Τη μέρα που πέρασε, το μεσημέρι,
αναλογίστηκα την ημερομηνία
και συνειδητοποίησα πως ήταν ακριβώς είκοσι χρόνια
που ο θάνατος με χώρισε από τη μητέρα μου.
Σκέφτηκα:
"Είναι δυνατόν να είναι τόσο περισσότερα
τα χρόνια που έζησες χώρια της
από τα τόσα χρόνια που σε μεγάλωνε;
Πάει τόσος καιρός από τότε που στη θάλασσα
σε έβαζε να τυλίξεις τα πόδια σου στη μέση της
και σε γύριζε γύρω - γύρω;"
Κι όμως,
την ξεχνάω.
Ακόμα κι αν κουβέντες και πράξεις της
με έχουν σημαδέψει,
-όχι σημαδέψει, σμιλέψει να γράψω καλύτερα-
ακόμα κι αν κουβαλάω τη μύτη
από τη μεριά της δικής της οικογένειας,
ακόμα κι αν τη θυμάμαι
κάθε που θα με παινέψουν για καλοσύνη,
πάνε τόσα και τόσα χρόνια
που έχει να έρθει στα όνειρά μου.
Πάει τόσος καιρός που έχω να πω το όνομά της
και να θυμηθώ τον τρόπο της.
Και πριν από αυτό, ακόμα άλλο τόσο.
Χάνεται από τη μνήμη μου
και είναι σα να πεθαίνει ακόμα περισσότερο.
Πρώτο ξέχασα το χρώμα της φωνής της,
τελευταία χάνω τη μυρουδιά της.
Η όψη της δε γυρνάει από τις φωτογραφίες.
Του θανάτου το πέρασμα το απάντησα μικρός.
Και πριν τον αποχωρισμό της μάνας,
(δε θυμάμαι να την είπα "μάνα" ποτέ,
παρά "μαμά" την έλεγα και ήμουν ο βενιαμίν της,
αλλά "μάνα" είναι στο μυαλό μου,
ούτε "μαμά", ούτε "μητέρα")
ήταν ο θάνατος της μητέρας της, της Ζαχάρως.
Που είδα τη Ρούλα, την εγγονή της, του θείου του Τάσου
να ξεσπάει στα κλάματα στο πεζοδρόμιο της Σαλαμίνος,
έξω από την πολυκατοικία που μέναμε κι εμείς,
δίπλα από μια νερατζιά,
κάτω από το μπαλκόνι της θείας της Νούλας.
Τον είδα από μικρός, μα ποτέ δεν τον χώνεψα.
Πόσες φορές δεν ήρθε η μάνα μου στον ύπνο μου,
εύρωστη, όχι όπως ήταν μετά τις χημειοθεραπείες, χωρίς μαλλιά,
και σαλιώνοντας τον αντίχειρά της μου έστρωσε τα φρύδια;
Κι ύστερα,
πόσες φορές δεν είδα στον ύπνο μου τον πατέρα μου;
Να ξυπνάω και να πάω στην κουζίνα,
να τον βρίσκω με τη ρόμπα να φτιάχνει καφέ στο μάτι της κουζίνας,
να μου φτιάχνει πρωινό, και να του λέγω:
"Μα καλά, εσύ δεν πέθανες χρόνια πριν;"
"Όχι, λάθος ήτανε. Τώρα γύρισα, και θα ήμαστε όλοι πάλι μαζί."
Όταν ήμουν ακόμη στο δημοτικό σχολείο,
είχα μια συμμαθήτρια που
σε ένα διάλειμμα που λέγαμε το τί θα γίνει ο καθένας είπε:
"Εγώ ξέρω το τι θα γίνει ο Συρογιάννης!"
"Τί θα γίνει;"
Ρωτήσαμε οι άλλοι, όλοι αγόρια, στην πίσω αυλή του σχολείου.
"Φιλόσοφος!"
Αυτό είναι μια εκδοχή για το γιατί θέλω να γίνομαι "δικηγόρος του διαβόλου",
και να εκπροσωπώ την άλλη άποψη,
ακόμα κι αν (ή ίσως ακόμη περισσότερο όταν) δεν υπάρχει κάποιος υποστηρικτής της
μπροστά στην κουβέντα,
το ότι θέλω να βρω την αλήθεια.
Μία λανθάνουσα τάση προς τη φιλοσοφία που,
όπως πολύ αργότερα συμπλήρωσε τον νονό της κόρης του ο θείος μου ο Λάμπης,
...κινδυνεύει να παρεκκλίνει σε "αμπελοφιλοσοφία".
Η άλλη εξήγηση δόθηκε από τον Αλέξανδρο,
χρόνια πριν, στο σπίτι του Γρηγόρη:
Ίσως να θέτω ερωτήματα που να εμποδίζουν το "κλείσιμο του θέματος"
γιατί ουσιαστικά, δεν θέλω το θέμα να τελειώσει.
Γιατί δεν επιθυμώ το τέλος.
Ίσως να είναι το ίδιο με το ότι δε χώνεψα ποτέ το τέλος,
το θάνατο,
το τίποτα,
την καταστροφή και την κατάλυση, όχι μόνο του περιβάλλοντος,
αλλά και του παρατηρητή του.
Ασύλληπτος, και για αυτό αχώνευτος.
Ίσως, αν είναι έτσι,
για αυτό να είμαι ανάξιος και αιώνιος μνηστήρας του τέλειου.
Γιατί χωρίς τέλος, τίποτα δεν είναι τέλειο.
Για να βάλω ένα τέλος
στην περιγραφή από τις πολλές σκέψεις
που πέρασαν την προηγούμενη μέρα από το νου μου:
Μπορεί σα χθες να πέθανε η μάνα,
αλλά σα σήμερα,
(ισορροπία που φωλιάζει μέσα στα πάντα)
γεννήθηκε η καλή μου φίλη η Φαίη.
Χρόνια πολλά και καλά!
Ευχαριστώ για τη φιλία
που απλόχερα προσφέρεις!
Τρίτη, δ' Σεπτεμβρίου ,βζ'
05:39 π.μ.
Αν ήταν αλλού,
θα είχε σίγουρα μουσική.
;-)