Ο Αγώνας για τη Λευτεριά.)
Αποτελεί συνέχεια από το πρώτο μέρος.
Το οποίο είχε τη συνέχειά του στο προηγούμενο ποστ.
Στην αρχή, οι άνθρωποι που τ' ακούσανε όλα τούτα ξαφνιαστήκανε και στεναχωρέθηκαν πολύ. Είχαν στηρίξει ελπίδες κι είχαν αγωνιστεί στο όνομα του Πατρίδα. Η Λεφτεριά, που δεν μπορούσε πια να τον βλέπει, παρά μόνο να τον φαντάζεται μέσ' στα σκοτάδια, του έστειλε την ψυχή της να του κρατάει συντροφιά και να του θυμίζει πως δεν είναι μονάχα το μπουντρούμι στον κόσμο. Ότι πέρα απ' τα σίδερα και τις χοντρές πέτρες που τον περιορίζουν, μέσ
απ' ένα άνοιγμα που ίσα μια ψυχή χωράει, υπάρχει ουρανός. Και ότι στον ουρανό στέκεται και κοιτάζει με αγάπη, όσους βοηθούν τον πατέρα της τον Αγώνα, όσους με τη σειρά τους την αγαπούν, η Λεφτεριά. Έκαμε το λοιπόν την ψυχή της Λεφτεριάς δικό του αγγελιοφόρο ο Πατρίδας. Κι έγραψε πάνω στα φτερά της την αλήθεια και την αγάπη του για τους ανθρώπους και τον τόπο των προγόνων του, και την ξαπόστειλε – αγγελιοφόρο του αγγελιοφόρου – στους συναγωνιστές του.
Ύστερα, κάποιοι από αυτούς που αντάμα με τον Πατρίδα βοηθήσανε τον Αγώνα για να στρωθεί ο δρόμος για τη Λεφτεριά, ξεθαρρέψανε από την ψυχή της Λεφτεριάς που έφερε την αλήθεια. Δείξανε τα έργα τους, και τον ιδρώτα τους, και τον ιδρώτα του Πατρίδα που εργάστηκε αντάμα, σε όλους τους ανθρώπους. Δείξανε τόσα, όσα μπορούσαν πια να φαίνονται, όχι μοναχά από τον ουρανό, μα κι απ' τη γης. Και τότες, κι αυτοί ακόμα που ξέγνοιαστα πίστεψαν τα ψέματα των σπιούνων και των δρακόντων – τα ψέματα που ξεφύτρωσαν σα ζιζάνια τριγύρω από κάθε καλοσύνη που ευδοκιμούσε τριγύρω από τον Πατρίδα, από τον Αγώνα – κι αυτοί ακόμα ξεκάθαρα την είδαν την αλήθεια. Και τα ψέματα μαράθηκαν και πέσανε, όπως μαραίνονται και πέφτουν τα λουλούδια, τα καμμένα από τον ήλιο του Ιούλη.
Μετά απ' αυτό, κάτι υπέροχο συνέβη ανάμεσα στους ανθρώπους. Πιαστήκανε χέρι – χέρι, και σφίξανε τα δόντια, και δουλεύανε ακόμα πιο σκληρά απ' ότι τους ανάγκαζαν οι δράκοι και ο “Πόρδος του Λέοντα”. Και όχι μόνο βοηθάγανε τον Αγώνα, παρά μαζεύανε κιόλας θυσαυρούς, για να επιστρέψουν τους τάχαμου κλεμμένους και να φέρουν τη Λεφτεριά και στον Πατρίδα. Σαν πέρασε ένας χρόνος, αφήσανε τα πλούτη στα πόδια πάνω του “Πόρδου”. Και κατάλαβε τότε, πως δε φτάνανε οι σπιούνοι μοναχά και η φυλακή, για να σταματήσει τον Πατρίδα και τον Αγώνα για να έρθει η Λεφτεριά. Τον άφησε ελεύθερο για να μη φανεί το μίσος του για τον Πατρίδα και τους ανθρώπους.
Στον “Πόρδο του Λέοντα” τότε, άρχισε να συμβαίνει κάτι πρωτόγνωρο. Ό,τι φόβος δεν ρίζωνε στα στήθη των ανθρώπων, ότι φόβος δεν δηλητηρίαζε το αίμα τους, γύριζε πίσω σ' αυτόν.
Και όσο οι φόβοι γυρνούσαν πετώντας καταπάνω του, όσο του τσιμπούσαν τα τεράστια φτερά του, τόσο πιο σκληρός και τόσο πιο διψασμένος γινόταν. Όσο πιο πολύ φοβόταν, τόσο περισσότερο αποζητούσε την υγρασία και την σκοτεινιά της σπηλιάς του στο Βοριά, μακριά από τον ποταμό που έζωνε τη γη, πέρα από το μαύρο σημείο του ορίζοντα, στη μικρή δρακοχώρα απ' όπου έπαιρνε τη δύναμή του, όπου 'ξαπόστελνε τα πλούτη των ανθρώπων. Προσπάθησε να ξανακλείσει τον Πατρίδα στη φυλακή, είπε πως ήτανε φονιάς, μα δεν κράτησε πολύ αυτό, γιατί όλος ο κόσμος ήξερε πια το ποιο ήταν το σωστό και ποια η αλήθεια. Και δε μπορείς να ξεγελάς συνεχώς τους ανθρώπους.
Μέρα με τη μέρα, με τη βοήθεια του Πατρίδα, κι όλων των ανθρώπων, και του Αγώνα που ξεκίνησε από την πιο μεγάλη σκοτεινιά του χειμώνα, ο δρόμος για την Λεφτεριά μεγάλωνε και έφτανε όλο και πιο ψηλά. Και ίσαμε την πιο φωτεινή μέρα του καλοκαιριού, ο δρόμος είχε φτάσει ίσαμε τη Λευτεριά, που τον περπάτησε ίσαμε τη γη, όχι πια του “Πόρδου” και των σπιούνων, παρά του Πατρίδα και των ανθρώπων.
Την ημέρα εκείνη, την πιο φωτεινή, μίλησε ο Πατρίδας σ' όλους τους ανθρώπους της αγαπημένης του γης. Σ' όλους αυτούς που στο παρελθόν μίλαγε έναν προς έναν, στα σπίτια τους, στις αυλές, στο δρόμο, στις βάρκες πάνω, στις όχθες του ποταμού και στα χωράφια.
Μίλησε για τελευταία φορά σε όλους τους ανθρώπους και είπε την αλήθεια.
Θύμισε όλα όσα δε θά 'πρεπε να λησμονήσουν οι άνθρωποι, για να ζούνε πάντα με τη Λεφτεριά.
Είπε και για όσα θα πρέπει να αφήσουν να χαθούν στη σκόνη πια του παρελθόντος, για χάρη του μέλλοντος.
Ενοχλήθηκαν, λυσσάξανε οι σπιούνοι, γιατ' ήτανε άρρωστοι από το αίμα που πίνανε. Γιατ' είδανε τα όνειρά τους να γίνουνε δράκοι δυνατοί και πλούσιοι να γίνονται καπνός και να διαλύονται από τον θυελλώδη άνεμο της Λεφτεριάς.
Μάταια, όμως. Γιατί ο Πατρίδας παντρεύτηκε τη Λεφτεριά και πήγε και έζησε κοντά της στον καταγάλανο ουρανό. Κι από την αγάπη του για τους ανθρώπους, όχι μόνο της χώρας του, μα όλου του κόσμου, όπου υπάρχουν Βάσανα και Κατατρεγμοί, και δράκοντες και σπιούνοι από χώρες μακρινές, πέρα από το μαύρο σημείο του ορίζοντα, τρέχει σαν ταχυδρόμος και φέρνει την έκκληση για βοήθεια στην Λεφτεριά και τον Αγώνα.
1:46 π.μ.
Τρίτη, κθ' Ιουλίου ,βη'
Το κείμενο ενδέχεται να αλλάξει ανά πάσα στιγμή, μέχρι την τελική του διαμόρφωση.