Είχε βραδιάσει και ο αέρας είχε πια κοπάσει. Τριγύρω δεν ακούγονταν παρά μόνο οι γρύλοι και τα νυχτοπούλια του δάσους. Πήρα το φλάουτο και βγήκα έξω. Δε θα μ' άκουγε κανείς εδώ που ήμουν.
Άρχισα να παίζω και ένιωθα τις νότες να μπαίνουν στα κλαδιά και να διασκορπίζονται καθώς μπλεκόντουσαν ανάμεσά τους. Να γίνονται όλο και πιο ισχνές όσο απομακρύνονται και να εξαφανίζονται εντελώς, ίσως κάπου στα διακόσια μέτρα, δημιουργώντας έτσι γύρω μου έναν ηχητικό δίσκο, μια στρογγυλή λίμνη μέσα στην οποία πέταγα τους ήχους και γινόντουσαν κυματάκια πάνω σ' αυτή. Είχα τα σύνορά μου, την περιοχή μου, τον κόσμο μου. Είχα την "λίμνη" και ήμουν στο κέντρο της.
Έπαιζα φυσώντας ήρεμα, χωρίς να προσπαθώ να δείξω ιδιαίτερη δεξιοτεχνία στη δημιουργία ήχων. Δεν υπήρχε κανείς να κρίνει την μουσική μου και ούτε εγώ ασχολούμουν με το τί παίζω, τουλάχιστον όχι κριτικά. Αφηνόμουν να βγάλω ό,τι έβγαινε χωρίς σκέψη και επεξεργασία. Συχνά επαναλάμβανα την ίδια σειρά ήχων πολλές φορές πρίν συνεχίσω σε κάτι διαφορετικό, χωρίς όμως αυτό να γίνεται μονότονο.
Ούτε μία νότα δεν ήταν παράτονη σε σχέση με τις άλλες. Οι ήχοι ξετυλίγονταν σαν μια σερπατίνα που φυσούσα απαλά και ήρεμα και άνοιγε μπροστά μου. Γλιστρούσαν, σα σταγόνες νερού πάνω σε λεία επιφάνεια, από μέσα μου και χυνόντουσαν στην ατμόσφαιρα. Τα δάκτυλά μου απλωνόντουσαν πάνω στις τρύπες του οργάνου αλλάζοντας στάση ασυναίσθητα, με δικιά τους βούληση. Γνώριζα, χωρίς να το σκέφτομαι, τι θα παίξω μετά και αυτό έπαιζα. Δεν υπήρχε καμιά κλίμακα και κανένας νόμος. Ή μάλλον, υπήρχαν όλοι οι νόμοι από μόνοι τους και όλες οι κλίμακες πέρασαν, απλά εγώ δεν τις κάλεσα.
Ό,τι έπαιζα δεν έβγαινε από κάποια προϋπάρχοντα συναισθήματα. Δεν πέρναγα τους ήχους μέσα από κανένα φίλτρο ψυχικής διάθεσης. Παρ' όλα αυτά, η μουσική, μου γεννούσε κάθε λεπτό δεκάδες συναισθήματα και εικόνες. Πλημμυριζόμουν από αυτά σε μία έκσταση που τα έκανε να είναι κάτι ανάμεσα σε φαντασιώσεις και οράματα. Συναισθήματα που είχα πολύν καιρό να νιώσω και εικόνες που δεν είχα ξαναδεί ποτέ. Παράλληλα, ήμουν πάντα εκεί. Συνδεόμουν με τα πάντα τριγύρω μου και αλληλοεπηρεαζόμασταν. Ο κόσμος μου ήταν ίδιος, απλά άλλαξα εγώ τον τρόπο που έβλεπα.
Σιγά σιγά ένιωθα τον ηχητικό δίσκο να μεγαλώνει, τις νότες να πλέκονται όλο και πιο γερά στο δάσος τριγύρω μου και να δημιουργούν κάτι πιο στερεό και συμπαγές, κάτι πιο δυνατό. Η μουσική απλωνόταν και καταλάμβανε όλο και πιο πολύ χώρο και τα δέντρα συμφωνούσαν μ' αυτή. Πλέον ένιωθα την μουσική χωρίς να την ακούω, η επιρροή της είχε γίνει μεγαλύτερη από αυτή την ίδια και με παρέσερνε στις εντυπώσεις της, έπαιζα εκστασιασμένος σε μια συμφωνία ακόμα και με τους γρύλους και τα νυχτοπούλια. Η "λίμνη" γύρω μου έτεινε στο άπειρο και τα κυματάκια της χανόντουσαν από τα μάτια μου. Η ατμόσφαιρα, αλλού πεντακάθαρη και αλλού ομιχλώδης, έπαιζε ταξιδεύοντας πάνω στην "λίμνη".
Τα χείλη μου και τα πνευμόνια μου είχαν μουδιάσει και δεν με ακούγανε ούτε τα καλοένιωθα. Συνέχισαν να παίζουν μόνα τους.
Μου φαίνεται δεν πέρασαν ούτε είκοσι λεπτά που έπαιζα μουσική όταν με απόσπασε το πρώτο φως της ημέρας και σταμάτησα να παίζω. Η νύχτα αυτή ήταν πάρα πολύ σύντομη. Ξαναμπήκα μέσα και ξάπλωσα να κοιμηθώ πρίν ακόμα η ζέστη του ήλιου σκορπίσει την ομίχλη και εξατμίσει τελείως την "λίμνη" μου.
02.53 π.μ.
Δευτέρα κε' Απριλίου ,α(σαμπί)(κόππα)δ'
1 σχόλιο:
Νομίζω πως εδώ γεννήθηκε το είδος του ποστ ελεσντι.
Δημοσίευση σχολίου