Παρασκευή 30 Μαΐου 2008

Οι δράκοι και ο ταχυδρόμος των ανθρώπων (μέρος α')

(Ή αλλιώς,
Οι δράκοι και ο ταχυδρόμος των ανθρώπων, μέρος α':
Ο ερχομός των δράκων και ο ταχυδρόμος της χαράς και της λύπης.)


Αφιερωμένο στους δασκάλους μου.
Αυτούς με τον τίτλο.


Μία φορά και έναν καιρό, όταν ακόμα τα βουνά, τα δάση και τα ποτάμια, οι στέπες, οι θάλασσες, οι λίμνες κι οι σπηλιές, και όλα αυτά τέλος πάντων που βρίσκουμε πάνω στη γη και την κάνουν τόσο όμορφη, ψάχνανε να βρουν μια γωνιά να καθίσουν, ήρθε ένας ποταμός, μακρύς και δυνατός και αγκάλιασε τη μέση της γης από την Ανατολή ίσαμε τη Δύση. Ίσαμε τη μεγάλη θάλασσα του Άτλαντα – τον γιγαντιαίο ποταμό που κύκλωνε την οικουμένη. Και από την αγάπη της γης και του μεγάλου ποταμού, γεννήθηκαν εφτά παιδιά, και κάποια από αυτά με τη σειρά τους γέννησαν άλλα εφτά, κι αυτά ακόμα δυο. Ίσαμε που έφτασαν τέσσερις φορές τέσσερις παραπόταμοι να ποτίζουν την αγαπημένη από τον μακρύ, δυνατό ποταμό γη.

Κι εκεί, να βρούνε τόπο καταρράκτες, και ένα αχανές δάσος τροπικό, και φαράγγια, και τόποι πράσινοι και υγροί. Τόσο υγροί, όσο σε λίγα μέρη του κόσμου. Και βουνά από σίδερο και χαλκό ορθώνονταν και παίζανε με την πορεία του νερού, που ξεγλίστραγε ανάμεσα στις χούφτες τους.


Σ' αυτό τον τόπο, τον ευλογημένο, άρχισαν λίγο – λίγο να μαζεύονται από τα βόρεια και τα πλάσματα αυτά που αγαπούν τους τόπους τους ευλογημένους, και βρίσκουν καταφύγιο στα μέρη που κάρπισε η γης: οι άνθρωποι. Τούτη η ιστορία το λοιπόν που θα σας αφηγηθώ, έχει να κάνει με έναν άνθρωπο στον τόπο τούτο. Μα πριν φτάσουμε να πούμε για τον άνθρωπο αυτό, να πούμε λίγα πράγματα ακόμη για τον τόπο αυτό, τους ανθρώπους, καθώς και για τα άλλα ζώα που υπήρχαν εκεί.


Από τη στιγμή που ήρθε και αγκάλιασε τη γη ο ποταμός σε τούτο τον τόπο, ίσαμε που άρχισε να φέρνει ανθρώπους ο κυρ-Βοριάς, πέρασαν πολλά – πολλά χρόνια. Και ίσαμε να απλωθούν στον τόπο οι άνθρωποι, και να κάμουνε χωριά, να προστατεύονται από τις πλημμύρες, και να φτιάσουν βάρκες να γυρίζουνε πάνω στον ποταμό και τους παραποτάμους ψαρεύοντας, κυνηγώντας, εκτρέφοντας ζώα και ανταλλάσσοντας αλάτι και εργαλεία από μέταλλα και δόντια ζώων, πέρασαν κι άλλα ακόμα. Μα, χιλιοστό προς χιλιοστό, πιθαμή προς πιθαμή, όπως της θάλασσας τ' αλάτι τρυπάει υπομονετικά κόλπους και σπηλιές ανάμεσα στα βράχια, απλώθηκαν σ' όλο το μέρος. Αραιά, είναι η αλήθεια, μιας και οι καλλιέργειες ήταν δύσκολες, σε τούτο τον τόπο του περιττού νερού, όπως είναι δύσκολες και σ' αυτόν του λιγοστού. Μα, παρ' όλες τις παραξενιές και τα μυστήρια, μπορέσαν οι άνθρωποι να φιλιώσουν με τον τόπο και να κάμουνε ζωή.


Κάποια φορά όμως, χωρίς κάποιο σημάδι από πριν, ξεχυθήκανε στον τόπο δράκοντες. Δράκοντες που κανείς δεν είχε ξαναδεί εκεί, και που είχαν έρθει σαν τ' αποδημητικά πουλιά από το Βοριά, πέρα από το μαύρο σημείο του ορίζοντα, από μια δρακοχώρα μικρή, απ' αυτές όμως που στέλναν δράκοντες σ' όλη την οικουμένη. Να ληστέψουν τους ανθρώπους, να ταΐσουν την αχόρταγη δίψα τους για πλούτη γεμίζοντας τις βρομερές, σκοτεινές δράκο-σπηλιές με το ανθρώπινο βιος. Κι είχε αρχηγό η συμμορία των δρακόντων, τον πιο βρωμερό από αυτούς. Αυτόν που για την άσχημή του μυρουδιά, στα κρυφά – ψιθυριστά, τον λέγανε οι άνθρωποι “Πόρδο του Λέοντα”. Ο “Πόρδος”, στην αρχή θέλησε να καλοπιάσει τους ανθρώπους, μα επειδή στη θέα – και στη μυρουδιά – των δρακόντων οι άνθρωποι ξινίζανε τα μούτρα τους, άλλαξε τρόπους ο “Πόρδος” και έγινε αφέντης με το ζόρι.


Εκείνο τον καιρό λοιπόν, που αφέντευε ο “Πόρδος του Λέοντα” τον τόπο, γεννήθηκε μέσα στο ζεστό καλοκαίρι ένα αγόρι. Και ο πατέρας του, που πονούσε να βλέπει τη γη που τράφηκε με τον ιδρώτα και το αίμα των πατεράδων του να λεηλατείται από τους δράκοντες, και ζήταγε να ξεχωρίσει σε τούτο το βλαστάρι μιαν ελπίδα, το ονόμασε ίδια όπως τον τόπο. Το έβγαλε “Πατρίδα”.

Τη νύχτα που γεννήθηκε ο Πατρίδας, παραφυλάξανε οι γονείς του ν' ακούσουν τις Μοίρες, που θα 'ρχόντουσαν να “μοιράνουν” το παιδί. Μα επειδή, όπως το ξανάπα, ήτανε ζεστό καλοκαίρι, η μητέρα του ξεγέννησε, όχι στο σπίτι, όπως ξεγέννησε τα άλλα τρία παιδιά της, παρά κοντά στα νερά του ποταμού. Κι έτσι, από τη μουρμούρα του ποταμού, και επειδή δε μπορούσαν να είναι κρυμμένοι κοντά, για να ακούσουν καλά το τι λέγανε οι τρεις Μοίρες, μόνο μια ιδέα μπόρεσαν να πάρουν. Γέλια κάνανε πιο πολύ, μα κάποια στιγμή κατσούφιασαν, κι ύστερα χαμογέλασαν τρυφερά, όπως – τρυφερά, με έγνοια και στοργή – χαμογελούν μπροστά στους ανήμπορους, μόλις γεννημένους ανθρώπους, όσοι τους καλωσορίζουν.


Ο Πατρίδας μεγάλωνε και γνώριζε τον κόσμο και τα θάματά του. Μαζί και τις λύπες και τις αδικίες του. Μα δεν καθότανε και έχωνε το πρόσωπό του ανάμεσα στις παλάμες του, παρά μοιραζότανε τις απόψεις του και συμβούλευε τους φίλους και τους γνωστούς για το δίκαιο και το άδικο. Το δίκιο και το άδικο, το είχε μάθει από νωρίς στο σπίτι του, γιατ' είχανε σέβας στο Θεό. Κι ύστερα, στης εκκλησίας το σχολειό, έμαθε πως όποιος σέβεται κι αγαπάει το Θεό, σημαίνει πως σέβεται και αγαπάει τον κάθε άνθρωπο, το κάθε πλάσμα.

Από μικρό παιδί, είχε συμπέσει να προτιμούνε τον Πατρίδα οι χωριανοί σα θέλανε να πέψουν κάποιο μήνυμα. Γιατ' ήταν γρήγορος στα πόδια, κι έλεγε το κάθε τι που θα του έλεγες με το νι και με το σίγμα. Όχι μισόλογα και στο περίπου, όπως τα θυμόταν – όπως του τά 'λεγες! Κι αυτό, όχι για άλλο λόγο, παρά γιατί ό,τι κι αν τού 'λεγες, και την πιο μικρή κουβέντα, όποιος και νά 'σουνα, από τον αρχηγό του χωριού ίσαμε το κούτσικο παιδάκι, την άκουγε τη λέξη σου και της έδινε σημασία.

Και ύστερα, όταν άρχισε να μεγαλώνει, έγινε ο ταχυδρόμος του χωριού του, κι έτρεχε από το ένα χωριό στο άλλο να μεταφέρει τα μαντάτα των χωριανών και τις διαταγές των προυχόντων.

Τις χαρές και τις λύπες των ανθρώπων, από τα χείλια του Πατρίδα τις ακούγανε οι ανθρώποι. Και γινόταν εκείνες τις στιγμές μέσ' απ' τα χείλια του, ο αδελφός, ο γιος, ο πατέρας και η μάνα, ο άρχοντας και ο άμοιρος. Γι αυτό τον αγαπούσε όλος ο κόσμος. Γιατί μέσα του, όλου του κόσμου κουβαλούσε τις χαρές και τις λύπες.


Συνεχίζεται εδώ...

Το κείμενο ενδέχεται να αλλάξει ανά πάσα στιγμή, μέχρι την τελική του διαμόρφωση.