Ο Πατρίδας, η Λευτεριά, κι οι αιμοδιψείς Σπιούνοι.)
Αποτελεί συνέχεια από το προηγούμενο πόστ.
Με τον καιρό, ο Πατρίδας γνώριζε όλο και περισσότερους ανθρώπους. Και δεν ήτανε δα και δύσκολο πράμα γι αυτόν, ούτε προσπάθεια ήθελε καν, να μπει στην καρδιά τους. Και μονάχ' από τ' όνομα που ξεστομίζανε του μικρού ταχυδρόμου, σκίρταγε μέσα τους η σκέψη και η δίψα της Λεφτεριάς. Όσο απότομα και άγρια, όσο βίαια ξυπνούσε ο φόβος στο όνομα του “Πόρδου του Λέοντα”, όσο κοβόντουσαν με μιας τα πόδια στη θέα του, τόσο απαλά, σα χάδι, σαν ένα φυντάνι που ξεπετάγεται ανάμεσα στο βράχο, για να τον χωρίσει στο τέλος στα δυο, σα μια παλίρροια φούσκωνε το στήθος κι ορθωνότανε η κορμοστασιά στο όνομα του Πατρίδα. Μέχρι που δεν ξεχώριζαν οι άνθρωποι μέσα τους το όνομα από τον τόπο. Και ο ένας μιλούσε στη θέση του άλλου.
Μέσα από τον Πατρίδα, πού 'τρεχε από τον ένα τόπο στον άλλο ακούραστος, η λαλιά της γης των προγόνων του εξαπλωνόταν όλο και περισσότερο. Κι η Λεφτεριά, από 'κει μακριά στον καταγάλανο ουρανό, γύριζε να γλυκοκοιτάξει όλο και συχνότερα προς τον Πατρίδα.
Ώσπου πήγε και μίλησε στον πατέρα της, τον Αγώνα:
Πατέρα Αγώνα, είναι καιρός τώρα που ο Πατρίδας δεν τραβάει το βλέμμα του από πάνω μου. Η αλήθεια είναι πως είναι ένας νέος που δείχνει την αγάπη του προς όλους. Δεν αρνείται ούτε κι εσένα. Ήρθα να σου ζητήσω το λοιπόν να στρώσεις το δρόμο για να μπορέσω να βρεθώ κοντά του.
Λεφτεριά, καλό και άγιο τούτο που μου ζητάς, μα κράτα στο νου σου πως τούτα τα πράματα δε γίνονται από τη μια στιγμή στην άλλη. Για να στρώσω το δρόμο που θα σε σμίξει με τον Πατρίδα, θα πρέπει να αφήσω πρώτα τον Καιρό και τα Βάσανα να ζυμώσουν την ελπίδα στον τόπο. Να αφήσω τον Πατρίδα και τους ίδιους τους ανθρώπους να μου δείξουν τα σημάδια που θα ακολουθήσω. Ν' αναντρανίσουνε και να με καλέσουνε οι ίδιοι.
Βάλτε τώρα με το νου σας:
Πόσος καιρός χρειάζεται στον άνθρωπο, προτού ν' αναθαρρέψει απέναντι σε κάθε φόβο και σε κάθε κίνδυνο, απέναντι σε θεριά και δράκους; Πόσον καιρό ανιμένει η καρδιά, προτού ν' αρπάξουν φωτιά τα βάσανα κι οι τυραννίες κι οι κατατρεγμοί που τη μαυρίζουνε και να φωτίσει τον κακοτράχαλο δρόμο του Αγώνα για τη Λεφτεριά;
Μια μέρα;
Ένας χρόνος;
Μια δεκαετία;
Πολλές;
Όλον ετούτο το χρόνο, τον είχε στη διάθεσή του ο άνθρωπος. Του τον έδωσαν απλόχερα οι δράκοντες. Χωρίς δισταγμό. Χωρίς έγνοια καμιά.
Ήρθε το λοιπόν το πλήρωμα του χρόνου και κατέβηκε ο Αγώνας να φτιάξει το δρόμο για τη Λεφτεριά. Κρυφά πρώτα. Ένα ίσιωμα εδώ, κάποια πληγή στο δάσος εκεί. Και όσο μεγάλωνε ο δρόμος για τη Λεφτεριά, τόσο πιο ορατός γινότανε από τα ύψη, που περιφερόντουσαν οι δράκοντες και καμαρώνανε τα πλούτη τους. Και όπως δεν άργησε πολύ να φανερωθεί η ανάγκη για τον Αγώνα, για τη Λεφτεριά στους ανθρώπους, έτσι φανερώθηκαν και τα σχέδια τους στους δράκοντες. Κάλεσε τότες ο “Πόρδος του Λέοντα” ολάκερο το ασκέρι από τους σπιούνους του για να του πούνε το τι, το πώς, το πούθε, το από ποιον και πότε.
Ετούτοι ήσαντε πιο βρωμεροί κι απ' αυτόν τον ίδιο, μα πολύ πιο αδύναμοι. Πίνανε το αίμα των ανθρώπων, ενώ όπου πατούσε ο “Πόρδος του Λέοντα” πηγαίναν και φιλούσαν τις βρωμερές πατημασιές του για να γίνουν αρεστοί στον αφέντη τους και να τους χαρίσει λίγη από τη δύναμή του. Πότε, βέβαια, ό,τι και να κάνανε, δεν τους έδινε το παραμικρό από τα πλούτη του. Εκείνοι που θα ρουφούσαν το πιο πολύ αίμα των ανθρώπων, με τα χρόνια θα παύαν να είναι άνθρωποι, και θα μεταμορφωνόντουσαν αγάλι – αγάλι σε δράκοντες. Αυτοί γίνονταν οι πιο αιμοδιψείς δράκοντες.
Πήγαν λοιπόν οι σπιούνοι του αρχοντόδρακου για να του 'ξηγήσουν το τι, το πώς, το πούθε, το από ποιον και πότε, και από του καθενού το στόμα, ένα όνομα ακούστηκε πρώτο και καλύτερο και τούτο ήτανε του Πατρίδα. Τούτο το παλικάρι που έτρεχε από τη μια άκρη της χώρας ίσαμε την άλλη, έμοιαζε να μπαίνει σ' όλων των ανθρώπων τις καρδιές.
Και μπαίνοντας ο Πατρίδας στις καρδιές των ανθρώπων, ξεπόρτιζε ο φόβος τους για τον “Πόρδο του Λέοντα”.
Και ξεπορτίζοντας από τις καρδιές των ανθρώπων ο φόβος, ο Αγώνας γινόταν όλο και πιο δυνατός, κι έστρωνε το δρόμο για τη Λευτεριά, να 'ρθει λαμπερή σα βασίλισσα.
Αποφάσισε τότες ο “Πόρδος” κι έκλεισε σ' ένα μπουντρούμι τον Πατρίδα, κι έβαλε τους σπιούνους του να διαλαλούν σ' όλο τον τόπο πως ο Πατρίδας έκλεψε θησαυρούς από τους δράκοντες, και πως ήταν κακός άνθρωπος, και κορόιδευε όλο τον τόπο. Πως, δήθεν, νοιάζεται για τους άλλους, ενώ αυτός ήθελε μόνο τα πλούτη και την καλοπέραση. Και “μη νομίζετε, δεν υπάρχουν άνθρωποι που να μην κοιτάζουνε άλλο παρά μονάχα να πλουτίζουνε, και μόνο ο “Πόρδος του Λέοντα” είναι ο καλός, και το δικό του το δρόμο θα πρέπει να ακολουθάτε”.
Συνεχίζεται... εδώ