Αυτό το πρωί σχόλασα αργά. Πολλές δουλειές να γίνουν, λίγοι στη βάρδια. Περασμένες πέντε βάλαμε τελεία και φύγαμε.
Οι σταθμοί του ηλεκτρικού καλοφωτισμένοι, οι άνθρωποι βιάζονται να επιβιβαστούν και ύστερα ξανακυριεύονται από τη νωχελικότητα των πριν το χάραμα τελευταίων ωρών. Σα να μην ήταν δική τους, μα του τραίνου η βούληση, που τους έκαμε να βιαστούνε.
Η πόλη έρημη λόγω εποχής, λόγω ώρας, λόγω απουσίας αγαπητών.
Τούτες τις ώρες, δεν έχεις δικούς να τα πεις, είτε κοιμούνται, είτε λείπουν, το ίδιο.
Διαλέγεις τις λέξεις να μοιραστείς μαζί τους τη ζωή σου αναδρομικά. Χρωματίζεις τις εικόνες.
Αβίαστα ξυπνούσαν τ’ άτια «στην πλάτη της θαλάσσης». Τώρα μου κάνει καντάδα ο Silvio Rodriguez δίπλα στην Κατερίνα Παπαδοπούλου...
Ούτε ένας δικός όμως.
Ούτε γνωστός καν.
Να σκάσει χαμόγελο τ’ αχείλι, να γίνει άνθρωπος ο γκρίζος κύριος.
Εκτοξεύεται ο νους σε πρόσωπα αγαπημένα.
Ρόδισε η ανατολή και επεκτείνεται στον ουρανό το φως της νεαρής ημέρας.
Κι ακούω να λέει: «Μόλο που το ξέρεις πως έχεις ακόμη να κλάψεις πολύ, ως που να μάθεις τον κόσμο να γελάει».
Ταρακουνιέται το σπίτι
πιο έντονα,
άδειο.
1 σχόλιο:
Λάτρευα πάντα την Αυγουστιάτικη "έρημη πόλη". ΄Εφευγα όταν γύριζαν οι πολλοί. Το επεδίωκα να βρίσκομαι αυτή την περίοδο κοντά της, για να περπατώ και να απολαμβανω τους άδειους δρόμους. Ξέρεις γιατί; γιατί το σπίτι δεν ηταν άδειο. Γέμισέ το ioanni και θα δεις πως τα ανέκφραστα πρόσωπα στο δρόμο, το τραίνο, το γραφείο, δεν θα σε ενδιαφέρουν, γιατί στην ψυχη σου δεν θα υπάρχει κενό. Και σου το εύχομαι
Δημοσίευση σχολίου