Δεν χωράει καμιά αμφιβολία για το ότι κάποιους ήχους, εικόνες,
γεύσεις και ακόμα περισσότερο μυρωδιές, τα συνδυάζουμε με εποχές και
καταστάσεις.
Απόψε, αφού έπαιξα μια ολιά, έκατσα και σκεφτόμουν το ένα και τ' άλλο.
Ξάφνου, συνειδητοποίησα την εικόνα στο νου μου τού σπασίματος της χορδής ενός οργάνου.
Όχι
του σπασίματος αυτού που έρχεται από μόνο του, επειδή η χορδή φθάρηκε πολυκαιρισμένη και διάβηκε το κατώφλι της αντοχής της,
σπάζοντας κάτω από την τάση στην οποία υπέκειτο. Σπάσιμο στο οποίο
ενίοτε δεν είμαστε καν μάρτυρες.
Του άλλου,
αυτού για το οποίο σπάσιμο - θες από ανυπομονησία, θες από ξεροκεφαλιά
και κακό υπολογισμό, θες από αμάθεια - φέρεις ατόφια την ευθύνη.
Και
ενώ στο πρώτου είδους σπάσιμο της χορδής, μπορεί και να σαστίσεις, στο
δεύτερο, - τουλάχιστον, αν σου έχει ξανατύχει και δεν τρομάζεις απ' αυτή την
εκτόνωση - είσαι σχεδόν αφηρημένος, μέσα στη βιάση να ολοκληρώσεις το
κούρδισμα. Από αδράνεια περισσότερο, ασυναίσθητα για μια στιγμή,
ψάχνεις να συνεχίσεις να τεντώνεις. Ωσάν να γλίστρησαν τα δάχτυλά σου
περισσότερο, παρά να έσπασε στ' αλήθεια η χορδή.
Με
το που συνειδητοποίησα τον σχηματισμό της εικόνας αυτής, λοιπόν, γύρισε
ο λογισμός μου με μιας σε μια κατάσταση και μια πρώτη εποχή σπουδής της
μουσικής. Τότε που η ανυπομονησία, ο κακός υπολογισμός και η αμάθεια
περίσσευαν. Τότε που τέτοιας λογής ατυχήματα ήταν πιο συχνά και πιο
επώδυνα, μιας και σπάνια υπήρχε "ρεζέρβα στο πορτ-μπαγκάζ".
Ποικίλα σύγνεφα,
μα ζέστη μονότονη.
θ' Σεπτεμβρίου ,βιδ'