Κυριακή 31 Δεκεμβρίου 2006

Ευτυχισμένη μέρα αυτή

Πολύ συχνά, το πρόσκαιρο σκέφτομαι της ζωής μου
κι αγωνιώ μέσα σ΄αυτό την κάθε ώρα και λεπτό, το πνεύμα το της ποίησης να θρέψω και να ορθώσω.
Γιατί χαρά βαθύτερη και απλούστερη δεν είναι από τα χέρια που όργανο γίνονται ή κρατούνε και σκάβουν, γράφουν, πελεκούν, χαϊδεύουν ή χτυπούνε, απ΄τη ζωή άλλη ζωή να δώσουν και να βρούνε.

Όπως ανάγκη τα κορμιά ζωή να δώσουν έχουν και στέρφα γη οργώνουνε, ποτίζουν και λιπαίνουν, για να πληθύνουν οι ανθοί κι ακέριοι να καρπίσουν
ζωή να γίνει η άβυσσος κι η έρημος περβόλι, έτσι ανάγκη έχουνε την ομορφιά τα μάτια, την μελωδία τα αυτιά, τη νοστιμιά η γλώσσα, κι ο νους την ακριβή μέθη αυτή του ανείπωτου που βρίσκει οστά και σάρκα και πνοή να ειπωθεί, να είναι.
Και του ειπωμένου που λογά σαν τώρα να γεννιέται, με τ΄όνομα το γέρικο μα με κορμί καινούριο, που θα μεριάσει για να βγει μέσα σ΄αυτό τον κόσμο κάθε ιδέα ψεύτικη, παλιά, παρωχημένη.

Ευτυχισμένη μέρα αυτή που πίσω της θ΄αφήσει μια γέννα, ακόμα και μικρή, και πριν καλά να σβήσει όνομα θά ΄χει και ψυχή, του βρέφους-και σημαία.

1:34 π.μ.
Κυριακή, λα' Δεκεμβρίου ,βστ'

Το έτος είναι μια σύλληψη του ανθρώπινου νου για να ορίζει τις περιόδους των εργασιών του πάνω στη γη. Το ταξίδι της γης γύρω από τον ήλιο δεν έχει αφετηρία ούτε τέρμα. Μα μ΄αφορμή αυτή την αυθαιρεσία μας, να ευχηθώ σ΄όσους διαβάζουν τούτες τις γραμμές, αυτός ο νέος κύκλος της γης στη τροχιά της γύρω από τον ήλιο να γίνει με ζωντάνια, με δημιουργικότητα, με ευτυχία στο βίο τους.
Τους ευχαριστώ δε γιατί ακόμα και όταν είναι άγνωστοι, αποτελούν λιμάνια για τα (ανεξάρτητα πια) ταξίδια των γραπτών μου.

Υ.Γ. Το αναλογίστηκα λίγο το αν θα έπρεπε να διαφημίσω μέσα από γραπτά μου, άλλα μου γραπτά, αλλά δε βαριέσαι, η πολλή σκέψη τρώει τον αφέντη.
Oι χειραψίες πιο σφιχτές, τα χαμόγελα πιο εγκάρδια στου φίλου μου το δώμα.

Σάββατο 11 Νοεμβρίου 2006

"Λυσσομανάει"

Αυτό λένε πως κάνει ο άνεμος
όταν (όπως τώρα δα)
κάνει τα κλαριά στις λεύκες να λικνίζονται
σα φύκια της θαλάσσης
και τις καλαμιές να γέρνουν,
όπως γέρνουν το κεφάλι οι μητέρες
που βαστούν στον κόρφο το μωρό τους.

Σάββατο, ια' Νοεμβρίου ,βστ'
Πρωί.
Λυσσομανάει ο άνεμος.

Ο τρόπος που βλέπεις

Ο άνθρωπος, από τη στιγμή που αρχίζει να αποκτά συνείδηση, και από ακόμα πιο νωρίς, μαθαίνει, προσαρμόζεται, κατηγοριοποιεί, διατυπώνει τους νόμους που (φαινομενικά τουλάχιστον) διέπουν το περιβάλλον του, ώστε ανάλογα να πράττει προς όφελός του.

Μέσα σε αυτή την ανάπτυξη έρχεται να προστεθεί και η θέση των στόχων του. Αναγνωρίζοντας τις συνθήκες που είναι προς όφελός του, βραχυπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα, σαν μονάδα ή σαν μέρος ενός ευρύτερου συνόλου, διατυπώνει τις αρχές που κατά την κρίση του θα πρέπει να ενστερνιστεί προκειμένου να δημιουργηθούν αυτές οι συνθήκες, να επιτύχει τους στόχους αυτούς.

Με λίγα λόγια, δημιουργεί το πρίσμα μέσα από το οποίο θεωρεί τον κόσμο. Κατά συνέπεια και τον τρόπο που τον αντιμετωπίζει στην πράξη.

Στην πραγματικότητα, ιδίως όταν στις επιλογές του ανθρώπου δεν συμμετέχουν άλλοι, (υπό την έννοια του "δε λαμβάνονται από κοινού" ή "δεν είναι αποτέλεσμα εξαναγκασμού") οι επιλογές του είναι καθ' όλα σύμφωνες με την θεώρησή του. Ακόμα και οι ανοχές γύρω από αυτή πάνω στην πράξη.
Έτσι λοιπόν, αποτέλεσμα της θεώρησης του εκάστοτε ανθρώπου είναι το αν θα ακολουθεί το ρεύμα των οδών με το αυτοκίνητό του ή θα πηγαίνει ανάποδα. Θεώρηση που έχει βασιστεί στην προσαρμοστικότητα του στο περιβάλλον, στην παρατήρηση, στην δημιουργία αρχών και στην αναγνώριση του ιδίου οφέλους στο αποτέλεσμα της θεωρήσεως αυτής. Αποτέλεσμα της θεωρήσεώς του είναι εξίσου και τα κριτήρια που θα δημιουργήσουν τις εξαιρέσεις της θέσεώς του αυτής και θα τον κάνουν π.χ. να κινηθεί σε έναν μονόδρομο ανάποδα στο ρεύμα.

Όπως λοιπόν, μέσα από την κριτική ανάλυση των εμπειριών και των πληροφοριών μας, συνθέτουμε ένα "πρότυπο συμπεριφοράς" του κόσμου μας προκειμένου να συνυπάρξουμε, έτσι, μέσα από τη γνώση της θεωρήσεώς μας απέναντι στον κόσμο, μπορούμε (τόσο εμείς όσο και οι άλλοι) να αντιληφθούμε τα κίνητρα, τις προθέσεις, τους τρόπους της δράσης μας και να "συνυπάρξουμε" με τον εαυτό και τους άλλους βέλτιστα.


Έχοντας όλα τούτα κατά νου, θεωρώ (εντός και εκτός εισαγωγικών) απαραίτητη για την καλή μου σχέση με τους άλλους την συνειδητοποίηση της θεώρησής τους, το μοίρασμα της δικής μου. Φροντίζω λοιπόν γι' αυτό, το δυνατόν πιο επισταμένα.


Αυτό που δε μπορώ να αντιληφθώ, έτσι ώστε να μπορέσω να το εντάξω στη θεώρησή μου, είναι το πώς και γιατί αναδύεται ένας μορφασμός απαξίωσης όταν πολλές φορές προσπαθώ να επισημάνω και να εξηγήσω την προσωπική μου άποψη των πραγμάτων, συνοδευόμενη από τη φράση: "Αυτά είναι θεωρίες".
Βεβαίως και είναι θεωρίες. Διατυπώνονται για έναν πολύ συγκεκριμένο λόγο και είναι άμεσα συνδεδεμένες με τις πράξεις. Δεν υπάρχει λόγος, το γεγονός ότι είναι θεωρίες καθαυτό, να μας κάνει να τις εκτιμούμε ασήμαντες.

"Αυτά είναι θεωρίες!" Θα πει κάποιος...

3:06 μ.μ.
Παρασκευή, ι' Νοεμβρίου ,βστ'
Χρόνια πολλά Ματίνα,
καλώς να έρθεις Δέσποινα.

Τρίτη 7 Νοεμβρίου 2006

Εικόνες απ' το παράθυρο του τραίνου

Είναι τα σύννεφα λευκά. Όμως στις άκρες,
εκεί που αγγίζουν τ' ουρανού το θαλασσί,
φτιάχνουν σκιές.

Και τα βουνά, τα πιο ψηλά, τα χιονισμένα,
να ταξιδεύουν μοιάζουν τρέχοντας κι αυτά
μες στα κλαδιά

από τα δέντρα που περνούν έξω απ' το τζάμι,
κι αυτοστιγμίς κρύβουν κι αφήνουν να φανεί
η όμορφη γη.

Όταν το βλέμμα το στερέωμα ακουμπάει
που αγναντεύεις κάμπους, δέντρα και βουνά,
σε μια ματιά

ξεχνάς ποιος είσαι, που πηγαίνεις κι από πού.
Και μία αίσθηση -όχι σκέψη- κατακλύζει
όλο το νου:

Πως απ' τ' απέραντο ένα κομμάτι είσαι.
Ένα κομμάτι που ξανάβρε την καρδιά
κι είν' ελαφριά.

Δευτέρα στ' Νοεμβρίου ,βστ'
11:53 π.μ.
Ηλιόλουστη μέρα

Δευτέρα 16 Οκτωβρίου 2006

Ύστερο δάκρυ

Αν είναι λόγος που χύνουμε δάκρυα
την ώρα της ύστατης χαράς,
είναι που μέχρι τη στιγμή της λύτρωσης,
δάκρυ των ματιών δεν ανακούφισε.

Κι ό,τι την ώρα του παλέματος
δε βρήκε τρόπο να ειπωθεί ή να γένει,
σαν κόπασε η τρικυμία και ήρθε ο ήλιος,
ανάβλυσε να διεκδικήσει τη ζωή του.

Οσάν ομοιάζουν τα της ηδονής και του πόνου -
τα της χαράς και της λύπης, αντάμα.

Δευτέρα, ιστ' Οκτωβρίου ,βστ'
1:30 π.μ.
Αψηφώ που κρυώνει

Κυριακή 1 Οκτωβρίου 2006

η επιθυμία η απέραντη


Λόγιαζα: "Σαν έβρισκες αυτούς που τα ίδια "θέλω" μοιραζόσαστε, και αρχίζατε να χτίζετε, να σπέρνετε, να ζυμώνετε και να τρώτε, να μοιράζεστε με όσους άλλους επιθυμούν τον άρτο τον πιο ξάστερων, των πιο λαμπρών σας επιθυμιών, (των επιθυμιών των ίδιων που όλοι οι άνθρωποι κρατούν μέσα τους, μα χαμένοι μες στον τρόμο, για να κάνουν πραγματικότητα, απολύουν) πού θα έβαζες τα όρια;
Και ως πού θα έφτανες για να διαφυλάξεις αυτό το κτίσμα;
Φτάνοντας κάπου θα το διαφύλαττες τάχα, ή παραμένοντας εντός;"

Απ' την ώρα π' αρχίζεις να ζητάς όρια και περιφράξεις στα "θέλω" και τα όνειρα, αρχίζουν να γίνονται βαρύ φορτίο.
Τότε, χωρίς να το καταλάβεις φορές το γιατί, τα μάτια σου που καρφώνονται στο άπειρο δε θέλουν πια το ίδιο τοπίο να πεθυμούν και ψάχνουν κάποιο άλλο,
λιγότερο να μοιάζει με φυλακή, περισσότερο με πλατειά θάλασσα.

02:34 π.μ.
Κυριακή, α' Οκτωβρίου ,βστ'
Το νέο σύστημα ακόμα φτιάχνεται.
Η "παρένθεση" από την Πολιτεία Ευόσμου,
Οδός Μιαούλη
Καλό μήνα!

Παρασκευή 22 Σεπτεμβρίου 2006

Τ' αντικαθρέφτισμα

Πως μπορεί η μνήμη να σου παίξει παιχνίδια!
Είναι πολλά χρόνια τώρα -δεκαετίες- πού 'χω ξεμακρύνει από τον τόπο και ξαναπέρασα ξέροντας πως δε θα βρω τίποτα από όσα σαν όνειρο υπήρχαν μέσα στο μυαλό μου από τόσο δα πιτσιρδέλι.
Θυμόμουν μόνο την ανηφόρα, πηγαίνοντας για το σπίτι, με την πλατιά στροφή στην δεξιά άκρη μιας παραλίας.
Θυμόμουν τον θερινό κινηματογράφο που ήταν απέναντι από το μπαλκόνι μας και βγαίναμε να δούμε ελληνικές ταινίες με τη Βουγιουκλάκη. Αυτές καταλάβαινα, τις ελληνικές. Στη στροφή, στην ανηφόρα ήταν μια ξύλινη βιτρίνα με φωτογραφίες από την ταινία της ημέρας. Τρέχαμε τα πιτσιρίκια πάνω-κάτω στο δρόμο και γεμίζαμε θαυμαστικά τον αέρα: "Θα παίξει αυτό απόψε!" (Από τότε, από τότε που δε θυμάμαι - θυμάμαι τον κινηματογράφο.)
Θυμόμουν "τον φίλο μου τον ξυλουργό"! Απέναντι από το σπίτι μας κι αυτός. Σε ένα μαγαζί με υπόστεγο. Θα πρέπει όταν με έβλεπε να έλεγε "καλώς τον φίλο μου", γιατί έτσι τον έλεγα εγώ. Τον εξίσωνα και τον έκανα φίλο, μιας και δεν ήταν ο "κύριος τάδε", ούτε εγώ ήμουν "ο πιτσιρίκος", μα "ο φίλος". Με κάνει αυτό να σκέφτομαι και να συνειδητοποιώ πως η φιλία χρειάζεται ισότητα.

Τα πράγματα αποδείχτηκαν άλλα από αυτά που νόμιζα.
Η ανηφόρα δεν είναι στη δεξιά, μα στην αριστερή (κοιτώντας από τη θάλασσα) άκρη της παραλίας.
Ο δρόμος δε στρίβει αριστερά, αλλά δεξιά.
Το σπίτι μας, δεν ήταν ανεβαίνοντας αριστερά, μα δεξιά, αλλιώς δε θα ταίριαζε η μεριά του μπαλκονιού που κοίταζε στο δρόμο (και στον κήπο, αλλά πού κήπος τώρα) με την οθόνη του θερινού κινηματογράφου που επίσης ήταν αριστερά αντί δεξιά.
Το υπόστεγο που ήταν "ο φίλος μου ο ξυλουργός", απ' ό,τι μου είπαν, δεν ήταν παρά μια ξύλινη παράγκα.
Τώρα, η οδός Αριστοτέλους είναι γεμάτη με σπίτια χωρίς κήπους, ασφαλτοστρωμένη.
Ο θερινός κινηματογράφος είναι μια ανάμνηση που κάνει την περιπτερού της μιας κάποιας ηλικίας πια, να κουνάει το κεφάλι της χαμογελώντας.
Ο φίλος μου ο ξυλουργός, μοιάζει σαν όνειρο διαλυμένο, λησμονημένο.

Αυτό που μου έκαμε περισσότερο εντύπωση απ' όλα, είναι το ότι οι αναμνήσεις μου ήταν όλες με αντίστροφες κατευθύνσεις.
Σαν ειδομένες μέσα από καθρέφτη.
Τα δεξιά - αριστερά και τούμπαλιν.

Μέχρι εχτές την Τρίτη, θα επέμενα με βεβαιότητα πως, κοιτώντας τη θάλασσα, το Πόρτο Καρράς είναι δεξιά από το Νέο Μαρμαρά.
Δεν είναι.

Τετάρτη, κ' Σεπτεμβρίου ,βστ'
11:43 μ.μ.
Πρέπει να έβρεξε και στη
Θεσσαλονίκη σήμερις...
Ακόμα out of service
και away from home.
Αν φτιάξω τον
ηλεκτρονικό εγκέφαλο
θα έχει και edit με εικονίτσες.

Πέμπτη 7 Σεπτεμβρίου 2006

Out of service

Ξέμεινα από υπολογιστή.
Ξαφνικά.
Απρόσμενα.
Σαν θανατηφόρο δυστύχημα.
Αν περάσατε για να διαβάσετε νέα,
δοκιμάστε τα παλιά που σας ξέφυγαν.
Ελπίζω να επιστρέψω σύντομα.
Είμαι πια εξαρτημένος από το μηχάνημα του 'ξαποδού.

ζ Σεπτεμβρίου ,βστ'
3:15 μ.μ.
Και ξανά προς τη ζέστη τραβά.
Καλό αυτό, γιατί βγήκα σε άδεια...

Παρασκευή 18 Αυγούστου 2006

Πριν το χάραμα μονάχος

Αυτό το πρωί σχόλασα αργά. Πολλές δουλειές να γίνουν, λίγοι στη βάρδια. Περασμένες πέντε βάλαμε τελεία και φύγαμε.

Οι σταθμοί του ηλεκτρικού καλοφωτισμένοι, οι άνθρωποι βιάζονται να επιβιβαστούν και ύστερα ξανακυριεύονται από τη νωχελικότητα των πριν το χάραμα τελευταίων ωρών. Σα να μην ήταν δική τους, μα του τραίνου η βούληση, που τους έκαμε να βιαστούνε.
Η πόλη έρημη λόγω εποχής, λόγω ώρας, λόγω απουσίας αγαπητών.
Τούτες τις ώρες, δεν έχεις δικούς να τα πεις, είτε κοιμούνται, είτε λείπουν, το ίδιο.
Διαλέγεις τις λέξεις να μοιραστείς μαζί τους τη ζωή σου αναδρομικά. Χρωματίζεις τις εικόνες.

Στη δουλειά τραγουδούσα. Πού τον θυμήθηκα τον Γουίλι τον μαύρο θερμαστή;
Αβίαστα ξυπνούσαν τ’ άτια «στην πλάτη της θαλάσσης». Τώρα μου κάνει καντάδα ο Silvio Rodriguez δίπλα στην Κατερίνα Παπαδοπούλου...

Ο κόσμος πολλαπλασιάζεται λίγο – λίγο.
Ούτε ένας δικός όμως.
Ούτε γνωστός καν.
Να σκάσει χαμόγελο τ’ αχείλι, να γίνει άνθρωπος ο γκρίζος κύριος.
Εκτοξεύεται ο νους σε πρόσωπα αγαπημένα.

Ρόδισε η ανατολή και επεκτείνεται στον ουρανό το φως της νεαρής ημέρας.
Κι ακούω να λέει: «Μόλο που το ξέρεις πως έχεις ακόμη να κλάψεις πολύ, ως που να μάθεις τον κόσμο να γελάει».

Βγάζω τ’ ακουστικά κι ανοίγω την εξώπορτα.

ιζ΄ Αυγούστου ,βστ΄, 7:13 μ.μ.

Ταρακουνιέται το σπίτι
πιο έντονα,
άδειο.

Παρασκευή 11 Αυγούστου 2006

Η πάντα καινούργια ματιά

Δεν είμαι βέβαιος για το πότε άρχισε να φθίνει το ενδιαφέρον μου απέναντι στα στοιχεία του περιβάλλοντός μου. Μα ήρθε κάποια στιγμή που συνειδητοποίησα πως αφοσίωνα λιγότερο χρόνο, έδινα λιγότερη προσοχή στα καινούργια στοιχεία τριγύρω μου.

Και όλα ήταν καινούργια. Όλα ήταν εντυπωσιακά. Όχι γιατί τα αντιμετώπιζα για πρώτη φορά απαραίτητα. Πιο πολύ γιατί κάθε φορά που παρατηρούσα ένα γεγονός, κάποιο αντικείμενο, ο τρόπος του ήταν διαφορετικός, το αποτέλεσμα ξεχωριστό.

Μπορεί παραδείγματος χάριν να έπαιρνα σβώλους χώματος και να τους πετούσα από ψηλά στο σκληρό χώμα, στους βράχους ή στην άσφαλτο. Κάθε φορά οι σβώλοι θα σπάγανε, θα θρυμματίζονταν σε μικρά κομματάκια και θα γέμιζαν τον τόπο.

Αυτό θα έβλεπα τώρα, ίσως.

Μα αν ήταν μόνο αυτό, δε θα μου κρατούσε το ενδιαφέρον και θα τα παρατούσα στην δεύτερη ή τρίτη φορά. Δε θα γέμιζα με χώματα την άσφαλτο και το τσιμέντο. Έβλεπα όμως πως κάθε θρύψαλο του χώματος είχε δικό του σχήμα. Άλλο εκτοξευόταν στην άλλη άκρη του τόπου κι άλλο έφερνε πέντ’ έξι τούμπες μέχρι να ηρεμήσει πιο ‘κεί. Στο σημείο της πρόσκρουσης, το χώμα που θα κόλλαγε εκεί θα έφτιαχνε έναν τόσο δα λοφίσκο, κάθε φορά διαφορετικό. Τριγύρω στο κάθε θραύσμα, χρώμα έντονα διαφορετικό από την υγρασία ή μη που κρατούσε μέσα του. Λεπτές κλωστές από ρίζες διάσπαρτες και, που και που, κάποιο ζωύφιο που ξεπηδούσε κι εξαφανιζόταν με μιας.

Κι όλα τούτα, κι ακόμα περισσότερα, κάθε φορά διαφορετικά, κάθε φορά άλλα.

Τα γεγονότα επίσης, έβρισκαν πολύ πιο συχνά τον τρόπο να ερεθίζουν τη φαντασία μου, και από τις εικόνες τους – άλλες εικόνες να ξεπηδάνε και να χτίζουν κόσμους κι ιστορίες.

Η καύτρα από το τσιγάρο του πατέρα μου μεταμορφωνόταν σε κάστρο με πύργο κρυστάλλινο, που απαυγάζει κι ακτινοβολεί η εστία του στην εισπνοή. Η νεοδημιουργημένη στάχτη από τον καμένο τον καπνό και το τσιγαρόχαρτο, σα μπεντένια του κάστρου, γύρους πολλούς να το τυλίγουν. Γεμάτα φύλακες – βιγλάτορες και θεατές του απέραντου. Και μέσα στο κάστρο, φυσικά, ήταν σα να την έβλεπα την όμορφη κοπέλα που δέσποζε. Τί όμορφη!

Τι στέρησε την αφοσίωση και το ενδιαφέρον μου για τον κόσμο δεν κατάλαβα.

Ίσως αυτή η ανάγκη του λογικού ανθρώπου να κατανοήσει, να γνωρίσει, να γενικεύσει και να φτιάξει κανόνες, να ξεθώριασε τις ιδιαιτερότητες του κάθε ενός πράγματος και να έφτιαξε συνομοταξίες μονάχα από ίδια κι απαράλλαχτα όντα.

Μπορεί να πίστεψα κι εγώ τη δικαιολογία πως δεν έχω χρόνο να «χαζεύω», να αφοσιώνω σε ό,τι δεν είναι «επικερδές» κι «ωφέλιμο». Νά ‘χασα έτσι το κέρδος και το όφελος και να ατρόφησε ο νους και να χάζεψα. Γιατί δεν είναι μόνο κάστρα φωτεινά με πύργους και δεσποσύνες που ξεφανερώνονται σ’ όσους κοιτάζουν, αφοσιώνονται και παρατηρούν, που πολύτιμα και αγαπητά πάντα είναι, μα τρόποι να κάνουμε καλύτερο τον κόσμο, τη ζωή μας. Τρόποι να πετάμε πιο ψηλά και πιο γρήγορα. Τρόποι να κοιτάμε πιο μακριά και να βλέπουμε περισσότερα, μα, πιο πολύ: Τρόποι να κοιτάζουμε πιο βαθιά, να χαιρόμαστε πιο πλατιά και ν’ αγαπάμε ολοκληρωτικά.

Και να, τώρα που συνείδηση μου έγινε το πόσο πολύτιμο είναι να κοιτάζω και να βλέπω, να δίνω σημασία και αξία στα πάντα, όπως έκανα παιδί, παλεύω να ξαναμάθω αυτή την «πάντα καινούργια ματιά» που ξέμαθα με τους χρόνους. Και η τεμπελιά και η φυγοπονία στέκονται αντίπαλοι. Μα ελπίζω μέρα με τη μέρα, ματιά με τη ματιά να την ξαναποκτήσω.

θ’ Αυγούστου ,βστ’
6.49 μ.μ.
Ζεστή μέρα ταξιδιού
κι ο αέρας σύμμαχός μας.

Τετάρτη 26 Ιουλίου 2006

Αντί για ναι

Εμείς οι ευτυχείς και οι προνομιούχοι,
που έχουμε τον δικό μας, ιδιαίτερο χώρο στον οποίο ζούμε και λειτουργούμε,
γράφουμε, ζωγραφίζουμε, παίζουμε μουσική,
διαβάζουμε και βλέπουμε ταινίες,
συλλογούμαστε και αφαιρούμαστε,
έχουμε άλλον ένα τρόπο να διακρίνουμε το σύνηθες στη ζωή μας, το τακτικό.

Λειτουργεί και υπάρχει ο χώρος μας σαν ένα οικοσύστημα από μόνος του.
Κάθε τι που προστίθεται ή αφαιρείται
χρωματίζει και αλλάζει το σύνολο,
αλληλεπιδρά με τα πάντα,
καθώς επίσης και με εμάς τους ίδιους.

Στον χώρο το δικό μας, ο χρόνος είναι το πιο σίγουρο κόσκινο,
η λύδια λίθος που θα κρίνει το τι ταιριάζει και το τι είναι παράταιρο
στον ιδιαίτερο κόσμο μας.
Ό,τι φεύγει, περνάει στη λήθη,
ό,τι παραμένει, γίνεται αναγκαίο.
Γίνεται στοιχείο αυτής της ιδιαίτερης αυλής
στην οποία καλλιεργούμε τους ανθούς μας.

Τους ποτίζουμε με τις εικόνες που μαζεύουμε από τις περιπλανήσεις μας.
Τους τρέφουμε με τις εμπειρίες και τις επιθυμίες μας.
Τους λούζουμε με το φως από τα γέλια και τα κλάματά μας.
Τους διαιωνίζουμε μοιράζοντας τους.

Αν κάθε πράγμα που προστίθεται η αφαιρείται όμως, και το πιο μικρό,
χρωματίζει και αλλάζει το σύνολο,
όταν προστίθεται ή αφαιρείται – έρχεται ή φεύγει ένας άνθρωπος,
τότε συθέμελα ξαναχτίζεται κι απ’ την αρχή ορίζεται όλος ο χώρος.
Αυτός ο δικός μας, ο ιδιαίτερος, ο συνηθισμένος,
ούτε συνηθισμένος, ούτε ιδιαίτερος,
πολύ πιο λίγο δικός μας μοιάζει.

Όπως όμως στο ποτήρι
που ο ζωγράφος ξεπλένει το χρώμα
από τις τρίχες του πινέλου,
το νερό θολώνει και δε μπορείς να δεις μέσα του,
μα λίγο – λίγο το χρώμα της τέμπερας κατακάθεται,
και καθαρίζει το νερό, γίνεται διαυγές,
έτσι κάθε αλλαγή,
μικρή ή μεγάλη,
βρίσκει τη θέση της στον κόσμο μας,
στο χώρο μας.
Κι εμείς σ’ αυτό το νέο κόσμο τον εαυτό μας.
Τον εαυτό μας τον νέο, τον αλλαγμένο,
στον νέο, αλλαγμένο κόσμο.

Κάθε τι που ήρθε κι έφυγε στον και από τον χώρο μας,
άφησε το σημάδι του, όχι μόνο στον χώρο,
μα και στο ίδιο μας το είναι.
Κάθε άνθρωπος σε υπερθετικό βαθμό.

_

Κατά καιρούς, άνθρωποι με ρώτησαν:
«χαίρεσαι που είμαι εδώ;»
ή
«σου λείπω;».

Και το «ναι» το σκέφτηκα για να το πω.
Γιατί μέσα στο «ναι» δεν περικλειόταν όλα αυτά
που αυτός ο άνθρωπος έκανε στο χώρο και το είναι μου.

Όταν εκεί ήταν,
και στο χώμα της αυλής μου τις ρίζες του, σα δέντρο
βαθιά έχωνε.
Και την κάθε σπιθαμή με τις χοντρές σα μπράτσα
και τις λεπτές σαν ίνες ρίζες πλημμύριζε.
Τίποτα απ’ το είναι μου να μην είναι
που να μη φτάνει.

Όταν έλειπε,
και σαν ένα δέντρο που το ξεριζώνει ο άνεμος από τη γης,
μια τρύπα βαθιά και φρέσκια αφήνει.
Και παίρνει μαζί του,
ανάμεσα στις ρίζες του,
κομμάτια γης.
Αφήνει πίσω του
έναν σωρό κομματάκια από ρίζες.
Για πάντα να μένουν
εντός, βαθιά, στέρεα,
στο χώμα, στο είναι.

Δε θέλω να απαντάω με ένα «ναι» σε τέτοιες ερωτήσεις.

Θέλω να κοιτάζει εκείνος που με ρωτάει
με τα μάτια τα δικά μου
τον χώρο μου,
ποτέ ξανά «ναι» να μην του πω.

4.07 μ.μ.
Τετάρτη, κστ’ Ιουλίου ,βστ’
Ζέστη στο δωμάτιο,
τα πατζούρια κλειστά.

Σάββατο 22 Ιουλίου 2006

Musafir

Είναι περίεργο λίγο αυτό που συμβαίνει με τις γλώσσες. Κι ύστερα, τόσο φυσικό.
Είσαι στο τραίνο και στο πλάι σου άνθρωποι απ' την άλλη άκρη της γης ή της Ευρώπης, ή των Βαλκανίων, και κάποιες λέξεις, σα νά ΄χουν αναπτύξει άγκιστρα στη ράχη τους, γαντζώνονται στο νου μας και ξυπνάνε έννοιες και εικόνες.

Θες ότι η μητρική μας γλώσσα έχει απλώσει ρίζες ίσαμε την άκρη του κόσμου και τα φύλλα της, οι λέξεις της, αρωματίσανε πολλών άλλων τόπων τις γλώσσες;
Θες ότι η ναυτιλία των Ελλήνων και το εμπόριο εισήγαγαν στο λεξιλόγιό μας λέξεις όπως "καδένες", "φάτσα", "πόρτα", "σίγουρα", "κέφι", "αλέγρος", "μάρκα" και άλλες πολλές;
Θες ότι στην καθημερινότητά μας είναι αναπόσπαστο μέρος τα ακούσματα από χώρες όλου του κόσμου και ο κόσμος έχει μικρύνει;

Ίσως πάλι να είναι το ότι κι αν οι λέξεις αλλάζουν, ο τονισμός έχει πολλά κοινά. Ιδίως σε γλώσσες χωρών που βρίσκονται σε ένα γεωγραφικό χώρο που διευκολύνει την συχνή επικοινωνία και την διαπολιτισμική ανταλλαγή.

Ευχαριστιέμαι να ψάχνω στις λέξεις, στα νοήματα και στον τρόπο τους να αγκιστρωθώ, όχι για να ανασύρω τις εξηγήσεις τους, μα αυτό τον στόχο τους να επιτύχω: την επικοινωνία.

Ωστόσο, το μέσον της επικοινωνίας το οποίο πιο πολύ απ' όλα έχουμε επιτηδεύσει (κι ας μην είναι το πιο δυνατό) είναι ο λόγος. Ο γραπτός περισσότερο και σε συνέχεια ο προφορικός.
Κι αν τον λόγο τον δομούν οι πλίνθοι, οι κέραμοι και τα συνδετικά χαρακτηριστικά τους, έχει πάντα ενδιαφέρον να περιηγείσαι στων διαφορετικών γλωσσών τα κτίσματα. Να ανακαλύπτεις τους ποικίλους τρόπους, ρυθμούς και τεχνοτροπίες, που οι άνθρωποι μηχανεύτηκαν για να φτιάξουν μια εστία για εκείνο το φως που αντικρίζουν κοιτώντας και βλέποντας τον κόσμο εντός και πέρα απ' αυτούς.

01:53 π.μ.
Σάββατο, κβ' Ιουλίου ,βστ'
Οι άνεμοι συνεχίζουν να φυσάνε
μανιασμένα.

Παρασκευή 21 Ιουλίου 2006

Τα νέα του Γιώργου

Δεν είχα σκοπό να γράψω κάτι για το θέμα.
Ετοίμαζα ένα ποστ για τις γλώσσες και το πρωί που έφτασα στο σπίτι, έλαβα αυτό το e-mail από τον Γιώργο στο Παλέρμο.
Όλες αυτές τις μέρες, μου ερχόταν στο νου αυτό που μας είχε πει για τον πολυετή πόλεμο του Λιβάνου:
"Οι γενιές που τον ζήσανε δε μπορούν να τον παραβλέψουν. Είναι κατεστραμμένες. Η ελπίδα είναι στην επόμενη γενιά"
Περιέγραφε καταστάσεις και σκηνές που ο νους μου ακόμα δε μπορεί να συλλάβει.

Επειδή το κείμενο ήταν γραμμένο στα αγγλικά, το μεταφράζω:

ελέγξτε αυτό το site: http://www.fromisraeltolebanon.org
και
Παρακαλώ πηγαίνετε στο http://julywar.epetition.net
και υπογράψτε την αίτηση "Σώστε τους Λιβανέζους Πολίτες" και προωθήστε αυτή την πρόσκληση στους φίλους σας.

Οι Λιβανέζοι πολίτες βρέθηκαν υπό συνεχή επίθεση από την πολιτεία του Ισραήλ για πολλές ημέρες. Η Πολιτεία του Ισραήλ, αψηφώντας τους διεθνείς νόμους και τη Συνθήκη της Γένοβας, εξαπολύει μια θαλάσσια και εναέρια πολιορκία με στόχο το σύνολο του πληθυσμού της χώρας. Αθώοι πολίτες του Λιβάνου τιμωρούνται συνολικά από την πολιτεία του Ισραήλ σε επιτηδευμένες πράξεις τρομοκρατίας όπως περιγράφονται στο Άρθρο 33 της Συνθήκης της Γενεύης.

Για όσους γνωρίζουν καλύτερα την αγγλική, ιδού το κείμενο:
check this site:http://www.fromisraeltolebanon.org

and

Please go to http://julywar.epetition.net and sign the Save the Lebanese
Civilians Petition and forward this invitation to your friends.

Lebanese civilians have been under the constant attack of the state of
Israel for several days. The State of Israel, in disregard to international
law and the Geneva Convention, is launching a maritime and air siege
targeting the entire population of the country. Innocent civilians are being
collectively punished in Lebanon by the state of Israel in deliberate acts
of terrorism as described in Article 33 of the Geneva Convention.

http://julywar.epetition.net

palermo july 2006

Ακολουθώντας την παρότρυνση για προώθηση της πρόσκλησης, χωρίς διάθεση σχολιασμού ή κριτικής άποψης, σας κοινοποίησα το παραπάνω.

Το μόνο που θα ήθελα να επισημάνω είναι πως το site http://www.fromisraeltolebanon.org έχει κάποιες εικόνες που θα ήθελα να μην αντικρίσω. Ακόμα περισσότερο, να μην υπάρξουν.
Είναι φρικαλέες και ας μην εκτεθεί κάνεις στη θέα τους εν άγνοιά του.

4:44 π.μ.
Παρασκευή, κα΄ Ιουλίου ,βστ'
Φυσάει μανιασμένα από χθες αυτές τις ώρες.

Δευτέρα 3 Ιουλίου 2006

Ένωση

...
-Vedle, dijo Albanio, posando su mano sobre el hombro de Choco. Está tan despojado de todo, de todo lo que no sea su cuerpo y su alma, que no es posible mayor desnudez. Por no tener, ni siquiera tiene padres. ¿Dónde come? ¿Dónde duerme? ¿Es que come o duerme, en verdad? Lo único que posee, y eso no le posee a él, sino que es él, es su gracia; y aun ésta la perderá, una vez hecho hombre. Pero no por eso dejará ser él, como nosotros hemos dejado de ser los que fuimos. Porque su alma quedará intacta, sosteniéndole.

No sé qué le envidio más, si su juventud, su gracia o su miseria. ¿Puede hablarse de miseria ahí? Su miseria me hace tener en horror mis propiedades. Cuando tenemos afecto a una criatura, queremos ser como esa criatura, queremos ser esa criatura. ¡Ah, no poseer nada, como si se poseyera todo! Ésa es su libertad.
...

...
-Δες τον, είπε ο Αλβάνιο, βάζοντας το χέρι του πάνω στον ώμο του Τσόκο. Είναι τόσο λεηλατημένος από όλα, από όλα όσα δεν θα ήταν το κορμί και η ψυχή του, που μεγαλύτερη γύμνια δεν είναι δυνατή. Από την ανέχειά του δεν έχει καν γονείς. Πού τρώει; Πού κοιμάται; Τρώει και κοιμάται μήπως στ' αλήθεια; Το μοναδικό που κατέχει, κι αυτό δεν τον κατέχει, αλλά απλά το έχει, είναι η χάρη του: κι αυτή ακόμη θα την χάσει, μόλις γίνει πια άνδρας. Δεν θα είναι όμως λόγος για να πάψει να είναι ο εαυτός του, όπως εμείς που πάψαμε να είμαστε εκείνοι που ήμασταν. Γιατί η ψυχή του θα μείνει ανέγγιχτη, στηρίζοντάς τον.

Δεν ξέρω τι του ζηλεύω πιο πολύ, τα νιάτα του, τη χάρη του ή την αθλιότητά του. Μπορεί κανείς να μιλάει για αθλιότητα εδώ; Η αθλιότητά του με κάνει να νιώθω φρίκη για την ιδιοκτησία μου. Όταν αισθανόμαστε στοργή για ένα πλάσμα, θέλουμε να είμαστε αυτό το πλάσμα. Αχ! το να μην κατέχει κανείς τίποτε, σαν να τα κατείχε όλα. Αυτή είναι η λευτεριά του.
...

Ξέμεινα να συλλογιέμαι τούτα τα λόγια στο ποίημα του Θερνούδα αυτό το απόγευμα.
Είπα να τα μοιραστώ μαζί σας.

Δε θα γράψω τις σκέψεις μου.
Αφήνω τον καθένα να κάνει τις δικές του.

Θα γράψω μόνο ότι το απόσπασμα είναι από το ποίημά του "Ιδιοκτησίες" (Propiedades).
Ανήκει στο έργο του "Παραλλαγές πάνω σε μεξικάνικο θέμα" (Variaciones sobre Tema Mexicano) και η μετάφραση είναι του Αντώνη Κουτσουραδή, από τη δίγλωσση έκδοση των εκδόσεων Ίκαρος. Τον οποίο (Αντώνη Κουτσουραδή) ευχαριστώ που μου έκανε τις πρώτες συστάσεις με το έργο του ποιητή.

Κυριακή 2 Ιουλίου 2006

Διακοπές

Ο μήνας ξεκίνησε με διακοπές.
Πέραν του ότι βρίσκομαι σε άδεια, έχω διακόψει από τη δουλειά μου, διακόπτω συχνά και από τις εργασίες για χάρη των οποίων πήρα την άδεια.

Ο λόγος, οι διακοπές και του ρεύματος αυτές τις μέρες.

Βέβαια, αυτό δεν είναι ένα κείμενο απόγνωσης.
Υπάρχουν πολύ χειρότερα προβλήματα για να κλαίγομαι εγώ.
Σοβαρά προβλήματα, επικίνδυνες καταστάσεις, και όχι η έλλειψη ενός εκτυπωτή μονάχα.

Δεν έχω και καμιά μανιβέλα στον υπολογιστή.
Τεχνολογία σου λέει ο άλλος...
Ίσως να πρέπει να πάρω έναν να δουλεύει με γκαζάκι,
με μπαταρίες υγρών καυσίμων, ή τηγανόλαδο.

09:11 π.μ.
β' Ιουλίου ,βστ'
(Χρόνια πολλά Άγγελε)
Ευτυχώς φυσάει

Θα έπρεπε να μεταφράσω τα παραπάνω κείμενα των υπερσυνδέσεων,
μα πρέπει να επιστρέψω στον εκτυπωτή μου.
Ζητώ συγνώμη για αυτή την προχειρότητα από τους μη αγγλομαθείς.

Κυριακή 25 Ιουνίου 2006

Ακολουθώντας τη μουσική

Άργησα να ακολουθήσω τα θέλω μου. Λίγο πριν κλείσω τα είκοσί μου, το πήρα απόφαση να ασχοληθώ σοβαρά με τη μουσική. Αιτία ήταν εκείνη η βραδιά.


Μόνος στο δωμάτιο, με φως από το πορτατίφ, κάπνιζα τότε, και μ'άρεσε να στέκομαι να κοιτάζω τον καπνό απ' το τσιγάρο ν' ανεβαίνει. Να παρατηρώ το σημείο της στήλης του καπνού που η ήρεμη ευθεία σπάει και σγουραίνει.
Μοιάζει σαν χορός από ξωτικό που το φουστάνι του το έπλεξε αράχνη.

Έπιασα την κιθάρα και άρχισα να παίζω μια μελωδία.
Δεν ήξερα τι ήταν, άφησα μόνο τον εαυτό μου να παίζει.
Και κύλαγε η μελωδία ανάμεσα απ' τα δάκτυλα σαν το νερό που γλυστράει ανάμεσα απ' τα δάκτυλα κάτω από την πηγή.
Δεν "έβγαζα" τη μελωδία, άκουγα μόνο.
Δεν προσπαθούσα να "παίξω" κάτι, να προσδώσω στο παίξιμο ένα ύφος, να εκφράσω κάτι μ' αυτό.
Αφηνόμουν στο άκουσμα και αυτό μου δημιουργούσε. Δεν τις δημιουργούσα εγώ.

Χωρίς προσπάθεια, χωρίς έγνοια, τίποτα δεν πήγε στραβά. Τίποτα δεν κόμπιασε. Καμία νότα δεν ήταν φάλτσα. Ήρεμα - ήρεμα, η ροή καταλάγιασε. Στάθηκε η εικόνα, ησύχασε το παίξιμο.

Μα αυτή η ώρα - πέντε λεπτά μου φάνηκαν - πέταξε σα να μην ήμουν.
Ξύπνησα από μια μέθη που με άφησε μουδιασμένο και παραξενεμένο.

Αργότερα θα κάνω την περιγραφή στη "λίμνη"

Αυτή η αίσθηση - σα να μην υπάρχω, σα να "είμαι μια άδεια κούπα" που χωράει μέσα της τόσα - με έκανε, την ίδια εποχή που σ' ένα παραμύθι μέσα άλλαζα το γραφικό μου χαρακτήρα, να αλλάξω και τη ρότα μου. Προς τη μουσική να κατευθυνθώ.

Και, ευτυχώς, υπήρξαν στιγμές που ξανάνοιωσα αυτή την απώλεια του εγώ, χωρίς την έλειψη συνείδησης.

Μέσα στις στιγμές της ευτυχίας μου είναι κι αυτή, που τόσο καθόρισε την πορεία της ζωής μου.

10:53 π.μ.
Παρασκευή, 23 Ιουνίου ,βστ'

Η λίμνη (Συμπλήρωμα του επομένου)

Είχε βραδιάσει και ο αέρας είχε πια κοπάσει. Τριγύρω δεν ακούγονταν παρά μόνο οι γρύλοι και τα νυχτοπούλια του δάσους. Πήρα το φλάουτο και βγήκα έξω. Δε θα μ' άκουγε κανείς εδώ που ήμουν.

Άρχισα να παίζω και ένιωθα τις νότες να μπαίνουν στα κλαδιά και να διασκορπίζονται καθώς μπλεκόντουσαν ανάμεσά τους. Να γίνονται όλο και πιο ισχνές όσο απομακρύνονται και να εξαφανίζονται εντελώς, ίσως κάπου στα διακόσια μέτρα, δημιουργώντας έτσι γύρω μου έναν ηχητικό δίσκο, μια στρογγυλή λίμνη μέσα στην οποία πέταγα τους ήχους και γινόντουσαν κυματάκια πάνω σ' αυτή. Είχα τα σύνορά μου, την περιοχή μου, τον κόσμο μου. Είχα την "λίμνη" και ήμουν στο κέντρο της.

Έπαιζα φυσώντας ήρεμα, χωρίς να προσπαθώ να δείξω ιδιαίτερη δεξιοτεχνία στη δημιουργία ήχων. Δεν υπήρχε κανείς να κρίνει την μουσική μου και ούτε εγώ ασχολούμουν με το τί παίζω, τουλάχιστον όχι κριτικά. Αφηνόμουν να βγάλω ό,τι έβγαινε χωρίς σκέψη και επεξεργασία. Συχνά επαναλάμβανα την ίδια σειρά ήχων πολλές φορές πρίν συνεχίσω σε κάτι διαφορετικό, χωρίς όμως αυτό να γίνεται μονότονο.

Ούτε μία νότα δεν ήταν παράτονη σε σχέση με τις άλλες. Οι ήχοι ξετυλίγονταν σαν μια σερπατίνα που φυσούσα απαλά και ήρεμα και άνοιγε μπροστά μου. Γλιστρούσαν, σα σταγόνες νερού πάνω σε λεία επιφάνεια, από μέσα μου και χυνόντουσαν στην ατμόσφαιρα. Τα δάκτυλά μου απλωνόντουσαν πάνω στις τρύπες του οργάνου αλλάζοντας στάση ασυναίσθητα, με δικιά τους βούληση. Γνώριζα, χωρίς να το σκέφτομαι, τι θα παίξω μετά και αυτό έπαιζα. Δεν υπήρχε καμιά κλίμακα και κανένας νόμος. Ή μάλλον, υπήρχαν όλοι οι νόμοι από μόνοι τους και όλες οι κλίμακες πέρασαν, απλά εγώ δεν τις κάλεσα.

Ό,τι έπαιζα δεν έβγαινε από κάποια προϋπάρχοντα συναισθήματα. Δεν πέρναγα τους ήχους μέσα από κανένα φίλτρο ψυχικής διάθεσης. Παρ' όλα αυτά, η μουσική, μου γεννούσε κάθε λεπτό δεκάδες συναισθήματα και εικόνες. Πλημμυριζόμουν από αυτά σε μία έκσταση που τα έκανε να είναι κάτι ανάμεσα σε φαντασιώσεις και οράματα. Συναισθήματα που είχα πολύν καιρό να νιώσω και εικόνες που δεν είχα ξαναδεί ποτέ. Παράλληλα, ήμουν πάντα εκεί. Συνδεόμουν με τα πάντα τριγύρω μου και αλληλοεπηρεαζόμασταν. Ο κόσμος μου ήταν ίδιος, απλά άλλαξα εγώ τον τρόπο που έβλεπα.

Σιγά σιγά ένιωθα τον ηχητικό δίσκο να μεγαλώνει, τις νότες να πλέκονται όλο και πιο γερά στο δάσος τριγύρω μου και να δημιουργούν κάτι πιο στερεό και συμπαγές, κάτι πιο δυνατό. Η μουσική απλωνόταν και καταλάμβανε όλο και πιο πολύ χώρο και τα δέντρα συμφωνούσαν μ' αυτή. Πλέον ένιωθα την μουσική χωρίς να την ακούω, η επιρροή της είχε γίνει μεγαλύτερη από αυτή την ίδια και με παρέσερνε στις εντυπώσεις της, έπαιζα εκστασιασμένος σε μια συμφωνία ακόμα και με τους γρύλους και τα νυχτοπούλια. Η "λίμνη" γύρω μου έτεινε στο άπειρο και τα κυματάκια της χανόντουσαν από τα μάτια μου. Η ατμόσφαιρα, αλλού πεντακάθαρη και αλλού ομιχλώδης, έπαιζε ταξιδεύοντας πάνω στην "λίμνη".

Τα χείλη μου και τα πνευμόνια μου είχαν μουδιάσει και δεν με ακούγανε ούτε τα καλοένιωθα. Συνέχισαν να παίζουν μόνα τους.

Μου φαίνεται δεν πέρασαν ούτε είκοσι λεπτά που έπαιζα μουσική όταν με απόσπασε το πρώτο φως της ημέρας και σταμάτησα να παίζω. Η νύχτα αυτή ήταν πάρα πολύ σύντομη. Ξαναμπήκα μέσα και ξάπλωσα να κοιμηθώ πρίν ακόμα η ζέστη του ήλιου σκορπίσει την ομίχλη και εξατμίσει τελείως την "λίμνη" μου.

02.53 π.μ.
Δευτέρα κε' Απριλίου ,α(σαμπί)(κόππα)δ'

Κυριακή 18 Ιουνίου 2006

Ο αδερφός μου


"...Ο Γρηγόρης είναι ο μόνος ο οποίος κάνει κάτι νέο", είχε πει κάποτε, πριν από χρόνια ο αδερφός του ο Αλέξης για τη ζωγραφική και το σχέδιο του. Κι εγώ, χωρίς σκέψη, έβαλα τούτα τα λόγια στην καρδιά μου. Εξάλλου, πάντα για εμένα ο Γρηγόρης ήταν κάτι νέο, κάτι που γινόταν αφορμή για ανακαλύψεις.
Το πρώτο βιβλίο που διάβασα στη ζωή μου επειδή εγώ το θέλησα, ήταν "το ημερολόγιο ενός τρελού" του Νικολάι Γκόγκολ. Μου τό 'χε δανείσει ο Γρηγόρης. Του το πήγα πίσω την επόμενη και πήρα την "Φόνισσα" του Παπαδιαμάντη. Την άλλη μέρα τελειωμένη κι αυτή προς έκπληξή του. Υπήρξε η σκανδάλη για το ταξίδι μου στα βιβλία και όχι μόνο.


Από τις κασσέτες του έμαθα τον Galagher, τον Hendrix, την Joplin, τον Σιδηρόπουλο, τον Άσιμο, τον Stephan Micus, τη Meredith Monk, τον Zakir Husein, τον Ross Daly και τόσους άλλους.


Το σπίτι του ήταν από τα μαθητικά μας χρόνια ένας τόπος καλλιτεχνικής δημιουργίας. Για αυτό υπεύθυνος ήταν κι ο αδερφός του, με τις κατασκευές κυρίως και τα γλυπτά αργότερα, που κατά τη δημιουργία τους γεμίζανε τόσο τον τόπο, που περπατούσες σε κάποια σημεία ακροβατώντας. Εξ' ίσου υπεύθυνος ήταν κι ο Γρηγόρης. Από τις πρώτες τάξεις του γυμνασίου κιόλας, η φαντασία και η καλλιεργημένη ευχέρεια του στη ζωγραφική τον είχαν αναδείξει στις συνειδήσεις των συμμαθητών του σαν άτομο που η γνώμη του μετράει. Αν όχι αλλού, σίγουρα στο μάθημα των καλλιτεχνικών.
Ήταν βέβαια και ιδιαίτερα ζωντανός χαρακτήρας. Θυμάμαι να μας έχει σηκώσει ο καθηγητής σε δυο γωνίες της τάξης (συνήθειο κι αυτό) και να τον κάνω να γελάει κάνοντας πως παίζω μπαγλαμά και τραγουδόντας του στα βουβά: "Κάποια μέρα ένα πρωί, θα πετάξει το πουλί, και οι μάγκες θα το παίζουν λούφα και παραλλαγή". Ή να κάθεται μπροστά μου και να γυρίζει μια στιγμή μόνο για να μου πει: "Γέλα". Να λύνομαι από τα χάχανα εγώ και να τον ρωτάει η καθηγήτρια: "Τί είπες Γρηγόρη στον Συρογιάννη;"
Που να πιστέψει ότι στην πίεση της σοβαρότητας του μαθήματος, ένα "γέλα" θα ήταν αρκετό για μια έκρηξη γέλιου; Όταν χαθήκαμε από το ίδιο τμήμα και σε άλλα σχολεία πια βρεθήκαμε, η επανεύρεσή μας θα μας ένωνε πια για πάντα.


Ο Γρηγόρης, με την κοτσίδα, τα στρόγγυλα γιαλιά και τα ρούχα που είχε ο ίδιος ζωγραφίσει, ήταν με σαφήνεια οδηγούμενος προς τη ζωή, τη δημιουργία, την ελευθερία.
Ήδη είχε κάνει το καλοκαίρι επάγγελμα τη ζωγραφική σε μπλούζες. Είχε εκθέσει έργα του στο πνευματικό κέντρο. Του άρεσε και η χημεία. Στην έκθεση αναμίγνυε δυο υλικά και από το τελάρο πεταγόντουσαν φλόγες. Δεν ήμουν εκεί τότε.
Ήταν και πολιτικά συνειδητοποιημένος, ενεργός. Αν δεν γνωριζόμασταν από το δημοτικό, θα γνωριζόμασταν σίγουρα στις καταλήψεις. Όπως γνωρίσαμε τον Στέφανο, το Μπάμπη, τον Αλέξανδρο, το Ματθαίο, την Αφροδίτη, το Νίκο, τη Λίλιαν. Όσους δεν ήταν στις καταλήψεις για να βγουν το βράδυ χωρίς έλεγχο από τους γονείς. Όσους βρέθηκαν την ίδια εποχή και στο αντισχολείο.


Το σπίτι του Γρηγόρη ήταν ούτως ή άλλως κέντρο καλλιτεχνικής δημιουργίας και συνεύρεσης φίλων. Σημείο συνάντησης πριν από εξόδους. Τα σχέδιά του στόλιζαν ως και τους τοίχους, οι ζωγραφιές τα φύλλα της ντουλάπας. Εκτός των τόσων και τόσων ταξιδιών στα οποία με ξενάγησε την πρώτη μου φορά ο φίλος μου, ο δάσκαλός μου, ο αδερφός μου ο Γρηγόρης, ήταν αυτός που κίνησε το ενδιαφέρον μου για τις εικαστικές τέχνες.
"Το συνειδητό μάτι" της Πόλυ Κάσδα. Οι εκδόσεις "υποδομή" ή "μέλισσα" ήταν που είχαν ένα βιβλίο για την ιστορία της μοντέρνας ζωγραφικής. Τα γράμματα του Van Gogh. Ήταν των εκδόσεων "ελεύθερος τύπος" αυτό το "Dada, μονογραφία ενός κινήματος";
Οι παρέες από την καλών τεχνών, από τα προγυμναστήρια, η ομάδα "στον τρόμο του κενού", καλλιτέχνες με ή χωρίς διπλώματα, των Bienale, των εκθέσεων και του δρόμου, μου είπαν και μου έδειξαν πράγματα σ' αυτό το σπίτι, στην μεγάλη παρέα, τον τεράστιο κύκλο στον οποίο χώραγε και χωράει ο καθείς. Η πόρτα αυτού του σπιτιού για κανέναν δεν έκλεισε.


(Ο Γρηγόρης ποτέ δεν έκανε εχθρούς, μόνο φίλους. Σ' όσους κι αν τον γνώρισα άρεσε, ή ακόμα παραπέρα γίνηκαν φίλοι. Γιατί έχει κληρονομήσει μια καρδιά ζεστή, που τα γδαρσίματα και οι κτύποι δεν την ψυχραίνουν. Μια ειλικρίνεια στη συμπεριφορά.)

Και απ' όσα άκουσα και είδα απ' τους τόσους και τους τόσους στο "σχολείο" του Γρηγόρη τί μου απέμεινε;
Τίποτα.
Όπως τίποτα δε μου μένει από τα βιβλία που διαβάζω, τις ζωγραφιές που βλέπω, τις ταινίες και τα θεατρικά που παρακολουθώ. Αν με ρωτήσεις τι έγινε στο τέλος του "Dispossesed" της Ursula Le Guin δε θα θυμάμαι να σου πω. Ούτε τι απέγινε ο βοηθός του καταστηματάρχη στο "Smoke". Μπορώ όμως να ανακαλέσω, ακόμα κι αν τα λειψά εκφραστικά μου μέσα δεν φτάνουν να περιγράψουν, την αίσθηση που είχα όταν ξεδίψαγα στις πηγές όλης αυτής της ομορφιάς. Της ωραιότητας.


Κι ύστερα, αυτή η αίσθηση της ιδιαιτερότητας των έργων του Γρηγόρη. Της "υπογραφής", της προσωπικής πινελιάς που θαυμάζω σ' όλους τους δημιουργούς.

Υπήρξε μια περίοδος παύσης. "Τα προς το ζειν" μας ρίχνουν σε λήθαργο καμια φορά. Μα δίπλα στην καλή του, δεν έπαψε ποτέ να συναναστρέφεται την τέχνη. Όταν πήρε τον υπολογιστή, ανακάλυψε άλλο ένα μέσον. Δεν άργησε (κι ας μην ξέρει ακόμα να αντιγράφει DVD) να φτιάχνει ομορφιές στο Illustrator και στο Photoshop.


Κάποτε, όταν ζωγράφιζε μπλούζες, μού 'χει πει πως μπορεί και ένα τσαλάκωμα να γίνει η πρώτη γραμμή στο σχέδιο. Τώρα τί είναι; μια δακτυλιά στην οθόνη;
Πάντρεψε κάποτε και το πινέλο ή το στυλό με το ποντίκι. Ακόμα πορεύεται.

Όταν παράτησα τους πειραματισμούς μου, δέχτηκε τα μπλοκ μου και τα φύλλα "σέλερ" και τα φύλαξε. Μού 'κανε εντύπωση, με κολάκευσε κι όλας. Είπαμε, ζεστή καρδιά, λουλουδένια.


Με αφορμή μια παραγγελία που του έκανα, ξανάδα και θυμήθηκα κάποιες δουλειές του.
"Κάποια σχέδιά σου μου θυμίζουν εποχές" του είπα.
Πόσες δουλειές του δεν είναι θαμμένες μέσα σε μπλοκ και σημειωματάρια!
Κρίμα που τόσα όμορφα έργα δε θα τα δουν του κόσμου όλου τα μάτια.
Σκέφτομαι να τον βάλω στη διαδικασία να φτιάξει ένα blog να εκτίθεται,
μα πάλι,πού να χωρέσει το έργο του σ' ένα blog;
Τί να πάρει και ο άλλος χαμπάρι έτσι;


02:42 π.μ.
Κυριακή, ιη' Ιουνίου ,βστ'

Απ' τη δουλειά.
Δεν ξέρω τί καιρό κάνει έξω.

Παρασκευή 16 Ιουνίου 2006

δεν είναι μια ενασχόληση

Ένα από τα αγαπημένα μου βιβλία είναι αυτή η συλλογή επιστολών του Rainer Maria Rilke προς τον Kappus.
Τιτλοφορείται "Γράμματα προς έναν νέο ποιητή" (Briefe an einen jungen Dichter).
Από το πρώτο γράμμα του ο ποιητής θέτει την ερώτηση.
Καλεί το νέο να διερωτηθεί αν μπορεί να κάνει χωρίς να γράφει. Αν μπορεί, τότε ας σταματήσει.

Πριν από χρόνια, είχα πέσει ν' αποκοιμηθώ με έγνοια στο νου μου. Μια εκκρεμότητα. Χρειάζεται να το πω; Η έγνοια φόραγε ένα άσπρο καλοκαιρινό φουστάνι, που αναρωτιόμουνα συχνά αν μας χώραγε και τους δυο μαζί. Στις τρεις τα ξημερώματα πετάχτηκα απ' ένα όνειρο και βάλθηκα να γράψω τα λόγια του πριν ξυπνήσω.
Να ηχογραφήσω σφυρίζοντας τη μελωδία που ονειρεύτηκα. Το πρωί μάζεψα τα κομμάτια και έφτιαξα ένα μουσικό κομμάτι, ένα τραγούδι. Το ηχογραφήσαμε και με τον Μιχάλη. Έπαιζε αυτός κιθάρα, εγώ ούτι κι ύστερα λύρα. Καλό - κακό, αυτό το κομμάτι το θεώρησα ό,τι πιο ωραίο είχα γράψει.
Ωραίο, εκτός των άλλων γιατί η ανάγκη του ήταν τέτοια που με σήκωσε από τον ύπνο.

Δεν μπορούσε να βρει ησυχία η καρδιά μου. Κι αφού δεν έκανα τίποτα συνειδητά, ήρθε το ασυνείδητο να πάρει τα γκέμια στα χέρια του. Ο δρόμος που ακολούθησε ήταν ο λόγος και η μουσική, κι αυτό δεν ήτανε τυχαίο.

Τότε και στη συνέχεις, άρχισε να μου γίνεται συνείδηση το ότι η δημιουργία δεν είναι μια ενασχόληση στη ζωή του ανθρώπου, είναι ανάγκη βαθιά. Και τόσο βασική ανάγκη είναι η δημιουργία για τον άνθρωπο που χωρίς αυτή αρρωσταίνει, τόσο ψυχικά, όσο και σωματικά.

Ο Αντώνης μου είχε πει πολύ σωστά κάποτε πως, σε αντίθεση με το τί πιστεύουν πολλοί, η γραφή είναι χειρονακτική εργασία περισσότερο παρά πνευματική. Χωρίς το χαρτί και το στυλό, η την οθόνη και το πληκτρολόγιο γραφή δεν υπάρχει. Αν δεν ξεκινήσεις το γράψιμο, τίποτα δε θα γραφτεί, τίποτε δε θα υπάρξει να γράψεις.

Κι είναι φορές που μια αναστάτωση στο νου, έναν κόμπο στα σωθικά, ένα πετάρισμα της καρδιάς, θέλουμε να τα απλώσουμε πάνω στα γράμματα, τις λέξεις και τις φράσεις ν' απλωθούν, για να τα καθαρίσει ο αέρας και να τ' αλαφρύνει ο ήλιος. Να βρούμε αναπαμό.
Άλλοτε αρχίζει το χέρι και γράφει, και γράφει, Και ξετυλίγεται ο λόγος σαν σερπατίνα που ένα φύσημα ήθελε να φύγει μέσα απ' τα δάκτυλά μας. Άλλοτε μένει αγαλματάκι ακούνητο κι αμίλητο το χέρι, τα μάτια αποσβολωμένα στο λευκό χαρτί, στην άδεια οθόνη, πασχίζοντας να διακρίνουν στο κενό κάποια σκιά απ' την αρχή.

Μα με θολωμένο το νου δεν βρίσκεις την άκρη από κανένα κουβάρι. Νομίζουμε πως η ανησυχία αυτή που να συγκεντρωθούμε δε μας αφήνει είναι του νου μας μόνο κάμωμα. Μα πόσες φορές μια δουλειά του σπιτιού, ένας περίπατος δεν ηρέμησε το νου τον ασυμμάζευτο; Από το σώμα το αδρανές τί πνεύμα περιμένεις; Σάμπως δεν είναι ένα τούτα;
Όταν πονάει το ένα, δεν υποφέρει το άλλο;
Όταν χαίρεται το ένα, δεν ομορφαίνει το άλλο;
Πώς ζητάμε το ένα να κοιμάται και τ' άλλο να δουλεύει;

Θυμάμαι τον Αλέξανδρο -τον φίλο του Γρηγόρη- να λέει πως ένας καθηγητής του, θεωρητικός μαθηματικός, όταν δούλευε, για κάθε τέσσερις ώρες εργασίας, έκανε και μια ώρα σκι.
Μπορούσε να κάνει αλλιώς σαν ήθελε ξάγρυπνο νου;
Είναι η γραφή εργασία χειρωνακτική.
Ξυπνάς το σώμα, και το πνεύμα ακολουθεί.

Κι όταν οι λόγοι, οι μουσικές, τα χρώματα, οι κινήσεις, τα σχήματα έχουν πια φύγει από τα δάκτυλά σου μέσα, έρχεται αυτό το αίσθημα της ανάγκης που πληρώθηκε. Αυτό, που μας κάνει να θέλουμε την επόμενη φορά πιο όμορφα, με μεγαλύτερη πληρότητα, πιο βαθιά στην ικανοποίηση να κολυμπήσουμε.

Ό,τι κι αν είναι, είτε γραφή, είτε μουσική, είτε ζωγραφική, είτε χορός, είτε υποκριτική, είτε υποδηματοποιεία, είτε γεωργία, είτε τεκνοποιία, η δημιουργία δεν είναι μια ενασχόληση, είναι ανάγκη.

03:01 π.μ.
Παρασκευή, ιστ' Ιουνίου ,βστ'

Έβρεξε, χωρίς εμένα.

Τετάρτη 14 Ιουνίου 2006

14 Ιουνίου

Σήμερα λέει είναι η παγκόσμια μέρα των weblogs.
Καλά.
"Ωραίο πράγμα τα weblogs",
που θά 'λεγε ο γλύπτης ο Νάξιος
στον "ήρωα με τις παντούφλες"
πριν τσιμπήσει πέντε-έξι.

Μα εγώ κάθε δεκατέσσερες του Ιούνη θέλω να θυμάμαι
πως γεννήθηκε στο Rosario της Αργεντινής
ο Ernesto Guevara de la Serna.

Πρόσωπο για το οποίο πολλοί αμφιβάλλουν
όσον αφορά το σωστό ή το λάθος του τρόπου του.

Αυτό για το οποίο κανείς όμως δεν αμφιβάλει
είναι ότι είναι απ' αυτούς τους θαυμαστούς ανθρώπους
που ζήσανε πιστοί στον τρόπο που κηρύττανε.

Που θέλανε πάντα να καλυτερεύσουν τη ζωή.

Που για τη ζωή αυτή, την καλύτερη ζήσαν και πεθάνανε.

«Hay hombres que luchan un día y son buenos.
Hay otros que luchan un año y son mejores.
Hay quienes luchan muchos años y son muy buenos.
Pero hay los que luchan toda la vida:
Esos son los imprescindibles".

Bertolt Brecht

Το οποίο θέλει να πει:

Υπάρχουν άνθρωποι που πολεμούν μια μέρα
και είναι καλοί.
Υπάρχουν άλλοι που πολεμούν έναν χρόνο
και είναι καλύτεροι.
Υπάρχουν εκείνοι που πολεμούν πολλά χρόνια
και είναι πολύ καλοί.
Αλλά υπάρχουν αυτοί που πολεμούν όλη την ζωή:
Αυτοί είναι οι απαραίτητοι.

Μπέρτολντ Μπρέχτ

Τα λόγια του Μπρέχτ δεν τα διάβασα,
τα άκουσα στο τραγούδι του
Silvio Rodriguez
Sueño con serpientes

17:33
Τετάρτη ιδ' Ιουνίου ,βστ'

Είδα το πρωί μια κοπέλα
που γύριζε και μοίραζε φυλλάδια.
"Καλή η συννεφιά", σκέφτηκα.

Κυριακή 11 Ιουνίου 2006

Νύχια μαυρισμένα

Πριν από κάποιον καιρό η Άννα με ρώτησε τί κάνω.
"Κοίτα να δεις" της είπα, "όταν θα με βλέπεις με νύχια μαυρισμένα στο αριστερό χέρι, θα πάει να πει πως είμαι καλά".

-------------------------------

Η πολίτικη λύρα (kemence τουρκιστί) έχει τρεις χορδές.
Η μπάσσα, είναι μια σολ από βιολί.
Η μεσαία είναι μια ρε από τσέλο.
Από τσέλο είναι και η πρίμα, λα αυτή.


Οι χορδές εξωτερικά είναι από αλουμίνιο.
Καθώς λοιπόν στις περισσότερες λύρες (έξον της ποντιακής, του κεμεντζέ) παίζονται με το νύχι και όχι με το μήλο των δακτύλων, η τριβή με το αλουμίνιο αφήνει τα σημάδια της.

(η πάνω φωτογραφία είναι από τον φίλο μου τον Γρηγόρη,
η κάτω φωτογραφία είναι από τον φίλο μου τον Χρήστο Κανατά)

10:34 π.μ.
Κυριακή, ια' Ιουνίου ,βστ'

Ωραία μέρα.
Καιρό είχα να βάψω τα νύχια μου.

Πέμπτη 8 Ιουνίου 2006

Εργασία και χαρά

Στην μέχρι τώρα ζωή μου έχω εργαστεί πολλές διαφορετικές εργασίες και έχω δουλέψει πολλές διαφορετικές δουλειές. Άλλες απαιτούσαν σωματική ρώμη κι άλλες όχι. Άλλες δε μπορούσαν να κάνουν χωρίς συγκέντρωση κι άλλες ήταν ξέγνοιαστες και χωρίς ευθύνες.

Με όσες ασχολήθηκα αρκετά, από άποψη χρονικής διάρκειας, σχεδόν σ' όλες μπόρεσα να βρω κάποιο ενδιαφέρον, κάποιο νόημα που να τις μεταμορφώνει σε εργασίες από δουλειές. Και πάντα το ανακάλυπτα, δεν το εφεύρισκα.

Ανάμεσα σ' αυτές τις εργασίες ήταν δυο - τρεις που πριν ακόμη τις κάνω, ήθελα να τις δοκιμάσω. Τις δυο, χαίρομαι να τις κάνω ακόμα και τούτο τον καιρό. Για πόσο ακόμα δε γνωρίζω.

Στα εφηβικά μου χρόνια, ανήσυχος κατά πως το ορίζει η ηλικία, καταπιάστηκα με πολλά.

Τότε άρχισα να γράφω. Έγραφα σκέψεις, παράπονα, προβληματισμούς, όχι χαρές (τουλάχιστον όχι στην αρχή), γιατί ήθελα κάποια ώρα κάποιον να μιλήσω και δεν ήταν κανείς.
Πόσες σελίδες έγραψα κι ύστερα τις έσχισα!

Τότε άρχισα να ασχολούμαι με τη μουσική. Στην κιθάρα του αδερφού μου ακόρντα και πειραματισμοί.

Ασχολήθηκα με τη ζωγραφική και το σχέδιο. Μόνος. Έγω, οι τέμπερες, τα λάδια, το νέφτι, τα μολύβια με τα πολά βήτα.
Η δεύτερη γνωριμία μου με το θηλυκό κορμί (γιατί υπήρχαν και οι πειραματισμοί της παιδικής ηλικίας με τις φιλενάδες) ήταν η σχεδίαση του πάνω στα μπλοκ ακουαρέλας. (Από τότε ξαναμάθαινα να χάνομαι σε δυο πόντους και μόνο, και το σύμπαν ανακάλυπτα πως μπορεί να κλείεται μέσα σ' αυτούς).
Στο χρώμα, "ο τρόμος του κενού". Όχι η ομάδα, αυτή ήταν άλλη. Δεν άφηνα γωνίτσα.

Πάντοτε μ' άρεσαν τα παραμύθια. Οι σούπερ ήρωες και οι ενάρετοι που πάντα νικούσαν. Αμέ!

Το ίδιο και ο κινηματογράφος. Εκεί, μπορούσαν να φανούν τα χρώματα καλύτερα ακόμα κι από τη φαντασία μου. Και, σα να διάβαζα βιβλίο, ανακάλυπτα νέους κόσμους. Πέρα ακόμα κι απ' αυτή τη φαντασία μου τη χαρτογραφημένη.

Αν όλα αυτά βέβαια είχαν τη μαγεία τους για εμένα, αποτελούσαν ένα μυστήριο όλοι αυτοί που ζούσαν απ' τη γραφή, απ' τη μουσική, απ' τη ζωγραφική, απ' το θέατρο, απ' τον κινηματογράφο.

Πού να τό 'ξερα όταν στο χωριό του πατέρα μου θαύμαζα στην πλατεία με τα καφενεία τους ακροβάτες, ότι μετά από χρόνια θα έπαιζα μουσική για θεατρικές παραστάσεις σε πλατείες χωριών και προαύλια σχολείων;
Πού να το φανταζόμουν όταν χανόμουν στα χρώματα και τους ήχους του κινηματογράφου, και κοίταζα την όλο μυστήριο πηγή του φωτός που έπεφτε πάνω στο πανί, πως θ' άκουγα δικιές μου μελωδίες σε ταινίες μικρού μήκους και θα δούλευα μηχανές προβολής;

Ξαφνικά συνειδητοποιείς πως κινείσαι σ' αυτό τον κόσμο που φτιάχνει παραμύθια, και καλείσαι να μην ξεχνάς τη φροντίδα και το νοιάξιμο για τα όνειρα των άλλων, όσο περνά απ' το χέρι σου. Για τα όνειρα των άλλων και για τα δικά σου τα ίδια. Καλείσαι να κρατάς ζωντανή την συναίσθηση του όμορφου σ' αυτό που κάνεις. Είτε συμβάλλοντας στα θεμέλια, είτε στα ακροκέραμα.

Ξεστράτισα, μα όπως είχε πει ωραία ο Βασίλης Ρακόπουλος χρόνια πριν: "γράφουμε με στυλό, όχι με μολύβι. Δεν σβύνουμε τα λάθη μας. Τα δεχόμαστε και προχωράμε". Τ' άλλα που ήθελα να πω, θα τα πω άλλοτε. Αλλού.

01:38 π.μ.
Πέμπτη, η' Ιουνίου ,βστ'
Συνεφιά και αέρας.
Φύσα, φύσα αέρα.
Κι αν είναι να βρέξεις, βρέξε.
Θέλει κι ο αέρας την πάστρα του.

Χρόνια πολλά Πόπη.

Τρίτη 6 Ιουνίου 2006

Παρένθεση Ι



Δυο βήματα απ' το σπίτι μου.
Και σα να μην είχα προσέξει πρωτύτερα ποτέ
αυτή την κολώνα, την αλυσοδεμένη με την θύρα.
Αυτή την θύρα, την αλυσοδεμένη με την κολώνα.
Αυτό τον τοίχο που στηρίζει και ταιριάζει τα δυο.
Αυτό το πράσινο που στεφανώνει τους συζύγους.

Στου Πρωτεσιλάου τον δρόμο,
σ' αυτή την κολώνα, σ' αυτή την θύρα,
τις αλυσοδεμένες μεταξύ τους,
τις γερμένες η μία πάνω στην άλλη,
τον Πρωτεσίλαο και τη Λαοδάμεια
ξάφνου, μετά από τόσα χρόνια εννόησα.



Ο τυφλός κι ο ανόητος.

Μια ευχή να στείλω νοερά,
και να πέσω να κοιμηθώ.

02:50 π.μ.
Τρίτη, στ' Ιουνίου ,βστ'

Πέρα, γαβγίζει ένας σκύλος,
ο δρόμος ήσυχος,
μισό το φεγγάρι
πήρε να δύσει.
Ηρεμία.

Σάββατο 3 Ιουνίου 2006

Το χαστούκι (μαραμπού)

Δεν θυμάμαι το όνομά της, τα ονόματα συχνά μου διαφεύγουν, μα θυμάμαι την εικόνα της και τον τρόπο που μίλαγε. Τον τρόπο που πείραζε και έκανε ερωτήσεις.

Εκεί, στο Τ.Ε.Ι. του Πειραιά, στο "Happy Family*" δίπλα.
Εγώ είχα ξεκινήσει στο εαρινό εξάμηνο μετεγγεγραμένος από το ανάλογο Τ.Ε.Ι. Κοζάνης. Αυτή ήταν στη Σ.Δ.Ο. Ήταν κάποιο καιρό εκεί.

Στον μεγάλο κύκλο της παρέας δεν άργησα να μπω. Όπου έβρισκα φρίκουλα, χαβαλετζήδες, μακρυμάλληδες με μπύρες, τσιγάρα κι όργανα στα χέρια, ήμουν στο στοιχείο μου. Συνήθιζα να φοράω μια μαργαρίτα στ' αυτί κι ένα μαντήλι, μια "μπαντάνα" κόκκινη, ή άλλοτε μαύρη, στη ζώνη, δεμένη με δικό μου τρόπο. Χαϊμαλιά, ζωγραφισμένα ρούχα και παπούτσια, λιωμένα από τη σκληρή χρήση. Κάποιον καιρό άρβυλα.

Κάποιες φορές μου ζήτησε να της δώσω ένα συγκεκριμένο μεταγιόν. Χάλκινο, με στολίδια φτιαγμένα από σύρμα και χαντρούλες, στρόγγυλο.

Εγώ τ' αρνιόμουν. Μ' άρεσε αυτό το μεταγιόν, μα δεν ήταν αυτό. Δε θά 'ταν ούτε το πρώτο, ούτε το τελευταίο αντικείμενο που θα χάριζα ιδίως επειδή θα μ' άρεσε. Ήταν το ότι δεν την είχα σε εκτίμηση.
Δεν ήταν ντυμένη έξαλλα και βαφόταν, και την έπαιρνα για ελαφρόμυαλη, ο ελαφρόμυαλος.
Την ίδια προκατάληψη που είχα χορτάσει λόγω της εμφάνισής μου, την ξέρναγα τώρα πάνω σ' άλλους ο ανίδεος.

Κάποια μέρα που δεν είχα διάθεση, ξανά μου ζήτησε να της δώσω το μεταγιόν. Της τό 'δωσα, και στην ερώτησή της την διαβαβαίωσα πως ήμουν σίγουρος.
"Ώχου πια, ξεμπέρδεψα μ' αυτή την ιστορία." Είπες μέσα σου ηλίθιε.

Μετά από δυο - τρείς μέρες με βρήκε και με πήρε παραπέρα να μου μιλήσει ιδιαιτέρως.
Μού 'πε πως το προηγούμενο βράδυ της έπιασε κουβέντα το στολίδι και της είπε πως της το έδωσα μεν εγώ, μα αυτό δεν ήθελε να είναι μαζί της, παρά να γυρίσει σ' εμένα.
Μου μίλαγε με τον τρόπο που εξηγούμε τα πράγματα στα μικρά παιδιά: Με απλά λόγια και δίνοντας σημασία στις λέξεις και τον τονισμό.

Μού 'βαλε ύστερα το μεταγιόν στο χέρι και γυρίσαμε στις καρέκλες, δίπλα στο "Happy Family".

Οι δακτυλιές από τούτη την σφαλιάρα μένουν ακόμη κόκκινες στου φουσκωμένου εγωισμού μου το μάγουλο. Και αυτός ο άνθρωπος αποτέλεσε μάθημα στη ζωή μου πολίτιμο. Απ' αυτά που καλό είναι να επαναλαμβάνουμε στο νου μας κάθε τόσο.

Με την κοπέλα χαθήκαμε αμέσως μετά. Άφησα ύστερα και τη σχολή, για χάρη της μουσικής.

Τώρα, μετά από τόσα χρόνια πέρασε κι η ιδέα απ' το μυαλό μου: "Μήπως δεν τό 'θελε το μεταγιόν πραγματικά, μα το να της το χαρίσω μόνο;"
Δεν ξέρω, κι ούτε ποτέ θα μάθω.
Αυτό που έμαθα μοναχά είναι πως ξέρω πολύ λίγα και βλέπω ακόμη λιγότερα για να μπορώ να κρίνω ανθρώπους.

*Ένα διαχειριζόμενο από φοιτητές καφενείο στο διάδρομο ή στο προαύλιο. Έξω από το κυλικείο. Πριν χρόνια.

0:16 π.μ. γ' Ιουνίου ,βστ'
Ηρεμία.

Τετάρτη 31 Μαΐου 2006

Revolver

Έτσι, για να παίξουμε λίγο
επιτραπέζια αντισφαίρηση.
Τα γραφεία των υπολογιστών
να χρησιμοποιήσουμε για τραπέζι.
Το διαδύκτιο για δίχτυ.
Και τις υπερσυνδέσεις ρακέτες ας κάνουμε,
τα λόγια μας μπαλάκι.

Αν μια επιθυμία έχω,
είναι ποτέ να μη ζήσω
μια κανονική ζωή.
Μα ακανόνιστη,
όπως μέχρι τώρα.

Και ομορφιές κι ασχήμιες
που κανονικά δε θα έβλεπα,
να ξαπλώνονται μπροστά μου
σαν λιβάδια ανθόσπαρτα.

Και κουβέντες
που κανονικά δε θά 'λεγα,
που κανονικά δε θ' ακουγόντουσαν,
να λέω και ν' ακούω,
και να νιώθω τα νοήματά τους μέσα μου.

Κι ανθρώπους
που κανονικά δεν θα συναναστρεφόμουν
να μαζεύω πλάι μου,
να μαζεύομαι πλάι τους.

Και άλλοι απ' αυτούς,
που ήσυχα ανάμεσά τους
θα βολευόμουν κανονικά,
να με προστατεύουν
απομακρύνοντάς με.

Και αισθήματα,
και συναισθήματα,
που κανονικά δε θα εγείρονταν,
να με κατακλύζουν.

Ποτέ να μην αρνηθώ
αυτά που κανονικά δε θα ζούσα
και που αν ελπίδα ακόμα κρατώ,
αν μια ικανοποίηση έχω ζήσει
και μια στιγμή ευτυχίας,
αυτά είναι οι αίτιοι.

Αυτά που έζησα,
και αυτή η τιμή
στην οποία φαντάσιώνωμαι
πέρα να πηγαίνω,
κάθε που την καρδιά τη δική μου
που δε μοιάζει κανονικούς δρόμους
παρά ατραπούς να διαβαίνει,
ακολουθώ.

Δεν τα καταφέρνω πάντα φυσικά.
Δεν είναι εύκολο.
Μα -δασκάλοι μου στη ζωή σας ευχαριστώ- δε γίνεται αλλιώς.
Απ' την κανονική ζωή,
ακόμα και η αποτυχία φαντάζει πιο γλυκιά.

16:58
Τετάρτη, λα' Μαΐου ,βστ'
Σύγνεφα σκόρπια στον ουρανό,
θά 'ναι όμορφο ηλιοβασίλεμα.

...
Y aunque el olvido
que todo destruye
haya matado mi vieja ilusión,
guardo escondida
una esperanza humilde
que es toda la fortuna
de mi corazón.

Alfredo Le Pera

...
Κι αν και η λήθη που τα πάντα καταστρέφει,
την ψευδαίσθησή μου την παλιά σκότωσε,
φυλάω κρυφή μια ελπίδα ταπεινή,
που είναι ο πλούτος της καρδιάς μου ολάκερος.

Δευτέρα 29 Μαΐου 2006

Quiero volver a la infancia.*

Προτού ακόμα τελιώσω την "τρισαγαπημένη μου μουσική" και μαζέψω "τα πλούτη μου στον κόσμο" να την ακούσουμε μαζί, ήξερα τί ήθελα να κάμω μετά.
Είχα μια οφειλή απέναντι στον εαυτό μου, ένα μισοτελειωμένο έργο που εδώ και κάποιον καιρό μου χτύπαγε την πόρτα.

Τα κείμενα της αγαπημένης, και πάλι, και τρις, μουσικής δεν πάψανε, τούτο το blog η συνέχεια είναι από τα γραπτά αυτά. Λίγο πιο άγαρμπη, χωρίς αναθεωρήσεις και διορθώσεις. Κείμενα που τα περισσότερα ξεκίνησαν και τελείωσαν στο σημειωματάριο που εκείνη τη μέρα της γιορτής μου, συμβολικά μου χάρισε ο Αλέξανδρος. Μουσικές που άκουγα, μα δε μοιραζόμουν.

Ήταν αυτές οι "αγαπημένες μου μουσικές" μια σπουδή.
Μια υπενθύμιση του εαυτού μου στον ίδιο μου τον εαυτό.
Ήταν και γράμματα σ' αγαπημένους.
Στα πλούτη μου στον κόσμο.

Και ένα προς ένα, μέχρι που τρίτωσε το καλό, με έφερναν πιο κοντά σ' αυτό που πραγματικά ήθελα. Σ' αυτό στο οποίο ασκούμουν να επιστέψω.

Να γυρίσω ξανά σ' ότι πιο πλήρες έφτιαξα στη ζωή μου.
Πλήρες, όχι για άλλο λόγο,
μα γιατί χωρίς σκοπό το έφτιαξα.
Χωρίς να θέλω να διδάξω,
ούτε να συγκινήσω,
παρά να αφηγηθώ μόνο.
Και μαζί με τους άλλους,
γράφοντας, κι εγώ να συγκινούμαι
και να θαυμάζω
και να ανυπομονώ
να μάθω τί στο τέλος περιμένει.

Και μέσα σ' όλα αυτά,
σα να μην είναι δικό μου να μοιάζει,
παρά μόνο με τα μάτια μου ειδωμένο,
από τα χείλη μου μόνο ειπωμένο.
Κι εκεί η πιο γλυκιά του χάρη.

Δεν είναι δικό μου το παραμύθι αυτό.
Δεν όρισα πώς αρχίζει και πώς τελειώνει.
Μόνο τα λόγια διάλεξα
που ζωγράφισαν τις εικόνες.
Μόνο την παρτιτούρα έγραψα,
και την έπαιξα στο σάζι,
μα η μελωδία δικιά μου δεν είναι.**

Και ταξιδεύοντας μέσα του,
σ' αυτό και τ' άλλο σημείο
έριξα το βλέμμα μου.
Εκεί που άλλος, άλλού θα κοίταζε,
και στον ίδιο τόπο, στις ίδιες πράξες
άλλα λόγια θά διάλεγε.

Τα ταξίδια αυτά κάθε φορά με άλλαζουν,
στο δεύτερο παραμύθι που έγραψα,
την "πηγή και τον πλάτανο"
άλλαξα τον γραφικό μου χαρακτήρα.
Λίγο καιρό μετά τον "Λυράρη"
άρχισα να ασχολούμαι και με την πολίτικη λύρα,
(τον θαύμασα είναι αλήθεια).
Τώρα, άλλαξα τον τρόπο που γράφω.
Κι ενώ άλλοτε οι τέσσερις ή πέντε σελίδες ήταν αρκετές,
τώρα τις τριαντατρείς έφτασε.

Και σαν παιδί,
που κτήμα μου δεν είναι,
μα που την έγνοια του έχω
και τη φροντίδα του,
ως που να το αφήσω να πάρει το δρόμο του,
αγωνιώ.
Μήπως δεν είναι ακόμη έτοιμο;
Δε θέλει ακόμα λίγη φροντίδα;
Μην τυχόν και πάσχει από τίποτα;

Μα σαν το αφήσω να γνωρίσει άλλους ανθρώπους,
σαν αφήσω να το γνωρίσουν άλλοι άνθρωποι,
(σαν αφήνω τις λέξεις αυτές εδώ)
περήφανος, κρυφά είμαι
και στις χαρές και στις αναποδιές.
Για το πώς τα κατάφερε,
όχι με τον δικό μου,
με τον δικό του τρόπο.

Έτσι, ακόμα ανησυχώ
μέχρι την χειραφέτηση.
Που έχει ήδη πάρει το δρόμο της.

Μα καμμιά φορά σκέφτομαι
(και χαμογελάω πονηρά).
Τί χειραφετείται;
Το γραπτό από εμένα,
ή εγώ απ' το γράψιμο;

Γιατί γράφοντας το παραμύθι
δεν παίρνω τη θέση του αφηγητή
μα του ακροατή που ανοίγει τα μάτια
και ρουφάει την κάθε λέξη
και χαίρεται,
και λυπάται,
και τρομάζει,
και κάπου βαθιά μέσα του
-ας ξέρει πως τα ουράνια τόξα
δεν γίνονται από πολύχρωμα πουλιά
που μετά τη βροχή
από τη μια στην άλλη τ' ουρανού πετάνε-
πιστεύει την κάθε λέξη.

Κι αν σ' όλη μου τη ζωή
η λογική η σκέψη με ορίζει,
ξαναγυρίζω στο παιδί στα παραμύθια,
στα παραμύθια ισορροπώ.

05:42
Τρίτη, λ' Μαΐου ,βστ'
Η Ηώ η ροδοδάχτυλη
ξεπρόβαλε.

---------------------

Παρά τα λόγια, έτσι, για κάποιο λόγο ασαφή ακόμα,
γράφοντας τις τελευταίες μέρες, το έχω συντροφιά μου αυτό το τραγούδι.

Μα μην το ακούσει κανείς και μελαγχολήσει.
Για τούτο δεν προσθέτω και την απόδοση των στοίχων.

Κρατάω μόνο τον τίτλο:
Volver
Να επιστρέφω



*Ο τίτλος του κειμένου αποτελείται από τον πρώτο στίχο του "RECODO" (=καμπή) του Federico Garcia Lorca που λέει: Να επιστρέψω στην παιδική ηλικία επιθυμώ.
Σ' αυτή τη φράση μέσα έμαθα τη λέξη volver.
Αυτή η φράση μάλλον είναι ο λόγος που γράφοντας ακούω τούτο το τραγούδι,
που άλλα από τον τίτλο και το ποίημα του Lorca θέλει να πει.

**Θα πρέπει κάποια στιγμή να γράψω κάτι,
να κάνω σαφές το πώς έννοιωσα, πώς νιώθω στη ζωή τη δημιουργία.
Αυτή που είναι ανάγκη.

Τρίτη 16 Μαΐου 2006

Το ζην και το ευ ζην

Όταν ζούμε τη ζωή μας μ' ενδιαφέρον, κι όχι περνόντας τη μια μέρα μετά την άλλη μέχρι να εξαντληθούν μαζί μας, το πρώτο που επιδιώκουμε είναι το ζην. Αφού απομακρύνουμε τους μεγαλύτερους, πιο εμφανείς κινδύνους, θέτουμε τον δεύτερο στόχο: το ευ ζην. Και κάνουμε το ένα βήμα μετά το άλλο για να φτάσουμε στο νέο τόπο, χωρίς ν' αφήσουμε πίσω όσα κερδίσαμε στον παλιό.
Το "ευ ζην" είναι φτιαγμένο από όνειρα, λογικές εκτιμήσεις, επιθυμίες, αρχές που άλλοτε συλλέξαμε, άλλοτε κληρονομήσαμε, άλλοτε παράπεσαν χωρίς τη θέληση, μήτε την αναγνώριση κι εκτίμησή τους.
Για ό,τι συνιστά το ευ ζην και είναι ον άψυχο, ή κατάσταση που καθορίζεται απ' τους ίδιους εμάς, τα πράγματα είναι απλά σαν τις πράξεις της αριθμητικής.
Εκεί που τα πράγματα γίνονται πολύπλοκα, κανονικές συνθήκες δεν έχουν οριστεί και κάθε αντιμετώπιση μπορεί να οδηγήσει σε διαφορετικά αποτελέσματα, διαφορετικές οδούς, διαφορετικούς τόπους κάθε φορά, είναι όταν οι στόχοι μας, το ευ ζην, ή ο δρόμος μας προς τούτο αφορά ή περιέχει άλλους ανθρώπους ή οργανισμούς ζώντες που με τη σειρά τους θέτουν στόχους προς την επιβίωση και την (κατ' αυτούς) καλυτέρευση του βίου τους. Προς το δικό τους ευ ζην εν ολίγοις.
Όταν εκ των πραγμάτων αναγκαζόμαστε να συμβιώσουμε και να συνεργαστούμε με άλλους, που είτε έχουν άλλους στόχους, είτε εννοούν με διαφορετικό τρόπο την επίτευξή τους, τότε γεννιέται η ανάγκη για σύμπλευση. Για μετριασμό των αιχμών, για συμφωνία κοινής πράξης. Ή, αν όχι κοινής, συμβατής. Ώστε ο ένας να μη σταθεί εμπόδιο στον άλλο. Να γίνει και βοήθεια αν είναι εφικτό.
Αυτή η συμβατότητα, η ανάγκη της, σε σχέση με την ανάγκη της επίτευξης του στόχου, του ευ ζην, καθώς και της διαφύλαξης στο ακέραιο των βλέψεων και του τρόπου που βλέπουμε, κατέχει σε σπουδαιότητα μια από τις κορυφαίες θέσεις στη ζωή μας. Αυτό βέβαια, όταν ζούμε τη ζωή μας μ' ενδιαφέρον. Και επιδιώκουμε αυτή τη χρυσή τομή σ' όλους τους τομείς και τις εκφάνσεις της ζωής μας. Από το παιδικό παιχνίδι στη φιλία, στον έρωτα, στην εργασία, στη διπλωματία, στους αγώνες, το εμπόριο ή τη συμπεριφορά μας απέναντι στους παντελώς αγνώστους.
Πάνω σ΄αυτό το μοίρασμα του βάρους με το κέντρο τ' αεικίνητο στηρίζονται και του ανθρώπου η ελευθερία, η αυτοδιάθεση, η εξουσία, η σκλαβιά, η (αυτό-)εκτίμηση, η ικανοποίηση και η στεναχώρια. Κι όπως ακροβατούν και στέκουν ή αναποδογυρίζουν, φέρνουν και τ' αποτέλεσμα στη ζωή μας.

Και επειδή τα παραπάνω είναι λόγοι και επί λόγων λόγοι, θα φέρω ένα παράδειγμα*. Όχι ότι το παράδειγμα θα καλύψει όλες τις πτυχές της ισορροπίας ετούτης στη ζωή και το αποτέλεσμά της, μα θα φτιάξει μια εικόνα για να προβάλλουμε στης δικιάς μας επιλογής την πραγματικότητα:
Ας πούμε πως είναι ένας ζωγράφος φτωχός που αγαπάει την τέχνη του και που προσφέρει τις υπηρεσίες του σε άλλους για τα προς το ζην.
Αν κάποιος του κάνει παζάρια στην τιμή, εως ένα σημείο θα μειώσει το όποιο κέρδος του για να υπάρξει τουλάχιστον κάποιο κέρδος. Και αυτός είναι ο δρόμος τον οποίο αναγκάζεται να πάρει γιατί για να μπορέσει να επιτύχει τον στόχο του, να εργαστεί, να ζωγραφίσει, θα πρέπει να έρθει σε συμφωνία με κάποιον άλλο. Από ένα σημείο και πέρα όμως, αν μειώσει την τιμή, θα υπάρξουν δύο πιθανά αποτελέσματα. Το πρώτο να μην υπάρξει κέρδος, μα απεναντίας ζημιά οικονομική. Αποτέλεσμα ανεπιθύμητο και προσπάθεια άκαρπη αν δεν υπάρχει τουλάχιστον σε κάποιο άλλο επίπεδο κέρδος (η ευκαιρία να ζωγραφίσει κάπου που θα του προκαλούσε ηθική ικανοποίηση π.χ.). Το δεύτερο, να υπάρξει κέρδος κάνοντας έκπτωση στην ποιότητα των υλικών ή στην πιότητα της προσωπικής εργασίας του. Αποτέλεσμα δις ανεπιθύμητο, μιας και μαζί με το οικονομικό, εξαφανίζει και το ψυχικό όφελος και "λερώνει" την αγάπη που τρέφει προς την τέχνη του.
Υπάρχει το λοιπόν ένα σημείο το οποίο αν μέσα στις συνεννοήσεις, τις διευκρινίσεις, τους κανόνες, τις συμφωνίες και συμβάσεις ξεπεράσει κάποιος, χάνει την ισορροπία, χάνει τον εαυτό, το ευ ζην, πολλές φορές και αυτό το ζην.

Μέσα στο διάβα της ζωής μας συνεχώς παλεύουμε να ορίσουμε το σημείο αυτό. Να διαφυλάξουμε ό,τι είναι αυτό που μας δίνει ζωή, ό,τι νόημα δίνει στην ύπαρξή μας. Αυτό τον πυρήνα της οντότητάς μας που αν θιχτεί δεν μπορεί να αφήσει άθικτο το κάθε τι όμορφο και πολίτιμο που συναθροίζεται για να κάνει τον εαυτό μας. Κι ύστερα να το καλλιεργήσουμε και να το αναπτύξουμε μέχρι το πέρας του. Αυτό που όσο πλησιάζουμε, τόσο ξεμακραίνει, προς χαρά μας.

Τρίτη ιστ' Μαΐου ,βστ'
03:22 π.μ.

Υ.Γ.
Το βράδυ στη δουλειά έπιασα κουβέντα με έναν συνάδελφο και με αφορμή την ταινία "Innocent voices" φτάσαμε να μου λέει για τη δικτατορία στην Ελλάδα: "...τέτοιες καταστάσεις να ευχόμαστε ποτέ ξανά να μην περάσει κανείς. Αν δεν το έχεις ζήσει, δε μπορείς να φανταστείς για τί μιλάμε...". Είπα(-με) ύστερα πως σήμερα οι τακτικές των πονηρών είναι πιο υποχθόνιες για να αποκτήσουν τον έλεγχο των πολλών.
Κατόπιν, σαν απάντηση στις αφηγήσεις του για την περίοδο αμέσως μετά το πολυτεχνείο, του εκμυστηρεύτηκα τις σκέψεις που εκείνες τις ώρες παίρναν μορφή στο χαρτί. Την ανησυχία μου για τη διαφύλαξη του πολίτιμού μας. Το ζην και το ευ ζην.
Κατάλαβα πως δεν έκανα σαφές το τί ακριβώς ήθελα να πω, και διέκοψα.
Αργότερα, όταν έμεινα μόνος και αναλογίστηκα το πού οδηγούν τούτες οι σκέψεις και οι έγνοιες, όταν είδα ποιο είναι το επόμενο βήμα, είπα πως ήταν αποκοτιά και αγένεια να μιλήσω έτσι.

*Σαν αφορμή για το παράδειγμα υπήρξε μια ιστορία που μου μετέφερε η Mirandolina.
Το γράφω αυτό, όχι για τίποτα άλλο, μα για να υπονοήσω ευχαριστίες.

Πέμπτη 11 Μαΐου 2006

Απλότητα

Στην πρώτη στιγμή της ημέρας, το ίδιο και στην τελευταία,
όταν ανοίγω τα μάτια μου στη ζωή, αυτή την έξω,
και όταν τα ξανακλείνω και αφήνω τη ζωή πίσω μου,
είναι κάτι που έχω ανάγκη η γαλήνη.

Παλιότερα, πιότερο άπ' ότι τώρα, ήμουν ένας άνθρωπος που η ηρεμία με διακατείχε.
Είναι η αλήθεια βέβαια, ότι από παλιά, όταν πήγαινα από το σπίτι του Γρηγόρη και πριν βγούμε πίναμε, (ακριβά τα μπαρ για τους νεαρούς που εξερευνούν τη μέθη) ο πρώτος και ο πιο άμεσος μέσα στο πιώμα ήμουν που όρθιος πεταγόμουνα στο "πάμε", όταν οι άλλοι ερώτηση είχαν ακόμη την κουβέντα.
Ένας ενθουσιασμός για πράξη που δεν ξέρω να πω αν με έχει αφήσει για πάντα ή ακόμα είναι μέσα μου να του δίνω ζωή ή να μου δίνει αυτός.
Είναι αλήθεια επίσης ότι, αν και η ηρεμία ήταν αυτή που ήταν έκδηλη, πάντα ανησυχούσα για τους φίλους μου, κι ας φρόντιζα να μη φαίνομαι πανικόβλητος να μην τους ανησυχήσω.

Και τώρα ακόμα,
οι πιο έντονες ανησυχίες μου,
οι πιο έντονες αγωνίες,
είναι συνήθως σιωπηλές.
Κρυμμένες πίσω από μια εκφραστική ουδετερότητα που κάνει τη λεκτική τους απόφανση να αντιμετωπίζεται με δυσπιστία.
Το ίδιο ισχύει όχι μόνο με τις ανησυχίες και τις αγωνίες,
αλλά και με τους πόθους και τα πάθη μου.

Συνήθως στη ζωή μου προτιμάω τα "μεγάλα λόγια",
οι αλήθειες μου οι πιο βαθιές,
να μην συνοδεύονται από φιοριτούρες και δραματοποιήσεις.
Η απλότητα είναι η πιο καίρια, η πιο άμεση οδός για να φτάσεις στην καρδιά του άλλου.
Αν είναι να ανοίξει τα φύλλα της καρδιάς του κάποιος για να υποδεχτεί ό,τι πολύτιμο έχεις να του δώσεις, πρώτα θα το κάνει αν το στέλνεις απλά και ξεκάθαρα.
Είναι φορές που νιώθω ότι κάποιος υποτιμά την νοημοσύνη των άλλων, όταν τα λόγια του τα συνοδεύει με κινήσεις τόσο έντονες όσο αν θά 'παιζε σε ταινία του βωβού κινηματογράφου και τονίζει τις φράσεις όσο αν θά 'παιζε σε φτηνή τηλεοπτική μεταγλώττιση.
Φέρεται σαν να χρειάζονται συμφραζόμενα για να καταλάβουν οι άλλοι το νόημα των λεγόμενών του, που άλλο απ' αυτό των λέξεών του είναι συχνά.
Είναι όλα αυτά περιττά και αποπροσανατολιστικά.

Η απλότητα είναι η πιο άμεση οδός για να φτάσεις στην καρδιά του άλλου.

._

Ή όχι.

Ή όλα αυτά που γράφω παραπάνω, δεν είναι τίποτα άλλο από μια πλάνη οικτρά που πλανάμαι γύρω από την επικοινωνία με τους ανθρώπους.

Μήπως εγώ δεν ήμουν που άκουσα ότι οι πράξεις μου άλλα δείχνουν από αυτά που ισχυρίζομαι σαν θέλησα, και ξεπερνώντας την συστολή μου την τρισκατάρατη, κατάφερα
να εκφράσω με λόγια πολύτιμα μου αισθήματα και σκέψεις που είχα σε άλλους;

Μήπως αυτό το περιττό πάθος που παραμορφώνει τις λέξεις όταν στον λόγο φαίνεται, δεν είναι μουτζούρα, αλλά καλλιγραφία;
Μήπως φέρει το ίδιο, ή ένα άλλο, μήνυμα πιο ισχυρά θεμελιωμένο στο υποσυνείδητο που αναγνωρίζουν οι άλλοι ευκολότερα, χωρίς να μεσολαβήσει λογισμός;
Στο κάτω κάτω της γραφής, δεν θέλω να μιλάω.
Ούτε να γράφω.
Να επικοινωνώ θέλω.
Να βγάζω στο φως και τον αέρα την καρδιά μου να μην μουχλιάσει.
Να πατιέται αυτό το δόμημα από σκέψεις και αισθήματα να μην καταρρεύσει ερείπιο.

Να με γνωρίζω και εγώ, από τις πράξες μου και καθρευτίζοντάς με στους άλλους.

Ίσως αν άφηνα τον εαυτό μου να φανεί, πόσο κοντά στο σημείο της σχάσης είναι
λέγοντας τούτο ή εκείνο.
Πόσο αυτό ή το άλλο, προφέροντάς τα και μόνο, κάνουν το φυλλοκάρδι μου να δονείται,
πόσο μάλλον ζώντας τα.
Δε θα με αναγνωρίζατε φίλοι μου κι, αλήθεια, θα ήμουν τότε -το έχω σίγουρο- μια φιγούρα που κινείται σαν αυτές του βωβού κινηματογράφου.
Θα μιλούσα σα να έπαιζα σε βραζιλιάνικη σαπουνόπερα.
Όχι, λάθος, σε σαπουνόπερα στο ράδιο!
Και οι λέξεις που θα ξεστόμιζα, θα ήταν περισσότερο από τώρα σαν αυτές που γράφω.
Αυτές τις λέξεις που χαλιναγωγώ στην καθημερινότητά μου γιατί, όμορφες όσο τις ακούω και τις διαβάζω, η καθημερινότητα τις έχει εξορίσει στη γη των αγνώστων, των διαστρεβλωμένων, των εξεζητημένων.
Θα αναγνωρίζατε όμως στα λόγια μου φράσεις άλλων.
Γιατί αν κάποιος άλλος ανακάλυψε το σφυρί και το καλέμι, γιατί να προσπαθήσω εγώ με τις πέτρες και τις γροθιές να γκρεμίσω τον τοίχο, να δείξω την ψυχή μου που κρύβεται από κάτω;
Για να πρωτοτυπήσω;

Αν μοιράζομαι το ίδιο όραμα με κάποιον άνθρωπο, χαρά, τιμή και ευτυχία θά 'ναι στα λόγια του να βρω τα λόγια μου, στις εικόνες του τις εικόνες μου.
Και απ΄ την άλλη, αν κάποιος βρει στα λόγια μου τα λόγια του, στις εικόνες μου τις εικόνες του, η ίδια και ακόμα μεγαλύτερη χαρά.

Γιατί δε θέλω να δρέψω τις δάφνες της πρωτοτυπίας.
(Δε μπορώ εξ' άλλου).
Να επικοινωνήσω θέλω.
"...να αγγίξω με το μάγουλό μου το δικό σου και να κοιτάξω
στο ίδιο σημείο που κοιτάς και 'σύ."
Να μπω στον κόσμο μέσα των ματιών των ανθρώπων,
να μπάσω τους άλλους στων δικών μου τον κόσμο.

Απλότητα προς την καρδιά του άλλου, ναι.
Αλλά που βρίσκεται αυτή;

Στιγμές, βρίσκω τον τρόπο μια απλή κίνηση να ξεγυμνώσει την καρδιά μου,
μα κάποτε, για κάποιους, ένα δώρο δεν είναι δώρο αν δεν έχει περιτύλιγμα.

01:56 π.μ.
Πέμπτη, ια' Μαΐου ,βστ'
Με ανοιχτό σαν καλοκαίρι το τζάμι,
με το φως της δύσης να κοκκινίζει ακόμα
το τοπίο στα μάτια μου.

Τετάρτη 3 Μαΐου 2006

Σαν ημερολόγιο

(Αλλιώς τί web log είναι αυτό;)

Σκέψεις της ημέρας που πέρασε:
"Δε μου φτάνει το πόσο κοιμάμαι"
"Δε μου φτάνει το πόσο είμαι ξύπνιος"
"Το "χιόνι" το είδα στον αέρα, τον τίγρη όχι ακόμα.
Θα με ξαφνιάσει αλλού."

Τετάρτη, γ' Μαΐου ,βστ'
4:58 π.μ.
Μοιάζει να έρχεται ηλιόλουστη η μέρα.
Ο ήλιος δεν ανέτειλε ακόμη.
Εγώ δεν βασίλεψα.

Δευτέρα 1 Μαΐου 2006

Η παρένθεση

Πριν από αρκετά χρόνια, όταν για κάποιο καιρό πήρα μια Zenith απ' το παζάρι και ανακάλυπτα παραδείγματως χάριν τί θα πει διάφραγμα, τί θα πει βάθος πεδίου, και τί σχέση έχουν μεταξύ τους, έπαιρνα τους δρόμους κι έψαχνα εικόνες. Μορφές, χρώματα και τόνους, φόρμες διάχυτες και ακριβείς.
Σπάνια ανθρώπους. Σε καμμιά πορεία ίσως να βγαίναμε φωτογραφία με κανέναν φίλο (μου σώθηκαν μια-δυο τέτοιες, αλλά απ' αυτές, τις καλύτερες τις είχαν τραβήξει άλλοι, ειδικοί...), ή ίσως σε καμμιά εκδρομή.
Τότε λοιπόν, όπως κι όταν σχεδίαζα, ανακάλυπτα τη δυνατότητα, όχι μόνο να κοιτώ, αλλά και να βλέπω.
Ένας νέος κόσμος ήταν αυτός που ανακάλυπτα. Χωρίς ταξίδια μακρινά πέρα από θάλασσες κι ωκεανούς, μα στον ίδιο μέσα τον κόσμο τον παλιό.
Θα μπορούσα να υποθέσω ότι και το να βρίσκω μέσα στο λίγο το πολύ ήταν τρόπος που τότε υιοθετήθηκε. Μα αν παρατηρήσει κανείς τα μικρά παιδιά, πως ανακαλύπτουν θαύματα κάθε ώρα και στιγμή, θα καταλάβει πως τον τρόπο αυτό δεν είναι ότι τον βρήκα τόσο, όσο ότι τον ξέθαψα από εκεί που τον είχα καταχωνιάσει.
Τον τελευταίο καιρό της ενασχόλησής μου με τη φωτογραφία όμως, μια ιδέα για θεματική ενότητα είχε ξεπηδήσει από τις περιηγήσεις μου στη μεγαλούπολη: "Οι παρενθέσεις".



Παρενθέσεις λοιπόν στις εικόνες της πόλης είναι αυτά τα μικρά σημεία ανάμεσα στο κοινό, επαναλαμβανόμενο μοτίβο που αν τα ξεχωρίσεις από το περιβάλλον τους, δείχνουν να ανήκουν σ' ένα άλλο μέρος, μακριά απ' αυτό.
Για παράδειγμα, σε μια γειτονιά, ανάμεσα σε δυο σπίτια, υπάρχει ένα ενδιάμεσο με μια σκάλα ασβεστωμένη, δυο - τρεις γλάστρες λουλούδια, μια πόρτα σιδερένια, απ' αυτές με τα κάγκελα και τις κλειδαριές τις μεγάλες που βάφουν πράσινες ή μπλε σκούρες. Και αυτό όλο σε μια γωνιά της εικόνας μοναχά.
Μα σαν πάρεις αυτή την παρένθεση στο ρυθμό του γενικού τοπίου και την ξεγυμνώσεις από τα συμφραζόμενα, έκαμες ένα ταξίδι που ομοιάζει μ' αυτά που κάμεις καβάλα στις τέχνες, τα παιχνίδια και τον έρωτα.
Φανταζόμουν μάλιστα σ' αυτή τη θεματική ενότητα να περιλαμβάνω δυο φωτογραφίες για κάθε θέμα. Μια με την "παρένθεση", μια με τα "συμφραζόμενα" παρέα. Σα να λέω:
"Κοιτάχτε πού βρίσκεται τούτη η ομορφιά, εκεί απ' όπου περνάμε κάθε μέρα.
Κοιτάχτε!
Βλέπετε;
Αν κοιτάξουμε προσεκτικότερα θα βρούμε λουλούδια ν' ανθίζουν στις πλάκες των πεζοδρομίων και στα κράσπεδα ανάμεσα!"



Η ιδέα μου δεν έγινε ποτέ φωτογραφικό υλικό. Έπαψα να ασχολούμαι με τη φωτογραφία. Μα η ιδέα της "παρένθεσης" έμεινε να μου θυμίζει που και που να στέκομαι να βλέπω.

Δευτέρα, α' Μαΐου ,βστ'
12:28 μ.μ.

(Περι των φωτογραφιών: Οι δύο αυτές φωτογραφίες τραβήχτηκαν πριν από λίγες μέρες, τη Δευτέρα του Πάσχα στο Μαρούσι, δίπλα στην αττική οδό. Εκεί, ανάμεσα στον σταθμό του ηλεκτρικού σιδηροδρόμου "Νερατζιωτίσσης" και της οδού Κηφισίας. Δεν είναι αντιπροσωπευτικό δείγμα παρένθεσης, αλλά θα με συγχωρέσετε έτσι δεν είναι;)

Τρίτη 25 Απριλίου 2006

Shiraz, στη σειρά.

Πρόλογος:
Όσοι γνωστοί φίλοι διαβάζουν αυτό το κείμενο θα αναγνωρίσουν ότι ένα μεγάλο μέρος του περιλαμβάνει το κείμενο που περιλαμβάνεται στην "τρισαγαπημένη μου μουσική".
Δεν είχα σκοπό να κοινοποιήσω κάποιο απ' αυτά τα κείμενα. Αλλά θα το κάνω για να μπορέσω να απευθύνομαι τόσο σε εσάς όσο και σε όποιον τυχαία (ή επίτηδες) διαβάζει αυτές τις γραμμές αλλά δεν βρισκόταν εκείνο το απόγευμα στο σπίτι να ακούει τις τρισαγαπημένες μου μουσικές και τα λόγια.
Θα ήταν το λιγότερο άδικο για κάποιον έξω από εμάς που βρισκόμασταν εκεί να μην έχει τη δυνατότητα αν επιθυμεί να έχει μια πλήρη εικόνα για τη συνέχεια από το τότε κείμενο.

Δημιούργησα και έναν υπερσύνδεσμο που θα διαρκέσει για τρεις μέρες, εσείς που ήσασταν τον Γενάρη μαζί μου, μην ασχοληθείτε, το έχετε το μουσικό κομμάτι και το έχετε ακούσει.



Το κείμενο του Γενάρη:

"Shiraz"

Μία από τις πιο απρόσμενες εμπειρίες μου από άλλους ανθρώπους
ήταν αυτή που είχα όταν γνώρισα τον Shiraz.

O Shiraz είναι, ή τουλάχιστον ήταν την Κυριακή που ο Αύγουστος ήταν στην
εικοστή πρώτη του μέρα, ένας πωλητής λουλουδιών,
από αυτούς που γυρίζουν ανάμεσα στα τραπεζάκια
στις καφετέριες και τα εστιατόρια και προτείνουν την πραμάτεια τους
σε όσους συντροφεύουν μέλη του θηλυκού γένους.

Εκείνο το βράδυ, την ώρα που στον ουρανό είχε απομείνει μια ιδέα φως
ίσα να ξεχωρίζεις ότι δεν είναι ώρα πολλή που χάθηκε ο ήλιος στον ορίζοντα,
βρέθηκα σε μια καφετέρια με τη φίλη μου τη Ράνια.
Πριν πέντε μέρες είχε τα γενέθλιά της και είναι κάθε χρόνο αφορμή αυτό
για να αλλάξουμε δυο κουβέντες απ' το τηλέφωνο και να δώσουμε ένα ραντεβού
για να ενημερωθεί ο ένας για το πού βρίσκεται η ζωή του άλλου.
Όταν ο Shiraz έφτασε στο μαγαζί, ήμασταν το πρώτο ζευγάρι που είχε μπροστά του.

Μου προέτεινε το δεξί του χέρι με ένα άνθος και εγώ,
προσπαθώντας να είμαι ευγενικός, τον ευχαρίστησα και του είπα πως δεν θα πάρω.
Είδα ότι ξεκίναγε μια προσπάθεια να με πείσει και,
ανυπομονώντας να ακούσω τη συνέχεια από τα σημαντικότατα νέα της Ράνιας,
του εξήγησα πάντα μιλώντας εγκάρδια ότι αν και είχα ήδη ευχαριστήσει
και αρνηθεί την προσφορά του, δεν επρόκειτο να αγοράσω κάποιο άνθος.
Έτσι, έφυγε να συνεχίσει τη δουλειά του παραπέρα.

Μετά από δέκα λεπτά, επέστρεψε. Θέλησε να μου μιλήσει και κάθησε,
αφού ρώτησε πρώτα, στην καρέκλα δίπλα μου.

Μου είπε ότι αισθάνθηκε ότι είμαι ένας καλός άνθρωπος και ότι η συμπεριφορά
έχει την μεγαλύτερη σημασία από όλα τα άλλα.
Μου προσέφερε ένα τριαντάφυλλο από την πραμάτεια του
που δέχτηκα με τόση ευγνωμοσύνη, όση και έκπληξη.
Συνέχισε να μου μιλάει για να μου ευχηθεί καλή τύχη
για εμένα και την παρέα μου.
Σαν απάντηση στην ερώτησή μου:
"Σε ευχαριστώ, και για να σε ευχαριστήσω για λογαριασμό μου,
τί θα μπορούσα να κάνω εγώ για εσένα;"
Μου είπε "τίποτα" και αρνήθηκε οτιδήποτε.


Περάσαν μέρες.
Τα λόγια όμως και η συμπεριφορά του Shiraz,
η συμπεριφορά στην οποία τόση σημασία δίνει,
έμειναν ζεστά στην καρδιά μου
ώστε να θυμάμαι το όνομά του και ν' αρχίσω να γράφω αυτό εδώ το κείμενο.
Αναλογίστηκα το τί μου θυμίζει το όνομά του.

_._._._._._._._._._._._._._._._._._._._._._._._._._._._._._._._._._._._._._

Υπάρχει στη γη του Αζερμπαϊτζάν ένας παίχτης του "κεμάντζα",
ενός τοξοτού έγχορδου που ομοιάζει της λύρας ή του βιολιού,
ο οποίος ονομάζεται Χαμπίλ Αλίεφ (Habil Aliev).
Πρώτη φορά τον άκουσα σε μια κασσέτα που είχα αγοράσει από την "Πανδώρα"
με μουσικές από το Αζερμπαϊτζάν (Azerbaycan, όπως έγραφε στα τούρκικα).
Αργότερα βρήκα ένα CD με μουσική του από κάποια γαλλική εταιρία
το οποίο αγόρασα δίχως δεύτερη σκέψη.
Το κομμάτι του που υπήρχε στην κασσέτα και τόσες φορές είχα ακούσει
ήταν το τελευταίο από τη δεύτερη πλευρά της.
Ένα υπέροχο κομμάτι στον αγαπημένο μου ρυθμό
(ρυθμός που υπάρχει στην πλειονότητα των σκοπών και τραγουδιών του Αζερμπαϊτζάν)
και σε μακάμ* Bayat-i Shiraz.

_._._._._._._._._._._._._._._._._._._._._._._._._._._._._._._._._._._._._._

Μετά από τριάντα μέρες από τη συνάντησή μου με τον Shiraz,
και αφού είχα αρχίσει να γράφω για τη συνάντησή μας,
χωρίς όμως να έχω ξεπεράσει την τέταρτη παράγραφο, ξαναβρεθήκαμε.

Είχαμε πάει με τον Μπάμπη στο "μέλι" στην Πετρούπολη
και εν μέσω μιας κουβέντας μας απ' αυτές που ευχαριστιέμαι να κάνω με τον Μπάμπη και που δεν κάνω με πολύν κόσμο πια,
είδα κάποιον να μπαίνει με λουλούδια στα χέρια που έμοιαζε γνωστός.
Επειδή δεν φαινόταν το πρόσωπό του, σταμάτησα τον Μπάμπη
και του είπα ότι νομίζω ότι είδα έναν γνωστό.
Όταν γύρισε προς το μέρος μας και τον αναγνώρισα του απεύθυνα τον λόγο.
Ο Shiraz συνοφρυώθηκε, όπως κάνουμε συχνά,
σάμπως να θέλουμε ασυνείδητα να πούμε στους άλλους:
"Αυτή τη στιγμή κοιτάζω κάτι και προσπαθώ να ανακαλύψω
κάτι πάνω του που να το κάνει γνωστό, να το εξηγεί."
Όπως αν δυο κλωστές να τραβάν προς τη μύτη τα φρύδια μας,
όχι από τις άκρες, αλλά από το κέντρο τους.
Όταν επιτέλους τα καταφέρνουμε, τα φρύδια απομακρύνονται
σαν οι ίδιες κλωστές να αλλάξανε φορά...
Και φωναχτά μοιραζόμαστε την ανακάλυψή μας.

Αυτό δεν συνέβη στον Shiraz.
Χρειάστηκε να του διευκρινίσω το πού είχαμε συστηθεί,
αλλά ακόμα και τότε μου ζήτησε συγνώμη ρωτώντας για λεπτομέρειες.
Δεν υπήρχε σημάδι από αγριόχοιρο, ή αγκίστρι, ούτε Ευρύκλεια.
Ξανακάναμε τις συστάσεις,
μοιράστηκε μαζί μας την κακή περίοδο για το επάγγελμά του,
μα είναι περιττό να αναφέρω ότι δεν δέχτηκε βοήθεια;
Μοιράστηκε μαζί μας άλλα δυο τριαντάφυλλα από την πραμάτεια του.
Μοιράστηκε μαζί μας την δυσκολία του να μάθει ελληνικά
σε αυτούς τους τρεις μήνες που ήταν εδώ.
"Δύσκολη γλώσσα" ("Such a difficult language"),
αλλά ακόμα και στα αγγλικά, άδραξα την ευκαιρία
να τον ρωτήσω για αυτό που με απασχολούσε τον τελευταίο μήνα,
περιέργως περισσότερο από το τί συνέβη στην πρώτη μας συνάντηση,
ή πάλι, ίσως ακριβώς λόγω της ιδιαίτερης συμπεριφοράς του
στην πρώτη μας συνάντηση:
Το νόημα του ονόματός του.

Το όνομα ενός ανθρώπου δε μένει αμέτοχο της ιστορίας της ζωής του.
Ακόμα και ένα όνομα από αυτά που σημαίνουν κάτι όμορφο
αλλά ο ήχος, η παραποίησή ή η κακή χρήση τους
κρύβει τη σημασία του από τα αυτιά της άγνοιας.
Ακόμα και αυτό, όπως όλα, βαστάει κάτι από τότε που ο άνθρωπος
λάμβανε το όνομα που του άρμοζε σύμφωνα με τη ζωή που διήγαγε.
Τώρα πια, αυτή η εποχή έχει παρέλθει, μα στιγμές
μοιάζει να έχει αλλάξει ο ρόλος ανάμεσα στη ζωή και το όνομα.
Σα να θυμάται κάτι από την σχέση που συνήθιζε να έχει το ένα με το άλλο.
Στιγμές, μοιάζουμε με αυτούς από τους οποίους "κληρονομήσαμε" το όνομά μας.
Στιγμές, μοιάζουμε με τους συνονόματούς μας.
Στιγμές, μοιάζουμε με το όνομά μας.

Όταν με ρώτησε, τα αγγλικά μου δεν έφτασαν να εξηγήσω το όνομά μου.
Πριν μου πει για τους ελάχιστους κακούς, τους πιο πολλούς καλούς,
τους πολλούς που είναι σκληροί και τους σπάνιους αγγέλους, μου απάντησε:
Στην θρησκεία του είπε, δεν ανάφερε τη γλώσσα του,
Shiraz ονομάζεται το φως.


Τετάρτη, κη' Σεπτεμβρίου ,βε'
11:40 μ.μ.
Μιας βδομάδας φθινόπωρο,
τα χρώματα αλλάζουν γλυκά.




*μακάμ (maquam) ονομάζεται στην αραβοπέρσικη και γενικότερα ανατολική μουσική
ο μουσικός τρόπος, ο δρόμος.
Κυριολεκτικά στα αραβικά σημαίνει "σημείο"
και έχει και άλλες έννοιες και χρήσεις σε σχέση με την μουσική της υπόσταση.



Η συνέχεια:

Από τότε, είδα ξανά τον Shiraz στο Ίλιον και στους Αγίους Αναργύρους. Τον θυμόμουν και με θυμόταν και πάντα υπήρχε εγκαρδιότητα.
Υπήρξε και φορά που δεν προλάβαμε να πούμε τίποτα άλλο από το αν θέλω ένα λουλούδι.
Υπήρξε και φορά που αν και ήθελα να βοηθήσω αγοράζοντας ένα δεν μπορούσα.

Τελευταία φορά είδα τον Shiraz πριν από λίγο. Γύρναγα από τη δουλειά και φεύγοντας από το περίπτερο που στάθηκα να πάρω ένα σάντουιτς να ξεγελάσω την πείνα μου τον είδα μπρος μου. Ο ίδιος με είχε αναγνωρίσει πριν ακόμα κοιτάξω κατά το μέρος του.

Με πλησίασε με χαμόγελο στα χείλη και μου ευχήθηκε χρόνια πολλά για την ανάσταση. "Μεγάλη γιορτή" μου είπε. Μου έδειξε την πραμάτεια του και μου ζήτησε να διαλέξω ένα λουλούδι για να μου χαρίσει "σαν φίλος, χωρίς λεφτά", λόγω των ημερών. Διάλεξα, αλλά δε μου πήγαινε καλά. Ήθελα κι εγώ να μοιραστώ κάτι δικό μου μαζί του.
"Σου αρέσει ο κινηματογράφος;" Τον ρώτησα σα αγγλικά.
"Προτιμούσε τον ξένο και όχι τον ελληνικό." Φαντάστηκα τί θα είχε δει, και τί θα καταλάβαινε απ' αυτόν και δε μπόρεσα να τον κατηγορήσω για αυτό.
Του έδωσα λοιπόν το εισιτήριο που μου είχε ξεμείνει για τον Απρίλιο.
Σχεδίαζα αύριο το απόγευμα που έχω ρεπό να πάω να δω το "Libertine", αλλά πιο πολύ χάρηκα που (μάλλον αύριο) ο Shiraz θα πάει να δει ένα παραμύθι της επιλογής του.

Έβαλα το τριαντάφυλλο στο νερό και βιάστηκα να μοιραστώ με τους φίλους μου την τελευταία μου συνάντηση.
Λόγια για τη χαρά, την ικανοποίηση που πήρα απ' αυτή δεν έχω.
Ήταν κι αυτή μια παρένθεση*.
Θα παραμείνω στην σύντομη περιγραφή.

Τρίτη του Πάσχα, κε' Απριλίου ,βστ'
11:08 μ.μ.
Κι ένας άνεμος ήπιος, δροσερός μπαίνει από την μπαλκονόπορτα.

*Επιφυλάσσομαι να εξηγήσω την έννοια της "παρένθεσης" σε προσεχές κείμενο.

Σάββατο 22 Απριλίου 2006

Μαρμαρυγή

Είπα πάλι να περπατήσω γυρίζοντας απ' τη δουλειά και κατέβηκα στον "Άγιο Ελευθέριο". Ήταν ακόμη είκοσι λεπτά να πει το ρολόι έξι τ' απόγευμα. Στάθηκα στη γέφυρα κι αγνάντεψα δυτικά.
Ήταν το φως του ήλιου που χτύπαγε στα παραθύρια και στις θύρες των σπιτιών κι εκσφεντονιζόταν παντού. Έφτανε από χίλια σημεία και στα μάτια μου, να ομοιάζει με τη μαρμαρυγή της θάλασσας.
"Σ' αυτή τη θάλασσα ζω κι εγώ ανάμεσα και περπατώ". Χαμογέλασα μέσα μου πειραχτικά. "Κι άμα διαλύσει ο άνεμος τα σύγνεφα τα πρωινά, τα βροχοφόρα, φτιάχνουν ο ήλιος και το φεγγάρι στα παραθύρια των σπιτιών δρόμους φωτεινούς ν' ακολουθήσω."

6:08 μ.μ.
Μ. Σάββατο, κβ' Απριλίου ,βστ'

Υ.Γ. Ύστερα ξανάσμιξαν τα σύγνεφα και κάνανε σχήματα σα ζωγραφιές του Μιχαήλ Άγγελου.
Όπως είχε πει και ο Γιώργος πριν από χρόνια κοιτώντας ένα ηλιοβασίλεμα:
"Γεια σου ρε Θεέ - Ντα Βίντσι!"

Πέμπτη 13 Απριλίου 2006

Ανασκαφές

Ψάχνοντας άλλα κι άλλα βρήκα ένα άτιτλο από το Γενάρη του 2001 σε ένα χαρτί, σχεδόν διαλυμένο, και μ' άρεσε. Το περίσωσα το λοιπόν.
Ωραία να ξανανακαλύπτεις και να εκπλήσσεσαι:

Το πέπλο του έρωτα σαν ντύνω το κορμί σου,
ποια καλονή την ομορφιά σου δε ζηλεύει;
Αυτή η χαρά που το στομάχι μου παιδεύει
είναι στεφάνι που σου πρέπει στα μαλλιά.

Ακούς καρδιά τη μουσική σαν τραγουδάει;
Μα, πιο πολύ, ακούς την σα σιγεί;
Η μεγαλειότητα μου παίρνει την πνοή.
Δώσ' την μου πίσω, δώσ' τη μ' ένα σου φιλί.

Το πέπλο του έρωτα σαν ντύνω το κορμί σου,
τα άνθη γύρω σου ανθίζουν να σε φτάσουν.
Μα όσα άνθη κι αν ερθούνε κι αν περάσουν,
θά 'ναι στεφάνι στα ξανθά σου τα μαλλιά.

Νωρίς το βράδυ,
Τετάρτη, λα' Ιανουαρίου ,βα'

Busca tu rio

Τελείωσα κατά τις τέσσερις παρά από τη δουλειά και βγήκα να πάρω το 500.
Κατά τις 04:26 ήμουν ήδη στον Άγιο Ελευθέριο κι αποβιβαζόμουν.
Εκεί το είδα.
Ήταν μεγάλο και φώτιζε τη δύση όπως θέλουμε να φωτίζουμε τις νύχτες που ξαγρυπνούμε με μια διάθεση ρομαντισμού.
Ρομαντισμού; Δεν είμαι σίγουρος ότι ξέρω τί σημαίνει ο όρος...
Αυτό που θέλω να πω είναι ότι έχουμε μια διάθεση που μας κάνει να λέμε ότι τα πράγματα είναι υπέρ της ζωής και όσων την συντηρούν και την εξυψώνουν, όχι το αντίθετο. Ό,τι κι αν σημαίνει για εμάς αυτό.

Το φεγγάρι φάνταζε φωτεινό και όμορφο.
Πιο πριν, όταν δεν είχα σχολάσει ακόμα σκεφτόμουν να πάρω ένα ταξί και να φτάσω νωρίς σπίτι μπας και κοιμηθώ καμμιά ώρα παραπάνω αυτή τη φορά. Αλλά λογάριαζα χωρίς τον ξενοδόχο.
Στο μπλιμπλίκι άκουγα το "Nací en al amor" (γεννημένος στην αγάπη) και αποφάσισα να το πάρω πάλι με τα πόδια.

No tengo lugar y no tengo paisaje, Yo menos tengo patria.
(Δεν έχω μέρος και δεν έχω γη, λιγότερο έχω πατρίδα.)

Θα έκανα αυτή τη διαδρομή για να βλεπόμαστε με το φεγγάρι και θα απολάμβανα το πρωινό. Αυτά τα δυο-τρία χιλιόμετρα μέχρι το σπίτι τα έχω κάνει πολλές φορές γιατί δε μου περίσσευαν λεφτά για ταξί, τί θα με πείραζε τώρα, που είχα και λόγο σοβαρό;

Αυτή τη φορά μάλιστα δεν πήρα την ευθεία οδό.
Μετά την εθνική οδό κάτω απ' τη γέφυρα, στο πρώτο στενό που μου έκανε γούστο έστριψα και μπήκα στις γειτονιές. Στις γειτονιές που δεν βλέπω σαν πάω ή γυρίζω απ' τη δουλειά, γιατί δε μ' αφήνουν οι παρωπίδες.

Το μπλιμπλίκι παίζει "Calexico" και εγώ περνάω εξ' ίσου καλά με το απόγευμα που με χτυπούσε ο ήλιος στο τρένο και ανακάλυπτα σαν αρχαιολόγος πάνω στο χαρτί, με σκαπάνη το στυλό μου, το διάλογο μιας κοπέλας με τον προπάππου της.

when you can't find the hours
days keep on slipping thru
avenues under construction
blocking out your sky blues
burried beneath the letters
bills and the junk in the mail
finding the strain to your heart
from the troubles down the trail

Σ' ένα σπίτι απλωμένα ρούχα παιδικά.
Σ' άλλο, μες στον κήπο, άνθη μυροβόλα.

Πίσω από τα κτίρια, προβάλλει και εξαφανίζεται ο συνοδοιπόρος μου δορυφόρος.
Ναι, πηγαίνουμε κι οι δύο δυτικά.

everyday on my way home
the clouds would break and the angels
would sing their refrain


Στους δρόμους τους έρημους το βήμα μου ακούγεται μες στην ησυχία των πέντε παρά.
Η μουσική που ακούω μόνος και τα βήματα μου που ακούει όποιος είναι ξύπνιος.
Αντανακλά ο ήχος στους τοίχους των ταπεινών σπιτιών.
Πάλι γράφω χιλιόμετρα. Ούτε αυτά τα παπούτσια θα κρατήσουν, σαν όλα τα προηγούμενα.

So close your eyes
Slow your breath
Dream of northern lights
Around this dance of death


Αυτό μου αρέσει, βάζω το μπλιμπλίκι να το παίζει συνεχώς.

No abandones, no llores, busca tu rio
No te sientas perdido
Gira, vuelta y vuelta gira
Danza de la muerte
Que viene a verte
Bailala

(Μην εγκαταλείπεις, μην κλαις, ψάξε τον ποταμό σου.
Μη νιώθεις απώλεια
Γύρισε, ξανά και ξανά γύρισε
Χορός του θανάτου
που έρχεται στο άδειασμα
Στριφογύρισε)

Ξαναβγήκα στο δρόμο και μετά από λίγο έστριψα δεξιά.
Μπήκα σε ένα σκοτεινό δρόμο και πηγαίναμε παράλληλα.
Εγώ στο δρόμο, ο δορυφόρος πίσω από τα σπίτια.

Κι οι δυο πηγαίναμε δυτικά.

Λίγο με λίγο οι δρόμοι γινόντουσαν και πιο γεμάτοι, οι συναντήσεις πιο συχνές.

Πηγαίναμε και οι δύο να δύσουμε.

Η ανατολή στην πλάτη μας.

Χαθήκαμε κι οι δυο από τους δρόμους.

No abandones, no llores, busca tu rio
No te sientas perdido
Gira, vuelta y vuelta gira


*Η μετάφραση είναι δικιά μου και πολύ πιθανά, από λίγο έως πολύ, λάθος.
Δε γράφω τί λέει το τραγούδι, αλλά το τί ακούω.

Ημέρα πια

Σάββατο 1 Απριλίου 2006

Πρώτη Απρίλη

Ήμουν από νωρίς το πρωί όρθιος σήμερα και θα έβλεπα σίγουρα παιδιά, δε θα ξεχνούσα ότι είναι η πρώτη του Απρίλη.
Δεν ξέρω από πού έρχεται και αν είναι "έθιμο", "παράδοση", αυτή η συνήθεια να λέμε ψέματα, να κάνουμε πλάκα κάθε τέτοια μέρα του χρόνου, μα σ' αυτό το έθιμο θα γυρίσω τα νώτα μου.
Όχι γιατί δε μου πάει να λέω ψέματα.
Έχω πει πάρα πολλά στη ζωή μου.
Όχι πολλά, πάρα πολλά.
Και πώς μου πήγε!

Δεν είναι όμως το ψέμα και η κοροϊδία που λείπει από τη ζωή μου, είναι η αλήθεια, η ειλικρίνεια.
Γιατί λοιπόν να ταΐσω το υπερτροφικό μου κομμάτι και να αφήσω να πέσει το ισχνό που έχω ανάγκη του;

Σκέφτηκα λοιπόν το πρωί που έβγαινα από την εξώπορτα του σπιτιού μου στο φως, να πράξω ανάποδα. Ήθελα αντί να πω ένα ψέμα, να πω τουλάχιστον μια αλήθεια στους φίλους που θα συναντούσα. Ή έστω στους αγνώστους. Σ' αυτούς -το ξέρουμε καλά εμείς που γράφουμε ανώνυμα- είναι πιο εύκολο.

Αν δε μπορώ τα δύσκολα με τη μία, ας ασκηθώ στα εύκολα.
Οι αρετές που επιθυμώ, ο εαυτός που αποζητώ δε χτίζεται μέσα σε μια στιγμή.
Ακόμα και η απόφαση να αλλάξω προς το καλύτερο, η συνείδηση ότι χρειάζομαι αλλαγή, καλλιεργούνται λίγο λίγο μέσα μου και ξεφανερώνονται κάποια στιγμή.
Κι όταν γίνει αυτό, θέλει κόπο και συνεχή προσπάθεια η γύμναση του εαυτού που είχε παραμεληθεί.
Δε γίνεται να τρέξω μαραθώνιο με τη μια.
Αυτό που γίνεται, είναι να κρατάω συνεχώς το στόχο μου στο μυαλό.
Βήμα το βήμα μπορεί να καταφέρω να διανύσω τα στάδια.
Αν δε λησμονηθεί ο προορισμός.
Αν δε θαμπώσει η εικόνα του απ' τον ιδρώτα στα μάτια.
Αν δε σβήσει η ηχώ του ανάμεσα στους γογγυσμούς.
Αν δε βουλιάξει και πνιγεί η αίσθηση στον κόπο.


Είναι φορές που είχε φτάσει μέσα μου η ώρα να πω μιαν αλήθεια και τόσο αμάθητος ήμουν να λέω αλήθειες ουσιώδεις, που το στομάχι μου δενότανε κόμπος, οι σκέψεις μου τριγυρίζανε στο νου μου σαν το πιπέρι στο μύλο και με δυσκολεύαν να βρω τις σωστές λέξεις να εκφράσω την πραγματικότητά μου. Τα μάτια μου, η φωνή μου, η κορμοστασιά μου, αλλοιωμένες από την προσπάθεια να ξεσκεπάσω από τα ρούχα του τον εαυτό.
Και με κάποιον μικρό θυμό για όλα αυτά, έναν φόβο.
Σαν ερωτική εξομολόγηση εφήβου τρομαγμένου.

Σε εκείνες τις φορές, δε μπόρεσα πάντα να κρατήσω την προσοχή των ακροατών μου.
Άλλοτε, δε μπόρεσα να τους πείσω πως την πιο βαθιά αλήθεια μου τους αποκάλυπτα.
(Τί δυνατοί, τί φοβεροί ανταγωνιστές τα ψέματά μας στις αλήθειες μας!)
Σ' αυτές τις περιπτώσεις μου έμενε μόνο η ικανοποίηση πως τα κατάφερα να την ξεστομίσω την αλήθεια.
Μα, κακά τα ψέματα, δεν ήταν αυτός ο σκοπός που τα ξεστόμιζα. Μια αλαζονεία που θα με τοποθετούσε στους "ειλικρινείς" και θα με ανέβαζε "...πέρα ψηλά στην τιμή και την πεποίθησή μου...", μα η ανάγκη να με δουν και να με αποδεχτούν για αυτό που πραγματικά βρίσκεται κάτω από τους θώρακες, τα κράνη, τις περικνημίδες, τις ασπίδες, τα γάντια και όλο αυτό το συφερτομάνι που χρησιμοποιώ για προστασία.
Όταν γυμνή αφήνω την αλήθεια μου, είναι για να αγγίξω μ' αυτή και να μ' αγγίξουν.
Να νιώσω.

Υπήρξαν βέβαια με τον καιρό και την προσπάθεια και φορές που η αλήθεια βρήκε τα λόγια, το βλέμμα, την κορμοστασιά και τη φωνή της. Και τότε η χαρά και η ανακούφιση σβύναν όλο το μαύρο από τα ψέματα (τις αλήθειες που δεν ήρθανε ακόμα) παρελθόν.

Υπήρξαν και λίγες, πολύ λίγες φορές που άγγιξα, που με αγγίξαν.
Που ένιωσα.
Αυτές δεν ξέρω αν μπορώ να τις περιγράψω, μα θαρρώ πως δεν είναι ανάγκη.


Από το πρωί όμως μέχρι τα τώρα (θα το πιστέψει κανείς;), ούτε μια κουβέντα δεν έκανα έξω από κουβέντες γύρω από τη μουσική, τα κομμάτια, τα επόμενα μαθήματα, τις δακτυλοθεσίες.
Κι έξω από μελωδίες αλλονών, αλήθειες δικιές μου δεν έδειξα.

Οι πρώτες σκέψεις που ξετυλίχτηκαν, οι πρώτες αλήθειες ίσως, ήταν αυτές που έγραψα εδώ.
Αυτές και, θυμήθηκα τώρα, αυτό που είπα στο Γιάννη, ότι μελετώντας ξανά και ξανά κάποιες μουσικές και ανακαλύπτοντας συνεχώς καινούργια πράγματα, όμορφα σ' αυτές, καινούργιους τρόπους να κοιτάζω, μου μοιάζει πως έγινα καλύτερος άνθρωπος.

Καλό μήνα λοιπόν.

8:28 μ.μ.
Σάββατο, α' Απριλίου ,βστ'

Υπέροχη μέρα,
από την ανατολή
ως τη δύση.