Τετάρτη 26 Ιουλίου 2006

Αντί για ναι

Εμείς οι ευτυχείς και οι προνομιούχοι,
που έχουμε τον δικό μας, ιδιαίτερο χώρο στον οποίο ζούμε και λειτουργούμε,
γράφουμε, ζωγραφίζουμε, παίζουμε μουσική,
διαβάζουμε και βλέπουμε ταινίες,
συλλογούμαστε και αφαιρούμαστε,
έχουμε άλλον ένα τρόπο να διακρίνουμε το σύνηθες στη ζωή μας, το τακτικό.

Λειτουργεί και υπάρχει ο χώρος μας σαν ένα οικοσύστημα από μόνος του.
Κάθε τι που προστίθεται ή αφαιρείται
χρωματίζει και αλλάζει το σύνολο,
αλληλεπιδρά με τα πάντα,
καθώς επίσης και με εμάς τους ίδιους.

Στον χώρο το δικό μας, ο χρόνος είναι το πιο σίγουρο κόσκινο,
η λύδια λίθος που θα κρίνει το τι ταιριάζει και το τι είναι παράταιρο
στον ιδιαίτερο κόσμο μας.
Ό,τι φεύγει, περνάει στη λήθη,
ό,τι παραμένει, γίνεται αναγκαίο.
Γίνεται στοιχείο αυτής της ιδιαίτερης αυλής
στην οποία καλλιεργούμε τους ανθούς μας.

Τους ποτίζουμε με τις εικόνες που μαζεύουμε από τις περιπλανήσεις μας.
Τους τρέφουμε με τις εμπειρίες και τις επιθυμίες μας.
Τους λούζουμε με το φως από τα γέλια και τα κλάματά μας.
Τους διαιωνίζουμε μοιράζοντας τους.

Αν κάθε πράγμα που προστίθεται η αφαιρείται όμως, και το πιο μικρό,
χρωματίζει και αλλάζει το σύνολο,
όταν προστίθεται ή αφαιρείται – έρχεται ή φεύγει ένας άνθρωπος,
τότε συθέμελα ξαναχτίζεται κι απ’ την αρχή ορίζεται όλος ο χώρος.
Αυτός ο δικός μας, ο ιδιαίτερος, ο συνηθισμένος,
ούτε συνηθισμένος, ούτε ιδιαίτερος,
πολύ πιο λίγο δικός μας μοιάζει.

Όπως όμως στο ποτήρι
που ο ζωγράφος ξεπλένει το χρώμα
από τις τρίχες του πινέλου,
το νερό θολώνει και δε μπορείς να δεις μέσα του,
μα λίγο – λίγο το χρώμα της τέμπερας κατακάθεται,
και καθαρίζει το νερό, γίνεται διαυγές,
έτσι κάθε αλλαγή,
μικρή ή μεγάλη,
βρίσκει τη θέση της στον κόσμο μας,
στο χώρο μας.
Κι εμείς σ’ αυτό το νέο κόσμο τον εαυτό μας.
Τον εαυτό μας τον νέο, τον αλλαγμένο,
στον νέο, αλλαγμένο κόσμο.

Κάθε τι που ήρθε κι έφυγε στον και από τον χώρο μας,
άφησε το σημάδι του, όχι μόνο στον χώρο,
μα και στο ίδιο μας το είναι.
Κάθε άνθρωπος σε υπερθετικό βαθμό.

_

Κατά καιρούς, άνθρωποι με ρώτησαν:
«χαίρεσαι που είμαι εδώ;»
ή
«σου λείπω;».

Και το «ναι» το σκέφτηκα για να το πω.
Γιατί μέσα στο «ναι» δεν περικλειόταν όλα αυτά
που αυτός ο άνθρωπος έκανε στο χώρο και το είναι μου.

Όταν εκεί ήταν,
και στο χώμα της αυλής μου τις ρίζες του, σα δέντρο
βαθιά έχωνε.
Και την κάθε σπιθαμή με τις χοντρές σα μπράτσα
και τις λεπτές σαν ίνες ρίζες πλημμύριζε.
Τίποτα απ’ το είναι μου να μην είναι
που να μη φτάνει.

Όταν έλειπε,
και σαν ένα δέντρο που το ξεριζώνει ο άνεμος από τη γης,
μια τρύπα βαθιά και φρέσκια αφήνει.
Και παίρνει μαζί του,
ανάμεσα στις ρίζες του,
κομμάτια γης.
Αφήνει πίσω του
έναν σωρό κομματάκια από ρίζες.
Για πάντα να μένουν
εντός, βαθιά, στέρεα,
στο χώμα, στο είναι.

Δε θέλω να απαντάω με ένα «ναι» σε τέτοιες ερωτήσεις.

Θέλω να κοιτάζει εκείνος που με ρωτάει
με τα μάτια τα δικά μου
τον χώρο μου,
ποτέ ξανά «ναι» να μην του πω.

4.07 μ.μ.
Τετάρτη, κστ’ Ιουλίου ,βστ’
Ζέστη στο δωμάτιο,
τα πατζούρια κλειστά.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Ιoanni, αν ο ίδιος θέλει να φύγει, θα το κανει και δεν θα ερωτηθούμε αν μας λείπει. Δε νομίζω οτι αξίζει τον κόπο να υποφέρουμε για πολύ γιατι έδειξε την ασημαντότητά του. Τα σημάδια της απώλειάς κάποιου μας βαραινουν όταν φεύγει έξω από τη θέλησή του.
4cats