Περπάταγα στις γειτονιές τριγύρω και σκεφτόμουν πως καιρό έχω να δω κανένα πιτσιρίκι να κουβαλάει το ταψί με το φαΐ από τον φούρνο.
Φαντάστηκα κιόλας τα χαρτιά και τα κομμάτια από τις εφημερίδες που μπαίνουν ανάμεσα στα χέρια του κουβαλητή και το ταψί.
Χωρίς αυτά δεν κρατιέται το ζεστό ταψί.
Θυμήθηκα ύστερα τον φούρνο της θείας μου στο χωριό.
Αυτόν που οι πιτσαρίες τώρα παινεύονται πως χρησιμοποιούν, αλλά τον "πραγματικό".
Τη θυμάμαι να λέει για το ταψί ότι "πίνει το νερό" και στο πρόσωπό μου να κατακάθεται, σαν τη στάχτη, που τη φύσαγα δυνατά από καμιά γωνιά για να τη δω να γεμίζει τον αέρα, μια μεγάλη απορία και μια δυσπιστία.
Τη θυμάμαι, μα εκείνη όλο και λιγότερα καταφέρνει να θυμάται.
Έβγαλα η φωτογραφική μηχανή κι άρχισα να δοκιμάζω τη σταθερότητα του χεριού μου τραβώντας στο λιγοστό φως.
Βρήκα ένα-δυο σημεία ξεχασμένα από την αναδόμηση της περιοχής, με αμυγδαλιές ανθισμένες.
μια-δυο φόρμες ενδιαφέρουσες,
(πάντα βρίσκεις κάτι ενδιαφέρον αν ψάξεις, πάντα)
μα τέτοια ώρα, οι φούρνοι είναι κλειστοί,
τα φώτα λειψά,
και το χέρι μου παραμένει ασταθές.
10:56 μ.μ.
Τρίτη, κγ' Ιανουαρίου ,βζ'
Το ένα πίσω από το άλλο...
Τρίτη, κγ' Ιανουαρίου ,βζ'
Το ένα πίσω από το άλλο...