Ένα από τα αγαπημένα μου βιβλία είναι αυτή η συλλογή επιστολών του Rainer Maria Rilke προς τον Kappus.
Τιτλοφορείται "Γράμματα προς έναν νέο ποιητή" (Briefe an einen jungen Dichter).
Από το πρώτο γράμμα του ο ποιητής θέτει την ερώτηση.
Καλεί το νέο να διερωτηθεί αν μπορεί να κάνει χωρίς να γράφει. Αν μπορεί, τότε ας σταματήσει.
Πριν από χρόνια, είχα πέσει ν' αποκοιμηθώ με έγνοια στο νου μου. Μια εκκρεμότητα. Χρειάζεται να το πω; Η έγνοια φόραγε ένα άσπρο καλοκαιρινό φουστάνι, που αναρωτιόμουνα συχνά αν μας χώραγε και τους δυο μαζί. Στις τρεις τα ξημερώματα πετάχτηκα απ' ένα όνειρο και βάλθηκα να γράψω τα λόγια του πριν ξυπνήσω.
Να ηχογραφήσω σφυρίζοντας τη μελωδία που ονειρεύτηκα. Το πρωί μάζεψα τα κομμάτια και έφτιαξα ένα μουσικό κομμάτι, ένα τραγούδι. Το ηχογραφήσαμε και με τον Μιχάλη. Έπαιζε αυτός κιθάρα, εγώ ούτι κι ύστερα λύρα. Καλό - κακό, αυτό το κομμάτι το θεώρησα ό,τι πιο ωραίο είχα γράψει.
Ωραίο, εκτός των άλλων γιατί η ανάγκη του ήταν τέτοια που με σήκωσε από τον ύπνο.
Δεν μπορούσε να βρει ησυχία η καρδιά μου. Κι αφού δεν έκανα τίποτα συνειδητά, ήρθε το ασυνείδητο να πάρει τα γκέμια στα χέρια του. Ο δρόμος που ακολούθησε ήταν ο λόγος και η μουσική, κι αυτό δεν ήτανε τυχαίο.
Τότε και στη συνέχεις, άρχισε να μου γίνεται συνείδηση το ότι η δημιουργία δεν είναι μια ενασχόληση στη ζωή του ανθρώπου, είναι ανάγκη βαθιά. Και τόσο βασική ανάγκη είναι η δημιουργία για τον άνθρωπο που χωρίς αυτή αρρωσταίνει, τόσο ψυχικά, όσο και σωματικά.
Ο Αντώνης μου είχε πει πολύ σωστά κάποτε πως, σε αντίθεση με το τί πιστεύουν πολλοί, η γραφή είναι χειρονακτική εργασία περισσότερο παρά πνευματική. Χωρίς το χαρτί και το στυλό, η την οθόνη και το πληκτρολόγιο γραφή δεν υπάρχει. Αν δεν ξεκινήσεις το γράψιμο, τίποτα δε θα γραφτεί, τίποτε δε θα υπάρξει να γράψεις.
Κι είναι φορές που μια αναστάτωση στο νου, έναν κόμπο στα σωθικά, ένα πετάρισμα της καρδιάς, θέλουμε να τα απλώσουμε πάνω στα γράμματα, τις λέξεις και τις φράσεις ν' απλωθούν, για να τα καθαρίσει ο αέρας και να τ' αλαφρύνει ο ήλιος. Να βρούμε αναπαμό.
Άλλοτε αρχίζει το χέρι και γράφει, και γράφει, Και ξετυλίγεται ο λόγος σαν σερπατίνα που ένα φύσημα ήθελε να φύγει μέσα απ' τα δάκτυλά μας. Άλλοτε μένει αγαλματάκι ακούνητο κι αμίλητο το χέρι, τα μάτια αποσβολωμένα στο λευκό χαρτί, στην άδεια οθόνη, πασχίζοντας να διακρίνουν στο κενό κάποια σκιά απ' την αρχή.
Μα με θολωμένο το νου δεν βρίσκεις την άκρη από κανένα κουβάρι. Νομίζουμε πως η ανησυχία αυτή που να συγκεντρωθούμε δε μας αφήνει είναι του νου μας μόνο κάμωμα. Μα πόσες φορές μια δουλειά του σπιτιού, ένας περίπατος δεν ηρέμησε το νου τον ασυμμάζευτο; Από το σώμα το αδρανές τί πνεύμα περιμένεις; Σάμπως δεν είναι ένα τούτα;
Όταν πονάει το ένα, δεν υποφέρει το άλλο;
Όταν χαίρεται το ένα, δεν ομορφαίνει το άλλο;
Πώς ζητάμε το ένα να κοιμάται και τ' άλλο να δουλεύει;
Θυμάμαι τον Αλέξανδρο -τον φίλο του Γρηγόρη- να λέει πως ένας καθηγητής του, θεωρητικός μαθηματικός, όταν δούλευε, για κάθε τέσσερις ώρες εργασίας, έκανε και μια ώρα σκι.
Μπορούσε να κάνει αλλιώς σαν ήθελε ξάγρυπνο νου;
Είναι η γραφή εργασία χειρωνακτική.
Ξυπνάς το σώμα, και το πνεύμα ακολουθεί.
Κι όταν οι λόγοι, οι μουσικές, τα χρώματα, οι κινήσεις, τα σχήματα έχουν πια φύγει από τα δάκτυλά σου μέσα, έρχεται αυτό το αίσθημα της ανάγκης που πληρώθηκε. Αυτό, που μας κάνει να θέλουμε την επόμενη φορά πιο όμορφα, με μεγαλύτερη πληρότητα, πιο βαθιά στην ικανοποίηση να κολυμπήσουμε.
Ό,τι κι αν είναι, είτε γραφή, είτε μουσική, είτε ζωγραφική, είτε χορός, είτε υποκριτική, είτε υποδηματοποιεία, είτε γεωργία, είτε τεκνοποιία, η δημιουργία δεν είναι μια ενασχόληση, είναι ανάγκη.
03:01 π.μ.
Παρασκευή, ιστ' Ιουνίου ,βστ'
Έβρεξε, χωρίς εμένα.
1 σχόλιο:
Ναι, "κανείς ποτέ δεν έγραψε, ούτε ζωγράφισε, παρά για να βγεί απο την κόλαση"...
(οχι δικό μου, μα του Αντονέν Αρτώ)
Δημοσίευση σχολίου