Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένα παιδί που ζούσε με την γιαγιά του στον κάμπο. Κάποτε, όταν μεγάλωσε αρκετά, του είπε η γιαγιά του:
- Τώρα έγινες αρκετά μεγάλος για να μάθεις γράμματα. Σχολείο εδώ στον κάμπο δεν έχουμε για να τα μάθεις. Γι’ αυτό, θα σου μάθω τα γράμματα που ξέρω κι εγώ.
Πήγε λοιπόν στην ντουλάπα και έβγαλε ένα κουτί ξύλινο, σαν αυτά που βάζουν οι μαστόροι τα εργαλεία τους, και το ακούμπησε μπροστά στο παιδί.
- Εδώ είναι όλα και όλα τα γράμματα που ξέρω. Πάρ’ τα, μάθε τα, και μετά επέστρεψέ τα μου. Μονάχα να είσαι προσεκτικός με αυτά, γιατί μπορεί από αυτά να χρειαστεί να μάθει και κανείς άλλος γράμματα.
Πήρε τότε το κουτί το παιδί, το άνοιξε, και άρχισε να περιεργάζεται τα γράμματα που είχε μέσα.
Είχε πολλά μέσα. Μικρά και μεγάλα. Είχε δυο γράμματα που έμοιαζαν με άλλα δυο, μόνο πεσμένα στο πλάι, κι άλλα που αν τα ένωνες, ή αν τα έκανες διπλά, μεταμορφωνόντουσαν σε άλλα, καινούργια.. Δυο Λ έφτιαχναν ένα Μ, και δυο Γ ένα Τ, ή ένα Π. Δυο Π φτιάχνανε ένα Ε πεσμένο και δυο Ψ βαλμένα το ένα ανάποδα από το άλλο, ένα Φ. Φ φτιάχνανε και δυο Ω απέναντι το ένα από το άλλο, γερμένα.
Το παιδί δεν χόρταινε να φτιάχνει από τα γράμματα άλλα γράμματα, ή να πλέκει τα γράμματα σε μικρές λέξεις άλλοτε γνωστές και άλλοτε άγνωστες, επειδή του άρεσαν έτσι βαλμένα τα γράμματα σε σειρά ή το ένα πάνω στ’ άλλο. Άρχισε δηλαδή να μαθαίνει γράμματα, όπως ήθελε και η γιαγιά του.
Έπαιρνε μάλιστα το κουτί με τα γράμματα μαζί του όταν έβγαινε να παίξει και, καθισμένο στον κάμπο, απορροφιόταν μέχρι να πέσει ο ήλιος.
Μια μέρα των ημερών λοιπόν, εκεί που ήταν στον κάμπο και είχε αραδιάσει όλα τα γράμματα στη σειρά και τα μάθαινε, πιάνει ένας αγέρας δυνατός και τα σκορπάει τριγύρω. Τρομαγμένο το παιδί, άρχισε να τρέχει και να μαζεύει ένα-ένα τα γράμματα για να τα βάλει πάλι μέσα στο κουτί να τα πάει πίσω στη γιαγιά του.
Του πήρε ώρα πολλή, και μέχρι που βράδιασε, τα είχε μαζέψει σχεδόν όλα. Τα φωνήεντα όμως, που ήταν πιο ελαφριά από τα σύμφωνα, τα είχε πάρει ο αέρας πολύ πιο μακριά και δεν τα βρήκε. Γύρισε στο σπίτι με τα μάτια δακρυσμένα. Όταν είπε στην γιαγιά του το τι συνέβη, η γιαγιά του έπιασε με το χέρι το κεφάλι της και κάθισε χωρίς να πει κουβέντα.
Το παιδί δεν κοιμήθηκε όλο το βράδυ, παρά ετοίμασε το δισάκι του και πριν καλά-καλά η ροδοδάχτυλη αυγή απλώσει το φως της, έφυγε να βρει τα γράμματα που είχε χάσει.
Πήρε τους δρόμους και τα μονοπάτια και έφυγε από τον κάμπο που ήξερε. Στην πρώτη πόλη που βρήκε, ανακάλυψε κι όλας το πρώτο γράμμα. Το Ι είχε γίνει εκεί μία κολόνα που πάνω της είχε μια λάμπα για να φωτίζει τον δρόμο. Το πήρε και το έβαλε στο κουτί με τα γράμματα. Αφού μάλιστα πήρε το παιδί το Ι από το φως του δρόμου, αυτό άλλαξε σχήμα, και από τότε οι στύλοι μοιάζουν με Γ πιο πολύ.
Συνέχισε να ψάχνει μέσα στην πόλη, μα πουθενά δεν έβρισκε κάποιο από τα άλλα γράμματα. Εκεί που περπάταγε, άρχισε να πεινάει, βρήκε το λοιπόν ένα μαγεριό και μπήκε. Τον είδε ο μάγειρας πεινασμένο και ταλαιπωρημένο εκεί που ανοιγόκλεινε και ανακάτευε τα κατσαρόλια του και τον έβαλε να κάτσει σ’ ένα τραπέζι δίπλα στην κουζίνα. Τού ’βαλε να φάει ψωμί, κοτόσουπα και λίγο γάλα σ’ ένα ποτήρι.
Κάθησε το παιδί να φάει και παρατηρούσε τον κόσμο που έτρωγε και τον μάγειρα που μαγείρευε και που όλο τον ρώταγε από πού ήρθε και τι κάνει εδώ μοναχό του, και γιατί δεν γυρίζει στη γιαγιά του που το αγαπά και δυο – τρία γράμματα λιγότερα δεν χαλάσανε και τον κόσμο βρε αδερφέ! Αυτός δεν ξέρει ούτε ένα, είδες τι καλά που είναι… Κι εκεί το είδε. Είδε το Ω! Ήταν βέβαια αγνώριστο, γιατί ήταν αναποδογυρισμένο, ήταν γεμισμένο με νερό, και έβραζε πάνω από μια φωτιά που έκανε το νερό μέσα του να κοχλάζει. Του είπε μάλιστα ο μάγειρας ότι δεν ονομάζεται ωμέγα, αλλά τσουκάλι, είχε το πονηρό αλλάξει και όνομα! Πήγε λοιπόν το παιδί και πήρε το Ω από το τσουκάλι και τό ’βαλε πίσω στο κουτί, κι άλλαξε με μιας σχήμα το τσουκάλι και έγινε από αναποδογυρισμένο Ω σαν αναποδογυρισμένο Π. Του έβαλε τότε ο μάγειρας και ένα καπάκι τρυπημένο και το ονόμασε χύτρα ταχύτητας, γιατί όταν το νερό έβραζε, πεταγόταν ο ατμός ίσαμε το ταβάνι με δύναμη, σφυρίζοντας σαν την «ταχεία», το τρένο δηλαδή.
Τον κοίμισε ο μάγειρας στο δώμα πάνω από το μαγεριό και το πρωί ξεκίνησε πάλι το παιδί την αναζήτησή του για τα χαμένα φωνήεντα. Πήρε τον δρόμο το στρατί, στρατί το μονοπάτι και κάποια στιγμή φτάνει στις όχθες ενός ποταμού, όπου πλένανε τα ρούχα τους κάτι κυράδες. Πιο πέρα, τα παιδιά τους παίζανε και πλατσουρίζανε μέσα στα νερά του ποταμού. Ήτανε εκεί και ένα κοριτσάκι που στεκότανε και πότε αγνάντευε την απέναντι όχθη, πότε κοίταζε τα νερά του ποταμού μπροστά της. Επειδή το κοριτσάκι αυτό δεν έπαιζε με τα άλλα παιδιά, αυτά όποτε περνούσαν δίπλα της την πειράζανε, πότε πειράζοντας τα μαλλιά της, πότε τσιμπώντας της το μπράτσο, πότε προσπαθόντας να την γαργαλίσουνε. Αυτή όμως δεν έδινε σημασία και στεκότανε στη θέση της. Κι έτσι τα πειραχτήρια βαριόντουσαν και φεύγανε.
Το παιδί στάθηκε με ενδιαφέρον και παρατήρησε το κοριτσάκι που ατάραχο αγνάντευε. Σε κάποια στιγμή, σαν να ξύπνησε από λήθαργο, αφήνει την ακινησία της και βγάζει το χτένι που της κράταγε τα μαλλιά για να το ξαναφορέσει, μιας και το πείραγμα μιας πιτσιρίκας της είχε κάνει τα μαλλιά ανάκατα.
«Α, ώστε εδώ κρυβόσουν τόσον καιρό, ε;». Είπε το παιδί, χωρίς καλά – καλά να το καταλάβει. Ήταν από την χαρά και την αγωνία που επιτέλους, βρήκε το Ε! Μάλιστα! Το Ε ήταν κρυμμένο μέσα στα μαλλιά του κοριτσιού και τα κράταγε επάνω για την ζέστη. Πήγε και το πήρε από ‘κεί και αμέσως το Ε μεταμορφώθηκε σε ένα περίεργο διπλό αντικρυστό Σ που έκλεινε στις δύο άκρες του και κρατούσε τα μαλλιά ακόμα πιο σταθερά από το Ε. Το κορίτσι, που στην αρχή, ακόμα και αυτή, ξαφνιάστηκε, αφού το παιδί της είπε το ποιός είναι και το πού πάει, του ευχήθηκε καλό δρόμο και καλή επιτυχία και το ευχαρίστησε που της άλλαξε το πιαστράκι για τα μαλλιά με αυτό το καλύτερο. Ύστερα, ξανακάθησε και κοίταζε απέναντι...
Το παιδί παραξενεμένο συνέχισε τον δρόμο του για να βρει τα υπόλοιπα φωνήεντα. Πήρε να διαβαίνει την όχθη του ποταμού, μέχρι που συνάντησε έναν καρόδρομο. Από εκεί τον περιμάζεψε ένας πραματευτής, ένας πλανόδιος πωλητής με το κάρο του και στον δρόμο τού έπιασε κουβέντα. Έτσι, έμαθε και αυτός για την «σταυροφορία» του παιδιού και το τάισε κιόλας βλέποντας το νηστικό όπως ήταν.
Πάνω στον δρόμο, σταμάτησαν σε ένα χάνι και ο πραματευτής πήρε το άλογο του στον σταύλο να το ταΐσει και να το φροντίσει. Το παιδί στεκόταν και θαύμαζε το όμορφο ζώο, μέχρι που το πρόσεξε: Κάτω από τα νύχια του αλόγου είχε πάει και είχε κολλήσει το υ. Προφανώς, το υ είχε παρασυρθεί πάνω στον δρόμο και το άλογο που περνούσε από ‘κει το πάτησε. Το παιδί, χαρούμενο πήρε το γράμμα και το έβαλε στο κουτί. Η οπλή του αλόγου τότε από κάτω της έμεινε γυμνή, και ο πραματευτής, επειδή είδε ότι το νύχι του αλόγου ήταν προστατευμένο από το υ, έφτιαξε ένα σιδερένιο υ που έμοιαζε και λίγο με U και το κάρφωσε στην οπλή του αλόγου σαν παπούτσι, και από τότε τα σιδερένια παπούτσια τα φοράνε σε όλα τα άλογα και τα λένε και πέταλα...
Όταν φύγανε από το χάνι, και στο πρώτο παζάρι που βρήκαν, σταμάτησαν. Εκεί, άπλωσε τις πραμάτειες του ο πραματευτής κι άρχισε να παζαρεύει. Άρχισε το παιδί να ψάχνει, μήπως μέσα στο παζάρι πουλούσαν κανένα φωνήεν. Δε βρήκε ούτε ένα όμως. Όταν πέρασε η ώρα, κι άρχισε να γουργουρίζει από την πείνα η κοιλιά του, στάθηκε πάλι μπροστά από ένα εστιατόριο και διάβαζε με τα λειψά γράμματα που ήξερε -και το στόμα γεμάτο σάλια- τον κατάλογο:
ΣΠΕΣΙΛΙΤΕ: Γίδ’ βρ’στ , γυρύνι συβλιστ’, κι ονειρευόταν πως έτρωγε, όχι «γυρύνι συβλιστ’», αλλά «γουρούνι σουβλιστό», κι αντί για «γίδ’ βρ’στ», «γίδα βραστή». Κι εκεί που αφηρημένο προσέθετε φωνήεντα, γεύσεις και μυρωδιές όπου λείπανε, το είδε!
Ακριβώς πίσω από την ταμπέλα που έγραφε τις σημερινές σπεσιαλιτέ του εστιατορίου, ήταν και την στήριζε ένα Α. Ήταν ένα άλφα, με γερμένη την πλάτη του σ’ ένα Ι. Και πάνω στην οριζόντια γραμμή του, στήριζε την ταμπέλα, ένα σφουγγάρι και μια κιμωλία.
Χωρίς πολλή – πολλή σκέψη το άρπαξε, και στη θέση του, εμφανίστηκαν δυο Π, το ένα πάνω από το άλλο, που γέρνανε πάνω σ’ ένα Ι. Κι επειδή το ένα Π καβαλάει το άλλο, το ονόμασαν «καβαλέτο». Η επιγραφή τώρα έγραφε:
ΣΠΕΣΙAΛΙΤΕ: Γίδα βραστ , γυρύνι συβλιστ’. Όταν το είδε το αφεντικό από το εστιατόριο, τον έβαλε μέσα και τον κέρασε δυο πιάτα από τη χαρά του.
Σαν του είπε το παιδί για την περιπέτειά του, του είπε ο εστιάτορας να πάει στο λιμάνι της πόλης. Καθώς εκεί καταφτάνει κάθε μέρα ένας σωρός καλά από τις τέσσερις μεριές του ορίζοντα. Κι αν είναι να βρει κανείς οτιδήποτε, εκεί θα είναι το πιο πιθανό μέρος να το πετύχει.
Χωρίς δεύτερη κουβέντα, ευχαρίστησε μονάχα το παιδί και πήρε τον κατήφορο για το λιμάνι. Από μακριά φάνταζαν πελώρια τα φορτηγά πλοία. Και τα κτίρια μπροστά τους σαν κονσερβοκούτια.
Όταν έφτασε επιτέλους στο λιμάνι, είδε ένα θαύμα: Μιλιούνια από ανθρώπους πηγαινοερχόντουσαν πολυάσχολοι! Άλλοι κουβαλούσαν εμπορεύματα. Άλλοι τα ξεφόρτωναν και άλλοι τα φόρτωναν. Άλλοι τα μετρούσαν και σημειώνανε νούμερα σε χαρτιά, που τα κρατούσαν με κόπο πάνω στους φακέλους, γιατί φύσαγε αέρας και πήγαινε να τους τα πάρει από τα χέρια. (Και σ’ αυτή την κατάσταση, έχοντας ζήσει μια παρόμοια τραγωδία το παιδί με τον αέρα και τα γράμματα, τρόμαζε και μόνο στο θρόισμα των σελίδων).
Και παραπέρα από τις προβλήτες, ήταν αποθήκες γεμάτες ως τα πάνω με πραμάτειες από όλο τον κόσμο! Έβλεπες στοίβες τεράστιες από μπανάνες της Αργεντινής, από κάρυ ινδικό, από μαστίχα χιώτικη, από τσάι κινέζικο. Υφάσματα εγγλέζικα κι άλλα απ’ το Κασμίρ. Φίλντισι από την Ακτή του Ελαφαντοστού, και κρόκο από τον Κρόκο. Λαχανάκια από τις Βρυξέλες και τυρί από τη Μασσαλία. Σίδερο, και χαλκό, και τεράστιους πάγους μαρμάρινους.
Τριγύρω από τις αποθήκες, άλλοι τόσοι – όσοι ήταν στις προβλήτες να παζαρεύουν τα εμπορεύματα και να κλείνουν συμφωνίες. Παρ’ όλα αυτά όμως τα φανταστικά και τα περίεργα, όσο κι αν έψαξε, όσο κι αν ρώτησε το παιδί, γράμμα δε βρήκε πουθενά. Οι στοίβες από τα εμπορεύματα, ψηλές, θεόρατες, δεν είχαν ούτε ένα φωνήεν από τα ξεστρατισμένα.
Ένας Ναπολιτάνος μεγαλέμπορος, εισαγωγέας στο λιμάνι, σαν έμαθε το πώς, το πού και το γιατί, το από ποιον και πότε, το συμπόνεσε το παιδί. Και του είπε πως, αν θελήσει κι αυτό, θα το πάρει μαζί του στο επόμενο ταξίδι για να ψάξουν για τα υπόλοιπα φωνήεντα.
Και το παιδί παραδέχτηκε. Τό ‘στειλε μάλιστα ατάκα να πάει να βρει τον καπετάνιο από μέρους του, και να τον βολέψει στην κουκέτα του.
Στο δρόμο για το καράβι, «παραλής» λεγότανε κι ερχότανε από τη Μικρά Ασία, στον κάβο, εκεί το είδε. Δεν ήταν καν μόνο του, παρά πολλά Ο, το ένα περασμένο μέσα από το άλλο, κι όλα μαζί να φτιάνουνε μιαν αλυσίδα πελώρια, που βαστούσε αυτό το πλοίο, το σαν κάστρο γιγάντιο, δεμένο στο λιμάνι.
Το πήρε το παιδί και το έχωσε στο κουτί του, και με μιας, όλοι οι κρίκοι της αλυσίδας του πλοίου δεν ήσαντε Ο πια, παρά θ.
Επιβιβάστηκε γελώντας και χοροπηδώντας στον «παραλή», και σάλπαρε με το χαμόγελο στα μάτια, σίγουρος πως το Η θα βρισκόταν κάπου ως τον κόλπο της πατρίδας του μεγαλεμπόρου.
Δε θα σας πω πιο πολλά απ’ όσα χρειάζεται να μάθετε: Το παιδί είδε γλάρους, και δελφίνια, και φάλαινες και καρχαρίες. Είδε βαρκούλες ψαράδων και ιστιοσανίδες, και κολυμβητές, και σφουγγαράδες. Μα δε βρήκε πουθενά Η…
Έφτασε στο σπίτι του μεγαλεμπόρου, κι έφαγε στο τραπέζι με τα κηροπήγια – που ναι, έμοιαζαν με Ψ και Υ, μα καθόλου με Η – και τα νόστιμα φαγιά, μα πουθενά δε βρήκε το γράμμα που του έλειπε για να συμπληρώσει τα γράμματα. Και εκεί, τόσο μακριά απ’ το σπίτι του, μακριά από τη γιαγιά του που τον αγαπούσε και του έλειπε τόσον καιρό, ένοιωσε την ήττα του. Δε βρήκε πουθενά το Η.
Πήρε ξανά τον «παραλή», και γύρισε στο λιμάνι του τόπου του. Κι από ‘κει στο χωριό του. Με την ήττα βαριά στους ώμους του να τον καμπουριάζει, περνώντας τον αγρό που ο άνεμος ενέπνευσε τούτη την περιπέτεια. Σήκωσε το βλέμμα για να δει το σπίτι του. Το σπίτι της γιαγιάς του.
Ήταν εκεί όπως το ήξερε και το θυμόταν – αν και βρισκόταν τόσα γράμματα μακριά – και πριν καλά - καλά φτάσει στο κεφαλόσκαλο, η γιαγιά του άνοιξε την πόρτα και την αγκάλη της.
Συνήθιζε η γιαγιά να κάθεται τα απογεύματα στο παραθύρι και ν’ αγναντεύει, σηκώνοντας κάθε τόσο το βλέμμα από το πλεχτό της. Από τη μέρα που χάθηκε το παιδί όμως, ήταν εκεί σχεδόν συνέχεια, και το πλεχτό της δεν τελείωνε ποτέ, μιας και κοίταζε το δρόμο αφηρημένη (μπας και γυρίσει το παιδί) και τα λάθη της τα έβλεπε αργά, που έπρεπε να ξηλώσει ξανά πολύ από όσο είχε ήδη πλέξει. Όταν είδε το παιδί να πλησιάζει μετά από τόσο καιρό, κόντεψε να πάθει συγκοπή από την χαρά της! Πήγε να ανοίξει την πόρτα και να τον βάλει στην αγκαλιά της.
«Παιδί μου, εσύ είσαι; Είσαι αλήθεια εσύ, για με γελούν τα μάθια μου;»
«Γιαγιά μου, εγώ είμαι, ο εγγονός σου.»
Είπε το παιδί και έπεσε στην αγκαλιά της γιαγιάς του.
«Γύρισα γιαγιά μου, μα δε βρήκα όλα τα γράμματα.
Πήγα μακριά, μα το ήτα δεν το βρήκα πουθενά. Ηττήθηκα.»
«Δε μπειράζει μάνα μου.
Δε μπειράζει ψυχούλα μου.
Χωρίς γράμματα μπορούμε, χωρίς εσένα δε μπορώ πιότερο.
Έλα. Σκούπισε τις λάσπες από τα πόδια σου και έμπα να ξεκουραστείς και να μου τα πείς όλα. Έλα πασά μου. Έλα καρδούλα μου!»
Γύρισε τότε το παιδί και χαμογέλασε στην αγαπημένη του γιαγιά, γιατί χαρά και αγαλλίαση είχε απλωθεί στην καρδιά του απ’ άκρη σ’ άκρη. Κι αυτό, γιατί – επιτέλους – είχε βρει και το τελευταίο γράμμα.
Στα σπίτια τα πιο παλιά, όπως το σπίτι που έμενε με τη γιαγιά του το παιδί, δίπλα στην εξώπορτα, είχαν τοποθετημένο ένα κατασκεύασμα με ένα πλατύ φύλλο σίδερο, στηριγμένο σε δυο «στύλους», επίσης σιδερένιους και χωμένους στο σκαλί, που σέρνοντας πάνω του το παπούτσι του, μπορούσε κάποιος να διώξει τις λάσπες απ’ αυτό. Αυτό το κατασκεύασμα λοιπόν, ήταν ένα Η ολόιδιο. Και εκείνη την ώρα, μπόρεσε να το διακρίνει το παιδί. Μπόρεσε δηλαδή να μπει ξανά στο σπίτι του (και στην αγκαλιά της γιαγιάς του) με όλα τα γράμματα που του λείπανε βαλμένα ξανά στο κουτί. Και με αυτό που έψαξε τόσο μακριά, να είναι στο σπίτι του απ’ έξω.
Αφού το πήρε από εκεί, άρχισε ο κόσμος να μη χρησιμοποιεί άλλο τα Η στις εξώπορτες για να βγάζει τις λάσπες στα παπούτσια, παρά να χρησιμοποιεί τα «ποδόμακτρα», τα «πατάκια» σα να λέμε.
Το παιδί πήρε και έβαλε ξανά το ξύλινο κουτί με τα γράμματα στο ντουλάπι, μιας και είχε πια μάθει τα γράμματα. Και δεν τα έμαθε απλά τα γράμματα από τη γιαγιά του, παρά πήγε και στα ξένα για να τα μάθει ακόμα περισσότερο.
Ετούτα τα γράμματα τα έμαθε και σ’ άλλους, και σε άλλους περισσότερους. Κι εκείνοι δεν τα κρατήσανε για λογαριασμό τους μόνο, παρά τα μοιράζανε απλόχερα σ’ όλο τον κόσμο, χωρίς να τα χάσουν.
Από εκείνο το κουτί με τα γράμματα, φτιάχτηκε και τούτη η ιστορία που σας αφηγήθηκα τώρα δα.
23:41
Τετάρτη, λα΄ Δεκεμβρίου ,βη΄
Καλή χρονιά να έχουμε,
χωρίς έχτρες, φωτιές και σκοτωμούς,
ούτε κοντά, ούτε μακριά από μας.
Χαρά κι αγάπη.