Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2024

Αυτή την εποχή τού χρόνου / This time of year

(English following.)

 Αυτή η εποχή του χρόνου, μετά τα πρωτοβρόχια και την επαναφορά στην καθημερινότητα τού σχολείου, έρχεται να γεμίσει την εικόνα με το πουλόβερ πάνω από το πουκάμισο και τα κοτλέ παντελόνια, τα χαλιά, τις φλοκάτες, και τους "διαδρόμους" να γεμίζουν την κάθε γωνιά τού πατώματος, κάνοντας το περπάτημα με τις κάλτσες εύκολο. Έτσι, που να είναι πιο άνετα να καθίσω κάτω και να απλώσω το βιβλίο, τα τετράδια, το επιτραπέζιο, την παρέα μου. Άλλες φορές, το ίδιο πάνω στα κρεββάτια. Συχνά μόνος, πάνω στο κρεββάτι, με το κεφάλι και το ένα χέρι να εξέχουν, να γράφουν ή να σχεδιάζουν στο τετράδιο που βρίσκεται στο πάτωμα. Το κασσετόφωνο πάνω στο γραφείο/βιβλιοθήκη.

Τα σκεπάσματα, τα χαλιά, τα κοτλέ και οι φλοκάτες, πράσινα, κόκκινα, καφέ της ώχρας, ή γκρίζα, κίτρινα και άσπρα, πιο σπάνια. Το κόκκινο των σκεπασμάτων και το καστανό τού ξύλου γεμίζουν το σπίτι, με το μέταλλο τού διάκοσμου πότε να περιγράφει και πότε να στιγματίζει τις μορφές.

Το τεχνητό φως, απλωμένο στους τοίχους και το ταβάνι, μέσα από τις δυο χιλιάδες διαθλάσεις τού φωτιστικού σώματος. Σχήματα, που πάνω τους αφήνω την φαντασία να πάρει τα ηνία, και να με παρασύρει για ώρες και ώρες. Το φως ενός κεριού, σαν συνωμότης στα μεγαλεπίβολα σχέδια της μετατροπής του κόσμου όλου σε έναν οικουμενικό παράδεισο.

Πόσες φορές δε λύσαμε όλα τα προβλήματα της γης, αυτή την εποχή του χρόνου;


This time of the year, after the first rains and the return to the school reality, the picture completes with the sweater over the shirt and the corduroy pants, the rugs, the shaggy woolen rugs and the long covers to fill every patch of visible floor, making socks-only walking self evident. In such a way, that it's more comfortable to sit down and spread around the book, the note books, the board game, my companion. The same, for that matter, on the beds. Often enough - alone, over the bed covers, the head and the sole hand on the side, writing or drawing in the note book that lies on the floor. The cassette-player on the library/office.

The covers, the rugs, the corduroys and the woolen rugs being green, red, ochre, or -less often- grey, yellow or white. The red of the covers and the nut-brown fill the whole house, with the metallic ornaments to either circumscribe or juxtapose the forms.

The artificial light, spread on the walls and the ceiling, through two thousand refractions of the lighting apparati. Shapes, on which I leave imagination to take the reins, and drift for hours and hours. The candle light, like a conspirator to the big plans of turning the whole world to a paradise for all.

How many times was it, that we solved all the problems of the earth, this time of the year!


Κυριακή, ι' Νοέμβρίου ,βκδ'

Την ανάλογη εποχή του χρόνου.

Δευτέρα 22 Ιουλίου 2024

I am not Athenian

 Με διάφορες αφορμές, βρέθηκε ξανά εμπρός μου ένα εντυπωσιακό κείμενο, το οποίο πρωτάκουσα σε παράσταση έργου. Μια ανάγνωση μπορεί κανείς να ακούσει στο "Δεν είμαι Αθηναίος" από το δίσκο "το αμάρτημα της μητρός μου" του Νίκου Ξυδάκη.

Ερχόμενος ξανά εμπρός στο κείμενο τούτο, θέλησα να το μεταφράσω, για όσους δεν έχουν ευχέρεια με τα ελληνικά. Αποτελεί το προοίμιο και την αρχή της απολογίας του Γεωργίου Τερτσέτη την εικοστή τετάρτη (κδ΄) Σεπτεμβρίου ,αωλδ΄ (1834), σχεδόν εκατόν ενενήντα χρόνια πριν, όπως μπορεί κανείς να την διαβάσει, είτε εδώ, είτε εδώ. Δικαστής, όπως και ο Πολυζωΐδης, αρνήθηκαν να υπογράψουν την κατά πλειοψηφία καταδικαστική απόφαση για τον Κωλοκοτρώνη και τον Πλαπούτα, η οποία θα τους οδηγούσε στο θάνατο.

Due to different circumstances, I revisited an impressive text, which I first encountered as a play. The first paragraph is recorded in a disc/CD by the title "my mother's sin" ("το αμάρτημα της μητρός μου") by Nikos Xydakis (Νίκος Ξυδάκης) and goes by the title "I am not Athenian" ("Δεν είμαι Αθηναίος").

It's the preamble and a small first part of Georges Tertsetis' (Γεωργίος Τερτσέτης) apology, defense in court, as given almost one hundred and ninety years before, the 24th of September 1834. They were charged as not obeying to the laws when, as judges, he and Anastasios Polyzoides (Αναστάσιος Πολυζωΐδης), who was the Chair of the Court, refused to sign the condemn in decapitation of two high ranking officers in the war for the independence of Greece from the Ottoman Empire. The court ruled in favor of the two judges.

I am not from Sparta, I am not Athenian, my fatherland is entire the Hellas. In that way expresses himself the gentle Plutarch, it is almost two thousand years since, in one of his documents. Us, being born in a most happy era, that is when religion and philosophy enlightened, heralded, sealed the doctrine of love and equality, we are able to express ourselves with an even stronger conviction than the one of the ancient man. We are able to say that we are neither from Hellas, nor from Italy, nor from Germany, nor from England. Our fatherland is the entire human kind. As much earth is engulfed in the beautiful ether, that much of it is called our beloved fatherland.

If the Commissioner does not care for those reflections a little, it's enough for me that are favored by those Judges here, this Hellenic Audience. This preamble, though, remarkably fits our apology, because, if we are called by the Commissioner to account, if he threatens us with incarceration, the reason is our vehement worship to justice, in times in which you are best aware, even justice is a privilege, is property of the human kind and it is fitting that we name today, as our supporter the human kind, for in favor of it we struggled.



κβ΄ Ιουλίου ,βκδ΄

Νύχτες ανάστερες, με ουρανό ημισκότεινο.

22nd of July 2024

Nights without stars, with a semi-dark sky.

Πέμπτη 18 Ιουλίου 2024

Τετάρτη 15 Μαΐου 2024

Απόδοση, αντί ανταπόδοσης

(English description following)

Η ΧΕΙΡΟΝΟΜΙΑ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΗ ΠΟΥ ΜΟΥ ΜΕΝΕΙ

Είμαι ένας δημιουργός μηχανών.
Ένας παραγωγός εργαλείων.
Συνθέτω αντικείμενα,
που σχεδιάζω, που με καθορίζουν.
Μηχανές που αναταράσσουν τον αέρα.

Εργάζομαι επί της ύλης,
της σιγής, του χρόνου.

Για να δημιουργήσω ένα αντικείμενο
που μέσα στους αιώνες
θα χρησιμοποιείται για να παράξει
ένα εφήμερο άυλο:
τον ήχο.

Είναι στο σώμα μου που συγκαταλέγονται όργανα μέτρησης
των οργάνων που δημιουργώ.

Στα μάτια μου, στα αυτιά μου,
σε κάθε μυ πονεμένο.
Στα χέρια μου, στην πνοή μου.

Κάνοντας το φιλμ, ανακαλύπτω την αυτόνομη ζωή των χεριών μου.
Γνώριζα την πρόθεσή τους, ανακαλύπτω την λειτουργία τους:

Η δημιουργία των αντικειμένων που με ξεπερνά.
Που συγκαταλέγεται σε έναν χρόνο που δεν είναι ανθρώπινος.

Κι όταν το αντικείμενο τελειώνει, στην νομαδική ζωή,
δε μένει παρά μια φευγαλέα εντύπωση ενός ήχου
και αυτή, η μόνιμη, που χαράχτηκε στα χέρια μου.

Εν τέλει, η χειρονομία είναι αυτή που μου απομένει.


Το ποίημα αυτό αποτελεί το κείμενο του βίντεο στο οποίο οδηγεί ο σύνδεσμος. (Του Sébastien Seixas)
Προτίμησα την εγγύτητα από το ρυθμό.
Αγαπητέ Σεμπ, ζητώ συγνώμη για τη (κατά-)χρήση και μετάφραση, αλλά δικαιολογώ τον εαυτό μου λόγω του ότι το έργο ήταν τόσο καλό που στην ουσία πήγαινε γυρεύοντας...

This poem is the text of the video towards which the link is leading. (After Sébastien Seixas)
I preferred being close, rather than being rhythmical.
Dear Seb, I am sorry for using it and translating, but I find an excuse for myself to the fact that it was so nice that it was practically asking for it...

The Gesture is what stays with me from Sébastien Seixas on Vimeo.

ιε' Μαΐου ,βκδ'
Μακρύ απόγευμα του Μάη.

Πέμπτη 9 Μαΐου 2024

Εξωτικά και Οικεία / Exotic and Familiar

(English following)

Πέρασα την παιδική και πρώιμη εφηβική μου ηλικία ως μέλος μιας μέσης οικογένειας. "Μέση" υπό την έννοια της κοινότυπης μάλλον, παρά ως προς την κοινωνική ή οικονομική της επιφάνεια.
Το περιβάλλον στο οποίο έζησα, δε θα μπορούσε να είναι το περιβάλλον κανενός παραμυθιού, όπως αυτών που μου αρέσει να διαβάζω ή να σκαρφίζομαι. Αυτό, γιατί δεν περιείχε κανένα εξαιρετικό στοιχείο. Δεν είχε κανένα μαγικό χαρακτηριστικό, που θα έκανε το παραμύθι να ξετυλιχτεί από μέσα του. Ιδίως με εμένα τον ίδιο ως ήρωα. Δεν ήμουν ιδιαίτερα όμορφος ή έξυπνος. Δεν τραγουδούσα ή χόρευα, ούτε ήμουν καλός σε κάποια τέχνη. Του ράφτη, του τσαγκάρη, του ζωγράφου, του μουσικού. Υπήρξε μια κιθάρα στο σπίτι, στην οποία ο αδελφός μου μάθαινε τραγούδια. Και η δασκάλα του, εξαδέλφη που -επειδή ήταν δασκάλα, και δίδασκε κάτι μουσικό- είχε μίαν ιδιαίτερη σημασία και απέπνεε αυθεντία. Βρισκόταν σε απευθείας σύνδεση με κάτι πέρα από την πραγματικότητα. Κάτι που βρίσκει κανείς στα καταστήματα δίσκων, στο ραδιόφωνο και -φαντάσου- στην τηλεόραση! Αν μόνο φανταζόταν κάποιος πως η κιθάρα στα χέρια της δεν ήταν κιθάρα, αλλά η βακτηρία ενός μάγιστρου ή ο τρίποδας της Πυθίας, σε "απευθείας σύνδεση" με τις μούσες και τον θεό του φωτός...

Είχα, πράγματι, δει θέατρο. Θυμάμαι, πολύ μικρός, στο δημοτικό, να έχει φιλοξενηθεί μια θεατρική παράσταση στο σχολείο. Ήταν το σχολείο εκεί που τώρα είναι το 3ο Λύκειο Αιγάλεω. Ακόμα θυμάμαι τα δύο επίπεδα στην αυλή και το πως η περιοχή ονομαζόταν από κάποιους "τα ρώσικα", λόγω των Ποντίων προσφύγων από την τότε "Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών". Τι μου έμεινε από την παράσταση αυτή; Σε κάποια στιγμή, ένας ηθοποιός σταμάτησε και παραπονέθηκε πως τέτοια φασαρία δεν είχε ξανασυναντήσει σε άλλο σχολείο. Θυμάμαι χαρακτηριστικά πως είχε κρατήσει τη στάση του, με τα χέρια του όπως ήταν στο ρόλο του, στα τριάντα εκατοστά από το πρόσωπό του και το ένα πόδι του μπροστά από το άλλο. Κράτησε τη στάση του, αλλά το μόνο που έσπασε τον ρόλο ήταν το κεφάλι του, που γύρισε να απευθυνθεί στα ατίθασα παιδιά. Τα κατάφερε να απαλύνει λίγο την αναμπουμπούλα και ξαναγύρισε στον ρόλο του. Το ξαναφτιάχνω με το νου μου, σα να ξεπρόβαλλε το κεφάλι του από το πανί του κινηματογράφου και κατόπιν να γύρισε. Ποια ήταν η ταινία τού Γούντι Άλεν; Το Πορφυρό Ρόδο του Καΐρου. Δεν ήταν όμως αυτή η περίσταση που συνειδητοποίησα πόσο απόκοσμος είναι ο αυτός ο κόσμος της τέχνης. Πόσο με ξεπερνούσε.

Στην πρώιμη εφηβεία μου (και πιο πριν, υπό άλλες συνθήκες), πήγαινα τα καλοκαίρια με τον πατέρα μου στο χωριό του. Στην κεντρική πλατεία του, όπου βρισκόντουσαν δυο(!) μπακάλικα, το μανάβικο, το πρακτορείο τύπου, το κρεοπωλείο και το κατάστημα του Ο.Τ.Ε., τα καφενεία, ο κόμβος στον οποίο συναντιόντουσαν τέσσερις διαφορετικές στράτες (και μπορείς να μετρήσεις και πέντε) ήταν "ελεύθερος" από νησίδες, ή από οτιδήποτε παραπάνω από τα πεζοδρόμια των κτηρίων. Ένα καλοκαιρινό βράδυ, λοιπόν, τότε και εκεί μαγεύτηκα. Πέρασε από το χωριό μια οικογένεια ακροβατών. Ο πατέρας και δυο αδέλφια. Ένα αγόρι και ένα κορίτσι. Ήρθανε στην "πλατεία", τοποθετήσανε τα όργανά τους, τους κρίκους, τα στεφάνια, τα παραφερνάλιά τους, και υπό την περιγραφή του πατέρα, επιδόθηκαν σε ακροβατικά απίστευτα.

Ήτανε, άραγε, απίστευτα; Δεν είχα ήδη δει στην τηλεόραση το κινέζικο τσίρκο; Τους καταπληκτικούς ακροβάτες που έφτιαχναν πυραμίδες ψηλές σαν τα ψηλά τα σπίτια; Τους ελέφαντες και τα άλογα; Τις πανέμορφες γυναίκες, στολισμένες σαν παγώνια φτιαγμένα από ασήμι και φτερά; Ναι. Τα είχα δει όλα αυτά. Αλλά όχι αληθινά! Όχι μπροστά στα μάτια μου! Δε μπορούσα να απλώσω το χέρι και να τους πιάσω όλους αυτούς, ούτε αυτός που περιέγραφε τα θαυμάσια ήταν πίσω μου, σα να ήμουν κομμάτι τού κύκλου. Να, τώρα! Όλα έγιναν κομμάτι της πραγματικότητάς μου. Τα θαυμάσια αυτά παιδιά, γοητευτικά σαν τα αηδόνια των παραμυθιών που μου αρέσει να διαβάζω ή να σκαρφίζομαι, ήρθαν "στην αυλή μου" να "κελαηδήσουν".

Πάντοτε με διακατείχε μια τρισκατάρατη συστολή. Έτσι και τότε, δε σηκώθηκα από την καρέκλα δίπλα στον πατέρα μου. Ακόμα κι αν δεν ήθελα τίποτα άλλο από το να κοιτάζω τα δυο παιδιά, θα γύριζα να κοιτάξω το πώς συμπεριφέρονται οι τριγύρω. Όχι πολύ, αλλά ντρεπόμουν να χαθώ στη μαγεία. Η παράσταση δεν κράτησε πολύ. Τελείωσε και οι μαγικοί ακροβάτες αποδύθηκαν ξανά το ρόλο τους, σαν παραδείσια πουλιά που αποδύθηκαν το φτέρωμά τους και γίνανε άνθρωποι, μάζεψαν τα πράγματά τους και εξαφανίστηκαν. Άφησαν πίσω τους, όμως, την ιδέα του εξωτικού. Αυτής της ζωής που βρίσκονταν στους αντίποδες της δικής μου.

Αυτό ήταν το σημείο της ζωής μου, από το οποίο και μετά αναλογίστηκα όλους αυτούς τους ρόλους και τα επαγγέλματα που θα τους ταίριαζε ο όρος "εξωτικά". Ο πωλητής του "μαλλιού της γριάς" θα ήταν κάτι τέτοιο. Ο μουσικός, ο ηθοποιός, ο "προβολατζής", κάθε επάγγελμα που άπτεται της ψυχαγωγίας ή είναι περιοδεύον! Αυτό που μου φαντάζει αξιοπερίεργο, είναι το πώς μέσα στα χρόνια βρέθηκα στην αντίπερα όχθη, ή στους "αντίποδες", όπως τους χαρακτήρισα. Πώς, δηλαδή, βρέθηκα να περιοδεύω ως μουσικός, να συνεργάζομαι με περιοδεύουσες θεατρικές παραστάσεις, να εργάζομαι ως τεχνικός σε κινηματογράφους, να λαμβάνω μέρος σε αυτό το απόκοσμο περιβάλλον και να συχνοτίζομαι με αυτά τα εξωτικά όντα. Πώς ανακάλυψα στην πράξη πως οι άνθρωποι μοιράζονται το κοινότυπο και το εξωτικό "εν οίκω" και "εν δήμω" και πώς -βαθιά στον πυρήνα τους- είναι ίδιοι με τον εαυτό που γνώριζα νέο παιδί και έναν χαρακτήρα βγαλμένο από ένα βιβλίο, τον κινηματογράφο ή το δελτίο των ειδήσεων.

θ΄ Μαΐου ,βκδ΄
Ηλιόλουστη μέρα.

(English version)

I went through my child and first-adolescent years as a part of a mediocre family. "Mediocre", signifying "ordinary", rather than characterizing its social or financial status.
The environment in which I lived couldn't be one of a fairy tale, like the ones I enjoy reading or making up. Because it didn't include any outstanding element. It was lacking any magical characteristics around which the fairy tale would play out. Especially with me being the hero. I wasn't particularly beautiful or intelligent. I didn't sing or dance, nor was I good on a craft. That of the tailor, the painter, the musician. There was a guitar at home, on which my brother was learning songs. And his teacher, a cousin that -due to the fact that she was a teacher, teaching something musical- was of a unique significance and had an air of authority. She was directly attached to something surreal. Something that one finds in disc stores, on the radio and -imagine that- the television! If only one could imagine that the guitar within her hands were not a guitar per se, but the staff of a magister, or the tripod of Pythia, in "direct correspondence" with the muses and Apollo...


I have, indeed, been to theater. I remember, very young, on the elementary school, that a play has been hosted at the premises. The building was where now resides the 3rd Lycée of Egaleo. I still remember the two levels of the schoolyard and how the area was called by some "the Russians'", "ta rossika", due to the refugee Pondic Greeks that arrived there from the (then) U.S.S.R. some years before. What I still remember from that show? On some moment, an actor stopped and complained that he never before was met with such a fracas in a school. I distinctively remember that he had held his posture. His hands were still acting in-role, about thirty centimeters from his face and one leg in front of the other. Held his position, and the only body part that went off-role was his head, that turned to address the untamed kids. He succeeded to ease the uproar a bit and dive back to his role. I reconstruct the scene in my mind like his head went out of the cinema screen and then it went back. What's that movie of Woody Alen? The Purple Rose of Cairo. Yet, that was not the circumstances where I realized how out-worldly that art world was. How it was beyond me.


In my early adolescence (and before, but under different circumstances), I was going to my father's home-village during the summers. In its main square, were there were two(!) convenience stores, the press outlet, the grocery store, the butchers, the phone company's department with the public phone and the caffées, the junction of four (or five, depending on counting) roads was free of anything else but the sidewalks of the buildings. So, on a warm summer night, is when I was enchanted. A family of acrobats passed by the village. The father and two siblings. A boy and a girl. They came to the "square", put out their equipment, the rings, the hoops, their stuff -and under the descriptive narration of the father, they did incredible acrobatics.


Were those really "incredible"? Hadn't I already seen the Chinese Circus on TV? The amazing acrobats building pyramids as high as tall houses? The elephants and the horses, the beautiful women, dressed like peacocks made of silver and feathers? Yes. I have seen all that. But not really! Not in front of my eyes! I couldn't reach my hand and grasp them, neither the presenter was behind me, like I was part of the circle. Look now! All that became part of my reality. Those wonderful children, enchanting like the nightingales of the fairy tales I enjoy reading or making up, came to my "court" to "sing".


I was always shy, damn it. Same then, I didn't get up from the chair from my father. Even if I wanted nothing but watch those kids, I would look around to see how people would comport themselves. Not long, but I was ashamed to be lost in magic. The show didn't last long. It finished and the magic acrobats undressed their roles, like birds-of-paradise that took their feathers off and became humans, gathered their equipment and vanished. Though, they left behind the idea of exotic. Of that life that was in the antipode to mine.


Exactly that was the point of my life after which I reflected on all those roles and trades that would correspond to the term "exotic". The seller of the cotton candy would have been something like that. The musician, the actor, the projectionist, any job that relates to entertainment or is travelling! What seems to me odd is how through the years I found myself on the other side, in the "antipode", as I called it. Meaning, how I found myself traveling as a musician, working with touring plays, work as a cinema technician, taking part on that out-worldly environment and share the life of those exotic beings. How I discovered in practice that people share the ordinary and the exotic privately and in public and how -deep in their core- they are the same with that "self" I knew as a child and a character taken out of a book, the cinema or the newscast.

May 9. 2024
Bright day

Σάββατο 9 Μαρτίου 2024

Αναπόληση της τεκμηρίωσης, ως τεκμηρίωση. (Μετατεκμηρίωση;)

 Απόψε, μου δόθηκε η ευκαιρία να δω το ντοκυμανταίρ "οι Ελευσίνιοι", του Φιλίππου Κουσταφτή. Μια ταινία που παράχθηκε στα πλαίσια της Ελευσίνας ως "πολιτιστικής πρωτεύουσας της Ευρώπης". Και, επί της ευκαιρίας αυτής, είχα κι εγώ -ανάμεσα σε όλους- την ευκαιρία να ανακαλέσουμε την Ελευσίνα αυτή που συναντήσαμε μέσα από το έργο τού Κουτσαφτή δυόμισι δεκαετίες πριν.

Ενδεχομένως να λειτούργησε εν μέρει αυτή η καταγραφή και ως εξιλέωση τού δημιουργού, που έκλεισε την "Αγέλαστο Πέτρα" με μια πλειάδα από "συγνώμη" προς όλους αυτούς που δεν είχε χρόνο να συμπεριλάβει στο σημαντικό του έργο.

Η σχέση των δύο έργων φαντάζει προϋπόθεση, σαν ένας συνδετικός κρίκος μεταξύ του "πριν" και του "κατόπιν". Μία σχέση δε, που διαποτίζει, υποστηρίζει, όλα τα έργα του. Η παράδοση τού έργου της γέφυρας στον Κεραμεικό, η σχολική εκδρομή στο παλάτι του Μίνωα, η ιστορία της ανασκαφής τού θώρακα και ούτω καθ' εξής. "Η Αγέλαστος Πέτρα" ξεκινά με την αναφορά στον μύθο της Περσεφόνης και σε κάποιο επίπεδο, όλη εκείνη η ταινία, ομοίως και όλη ετούτη, είναι μια επαναλαμβανόμενη κάθοδος και ανάβαση της Περσεφόνης. Είναι απλά και μόνο μια ανόητη ιδέα μου; Είναι απλά και μόνο ιδέα του δημιουργού; Είναι κάποιο κοινό μυστικό που κανείς δε θέλει να ομολογήσει;

Ολόκληρη η ταινία έχει να κάνει με τη ζωή, ή με άλλα λόγια, ολόκληρη η ταινία έχει να κάνει με το θάνατο. Με αυτή τη ζωή που εμφανίζεται εμπρός μας με το που ανοίγουμε τα βλέφαρα και εκείνη που (αρπαγμένη από τον Πλούτωνα) δε μας έχει αφήσει παρά μόνο τα ίχνη της, για να πάρει μορφή όταν τα κλείνουμε.

Ο δημιουργός, ως άλλος ιχνηλάτης, έρχεται και καταγράφει τα ίχνη εν τη γενέσει, νωπά, την ζωή - ζώσα. Άλλοτε, μας δείχνει τα ίχνη της, όπως διατηρήθηκαν στον αιώνα. Ενίοτε -τι ποίηση, αλήθεια- μας δείχνει τα ίχνη που άφησε η ζωή πάνω στα "ίχνη". Όπως αυτό το μάρμαρο της λουτροφόρου, το χιλιοφαγωμένο από το υνί του αρότρου, το οποίο αναστήθηκε αιώνες μετά την ταφή του. Συχνά, στρέφει την προσοχή μας προς άλλους ιχνηλάτες σαν κι αυτόν και μας μιλάει χρησιμοποιώντας τις δικές τους λέξεις και εκφράσεις. Όποιες θεωρήσεις δεν αποτυπώνονται στην ποιητική αφήγηση, αναφορά και εξιστόρησή του, αντανακλώνται στα λόγια των "συνεργατών", των "συνενόχων".

Η ήπια αφήγηση και η αδιαμφισβήτητη τεκμηρίωση δε σου αφήνει περιθώρια να αντισταθείς. Όλα τα μέρη που αντανακλούν το ενδιαφέρον και την πρόθεση του δημιουργού, είναι συναρπαστικά.


Tonight, I was given the chance to watch the documentary "The Eleusinians", by Philippos Koutsaftis. A movie that was produced in the frame of "2023 Eleusis, European Capital of Culture". And, given that chance, I -between all the others- had the chance to recall the Eleusis that we encountered from within Koutsaftis' work two and a half decades ago.

It could be that that record worked as atonement of the creator, that finished "Mourning Rock" asking for forgiveness from all them that he couldn't include on that significant work.

The connection of the two works seems like a precondition, like a link between "before" and "after". A connection that soaks, supports all his works. The release to the public of the junction of Keramikos, the school trip to the Minoan Palace, the story of the excavation of the thorax and so on. The "Mourning Rock" begins by referring to the myth of Persephone and on some level, all that movie and this one as well, is a continuous descent and ascent of Persephone. Is that just a foolish idea of mine? Is it just an idea of the creator? Is it a common secret that no one wants to admit?

The whole movie has to do with live, or, in other words, the whole movie has to do with death. With the life that we see before us when we open our eyes and the one that (abducted by god Pluto) has left nothing but its traces, so it (that life) will form itself once we close them.

The creator, as another tracer, comes to document the traces at their onsets, fresh, the living life. Elsewhere, he points us to the life's traces, as remained through the centuries. From time to time -a really great poetry- he points us to the traces that life left on "traces". For instance, that water carrier stone beaten (or bitten) a thousand times from the share of the plough and was resurrected centuries after its interment. Often, he draws our attention to other tracers like him and talks to us using their own words and expressions.

Whatever views are not shown in the poetic narration, reference and recount, reflect on the words of his "collaborators" the "accomplices".

The mild narration and undoubtful documentation leaves no ways to resist. All parts that reflect the interests and intention of the creator are fascinating.

θ΄ Μαρτίου ,βκδ΄
Ζεστή βραδιά με λίγο αέρα.

Κυριακή 9 Απριλίου 2023

Η παύση των γλωσσών... σε γλώσσες δύο / The cease of tongues... bilingual

Εδώ και κάποιον καιρό, μένω μακριά από την Ελλάδα, και το άκουσμα της ελληνικής μού φαίνεται ξένο. Η μουσική μου συλλογή, ωστόσο, κάθε άλλο παρά στερείται ελληνόφωνων τραγουδιών.

Με αφορμή τον προσεχή ερχομό της ημέρας της Ανάστασης, ή -πιο καλά- της Μεγάλης Παρασκευής, έβαλα να ακούσω ξανά τους ύμνους της Μεγάλης Παρασκευής από το δίσκο τού 1962, με την Φεϊρούζ.

Αυτό που με έκανε να προβληματιστώ, είναι πώς, η χρήση της ελληνικής σε κάποιους από τους ύμνους αυτούς, έστω και λόγω του ότι (ή παρότι) κάποιοι πηγάζουν από μελοποιημένους ελληνικούς στοίχους, με συγκίνησε.

Χωρίς να μπορώ να διευκρινίσω ακριβώς -να απαριθμήσω- όλους τους λόγους για τους οποίους έννοιωσα συγκίνηση, ή κάθε έναν ξεχωριστά, κάποιοι φάνηκαν να ξεκαθαρίζουν εξ αρχής. Από τη στιγμή που η συγκίνηση καταλάγιασε και περιεργάστηκα τα εφαλτήρια της.

Η χρήση της ελληνικής στους ύμνους αυτούς είναι ένα δάνειο.
Είτε εσκεμένα είτε όχι, μεταφέρουν την αίσθηση αυτή που οι συγκεκριμένες μελωδίες με το άκουσμα των συγκεκριμένων στοίχων, γεννά στους ακροατές. Όταν εγώ ο ίδιος ακούω

Η ζωή εν τάφω κατετέθης, Χριστέ, και αγγέλων στρατιαί εξεπλήττοντο,
συγκατάβασιν δοξάζουσαι την σήν.
Η ζωή πως θνήσκεις; πώς και τάφω οικείς; του θανάτου το βασίλειον λύεις δε
και του Άδου τους νεκρούς εξανιστάς.
οι λέξεις και οι φράσεις αυτές, συμπαρασύρουν και αναδύουν τις εντυπώσεις που πρωτογεννήθηκαν εντός μου όταν τις πρωτοάκουσα. Ταυτόχρονά, την διαφορετική αίσθησή τους, όλες αυτές τις φορές που τις ξανασυνάντησα. Ως ακροατής σε μια εκκλησία, σε μια μουσική εκτέλεση, σαν ένας σπουδαστής της μουσικής σε κάποιο ώδειο, σε μια χορωδία.
Γίνομαι λίγο από το παιδί που τραβολογούσαν στην λειτουργία και από την ανία του αφαιρούνταν στα τεχνουργήματα που πλημμύριζαν τον ναό. Λίγο από τον νεαρό που -μέσα από τη μουσική, τη λογοτεχνία και το θέατρο- ξανασυστήνοταν στα πιο δημοφιλή μουσικά αριστουργήματα τού βυζαντινού μέλους. Λίγο από το ανήσυχο πνεύμα που -κοιτάζοντας προς το έρεβος τού θανάτου, που έλαβε μορφη μέσα από το να καταβρόχθιζει αγαπημένους του- αναζητούσε ένα "κερκέλι" για να πιαστεί και να σχηματίσει μια εικόνα και ένα νόημα για το ασύλληπτο. Λίγο από τον τωρινό εαυτό, που επιχειρεί να αφήσει όλους τους εσωτερικούς διαλόγους και να απολαύσει την μελωδία.
Παρομοίως, κάποιος που δεν αντιλαμβάνεται το νόημα των ελληνικών στοίχων, όπως εγώ δεν αντιλαμβάνομαι το νόημα των αραβικών, θα πατήσει στους γνώριμους ήχους και στο ύφος της μελωδίας, για να κάνει τη δική του, ασυναίσθητη συχνά, σύνδεση και αποκρυπτογράφηση. Μια ερμηνεία ιδιαίτερη.
Η αυθεντική γλώσσα των συγκεκριμένων ύμνων, δεν χρησιμοποιείται μόνο ως αντιπαράθεση με την επιτυχή (τουλάχιστον μελωδικά) μετάφραση, ή ως εμπρακτη απόδειξη της ενότητας των δύο στοιχουργικών κειμένων, της ταυτοσημίας τους.

Γνωρίζω με πάσα βεβαιότητα, και πέρα από κάθε αμφιβολία, πως όταν η Φεϊρούζ ηχογραφούσε δεν κατείχε την ελληνική. Αν ποτέ εβρισκόμασταν ενώπιος - ενωπίω, θα χρειαζόταν να καταφύγουμε σε μια τρίτη γλώσσα για να επικοινωνήσουμε, την αγγλική ή -πιθανότερα- τη γαλλική.
Παρά όλα αυτά, στο άκουσμα τής οικείας γλώσσας, του γνώριμου κειμένου και της γνώριμης μελωδίας, το μέρος αυτό του νου που αψηφά την αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα, που υποδύεται, που αστειεύεται, που ονειρεύεται, που παρηγορεί, ερωτεύεται και ελπίζει, το μέρος αυτό του νου που συνθέτει εκ του μηδενός και των πάντων την εικόνα ενός αναγνώστη, στον οποίο απευθύνεται μέσα από αυτές τις λέξεις, αυτό το μέρος του νου, ανακουφίζεται από την υποχρέωση να διερμηνεύει. Ζει -προς στιγμή- μια αλήθεια στην οποία "ο πύργος της Βαβέλ" δεν εθεμελιώθηκε ποτέ και όλοι οι άνθρωποι μιλούν την ίδια γλώσσα. Ή ουδεμία.
Ακούγοντας την μητρική μου γλώσσα να προφέρεται από κάποιον για τον οποίο είναι ξένη, μοιάζει με θαύμα.

Κυριακή, θ΄ Απριλίου ,βκγ΄
Άλλοτε ανάσταση, άλλοτε αρχή της εβδομάδας των παθών, άλλοτε ούτε το ένα ούτε το άλλο.

For some time now, I reside far from Greece, and the sound of the Greek language seems foreign. My music collection, though, all but lacks Greek songs.

Given the chance of the coming of the Easter, or better, the Good Friday, I revisited the Good Friday Eastern Sacred Songs, as recorded at 1962, with Fairouz.

What got me wondering, is that the use of the Greek language on some of the hymns in question, even because (or in spite) some of them originate from Greek lyrics, moved me.

Without being able to put my finger on -to enumerate- all of the reasons for which I felt moved, or each and every one of them, some started to reveal right from the be start. Since the moment that the emotions settled down and I reflected on their starting points.

The use of the Greek language on those hymns is a loan.
Deliberately or not, they carry that feeling that the specific melodies, together with the sound of the specific lyrics, awakes inside the audience. When me-myself, I hear

The entombed life You were laid, Christ, and armies of angels were astound,
they praise Your self-abasement.
Life how can You perish? How can You reside in a grave? You abolish the realm of death
and resurrect Hades’ dead.
the very words and phrases, sweep away and resurface the impressions that were first born in me when I first heard them. And, at the same time, their different feeling, between all the times I encountered them. Being part of a flock, in a church, in a recital, as a music student in a conservatoire, in a chorus.
I become somewhat of the child that was drugged to the service and feeling bored, was letting its mind wonder in the midst of the artifacts of the cathedral that overwhelmed it. Somewhat of the youngster that -through the music, the literature and theatre- has been re-introduced to the musical masterpieces of the Byzantine music. Somewhat of the unresting spirit that -staring the tenebrosity of death, that manifestated itself by devouring my loved ones- was looking for a "wall ring" to step and imagine (create an image) and give a meaning to the inconceivable. Somewhat of the present self, who undertakes to discard all inner dialogues and enjoy, degust the melody.
Likewise, one that doesn't conceive the meaning of the Greek text, same as I don't conceive the Arabic one, begin from the familiar sounds and the melody's character, to make their own, often automatic, connection and decyphering. A unique interpreation.
The original language of the hymns in question, is not only used to compare with the succesful (melodically, at least) translation, or as a proof of the unity, of the equivalency between one text and the other.

I, know with all certainty and beyond any doubt, that when Fairouz was recording didn't speak Greek. If we were to encounter one another face-to-face, we would be obliged to communicate using a third tongue. English, or -probably- French.
Eventhough, on the hearing of the familiar language, of the known text and melody, the part of the mind that disregards the undoubtful reallity, that pretends, that jokes around, that dreams, that consoles, fall in love and hopes, that part of the mind that composes out of nothing and out of everything the image of a reader, to whom it addresses through these words, exactly that part of the mind, finds relief from not being obliged to interpret. Lives -momentarily- within a truth in which the "Tower of Babel" was never founded and all humans speak the same language. Or not even one.
Listening my mother tongue to be uttered from someone to whom it is foreign, seems like a miracle.

Sunday, the ninth of April, 2023
Somewhere resurrection, somewhere the start of the week of passion, somewhere, neither the one, nor the other.

Υ.Γ.
Όταν φανταζόμουν αυτόν τον αναγνώστη, δε μπορούσα να προσδιορίσω τι γλώσσα μιλούσε. Προσπάθησα, είτε έτσι, είτε αλλιώς, να φανώ φιλικός προς αυτόν.

P.S.
When I was imagining that reader, I couldn't determine their language. I put an effort, either way, to be friendly to them.