβάλλει τούτος ο ποταμός,
όταν οι όχθες του παύουν να τον περιορίζουν
τα δυο χέρια που έδειχναν πρώτα το δρόμο προτεταμένα, παράλληλα,
τώρα ανοίγουν σε αγκάλη πελώρια,
απέραντη να περιέχει τούτον
κι άλλους πολλούς ποταμούς.

Και ενώ η ευτυχία για τον καθένα έχει διαφορετικό πρόσωπο
και σε άλλον τόπο θα τη συναντήσει ο καθείς,
έχει ένα χαρακτηριστικό που ποτέ δεν τ' απαρνιέται,
και δίχως ετούτο να υπάρξει δεν είναι μπορετό.

Είναι τα χέρια τα κλειστά, που ανοίγουν να γενούν απεραντοσύνη.
Είναι η αύρα που κυματίζει τα μαλλιά και χαϊδεύει την πλάτη κάτω από τον ώμο,
ενώ σείει χορευτικά τα κλαριά και τα ασημένια φύλλα της ιτιάς,
τα χαμηλά χορτάρια στους κάμπους.
Είναι οι φτερούγες που απλώνονται από τη μια μεριά του ορίζοντα κι από την άλλη.
Είναι η ελευθερία.

Η ελευθερία είναι συνάμα ένα σύμπλεγμα εξωτερικών συνθηκών,
μα κι ένας τρόπος να βλέπεις τον κόσμο.
Η πρώτη πρόταση της προηγούμενης παραγράφου
θα μπορούσε να είναι γραμμένη αλλιώς:
"Είναι τα μάτια τα κλειστά, που ανοίγουν για να ειδούν, ανοίγουν να γενούν απεραντοσύνη".
Και σαν τέτοια η ελευθερία, σαν πράγμα και σαν σκέψη μαζί,
σαν σώμα και σαν ψυχή, ομού θεμελιώνεται και εμφυσείται.
Γιατί οι συνθήκες οι προσαρμόσιμες και οι γόνιμες, κάτω από το βλέμμα το σκλαβωμένο και την σκέψη την ιδρωμένη από τον φόβο, άλλον καρπό απ' αλυσίδες, φράχτες, κάγκελα δεν προσφέρει.
Και ο σπόρος της ελεύθερης ματιάς που μας συντροφεύει εντός από γεννησιμιού, στην ανομβρία της σκληρότητας, της αδυναμίας δηλαδή, δε γίνεται φύτρα, δε βλασταίνει.

Για τους παραπάνω λόγους, όλες οι προσπάθειες για την επίτευξη ή την διατήρηση της ελευθερίας που επικεντρώνονται αποκλειστικά στις εξωτερικές συνθήκες ή στην νοοτροπία, είναι καταδικασμένες πριν ακόμη λάβουν χώρα.
Το πιο χτυπητό παράδειγμα των προσπαθειών-ναυαγίων του ανθρώπου που αφοσιώθηκε στις εξωτερικές συνθήκες για την επίτευξη-διατήρηση της ελευθερίας, είναι οι νόμοι που έχει θεσπίσει.

Κατ' αρχήν οι νόμοι, άγραφοι, μα ευνόητοι και κοινά αποδεκτοί, στήριζαν την επιβίωση της κοινωνίας και του ατόμου. Αν και υπήρχαν αυθεντίες που συντελούσαν στη δημιουργία τους, στην πλειονότητά τους μοιάζουν οικουμενικοί.
Όσο η παρουσία των αυθεντιών στη διαμόρφωση των νόμων τείνει στην αποκλειστικότητα, και όσο οι νόμοι -που αποσκοπούν στο να είναι ξεκάθαροι και λεπτομερείς,πάνω σε κάθε έκφανση του βίου- καταγράφονται και εμμέσως χάνουν το "ευνόητο" τους, τόσο ο κάθε μη-επιστήμονας στερείται της κατανόησής τους.

Τί καταφέρνει λοιπόν ένας νόμος που χάριν κάποιου αγνοούμενου αγαθού περιορίζει, απαγορεύει;
Όταν ήμουν μικρό παιδάκι, τα εμπόδια που έβαζε στο σπίτι η μητέρα μου για να μη χτυπήσω, να μην καώ, τα έβλεπα ως περιορισμούς. Και ως τέτοιους, τα κατάφερνα και τελικά τους ξεπερνούσα. Πολλές φορές, με απεριόριστη υπομονή, καταπιανόμουν να παλεύω τους περιορισμούς μου.
Ένας τέτοιος ακατανόητος νόμος, δεν καταργεί απλώς το ίδιο το αγαθό που φτιάχτηκε να διαφυλάξει, την ελευθερία, παρά δημιουργεί ο ίδιος τους παραβάτες του.
Αν κάποιος αμφισβητεί το παράδειγμα με το μικρό παιδάκι που στερείται κατανόησης και συνείδησης σε σχέση με τον τα αντίστοιχα στερούμενο ενήλικα, εγώ θα έλεγα (υπέρ του παιδιού) πως το μικρό τουλάχιστον έχει μια αρκετά μεγάλη εμπιστοσύνη σ' αυτή τη μητέρα του που το περιορίζει. Εμπιστοσύνη που πιο σπάνια έχει ο ενήλικος προς ένα σύνολο άγνωστων ή ανεπιθύμητων νομοθετών.

Ένα βήμα ακόμα πιο μακριά από την ευτυχία, την ελευθερία, την κατανόηση, συνείδηση και αποδοχή των νόμων φέρνουν το μη-επιστήμονα τα μέτρα επιβολής τους.
Τις περισσότερες φορές, αυτές οι προσπάθειες-ναυάγια της διασφάλισης της πολυπόθητης και απαραίτητης ελευθερίας επιχειρούν να εισέλθουν στη ζωή μας στανικώς. Και με τον ίδιο τρόπο να υιοθετηθούν και να διατηρηθούν ενεργές.
Δημιουργούν με αυτό τον τρόπο ευνοϊκές συνθήκες για την αντίδραση σ' αυτές, πριν ακόμα εξεταστεί από κοινού ο απώτερος σκοπός και η αποτελεσματικότητά τους.
Και αν δεν ευδοκιμεί η αντίδραση μέσα τους, ευδοκιμεί ο μεγαλύτερος εχθρός της χαράς, της ελευθερίας, της ευτυχίας: ο φόβος.
Αυτός που χρησιμοποιείται τελικά όταν το ενδιαφέρον και η στοργή εκλείπουν, για χαλιναγώγηση, για το υποκατάστατο της νουθεσίας.

Όταν η λογική και η διάκριση παύουν να οδηγούν τις πράξεις μας, η κτηνωδία και η αποσύνθεση είναι λογικά επακόλουθα.
Και αυτό επειδή όσο στενός και να είναι ο κλοιός του φόβου, πάντα θα φανεί στον ορίζοντα του καθενός -έστω και σαν αυταπάτη- η στιγμή που ο κλοιός θα διαρρηχθεί.
Τότε, αν η συνείδηση δεν οδηγεί τις πράξεις,
ο φόβος δε θα δώσει, παρά θα καταλύσει τα φρένα.

Τα παραπάνω, λίγο έως πολύ τα γνωρίζουν όσοι διαχειρίζονται το φόβο των άλλων, μα παρ' όλα αυτά, σκλάβοι και οι ίδιοι -και αδύνατοι να μπορέσουν να το αντιληφθούν ή να κάνουν κάτι ουσιαστικό για αυτό- συνεχίζουν να τον χρησιμοποιούν σαν σκήπτρο, σαν το μαγικό ραβδί που τους πραγματοποιεί τις ευχές.
Και ο λόγος που δεν αναζητούν ή δεν ακολουθούν άλλη οδό από τη δέσμευση των θυμάτων τους είναι ίδιος με τον λόγο που πολύ συχνά δεσμεύει τα θύματά τους τα ίδια.
Η φυγοπονία.
Η αδυναμία να βρουν και να εφαρμόσουν τρόπους που δε θα θίξουν την ελευθερία (και κατά συνέπεια την ευτυχία) των συνανθρώπων τους, για να επιτύχουν το ποθούμενο.
Το ποθούμενο που τις περισσότερες φορές είναι η ίδια ευτυχία και ευημερία.
Στόχος αγαθός κατά τα άλλα.


Το παράδειγμά μου, οι νόμοι, δεν χρησιμοποιήθηκε γιατί είμαι ενάντιος στην ύπαρξή τους.
Αν και κάποιοι νόμοι θεωρώ πως δεν δημιουργήθηκαν με αγαθές προθέσεις, ούτε με θεμιτά αποτελέσματα. Αλλά αυτό δεν το εξετάζω, γιατί θα απομακρυνθώ από το συλλογισμό που έχει να κάνει με τις συνιστώσες της ελευθερίας και την ευτυχία και τις προσπάθειες για ευδοκίμηση τους και θα ασχοληθώ με ένα άλλο φαινόμενο.
Πιστεύω ακράδαντα πως ο άνθρωπος που "συλλογάται ελεύθερα" και καλλιεργεί εαυτόν ευτυχής, έχει ως γνώμονα την ευημερία και την καλοσύνη από και προς τους πάντες στην πράξεις του.
Δέχεται συμβουλές και υποδείξεις, όταν τις κατανοεί και δεν τον συγχύζουν.
Το παράδειγμά χρησιμοποιήθηκε επειδή όλοι έχουμε να κάνουμε με τους νόμους, η πλειονότητα δεν αναμειγνύεται στην εφεύρεση, σύσταση, ερμηνεία ή επικύρωσή τους, ούτε γνωρίζει αυτούς (οι παραπάνω ονομαζόμενοι "μη-επιστήμονες") και το σκεπτικό θα έβρισκε την πλειονότητα να βρίσκεται όχι αιτία, αλλά αποτέλεσμα των νόμων. Γεγονός που μειώνει τις πιθανότητες της ταύτισης με τους "επιστήμονες" και την αντίδραση για την αντίδραση καθεαυτή.
Οι προσπάθειες-ναυάγια όμως για την επίτευξη και διατήρηση της ελευθερίας και της ευτυχίας δεν περιορίζονται στο επίπεδο του ευρύτερου κοινωνικού συνόλου όμως, τη σχέση πολίτη-πολιτείας, νόμων-πολίτη.
Αν βάλουμε κάτω από το μικροσκόπιο τις σχέσεις γονέα-παιδιών, φίλων, συνεργατών, εργοδοτών-εργαζομένων, εραστών ή συζύγων, θα βρούμε στόλους ναυαγισμένους και διαλυμένους στις κρημνώδεις ακτές τους. Ακτές που θα έπρεπε να αποτελούν οάσεις σωτηρίας προς την ευτυχία του ατόμου.
Ιδίως στους συζύγους, αν και δεν μετρά η σχέση αυτή τις περισσότερες προσπάθειες-ναυάγια, η ίδια η ονομασία της σχέσης, ειρωνικά, προμηνύει κατάλυση της ελευθερίας αμφότερων των συσχετιζομένων.


Τα παραπάνω είναι συλλογισμοί που δεν χρειάζονται κόπο για να τους κάνει κανείς.
Οδηγούν όμως, αναπόφευκτα, σε ένα συμπέρασμα.
Και αυτό το συμπέρασμα είναι η απαρχή τόσο του μόχθου, όσο της προσωπικής και συλλογικής δημιουργίας:
Για να επιτευχθεί και να διατηρηθεί η ελευθερία χρειάζεται συνείδηση και πράξεις.

Οκτώβριος ,βζ'

Τρίτη 4 Σεπτεμβρίου 2007

Το μαράζι της Ανθούλας

Τη μέρα που πέρασε, το μεσημέρι,
αναλογίστηκα την ημερομηνία
και συνειδητοποίησα πως ήταν ακριβώς είκοσι χρόνια
που ο θάνατος με χώρισε από τη μητέρα μου.
Σκέφτηκα:
"Είναι δυνατόν να είναι τόσο περισσότερα
τα χρόνια που έζησες χώρια της
από τα τόσα χρόνια που σε μεγάλωνε;
Πάει τόσος καιρός από τότε που στη θάλασσα
σε έβαζε να τυλίξεις τα πόδια σου στη μέση της
και σε γύριζε γύρω - γύρω;"

Κι όμως,
την ξεχνάω.
Ακόμα κι αν κουβέντες και πράξεις της
με έχουν σημαδέψει,
-όχι σημαδέψει, σμιλέψει να γράψω καλύτερα-
ακόμα κι αν κουβαλάω τη μύτη
από τη μεριά της δικής της οικογένειας,
ακόμα κι αν τη θυμάμαι
κάθε που θα με παινέψουν για καλοσύνη,
πάνε τόσα και τόσα χρόνια
που έχει να έρθει στα όνειρά μου.
Πάει τόσος καιρός που έχω να πω το όνομά της
και να θυμηθώ τον τρόπο της.
Και πριν από αυτό, ακόμα άλλο τόσο.
Χάνεται από τη μνήμη μου
και είναι σα να πεθαίνει ακόμα περισσότερο.

Πρώτο ξέχασα το χρώμα της φωνής της,
τελευταία χάνω τη μυρουδιά της.
Η όψη της δε γυρνάει από τις φωτογραφίες.

Του θανάτου το πέρασμα το απάντησα μικρός.
Και πριν τον αποχωρισμό της μάνας,
(δε θυμάμαι να την είπα "μάνα" ποτέ,
παρά "μαμά" την έλεγα και ήμουν ο βενιαμίν της,
αλλά "μάνα" είναι στο μυαλό μου,
ούτε "μαμά", ούτε "μητέρα")
ήταν ο θάνατος της μητέρας της, της Ζαχάρως.
Που είδα τη Ρούλα, την εγγονή της, του θείου του Τάσου
να ξεσπάει στα κλάματα στο πεζοδρόμιο της Σαλαμίνος,
έξω από την πολυκατοικία που μέναμε κι εμείς,
δίπλα από μια νερατζιά,
κάτω από το μπαλκόνι της θείας της Νούλας.
Τον είδα από μικρός, μα ποτέ δεν τον χώνεψα.

Πόσες φορές δεν ήρθε η μάνα μου στον ύπνο μου,
εύρωστη, όχι όπως ήταν μετά τις χημειοθεραπείες, χωρίς μαλλιά,
και σαλιώνοντας τον αντίχειρά της μου έστρωσε τα φρύδια;
Κι ύστερα,
πόσες φορές δεν είδα στον ύπνο μου τον πατέρα μου;
Να ξυπνάω και να πάω στην κουζίνα,
να τον βρίσκω με τη ρόμπα να φτιάχνει καφέ στο μάτι της κουζίνας,
να μου φτιάχνει πρωινό, και να του λέγω:
"Μα καλά, εσύ δεν πέθανες χρόνια πριν;"
"Όχι, λάθος ήτανε. Τώρα γύρισα, και θα ήμαστε όλοι πάλι μαζί."

Όταν ήμουν ακόμη στο δημοτικό σχολείο,
είχα μια συμμαθήτρια που
σε ένα διάλειμμα που λέγαμε το τί θα γίνει ο καθένας είπε:
"Εγώ ξέρω το τι θα γίνει ο Συρογιάννης!"
"Τί θα γίνει;"
Ρωτήσαμε οι άλλοι, όλοι αγόρια, στην πίσω αυλή του σχολείου.
"Φιλόσοφος!"
Αυτό είναι μια εκδοχή για το γιατί θέλω να γίνομαι "δικηγόρος του διαβόλου",
και να εκπροσωπώ την άλλη άποψη,
ακόμα κι αν (ή ίσως ακόμη περισσότερο όταν) δεν υπάρχει κάποιος υποστηρικτής της
μπροστά στην κουβέντα,
το ότι θέλω να βρω την αλήθεια.
Μία λανθάνουσα τάση προς τη φιλοσοφία που,
όπως πολύ αργότερα συμπλήρωσε τον νονό της κόρης του ο θείος μου ο Λάμπης,
...κινδυνεύει να παρεκκλίνει σε "αμπελοφιλοσοφία".

Η άλλη εξήγηση δόθηκε από τον Αλέξανδρο,
χρόνια πριν, στο σπίτι του Γρηγόρη:
Ίσως να θέτω ερωτήματα που να εμποδίζουν το "κλείσιμο του θέματος"
γιατί ουσιαστικά, δεν θέλω το θέμα να τελειώσει.
Γιατί δεν επιθυμώ το τέλος.
Ίσως να είναι το ίδιο με το ότι δε χώνεψα ποτέ το τέλος,
το θάνατο,
το τίποτα,
την καταστροφή και την κατάλυση, όχι μόνο του περιβάλλοντος,
αλλά και του παρατηρητή του.
Ασύλληπτος, και για αυτό αχώνευτος.
Ίσως, αν είναι έτσι,
για αυτό να είμαι ανάξιος και αιώνιος μνηστήρας του τέλειου.
Γιατί χωρίς τέλος, τίποτα δεν είναι τέλειο.

Για να βάλω ένα τέλος
στην περιγραφή από τις πολλές σκέψεις
που πέρασαν την προηγούμενη μέρα από το νου μου:
Μπορεί σα χθες να πέθανε η μάνα,
αλλά σα σήμερα,
(ισορροπία που φωλιάζει μέσα στα πάντα)
γεννήθηκε η καλή μου φίλη η Φαίη.
Χρόνια πολλά και καλά!
Ευχαριστώ για τη φιλία
που απλόχερα προσφέρεις!

Τρίτη, δ' Σεπτεμβρίου ,βζ'
05:39 π.μ.
Αν ήταν αλλού,
θα είχε σίγουρα μουσική.
;-)

Παρασκευή 24 Αυγούστου 2007

Empire of dirt

Σ' αυτό το ταξίδι που κάνουμε όλοι,
άλλοι πηγαίνοντας αργά κι άλλοι γρήγορα,
άλλοι με εφόδια κι άλλοι επαίτες,
άλλοι περπατώντας,
άλλοι οδηγώντας,
άλλοι κωπηλατώντας,
άλλοι πετώντας
κι άλλοι κουτσαίνοντας,
έχουμε δυο - τρεις σταθμούς
απ' όπου όλοι θα περάσουμε αργά ή γρήγορα.

Θα γελάσουμε και θα κλάψουμε,
αλλιώτικα ο καθένας στον κάθε σταθμό.
Άλλοι θα τους δουν σα λύτρωση
κι άλλοι σαν καταδίκη.
Σα λιμάνι να ξαποστάσουν
ή σαν θύελλα που τους μαστιγώνει.

Θα κοιταχτούμε,
σαν απαντήσουμε ο ένας τον άλλο,
σαν συνοδοιπόροι,
σαν εμπόδιο ο ένας του άλλου,
σαν σάρκες από τη σάρκα μας,
ή σαν κακές πληγές πυορροούσες.
Άλλοτε ξέροντας, κι άλλοτε αγνοώντας -οι ίδιοι-
πως,
με τους ίδιους (αναπόφευκτους) σταθμούς,
σε άλλες στιγμές και από άλλες ρότες,
με άλλα βλέμματα,
άλλες χροιές και άλλους τόνους,
τυφλοί απέναντι στο τι έπεται,
το ίδιο ταξίδι κάνουμε.

06:10 μ.μ.
Παρασκευή κδ' Αυγούστου ,βζ'

Ζέστη, αέρας και φωτιά.
(Σε άλλη περίπτωση,
θα είχε και μουσική)

Τετάρτη 8 Αυγούστου 2007

Η τριλογία

Η πρώτη του ταινία που είδα ήταν βιντεοκασσέττα, και ήταν το "Κάρμεν".

Όταν τη συζητούσα με τον Στέλιο, μου συνέστησε να ψάξω να βρω μια ταινία του που είχε δει πριν χρόνια και του άρεσε πολύ, τό "Μάγος Έρωτας".



Και από τον Αντώνη (ή από τη Φαίη; ) βρήκα μόνο με αγγλικούς υπότιτλους το "Ματωμένο γάμο".


Το "El Amor Brujo" ακόμα δεν το έχω δει.
Ελπίζω να το βρω σύντομα, πέρα από σκηνές που κυκλοφορούν στο διαδίκτυο.

Η σύνδεση έγινε αργότερα, στα προσεχώς της συλλογής "criterion", όπου αναφέρει τις τρεις αυτές ταινίες σαν μέρη της φλαμέγκο τριλογίας του Κάρλος Σάουρα.

Δεν γνωρίζω γιατί δεν ονομάζουν πενταλογία το σύνολο των έργων αυτών, μαζί με το "Φλαμέγκο"

(Παρένθεση, εκτός θέματος: To "verde que te quiero verde" είναι από τους στοίχους του ποιήματος του Λόρκα "Romance Somnámbulo" διασκευασμένο, αλλά κρατώντας το νόημά του.
Κάπου είχα διαβάσει ότι η κοπέλα στην οποία αναφέρεται στην αρχή είναι νεκρή, εξ' ου και τα μάτια από κρύο ασήμι... εγώ το αφήνω στους αναλυτές το πράγμα)

και το πρόσφατο "Iberia".


Ίσως γιατί είναι το τέταρτο και "...το πέμπτο μέρος της γνωστής τριλογίας..." όπως θα έλεγε ο Ντάγκλας Άνταμς.
Ίσως γιατί τα δυο τελευταία αυτά, αν και διέπονται από μια συνέχεια, δεν είναι στη σκιά μιας και μόνης ιστορίας και πλοκής. Παρά είναι περισσότερο σαν να αποτυπώνουν τη μουσική αυτή, στις διαφορετικές της εκφάνσεις.

"Δεν ξέρω τι σημαίνει αυτό,
αλλά εμένα μου αρέσει πολύ"

Χρόνια πολλά Μαργαρίτα,
ώρα καλή νά 'χεις στην πρύμνη σου
και αέρα στα πανιά σου!
01:04 π.μ.
Τετάρτη, η' Αυγούστου ,βζ'

Παρασκευή 27 Ιουλίου 2007

Τα μέσα δεν κάνουν τον οποιονδήποτε, αν δε βγαίνει από μέσα του

Όλο και πιο συχνά σκέφτομαι πως όταν έχω περιορισμούς στα μέσα για να κάνω κάτι, ασχολούμαι περισσότερο με το κάτι και λιγότερο με τα μέσα.
Σα να λέμε, ψάχνω να βρω το δρόμο να φτάσω στο στόχο μου.

Όταν τα μέσα δεν αποτελούν ζήτημα, μπορεί να σπαταλήσω τον άπειρο χρόνο για να εξαντλήσω (δήθεν) τις δυνατότητές τους.
Και όλο αυτό, εις βάρος του στόχου, της δημιουργικότητας της ευχαρίστησης.

Αυτή η απόκλιση από το παιχνίδι δηλαδή με τα μέσα, που τα κάνει αυτοσκοπό.
Κι έτσι, δουλεύεις υπερωρία για να πληρώσεις το 4x4 και δεν πας κανέναν περίπατο σε κανένα βουνό.
(Λέμε, αν δεν καιγόντουσαν όλα.)
Ψάχνεις τη γραμματοσειρά που θα σε εκφράζει, και δε γράφεις μια κουβέντα να βγει από μέσα σου.
Ψάχνεις τον ιδανικό άνθρωπο, και δε διακρίνεις το ιδανικό στους ανθρώπους.
Κατεβάζεις τους τελευταίους drivers για να λειτουργεί το τελευταίο πρόγραμμα αναπαραγωγής DVD, και δε βλέπεις τις ταινίες που αγόρασες γιατί θεωρούσες αξιόλογες.

Και χάνεις το ταξίδι, τις εικόνες, τις μυρουδιές, τις αισθήσεις και τα συναισθήματα, χάνεις τον προορισμό, γιατί περιμένεις τον καλύτερο άνεμο, το πιο γρήγορο καράβι, τα καινούργια ταξιδιωτικά ρούχα του βασιλιά.

04:29 π.μ.
Παρασκευή, κζ' Ιουλίου ,βζ'

Ζέστη και διακοπές (ρεύματος)
Καλημέρα!

Δευτέρα 2 Ιουλίου 2007

Δικαιολογίες

Με πειράζουν τόσο πολύ οι δικαιολογίες!
Με κουράζουν τόσο πολύ οι δικαιολογίες!

Εχθές το πρωί, στις δύο τα ξημερώματα, μπαίνω σε ένα ταξί να πάω να έρθω στο σπίτι.
Δένω την ζώνη. (Μου το προτείνει και ο ίδιος ο οδηγός).
Αρχίζουμε μια κουβέντα (πρωί-πρωί, αλλά μάλλον το ήθελε για να περνάει η ώρα και να μην αποκοιμιέται στο τιμόνι) για τον σεβασμό στον κ.ο.κ.
"Τα νέα μέτρα..."!
Μου λέει.
"Τίποτα δεν κάνουν"
Του λέω.
"Θα αλλάξουν το σύμπαν"
(όχι αυτολεξεί) Μου λέει.
Και αρχίζει μια κουβέντα γύρω από το αν η λύση για τους ασυνείδητους είναι τα αυστηρότερα πρόστιμα ή όχι.
Του πετάω την ιδέα πως αν ο άλλος είναι ασυνείδητος, ούτε το οικονομικό κόστος θα συνειδητοποιήσει, γιατί απλά είναι ασυνείδητος.
Επίσης, πως ο φόβος δεν είναι μια ασφαλής και στέρεη οδός για να περάσουμε ένα μήνυμα, γιατί μπορεί κάλλιστα να μην υπολογιστεί υπό ορισμένες μεν, πλείστες δε περιπτώσεις.
(Δεν μπήκα στη διαδικασία να του εξηγήσω πως αν ο φόβος ήταν αρκετός για να αναστείλει οτιδήποτε, θα θεωρούσαμε ακόμα πως η γη δεν γυρίζει. Ίσως αυτό να ήταν λάθος, και να απέτρεψε ένα τέλος στην κουβέντα προς όφελός μου, αλλά τέτοια λάθη τα κάνω συχνά, για να είναι ειλικρινής...)
Τότε, μου λέει το εξής:
"Ο Έλληνας, θέλει τον φόβο για να αλλάξει και να κάνει το σωστό."
Αντιστάθηκα του πειρασμού να του πω πως είναι παντελώς ηλίθιος, και άρχισα να του εξηγώ γιατί ένας άνθρωπος, αν ο γνώμονας των πράξεών του είναι ο φόβος, μπορεί να αλλάξει συμπεριφορά ανά πάσα στιγμή, και αυτό που χρειάζεται είναι η συνείδηση των πράξεών του.
Δε θέλησε να ακούσει, μου έκανε τις ίδιες δηλώσεις (ή ερωτήσεις) ξανά και ξανά με άλλα λόγια.

Αυτό που με πείραξε περισσότερο είναι αυτό το φόρτωμα στην ελληνικότητά μας για κάθε ελάττωμα. Αυτό που συνοδεύεται με μια αποχή από το χαρακτηριστικό του Έλληνα κάθε φορά, αυτού που το λέει.
"Οι Έλληνες δεν έχουν καλή οδική συμπεριφορά".
Αυτό σημαίνει:
-Εγώ έχω, οι ΆΛΛΟΙ Έλληνες δεν έχουν.
-Αφού οι άλλοι Έλληνες δεν έχουν, αυτό είναι ελαφρυντικό για να μην έχω κι εγώ.
-Αυτό δεν αλλάζει. Είναι Έλληνες, επομένως ό,τι και να γίνει, το παραπάνω ισχύει.


Θα μπορούσα να ισχυριστώ πως αυτοί που το λένε αυτό είναι Έλληνες, και ως εκ τούτου, ενώ τους λείπουν όλα τα άλλα, έχουν αυτογνωσία.
Μα απλά βρίσκουν μια φτηνή δικαιολογία για να μην κάνουν τίποτα.
"Δεν φταίω εγώ, οι Έλληνες φταίνε".


Άμα θες, άλλαξε την λέξη "Έλληνες" με ό,τι άλλο.
Εθνικότητα,
θρήσκευμα,
πολιτική πεποίθηση,
φύλο,
ηλικία.
Η αδιακρισία μπορεί να έχει οποιαδήποτε μορφή.
Οι δικαιολογίες μπορούν να έχουν οποιαδήποτε αφορμή.

Κατέβηκα από το ταξί.
Συνέχισε το δρόμο του.
Γύρισα και κοιμήθηκα.

05:56 π.μ.
β' Ιουλίου ,βζ'
Χρόνια πολλά Άγγελε

Τρίτη 26 Ιουνίου 2007

Ιστορία έρωτα και αναρχίας

Ο τίτλος αυτός, μόλις πρόλαβε να αντικαταστήσει έναν άλλο τίτλο, που δεν προτίμησα γιατί θα ήταν κατανοητός από ένα άτομο και μόνο. Τον "ο παπάς ο παχύς, έφαγε παχιά φακή".

Την ταινία την είδα πρόσφατα,
πριν από λίγες ώρες συμπλήρωσα την θέασή της,
αν και είχα ξεκινήσει την Κυριακή.
Όλη την ώρα χωρίς ήχο και με υπότιτλους.
(Τα ιταλικά μου είναι στο επίπεδο του ανήξερου)

Δεν θέλω να υποστηρίξω τον έρωτα, ούτε την αναρχία.
Ίσως και νά 'ταν πρόσχημα μονάχα.
Στο κάτω κάτω της γραφής, δε χωράνε υποστυλώματα σε καμία έννοια από τις δύο.
Ερμηνείες ένα σωρό, μα ο βίος τους συναντά την ουσία και την στηρίζει ή την καταποντίζει.
Ήθελα να μοιραστώ μονάχα την ομορφιά που ένοιωσα βλέποντάς την ταινία αυτή,
κι ύστερα,
το πως όταν την άκουσα ήρθε κι έδεσε ο ήχος με την εικόνα.
Τα δυο μαζί με το απόσταγμα του ενός και του άλλου,
με το απόσταγμα και των δυονών μαζί.

Καμιά φορά, φέρνουμε τα λόγια,
τους ήχους,
τις εικόνες
στην εποχή τους για να τις εκτιμήσουμε.
Μα θαρρώ πως είναι λάθος αυτό.

Γιατί θα πρέπει να μετράμε
με αλλονών μέτρα και σταθμά από τα δικά μας
τον κόσμο;
Και τί εκτίμηση να κάνουμε με αυτό τον τρόπο;
Δεν έρχεται αυτός που έβγαλε τα μέτρα και τα σταθμά αυτά
να εκτιμήσει αναλόγως;

Πολλές φορές,
αυτό που γεννάται στην καρδιά μας μέσα από τα πράγματα
ή τους ανθρώπους,
ή τις πράξεις των,
δε μπορεί να στηριχθεί, ούτε να καταποντιστεί από τίποτα άλλο
παρά από την καρδιά που το γέννησε.

Ούτε μετριέται,
ούτε περιγράφεται αναλυτικά.

Μόνο με παρομοιώσεις.
Άλλο να λένε στον έναν κι άλλο στον άλλο,
μα να λένε σε κάθε έναν ξεχωριστά το ίδιο πράμα.

Λατρεύω το άρωμα των λεμονιών.

05:50 π.μ.
κστ' Ιουνίου ,βζ'
Χρονιά πολλά,
πολλά καλά, Κατερίνα.

Δευτέρα 25 Ιουνίου 2007

Για την ώρα άτιτλο

Για κάθε μέρα που περνά, δίχως να κάνει γέννα,
στο φυλλοκάρδια μαχαιριά, που δεν την υπομένα'.
Γιατί αν έχω τη δροσιά, στα χέρια, του ποτάμου,
ποτέ δεν πρέπει να διψώ, ούτε αυτοί κοντά μου.


Δεν 'ξεύρω αν τούτα τα λόγια βρίσκουν απόκριση καμιά
στην οθόνη
(όχι, όχι στην οθόνη, διέγραψέ το, αλλά κράτα το λάθος σα λάθος)
σ' αυτό που ονομάζουνε ψυχή κανενού ανθρώπου.

Έγνοιες είναι που με καταλαμβάνουν καιρούς-καιρούς,
και δεν ημπορώ να τις αποτινάξω από πάνω μου.
Όχι γιατί είναι τόσο φρικαλέες οι ιδέες που γεννούν.
Μα γιατί είναι τόσο επιθυμητές οι ιδέες που αντιστέκουνταί* τους.
Γιατί έχουν υπόσταση και υπάρχουν στη ζωή μου,
το λιγότερο σαν παρελθόν,
το ευτυχέστερο σαν παρόν και μέλλον.

Μου αρέσει να γράφω,
αλλά δεν είναι το γράψιμο που μου αρέσει.
Είναι η ιδέα (ακόμα περισσότερο όταν αποκτά βάση)
πως μέσα από τις αράδες τις λέξεις που μπαίνουν στη σειρά
έστω και ένας, κάπου, κάπως,
βγάζει ένα νόημα.
Κουνάει το κεφάλι του σα να λέει:
"Ναι, τούτο το είδα κι εγώ"

Μ' αρέσουν και οι λέξεις να έχουν μυρουδιά.
Όπως έχουν μυρουδιά τα νιόκοπα ξύλα.
Όπως έχουν μυρουδιά τα βιβλία.
Όπως έχουν μυρουδιά τα χέρια που τρίψαν το φύλλο της λεμονιάς μέσα στους.
Όπως έχουν μυρουδιά οι τσέπες με τη λεβάντα.

Γιατί τότε,
δεν είμαι εγώ ο κύρης του νοήματος.
Δεν είμαι ο κύρης της ομορφιάς που ξεπρόβαλε από το παράθυρο,
και έλαμψε μ' άλλο χρώμα σε κάθε γωνιά.
Μόν' είμαι ο μνηστήρας της,
που κατάφερε να την ξεφανερώσει για να της ρίξει μια ματιά.

Μου λείπει,
μου λείπει,
μου λείπει.

Και με το νερό να τρέχει ανάμεσα στα δάκτυλά μου,
αφού διψώ, είναι ντροπή.
02:54 π.μ.
κε' Ιουνίου ,βζ'

*μη θεωρήσεις το "αντιστέκουμαι" σαν αντιδραστική στάση.
Το χρησιμοποιώ όπως και αυτοί στον παρακάτω διάλογο που κάποτε διάβασα και έκτοτε κράτησα στην καρδιά μου:
-Σκουτελοβαρίσκω σε
-Κι εγώ αντιστέκουμαί σου
που πάει να πει αν δεν το κατάλαβες:
-Σε χαιρετώ
-Κι εγώ στέκομαι απέναντί σου (αντάξιος) στο χαιρετισμό σου

Τρίτη 24 Απριλίου 2007

...και η συνέχειά του

(συνέχεια από το προηγούμενο)
They listened to him, not agreeing, not denying, but accepting his despair. His words went into their listening silence, and rested there for days, and came back to him changed.

"We can't do anything without each other," he said. "But it's the greedy ones, the cruel ones who hold together and strengthen each other. And those who won't join them stand each alone." The image of Anieb as he had first seen her, a dying woman standing alone in the tower room, was always with him. "Real power goes to waste. Every wizard uses his arts against the others, serving the men of greed. What good can any art be used that way? It's wasted. It goes wrong, or it's thrown away. Like slaves' lives. Nobody can be free alone. Not even a mage. All of them working their magic in prison cells, to gain nothing. There's no way to use power for good."

Ayo closed her hand and opened it palm up, a fleeting sketch of a gesture, of a sign.


Τον άκουσαν, χωρίς να συμφωνούν, ούτε διαφωνώντας, αλλά δεχόμενες την απελπισία του.Τα λόγια του βρήκαν την σιωπή της ακοής τους, και ακουμπήσαν εκεί για μέρες, και γύρισαν πίσω σ' αυτόν αλλαγμένα.

"Δε μπορούμε να κάνουμε τίποτα ο ένας χωρίς τον άλλο", είπε. "Μα είναι οι φθονεροί, οι σκληροί που στέκονται μαζί και στηρίζονται μεταξύ τους. Κι όσοι δεν συντάσσονται μαζί τους, στέκονται ο καθένας μόνος."
Η πρώτη του εικόνα της Άνιεμπ, μια ετοιμοθάνατη να στέκεται μόνη στο δωμάτιο του πύργου, τον ακολουθούσε πάντα.
"Η αληθινή δύναμη σπαταλιέται. Κάθε μάγος χρησιμοποιεί τις τέχνες του εναντίων των άλλων, υπηρετώντας τους ανθρώπους του φθόνου.
Ποιο το όφελος οποιασδήποτε τέχνης, σε τέτοια χρήση;
Σπαταλιέται. Λανθάνει, ή σκορπίζεται.
Σαν τις ζωές των σκλάβων.
Κανείς δε μπορεί να είναι ελεύθερος μόνος του. Ούτε ένας μάγος.
Όλοι τους εργάζονται τη μαγεία τους στα κελιά της φυλακής, χωρίς κέρδος.
Δεν είναι τρόπος να χρησιμοποιήσουν τη δύναμη για καλό."

Η Άιο έκλεισε την παλάμη της και την άνοιξε προς τα επάνω. Ένα φευγαλέο σχέδιο μιας χειρονομίας, ενός σημαδιού.
(Σ.τ.Μ.: Εμπιστοσύνη)

Κυριακή 22 Απριλίου 2007

το απόσπασμα που ήθελα να μοιραστώ...


Αν και όλα τα κείμενα της με κινούν προς έναν ωραίο και εποικοδομητικό τρόπο σκέψης, απόψε (εχθές το βράδυ) στάθηκα στα λόγια που βάζει στο στόμα ενός ήρωα της πρώτης ιστορίας από τις "ιστορίες από την γεοθάλασσα".
(Ο λόγος για την Ούρσουλα Λε Γκεν και το πέμπτο από τα βιβλία της με γενικότερο τίτλο "το έπος της γεοθάλασσας")

Δε θέλω να το σχολιάσω, απλά να το μοιραστώ.

"Trust," the young man said. "Yes. But against— Against them?— Gelluk's gone. Maybe Losen will fall now. Will it make any difference? Will the slaves go free? Will beggars eat? Will justice be done? I think there's an evil in us, in humankind. Trust denies it. Leaps across it. Leaps the chasm. But it's there. And everything we do finally serves evil, because that's what we are. Greed and cruelty. I look at the world, at the forests and the mountain here, the sky, and it's all right, as it should be. But we aren't. People aren't. We're wrong. We do wrong. No animal does wrong. How could they? But we can, and we do. And we never stop."


"Εμπιστοσύνη," είπε ο νεαρός άνδρας.
"Ναι. Μα ενάντια -Ενάντιά τους;-
Ο Γκέλλουκ χάθηκε. Ίσως ο Λούζεν πέσει τώρα.
Θα κάνει αυτό οποιαδήποτε διαφορά;
Θα λευτερωθούν οι σκλάβοι;
Οι ζητιάνοι θα φάνε;
Θα αποδοθεί δικαιοσύνη;
Θαρρώ πως υπάρχει ένα κακό μέσα μας, στην ανθρωπότητα.
Η εμπιστοσύνη το αρνείται.
Το υπερπηδά.
Υπερπηδά το χάσμα.
Μα αυτό είναι εκεί.
Και ό,τι κάνουμε τελικά υπηρετεί το κακό,
γιατί αυτό είμαστε.
Φθόνος και σκληρότητα.
Κοιτάζω την πλάση,
τα δάση και το βουνό εδώ, τον ουρανό,

και είναι όλα καλά, όπως θά 'πρεπε.
Μα εμείς δεν είμαστε.
Ο κόσμος δεν είναι.
Σφάλουμε. Κάνουμε κακό.
Κανένα ζωντανό δεν κάνει κακό.
Πώς θα μπορούσε;
Μα εμείς μπορούμε,
και το κάνουμε.
Και ποτέ δεν παύουμε."

Το τι γράφει αμέσως μετά, θα το μοιραστώ αργότερα.
Δε θέλω να νομίσετε όμως πως αυτό πρεσβεύει η συγγραφέας.
Ούτε το αντίθετο.
Όπως δεν πρεσβεύει ο Ντοστογιέφσκι (απλά εικάζω) τα όσα σκληρά, μα τόσο τεκμηριωμένα, λέει ο Ιβάν στον Αλεξέι Καραμαζώφ.

02:22
Κυριακή, κβ' Απριλίου ,βζ'

Σάββατο 14 Απριλίου 2007

Όχι μόνο εχθές

Εχθές,
μου ήρθε ξανά η σκέψη του.
Είχε αφορμές.
Εγώ τις δημιούργησα.
Ηθελημένα, άθελα,
δε μπορώ να το πω.

"Χαλάρωσε",
μου λέω.
"Χαλάρωσε",
μου είπε αργότερα και η καλή.

Είναι ανάγκη, το ξέρω.
Δεν είμαι ο Άτλαντας,
δεν είμαι ο Ηρακλής.
Δεν αλλάζει ο κόσμος με μιας.

Αλλάζει;
Αυξάνει η εντροπία θα μου πεις...

Εχθές,
μου ήρθε ξανά η σκέψη του.
Και αυτό που θέλησα περισσότερο
ήταν να γράψω
και να παίξω μουσική.

Να μη σηκωθώ σήμερα για τη δουλειά.
Όμορφη δουλειά,
αλλά να:
καταντάει "δουλειά".

Όλα κάνουν κύκλους.
Κάνω κι εγώ.

Ξανά στο "μη χάνεις τη σημασία των πραγμάτων".
Είναι μια μάχη συνεχής,
χωρίς αναπαμό,
χωρίς γδικιωμό,
χωρίς έλεος.

Ο πιο σκληρός αντίπαλος,
ο πιο επίμονος,
εγώ.

Ο πιο φοβερός,
ο τελευταίος.

Εχθές,
μου ήρθε ξανά η σκέψη του.

09:01
Σάββατο, ιδ' Απριλίου ,βζ'
Μεγαλώνει η μέρα.

Πέμπτη 29 Μαρτίου 2007

Καλειδοσκόπιο

Είναι κάποιες ερωτήσεις
που, πολλά χρόνια τώρα,
δίνουν άλλη απάντηση
σε άλλες στιγμές.

Σαν ένα καλειδοσκόπιο.

Τί είναι αυτό πού ’χει
πιο μεγάλη σημασία,
η θέση των άστρων
ή η παγκόσμια ιστορία,
ένας μεγάλος έρωτας
ή μια απλή συνουσία;


Και τη μια λέω:
δε θα κατασταλάξω;
την άλλη:
ποια η διαφορά,
τί διαλέγεις;
ανάμεσα σε ίδια πράγματα,
γεννημένα από το μυαλό σου;

Σα να είναι και αυτή η αντιμετώπιση
εικόνα που όλο αλλάζει.

Σαν ζωή.

Σαν ένα καλειδοσκόπιο.

1:58 μ.μ.
Πέμπτη, κθ' Μαρτίου ,βζ'
Καιρός μουρτζούφλης.

Συνεχίζεται...

Παρασκευή 16 Μαρτίου 2007

Αληλεγγύη

"Kατ’ αρχάς ζητώ συγγνώμη σε όσους θεωρήσουν αυτό το e-mail spam, εν τούτοις συνεχίζω να θεωρώ ότι το θέμα είναι αρκετά σημαντικό ώστε να λάβουν όλα τα μέλη του συλλόγου άμεση γνώση. Επίσης, ζητώ να με συγχωρήσετε που δεν ήμουν στη γενική συνέλευση για να πω αυτά που θα σας πω, αλλά δεν μπόρεσα τελικά να κατέβω στην Πάτρα στην ώρα μου. Θα λείπω και από την επόμενη Γ.Σ., αφού θα είμαι εν αναμονή του δικαστηρίου.
Να σημειώσω ότι δεν ανήκω σε καμία παράταξη, και πιστεύω ότι οι φίλοι φοιτητές που ανήκουν σε οποιαδήποτε παράταξη θα διαβάσουν το κείμενο, παρά το γεγονός ότι εγώ δεν ανήκω κάπου. Θα προσπαθήσω να είμαι σύντομος (αν και δεν νομίζω να τα καταφέρω) στην περιγραφή των γεγονότων, μιας και λίγο πολύ θα τα έχετε ακούσει (παραμορφωμένα) στις ειδήσεις. Επίσης, συγχωρήστε την απουσία λογοκρισίας στις άσεμνες λέξεις, αλλά θεωρώ ότι δεν υπάρχει λόγος να κρυβόμαστε πίσω απ’ τα δάχτυλα μας και να προβάλλουμε μία πλασματική ηθικολαγνεία. Τα πράγματα αυτά συμβαίνουν και ακούγονται καθημερινά, και θεωρώ ότι αυτός που προσβάλλεται ακούγοντας ωμά αυτές τις λέξεις είναι ανειλικρινής πρώτα στον εαυτό του, και έπειτα στους συνανθρώπους του.

Είμαι ένας από τους 49 συλληφθέντες της 08/03/2007. Με προσήγαγαν μαζί με άλλα 48 παιδιά από το ίδιο σημείο (από τη νησίδα που υπάρχει στη γωνία Μ. Βρετανία και Βας. Σοφίας) στη ΓΑΔΑ, άνευ λόγου και αιτίας. Ήμουν από τους λίγους τυχερούς που δεν έφαγαν ξύλο και πραγματικά ακόμα απορώ πως την γλύτωσα. Δεν κατάφερα να ξεφύγω αφού, όπως θα έχετε δει στα βίντεο, μας κύκλωσαν περί τους 100 και παραπάνω αστυνομικοί και μας εξήγησαν με τον πλέον αποτελεσματικό τρόπο πως νοιώθει μία κατσαρίδα όταν, αφού την έχεις ψεκάσει 10 φορές με AROXOL, συνεχίζεις επίμονα να την βαράς με μία παντόφλα. Τη στιγμή εκείνη είχα κάτσει κάτω σκυμμένος και περίμενα απλά να με δείρουν. Οι ατάκες των αστυνομικών συνοψίζονταν στο «Έτσι, έτσι, στα τέσσερα πρέπει να είστε». Πέρα από την ασφυξία λόγω των χημικών και της φυσούνας που έφαγα στο πρόσωπο, γύρω μου άκουγα πολύ δυνατά τις κραυγές των παιδιών που έβλεπα να χτυπάνε με μεγάλη μανία οι κ. αστυνομικοί. Πλέον κατάλαβα ακόμα πιο ζωντανά γιατί ο κόσμος τους λέει μπάτσους, και ελπίζω να έχετε καταλάβει και εσείς. Κάποια στιγμή κάποιος ΜΑΤατζής με έδωσε σε κάποιον άλλο να με πάει στην κλούβα. Τα «γαμώ τη μάνα σου ρε μουνί» από τους φίλους αστυνομικούς έδιναν και έπαιρναν, όπως άλλωστε ήταν αναμενόμενο. Μία κοπέλα που δεν μπορούσε να αναπνεύσει και ήταν έτοιμη να λιποθυμήσει είπε στους ΜΑΤατζήδες «θα λιποθυμήσω», και αυτοί της απάντησαν «Λιποθύμα τώρα να σε γαμήσουμε και από πάνω».[Photo]Με έβαλαν στην κλούβα και περιέργως δεν μου πέρασαν χειροπέδες. Χειροπέδες έβαλαν στους μισούς από εμάς και στους περισσότερους τις έβγαλαν στην κλούβα. Σε μερικά παιδιά τις άφησαν, έτσι για τιμωρία. Μέσα στην κλούβα είχαμε ένα παιδί με ανοιγμένο κεφάλι, μία κοπέλα με σκισμένο φρύδι, ένα παιδί με σπασμένη μύτη, έναν άλλο με μισή μπλούζα και χέρι που σχεδόν δεν κούναγε (ρήξη μυών πίσω απ’ τον καρπό), ένα κάρο παιδιά με μελανιές και καρούμπαλα και άλλους που πιθανότατα ξεχνάω. Ζητάγαμε επίμονα γιατρό και φωνάζαμε συνέχεια (αφού ξέραμε ότι δεν είχαμε κάνει τίποτα απολύτως) και ρωτάγαμε γιατί μας είχαν μαζέψει. Προφανώς δεν υπήρχε απάντηση, και προφανώς ούτε γιατρός. Μάλιστα ένας «άνδρας των ΜΑΤ» φόρεσε και την αντιασφυξιογόνο του(!!!) μέσα στην κλούβα, προφανώς για να μας φοβίσει. Κάποια στιγμή (κατά τις 7 το απόγευμα) φτάσαμε στη ΓΑΔΑ όπου ακόμα δεν ξέραμε γιατί μας πάνε. Μας ανέβασαν στον 11ο όροφο, τα κινητά απαγορεύονταν, αλλά εμείς τα βγάζαμε στη ζούλα μέσα στο γενικότερο χάος που επικρατούσε. Στον 11ο μας πέταξαν σ’ ένα διάδρομο και άρχισε η διαδικασία του πολέμου των νεύρων. (Ατάκα ασφαλίτη όταν μας πήγαν στο διάδρομο: «Ρε τι μαλάκες είμαστε, τι μαλακίες κάνουμε, τι είναι αυτά που φέραμε εδώ?». Την ψιθύρισε ένας ασφαλήτης σε έναν άλλο, και ήμουν αρκετά κοντά να το ακούσω).


Ήμασταν χάμω μες τη βρώμα και τις γόπες, σε ένα διάδρομο 2.50 επί 12 μέτρα (περίπου), 49 άτομα, μεταξύ των οποίων 20 περίπου κοπέλες, ο ένας πάνω στον άλλο, με ασφαλήτες να περνάνε συνέχεια από πάνω μας για να μας σπάσουν τα νεύρα. Κουνιόμουν, και έβηχα από τα χημικά που έβγαζαν τα ρούχα τα δικά μου και των άλλων. Μας έκαναν σωματικό έλεγχο (γυμνό για όσους δεν γνωρίζουν), χωρίς ακόμα να μας λένε γιατί μας έχουν προσάγει, και χωρίς γιατρό για τα χτυπημένα παιδιά. Οι προκλητικές ατάκες έδιναν κ έπαιρναν. Επαφή με δικηγόρο δεν υπήρχε, και δεν υπήρξε για 19 ώρες !!!! Μας πήραν δακτυλικά αποτυπώματα, πράγμα που είναι παράνομο χωρίς κατηγορίες και αφού ήδη μας είχαν κάνει εξακρίβωση. Απλά μας τρομοκρατούσαν.
Κατά τη διάρκεια της νύχτας μας έφεραν την εντολή σύλληψης να υπογράψουμε, όπου λέει είχαμε συλληφθεί για διατάραξη κοινής ειρήνης και «εγκληματική οργάνωση» (έτσι έλεγε το χαρτί). Προφανώς και δεν υπέγραψε κανείς, και ζητούσαμε πολύ έντονα δικηγόρο. Αρχικά είχαμε πάει μόνο για απλή προσαγωγή, και η εντολή σύλληψης εμφανίστηκε ως δια μαγείας μετά τις 1 το βράδυ (αφού είχαμε ήδη 5 ώρες χωρίς δικηγόρο και γιατρό στη ΓΑΔΑ). Κάποια στιγμή ήρθε και έναν υποτιθέμενος εισαγγελέας και μας έβαλε να συντάξουμε απολογία ΧΩΡΙΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟ, πράγμα παράνομο και ανήκουστο. Οι κατηγορία, για 45 (οι 4 νομίζω είχαν ελάχιστα διαφορετική) άτομα?

«Ο κατηγορούμενος συμμετείχε σε κομμάτι της πορείας που αποκόπηκε από τον κύριο όγκο της και επιτέθηκε στους άνδρες της αστυνομίας με πέτρες, μάρμαρα και ξύλα. Κατά την σύλληψη του άφησε στο έδαφος 1 ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΗ ΜΑΣΚΑ, 2 ΑΝΤΙΑΣΦΥΞΙΟΓΟΝΕΣ ΜΑΣΚΕΣ, 1 ΒΑΡΙΟΠΟΥΛΑ, 1 ΣΦΕΝΤΟΝΑ, 1 ΠΑΛΟΥΚΙ, ΠΕΤΡΕΣ ΚΑΙ ΜΑΡΜΑΡΑ».

Του τέστην, αφήσαμε κάτω 90 αντιασφυξιογόνες, 45 βαριοπούλες , 45 σφεντόνες, και υπολογίζω περί τις 150-200 πέτρες. Δεν ξέρω αν γελάτε, αλλά μ’ αυτές τις αδιανόητες κατηγορίες είναι πιθανή η καταδίκη. Οι περισσότεροι δεν υπέγραψαν,
εγώ δήλωσα αθώος και ότι αρνούμαι τις αστείες αυτές κατηγορίες και ότι θα μιλήσω μόνο παρουσία δικηγόρου, και υπέγραψα. Τους τραυματίες τους πήγαν στις 4 το πρωί στον Ερυθρό σταυρό (9 ώρες αργότερα). Σε μερικά παιδιά δεν μπόρεσαν να κάνουν ράμματα που χρειαζόταν, γιατί οι πληγές είχαν κλείσει.

Φαί δεν είχαμε. Αγοράσαμε με ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΕΞΟΔΑ champion κρουασάν από το κυλικείο, στις 2 το βράδυ. Μαζέψαμε όλοι μαζί τα λεφτά και πήγαν 2 παιδιά από εμάς συνοδεία 6 αστυνομικών (έπιασαν την Αλ κάιντα οι μαλάκες) να τα φέρουν. 35 παιδιά ήταν από Θες/νίκη, όπως φαντάζεστε κανείς δεν έχει φάει κάτι ιδιαίτερο μες τη μέρα. Αντιστοιχούσαν για 19 ώρες, 2,5 κρουασάν στον καθένα και 1/15 του πακέτου των τσακίρης τσίπς. Νερό απ’ τον ψύκτη και απουσία χαρτιού υγείας. Κοιμηθήκαμε στον διάδρομο αυτό που είχε και γραφεία, ακουμπώντας με τον απέναντι μας τα γόνατά μας που ήταν λυγισμένα για να χωρέσουμε. Συνέχεια πέρναγαν οι ασφαλήτες από πάνω μας για να μας ξυπνάνε, και κάθε λίγο και λιγάκι προέκυπτε και μία άλλη γραφειοκρατική βλακεία για να μην κοιμόμαστε. Την επομένη το πρωί μας φωτογράφησαν, και περιμέναμε από τις 9 που υποτίθεται θα μας πήγαιναν στην Ευελπίδων μέχρι τις 7 το απόγευμα που μας πήγαν τελικά. Βλέπετε, η γραφειοκρατία ζει και βασιλεύει, και μία χαρά εξυπηρετεί τους σκοπούς της. Στις 2 περίπου επιτέλους είδαμε τους δικηγόρους, και μας έφεραν μερικά κρουασάν παραπάνω και φρυγανιές, και τσιγάρα στα παιδιά (κακή επιλογή γιατί ο χώρος έγινε απίστευτα αποπνικτικός). Κατά τις 16:30 μας έφεραν και φασολάδα, ευγενική χορηγία της ΕΛ.ΑΣ. (νομίζω). Συνέχεια μας τρομοκρατούσαν λέγοντας μας ότι θα μείνουμε και άλλη μέρα μέσα τελικά, γιατί η γραφειοκρατία είχε καθυστερήσει τις διαδικασίες κ δεν θα προλαβαίναμε το αυτόφωρο.

Περάσαμε ευτυχώς μετά από χίλια βάσανα από τον εισαγγελέα (πράγμα που σήμαινε ότι θα περνάγαμε αυτόφωρο), ο οποίος πρωτοφανώς ήρθε στη ΓΑΔΑ παρόλο που ο νόμος λέει ότι δεν μετακινείται από την έδρα του και ότι οι κατηγορούμενοι πάνε σ’ αυτόν. Να χιλιοευχαριστήσω εδώ όλα τα παιδιά που εξέφρασαν την αλληλεγγύη τους έξω από τη ΓΑΔΑ. Τους ακούγαμε έξω από το παράθυρο του εισαγγελέα που ήταν στον 6ο όροφο να φωνάζουν και ήταν απίστευτη η ψυχολογική βοήθεια (στο διάδρομο που μέναμε δεν είχαμε παράθυρα). Η αλληλεγγύη βοηθά πραγματικά πολύ και είναι ανεξάρτητη κομματικών φραγμών.

Μας έδεσαν λοιπόν με χειροπέδες μεταξύ μας και μας μετέφεραν συνοδεία 25 ασφαλητών και δεν ξέρω και γω πόσων ένστολων στα δικαστήρια με κλούβες. Οι κλούβες είχαν κελιά των τεσσάρων που κανονικά δεν χωράγανε ούτε 2 άτομα, και έκλειναν ερμητικά με σιδερένιους τοίχους που είχαν μόνο μικρές τρυπούλες για να παίρνεις αέρα. Δεν ξέρω καν πόσοι αστυνομικοί και ζητάδες και περιπολικά μας ακολουθούσαν και άνοιγαν τον δρόμο, αλλά ακούγονταν πολλοί (είπαμε, έπιασαν την Αλ Κάιντα οι μαλάκες).


Στο δικαστήριο και έπειτα από 24 ώρες κράτησης και αϋπνίας πρακτικά, μπορέσαμε να δούμε για μία στιγμή και από μακριά τους γονείς μας. Μερικοί κατάφεραν και μπήκαν και στο δικαστήριο για λίγο, άλλους δεν τους αφήσανε καν. Και άρχισε το θέατρο του παραλόγου. Αφού μας κάθισαν αλφαβητικά και ο καθένας ανακοίνωσε τη σχολή του, οι 30 περίπου δικηγόροι που ήταν μέσα στην αίθουσα ζήτησαν την τριήμερη αναβολή που δικαιούται οποιοσδήποτε συλληφθέντας για να ετοιμάσει την απολογία του. Η μόνη περίπτωση να μην σε αφήσουν να φύγεις ελεύθερος από κει για το τριήμερο είναι ή να μην έχεις καθαρό ποινικό μητρώο, ή να μην έχεις γνωστή κατοικία, ή η κατηγορία σου να είναι πολύ βαριά, ή γενικά να συντρέχει κάποιος λόγος που να σε καθιστά ύποπτο φυγής. Διακόπτουν λοιπόν αι «αδιάβλητοι» δικασταί για 5 (και καλά) λεπτά, και επιστρέφουν μετά από 50!!!!!!!!!

Λέει λοιπόν ο εισαγγελέας, με σίγουρη, τρεμάμενη φωνή:

«Σέβομαι την ιδιότητα του φοιτητή, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι αν τους αφήσουμε ελεύθερους το τριήμερο δεν θα επαναλάβουν τις πράξεις που έκαναν, και άρα εισηγούμαι την τριήμερη κράτησή τους»

Ο γελοίος λοιπόν αυτός άνθρωπος δεν δίστασε και δεν ντράπηκε να μας καταδικάσει σε τελείως άκυρη χρονική στιγμή, τη στιγμή που έπρεπε να εξετάσει αν ήμασταν γνωστοί εγκληματίες και ύποπτοι φυγής. Δεν μπορώ καν να μετρήσω (γιατί δεν ξέρω ακριβώς) πόσους δικονομικούς νόμους παρέβη εκείνο το δικαστήριο. Σαφής στόχος αυτής της εισήγησης ήταν η προληπτική και παραδειγματική τιμωρία μας επειδή συμμετείχαμε στην πορεία.

Στα 50 λεπτά που μεσολάβησαν, φαντάζομαι (και όλοι οι δικηγόροι το ίδιο φαντάστηκαν) ότι αυτός ο παπάρας (και συγχωρήστε το μένος παρακαλώ) πήρε και δέχτηκε τηλέφωνα από πολύ ψηλά. Οι δικηγόροι έπεσαν απ’ τα σύννεφα και άρχισαν να τραβάνε τα μαλλιά τους, και μέσα από μία αστεία και υποτιμητική για την υποτιθέμενη «δημοκρατία» μας διαδικασία, που κράτησε δυόμιση ώρες, έπεισαν το τριμελές πλημμελειοδικείο ναι πλειοψηφήσει (!!!!!!!!! και όχι ομόφωνα) να διατάξει την άρση της κράτησης μας. Η αξιότιμη πρόεδρος, θεωρούσε ότι έπρεπε να φύγουν μόνο οι τραυματίες, πρόταση χωρίς καμία δικονομική λογική.

Τελικά κρατήθηκε ένα παιδί, ο Κώστας, που δεν ήταν φοιτητής και άρα ανήκε σε πιο ευαίσθητη κοινωνική μερίδα, και δεν είχε αυτή τη «νεφελώδη» ασυλία της ιδιότητας του φοιτητή που χαρακτήριζε τους υπόλοιπους. Γι’ αυτό και παρόλο που τον έπιασαν μαζί με μας του φόρτωσαν και απόπειρα σωματικής βλάβης σε συγκεκριμένο αστυνομικό. Τα παιδιά που φορτώθηκαν με τα κακουργήματα εξετάζονταν ξεχωριστά, και έμειναν προφανώς μέσα σε συνθήκες χειρότερες απ’ τις δικές μας.

Τη Δευτέρα το πρωί πήγαμε στο δικαστήριο πάλι. Τη δικογραφία την έλαβαν οι δικηγόροι στις 11:30 και εμείς δικαζόμασταν στις 12. Πήγαμε να μπούμε στην αίθουσα οι πρώτοι κατηγορούμενοι κατά τις 4 αν θυμάμαι σωστά. Μέσα λοιπόν στην αίθουσα ήταν οι δικηγόροι, 30 περίπου ασφαλήτες, και περίπου 15-20 ένστολοι αστυνομικοί. Έξω από την αίθουσα υπήρχαν παρατεταγμένα ΜΑΤ. Οι γονείς διαμαρτυρήθηκαν πολύ έντονα, αφού οι μπάτσοι και οι δικαστές δεν τους άφησαν να μπουν με τη δικαιολογία ότι «δεν χώραγαν στην αίθουσα»!!! Πώς να χωρέσουν, με 50 αστυνομικούς και 49 κατηγορούμενους?????? Είπαμε, έπιασαν την Αλ Κάιντα, οι μαλάκες.

Ξεκίνησε η δίκη με τους γονείς απ’ έξω, οι δικηγόροι σύσσωμοι ζήτησαν αναβολή εντός του 15μέρου λόγω του ότι έλαβαν πολύ αργά τη δικογραφία. Και λίγο πριν κάνει την εισήγηση η εισαγγελέας , ακούμε από τον διάδρομο φωνές και φασαρία. Μπαίνει ένας μέσα στο δικαστήριο και φωνάζει «Ένα γιατρό, ένα γιατρό, έπεσαν δακρυγόνα έξω από το δικαστήριο». Φοβερή αναμπουμπούλα, αφού τα χημικά άρχισαν να πιάνουν και εμάς που ήμασταν μέσα στην αίθουσα. Ένας πατέρας προσπάθησε να μπει μέσα και έφαγε κάτι ψιλές με τα γκλομπ, ενώ ένας αλήτης ΜΑΤατζής τον ψέκασε εξ’ επαφής στο πρόσωπο. Σημειώνω εδώ ότι αυτό μπορεί να αποβεί μοιραίο και απαγορεύεται ρητά ακόμα και από την αστική δικαιοσύνη. Ο άνθρωπος λιποθύμησε και έγινε μπλε, έτρεξαν κάποιοι να τον βοηθήσουν, κάποιες άλλες μανάδες έπεσαν στα σκαλιά της εισόδου του δικαστηρίου, γενικά φοβερή αναταραχή. Δεν ξέρω άλλες λεπτομέρειες του τι έγινε έξω αφού ήμουν μέσα, αλλά ξέρω ότι η εισαγγελέας έτρεμε και αυτή λέγοντας ότι προτείνει να πάρουμε την αναβολή. Επίσης ξέρω ότι οι ένστολοι που ήταν μέσα αναρωτιόντουσαν δυνατά, πώς είναι δυνατόν να έχουν τόσο μαλάκες συναδέλφους. Να σημειώσω εδώ ότι υπάρχει συγκεκριμένος νόμος που απαγορεύει τη χρήση των χημικών μέσα στα δικαστήρια συγκεκριμένα. Στο Ελλαδιστάν όμως, κάτι τρέχει στα γύφτικα. Με τα πολλά φύγαμε, και μετά από λίγες ακόμα μικροαναταραχές.

Θα περάσει η τρομοκρατία? Πρέπει όλοι μας να αναρωτηθούμε, και να μην απαντήσουμε επιπόλαια όχι. Γιατί αν δεν θέλουμε να περάσει, απαιτούνται πολλά περισσότερα από αυτά που κάνουμε, και το τελευταίο που πρέπει να μας απασχολεί είναι η κοντόφθαλμη τρομολαγνεία που χαρακτηρίζει την πραγματικά χαμένη (και όχι αναβεβλημένη) εξεταστική. Το πρόβλημα μάλλον είναι αρκετά πιο ευρύ, και ελπίζω να μπορέσουν να το δουν αρκετοί άνθρωποι. Ας αναρωτηθούμε λίγο για το πανεπιστήμιο που υπερασπίζουμε και για την κοινωνία που ζούμε γενικότερα, τώρα που έχουμε την πολυτέλεια να το κάνουμε. Θα μπορούσε κάλλιστα να είναι οποιοσδήποτε από εσάς στην θέση μου. Ας αναρωτηθούμε λίγο για την «δημοκρατία» μας. Πιστεύω πως ο καθένας πρέπει να αναλάβει δράση ανάλογα με το πώς εκείνος θεωρεί σωστό, και όχι μόνο στα πλαίσια μίας παράταξης. Σας παρακαλώ να είστε δυναμικοί την Πέμπτη, αλλά και κάθε μέρα. Εγώ λόγω της κρατικής τρομοκρατίας δεν μπορώ να έρθω στην πορεία, για να μην επιβαρύνω την θέση μου, και με μία έννοια, η κυβέρνηση πέτυχε αυτό που ήθελε. Και μην ξεχνάτε ότι ακόμα 11 φοιτητές και ένας εργαζόμενος βαρύνονται με χειρότερες κατηγορίες απ’ τις δικές μου, και μόνο από τύχη δεν μου φόρτωσαν και εμένα τις ίδιες. Οι 12 αυτοί άνθρωποι χρειάζονται την συμπαράσταση όλων μας.

Οι δικηγόροι άρχισαν να λένε ότι τέτοια φαινόμενα έχουν να δουν από τη χούντα. Σας καλώ να βγάλετε τα δικά σας συμπεράσματα από τα παραπάνω, και ελπίζω να μην ήμουν κουραστικός.

Α. Δ., Μηχ. Η/Υ κ’ Πληρ.
Πολυτεχνείο Πατρών"

Copy - Paste από εδώ.

Όσο κι αν διαφωνώ εν μέρει με τον τρόπο που γράφτηκαν τα παραπάνω,
τους χαρακτηρισμούς, τις ειρωνείες και τα λοιπά,
δε μπορώ παρά να διαφωνήσω εξ' ολοκλήρου,
να δηλώσω αντίθετος με τις αφορμές που
δόθηκαν για να γραφτούν.
Εν μέρει, να κατανοήσω γιατί έχουν αυτή τη μορφή.

Υ.Γ.
Αν κάποιος διαβάσει τα παραπάνω και νομίσει πως είναι άσχετα με το υπόλοιπο blog, θα παρακαλούσα να επανεξετάσει τα παραπάνω και το blog.

05:51 π.μ.
Παρασκευή, ιστ' Μαρτίου ,βζ'
Πρώτη μέρα αδείας

Τετάρτη 14 Μαρτίου 2007

Εφτά ταινίες θα σου πω

Αν και γενικώς δε με ενθουσιάζει η ιδέα του:
Κάνε ότι κάνω, κάνε να το κάνουν κι άλλοι τρεις,
η ταινία "Προώθησέ το" (Pay it forward) με ενθουσίασε.

Για αυτό, και αφού αναφερόμαστε
σε ένα από τα πιο αγαπημένα μου θέματα,
τον κινηματογράφο,
θα απαντήσω στην πρόσκληση της
κυράς Μιραντολίνας Λοκαντιέρας
με τα ακόλουθα:


Λοιπόν αν καθόμουν κι άλλο,
αφ' ενός θα ξημέρωνε,
αφ' εταίρου θα ήταν άλλη η λίστα:

The Razor's Edge (1984)


Και, ναι, θα γράψω κι εγώ πως αυτά είναι λίγα από τα επιτεύγματα της εβδόμης τέχνης που θαυμάζω και συνεχίζει να δημιουργεί.
Ούτε Ken Loach, ούτε Mike Leigh, ούτε Blake Edwards, ούτε Monty Pythons, ούτε Jim Serridan, ούτε πολλοί άλλοι που δε χωράγανε και στο προφίλ μου εξ' άλλου, όταν προσπάθησα να τους περιμαζέψω κάποιο καιρό πριν.

Δεν θα το "προωθήσω" γιατί θα προτιμούσα να πάρουν την πρωτοβουλία όσοι έχουν να γράψουν επί του θέματος, περισσότερο από αυτούς που έχουν μια πρόσκληση.
Αφήνω τις προσκλήσεις μου στο κεφαλόσκαλό μου λοιπόν.

Κι ος αγαπάει και ζητά,
μη λυπηθεί να πάρει.
Κι α πάρει, ας κάνει σχόλιο
να πάρουμε χαμπάρι.

02:28 π.μ.
Τετάρτη, ιδ' Μαρτίου ,βζ'
Μαρτιάτικος καιρός.

Παρασκευή 2 Μαρτίου 2007

Ευχαριστώ

Είναι όμορφη η πλειάδα από ευκαιρίες στη ζωή μου
για νέες εικόνες,
λέξεις και εμπειρίες.
Γνωριμίες επίσης.

Για να μάθω γνωστά που δεν ήξερα,
που δε γνωριστήκαμε ακόμη

και να κοιτάξω στα παραπέρα από τα προφανή.
Σε ποιες άλλες εμπειρίες οδηγούν αυτές.

Κουράζομαι στις αγοραίες όμως,
κουράζομαι στις "πάρτε το πακέτο,
είναι καλύτερο,
είναι ευκολότερο
απ' αυτό που θα φτιάχνατε στο σπίτι"
"Εδώ το καλό!"
"Να είστε οι πρώτοι εσείς που θα το βρείτε!"

και βρίσκω στις στιγμές
που κυνηγάς λίγο,
μα που δε θέλουν παρακάλια,
ένα φως να με προσκαλεί στο βάθος,

μια σκέπη,
να μη μου βαραίνουν πιότερο
το ρούχο,
του ξένου,
οι ώρες της βροχής.

Βρίσκω μέσα σ' αυτές,
κι άλλες.
Όλο και καλύτερες,
όλο και περισσότερες,
όσες να χορταίνω
και πάντα να υπάρχουν στο βάθος κι άλλες.
Να φτιάχνουν ορίζοντα.

Παρασκευή, β Μαρτίου ,βζ'
2:55 μ.μ.
Ήλιος ξανά.
Περιμένοντας τη διακοπή της σύνδεσης...

Τρίτη 20 Φεβρουαρίου 2007

Η καλή κουβέντα

Τρεις κουβέντες καλές που έχουν πει για 'μένα με κολάκεψαν τόσο
ώστε να τις θυμάμαι μετά από χρόνια.
Την τρίτη, μου τη θύμισε κάποτε ο φίλος μου ο Ρένος.


Κάποτε βγήκα βόλτα μέχρι το πάρκο περιβαλλοντολογικής ευαισθητοποίησης,
(τότε το λέγαμε εστία)
και στο δρόμο μου μάζευα λουλούδια.
Τέτοια εποχή ήταν.
Γυρνώντας, πέρασα από το σπίτι του αδερφού μου.
Ήταν εκεί η γιαγιά του η Κικίνα.
Στα τελευταία της τότε. Γλυκός άνθρωπος.
Της χάρισα το μπουκέτο με τα λουλούδια
και μου χάρισε μια μαντινάδα:
Σ' ευχαριστώ πάρα πολύ
για την ευγένειά σου,
κι όσο θα ζούνε τα βουνά,
να ζήσει τ' όνομά σου.


Σε μια γιορτή του, είχε πιει το κάτι τις παραπάνω ο Μπάμπης,
κάτι τον στεναχώρησε, δεν ήταν καλά.
Γυρίζει και λέει στην Αθανασία σα με βλέπει:
Αυτός ρε συ, παίρνει δύναμη από τον εαυτό του.


Είχε έρθει ο Ρένος επισκέπτης σε ένα μάθημα θεωρίας
στο δημοτικό ωδείο Πειραιά, τότε που πήγαινα κι εγώ.
(Γιατί πήγαινε και ο έτερος Καππαδόκης,
και έκανε και αυτός ούτι με την Κατερίνα)
Σε κάποια στιγμή λέει ο δάσκαλος:
Ο Γιάννης είναι κακός μαθητής,
ό,τι του λες, το κρατάει.


Αυτές είναι οι κουβέντες οι καλές που θυμάμαι ακόμη,
μα δεν είμαι βέβαιος τελικά,
κι αναρωτιέμαι σαν τις ξανασκέφτομαι
αν τις εκτιμώ δεόντως;

Οι φωτογραφίες (για τους περίεργους), από το σταθμό Λαρίσης,
από μια "παρένθεση" στο Ίλιον, από το λιμάνι του Πειραιά,
από τη Χρυσοσπηλιώτισσα στο κέντρο της Αθήνας.

Τρίτη 23 Ιανουαρίου 2007

Περίπατοι

Περπάταγα στις γειτονιές τριγύρω και σκεφτόμουν πως καιρό έχω να δω κανένα πιτσιρίκι να κουβαλάει το ταψί με το φαΐ από τον φούρνο.

Φαντάστηκα κιόλας τα χαρτιά και τα κομμάτια από τις εφημερίδες που μπαίνουν ανάμεσα στα χέρια του κουβαλητή και το ταψί.
Χωρίς αυτά δεν κρατιέται το ζεστό ταψί.


Θυμήθηκα ύστερα τον φούρνο της θείας μου στο χωριό.
Αυτόν που οι πιτσαρίες τώρα παινεύονται πως χρησιμοποιούν, αλλά τον "πραγματικό".
Τη θυμάμαι να λέει για το ταψί ότι "πίνει το νερό" και στο πρόσωπό μου να κατακάθεται, σαν τη στάχτη, που τη φύσαγα δυνατά από καμιά γωνιά για να τη δω να γεμίζει τον αέρα, μια μεγάλη απορία και μια δυσπιστία.
Τη θυμάμαι, μα εκείνη όλο και λιγότερα καταφέρνει να θυμάται.


Έβγαλα η φωτογραφική μηχανή κι άρχισα να δοκιμάζω τη σταθερότητα του χεριού μου τραβώντας στο λιγοστό φως.
Βρήκα ένα-δυο σημεία ξεχασμένα από την αναδόμηση της περιοχής, με αμυγδαλιές ανθισμένες.



μια-δυο φόρμες ενδιαφέρουσες,
(πάντα βρίσκεις κάτι ενδιαφέρον αν ψάξεις, πάντα)

μα τέτοια ώρα, οι φούρνοι είναι κλειστοί,
τα φώτα λειψά,
και το χέρι μου παραμένει ασταθές.

10:56 μ.μ.
Τρίτη, κγ' Ιανουαρίου ,βζ'
Το ένα πίσω από το άλλο...

Μπά! Και ποιος το λέει;

Είναι άραγε το ποιοι είμαστε αυτό που βαραίνει τους λόγους μας
ή σαν ελαφρύ νέφαλο τους παρασέρνει στην άκρη του ορίζοντα και τους κατακρημνίζει;

Είναι άλλο το ποτήρι όταν το κρατάει ένας ταπεινός και όταν το κρατάει ένας σπουδαίος;
Ένας ψεύτης και ένας ειλικρινής;
Ένας άνδρας και μια γυναίκα;
Ένας εργάτης, ένας καλλιτέχνης κι ένας επιστήμονας;

Είναι βέβαια άλλος ο τρόπος που κρατάει ο καθείς
και που χειρίζεται το ποτήρι.
Άλλος ο τρόπος του το δείχνει, που το περιγράφει.

Μα το ίδιο το ποτήρι, σαν ον που υφίσταται
πριν από τη χρήση και μετά από αυτή,
πόσο και πώς αλλάζει απ' του καθενός το χέρι;

Οι ιδέες και οι αλήθειες που φέρουμε,
πόσο και πώς αλλάζουν στου καθενός το στόμα;

12:39 μ.μ.
Δευτέρα, κβ' Ιανουαρίου ,βζ'
Συνεχείς ανοιχτές μέρες.