Στην καλή μου
Ήτανε μια φορά κι έναν καιρό ένα μικρούτσικο κοριτσάκι που ποτέ δεν της έλλειπε η χαρά και το γέλιο. Και τόσο γλυκιά ήταν στη χαρά της, που ο καθείς που την έβλεπε με μιας την έβαζε μες στην καρδιά του.
Μια βολά λοιπόν που είχε ξεμακρύνει από το σπίτι της και περιτριγύριζε τον τόπο, βρέθηκε στης “καϋμένης την πηγή”. Δίψασε και άπλωσε το χέρι να πιει μια γουλιά.
Την ώρα που έσκυβε χαρούμενη να σβήσει τη δίψα της, καθρεφτίστηκε στο νερό. Και τόσο πολύ στεναχωρέθηκε “της καϋμένης η πηγή” από την ομορφιά που είχε το κοριτσάκι, που έκαμε ένα μαγικό: Με μιας άρχισε να αναβλύζει το “νερό της λησμονιάς”. Κι όντες το ήπιε το κοριτσάκι, όλα άλλαξαν.
Δεν είναι δα πως λησμόνησε πώς τη λέγαν ή πού ζούσε. Ούτε ποιοι ήσαν οι γονιοί της. Λησμόνησε όμως κάτι που μπορεί να είναι και πιο σημαντικό: Την ομορφιά της και την αγάπη που της είχαν.
Έχασε έτσι τη δύναμη της αγάπης. Γιατί ακόμα και το πιο γερό, το πιο μεγάλο δέντρο, θέλει ήλιο, θέλει αέρα και νερό για να μην ξεραθεί. Ακόμα και η πιο τρυφερή καρδιά, θέλει μια σταλιά αγάπη για να την πάρει, να την κάνει πέλαγο.
Μέρα με τη μέρα το κοριτσάκι το μικρούτσικο μεγάλωνε, και λησμονούσε από ξαρχής, με το που έβρεχε τα χείλη με νερό, της κάθε μέρας τη χαρά και το γέλιο. Κι ενώ όλα τα παιδιά και οι μεγάλοι θέλαν να παίξουν μαζί της, όντε ξεδίψαγε τη δίψα του τρεχαλητού και του πάνω κάτω, καθότανε και κοίταζε τους άλλους σα νά 'λειπε και μόλις νά 'ρθε. Και δυστυχούσε που, χωρίς αγάπη τάχαμου, ήταν παραμελημένη.
Οι δικοί κι αγαπητοί της δεν ξέρανε τι να κάμουν που την έβλεπαν έτσι να τραμπαλίζεται απ' τη χαρά στη θλίψη. Κι όσοι την πρωτοσυναντούσαν, είχαν την εντύπωση πως ήταν αλαφροΐσκιωτη.
Έγειρε τους ώμους προς τα εμπρός και τα μαλλιά της κρύψανε τα μάτια της, καθώς στο λιόγερμα η σκιά των βουνών σβήνει τη μαρμαρυγή απ' τα νερά των λιμνών. Τα μάτια της κρύφτηκαν από τον κόσμο, πίσω από τα μαλλιά της. Ο κόσμος εξαφανίστηκε από τα μάτια της, εξαφανίστηκε πίσω από τα μαλλιά της.
Κι έτσι, με τον κόσμο χαμένο, και χαμένη από τον κόσμο, πέρασε ώρες, και ώρες, και ώρες... μέχρι που οι ώρες και οι μέρες γίνανε πολλές. Πιο πολλές από τα φύλλα της λεύκας που είναι στο δρόμο που παίρνω για να πάω στο σπίτι του φίλου μου του Γρηγόρη, στο μονοπάτι δίπλα στο σπιτάκι.
Και μετά, πιο πολλές από της δεντροστοιχίας ολόκληρης τα φύλλα.
Μα ακόμα κι όταν χανόμαστε από τον κόσμο και από τη ζωή, δεν παύουν, ούτε ο κόσμος, ούτε η ζωή. Και λίγο με το λίγο, αλλάζουν.
Έτσι ανεπαίσθητα αλλάζουν, όπως αλλάζει το χρώμα του πορτοκαλιού από πράσινο σε πορτοκαλί.
Που αν κάθεσαι και το κοιτάς όλη την ώρα, τίποτα δε βλέπεις, μα αν ταξιδέψεις μακριά από το δέντρο και γυρίσεις μετά από μέρες και 'βδομάδες, βλέπεις το άγουρο και το στυφό, να έχει γίνει ωραίο, ευωδιαστό και καλοφάγωτο.
Αλλάζουν, σα να αλλάζουν μόνο στα κρυφά από 'μάς.
Έτσι άλλαξε και ο κόσμος - κρυφά, κρυμμένος από το κοριτσάκι.
Και το κοριτσάκι, έτσι άλλαξε, κρυμμένο από τον κόσμο.
Ίσαμε που “της καϋμένης η πηγή” στέρεψε, κι άλλο νερό δεν έβγαζε, κι ούτε μάγια μπορούσε πια να κάμει, κι όσα μάγια έκαμε, φύγαν και διαλύθηκαν ωσάν να μην υπήρχαν.
Και η καϋμένη, δε δροσίστηκε, άπ' όλο τούτο το νερό που έτρεξε απ' την πηγή της, παρά καϋμένη και ξερή απόμεινε μονάχα.
Μ' άμα θαρρείς πως στέρεψαν και οι καϋμοί της κόρης, -μεγάλης πια, και όχι άγουρης όπως την ξέραμε πριν κρυφτεί και αλλάξει- μαζί με την πηγή και τα μάγια, ξαστοχείς. Γιατί, τώρα που μάγια δεν ήτανε, για να λησμονεί την αγάπη των δικών και αγαπητών της, έλλειπαν πια κι αυτοί οι δικοί κι αγαπητοί. Κι ενώ πριν λησμονούσε την αγάπη από το νερό το μαγεμένο, τώρα δεν την έβρισκε σε κανενός το πρόσωπο, γιατί ήταν τα πρόσωπα όλα ξένα.
Οι καϋμοί της κόρης στέρεψαν κι αυτοί μυστικά, μα όχι κρυφά, έτσι όπως το πορτοκάλι γίνεται πορτοκαλί.
Κάποια μέρα, αφού τα μάγια είχαν σπάσει, πέρναγε από έναν κήπο γεμάτο άνθη κάθε λογής. Άνθη με χίλια πέταλα, και άνθη μ' ένα μονάχα, ψηλά, χοντρά ή ακάνθινα, κοντά και μυρωδάτα.
Και εκεί ήρθε ο άνεμος, να συμμαχεί στο ωραίο, πήρε της κόρης τα μαλλιά, λεφτέρωσε τα μάτια, κι είδαν όμορφο απόγευμα και δύση και τα άνθη, και μυρουδιές και σούσουρο από πουλιά και ζώα, που στης κοπέλας την καρδιά, φυτέψαν' ευτυχία. Ετούτο ήταν το πρώτο από καιρό χαρούμενο σημάδι στην καρδιά της κοπέλας, και το θυμόταν για καιρό, με χαμόγελο στην καρδιά, στο νου, στο πρόσωπο. Ετούτο το χαμόγελο και η χαρά, ράγισε τη θλίψη και ανέτειλε ελπίδα στην καρδιά της κοπέλας.
Και σιγά – σιγά, αναθυμούμενη την κάθε της χαρά, το κάθε της γέλιο, κρατώντας τα ζωντανά στο νου της, ήρθε ποτέ να μη της λείπει η χαρά και το γέλιο από τη ζωή της.
Και με τη χαρά και το γέλιο ομάδι, με τη γλυκύτητά της, ποιανού ανθρώπου η καρδιά δε θα της ανοιγόταν; Για ποιον θά 'μενε ξένη;
κθ' Δεκεμβρίου ,βζ'
03:12 π.μ.
Καλή χρονιά να έχουμε
ως που να τελειώσει,
και η καινούργια πού 'ρχεται,
μόνο χαρές να δώσει.