Αναλογιζόμενος, κάποιος, το τι αποτελεί ανάμεσα στους ανθρώπους μεταχείριση ευνοϊκή και τι δυσμενή, τι δηλαδή αναζητούμε ως άνθρωποι από τους άλλους και τι προσφέρουμε σε αφθονία, προς τους πιο αγαπητούς - κι από την άλλη - σε τι καταδικάζουμε τους απεχθέστερους των μισητών μας και τι απευχόμαστε και 'ξορκίζουμε από τη μοίρα μας, τα συμπεράσματα που θα βγάλει συγκλίνουν στην ίδια εννοιολογική περιοχή.
Επιπλέον αυτού, αδιαφορώντας κανείς για την υποκειμενικότητα τους, τις εννοιολογικές και σημειολογικές διαφωνίες, συγκλίνουν τα συμπεράσματά του, ανά περίπτωση, στα αντικρινά πέρατα της κατάστασης τού ατόμου.
Αν ψάξουμε λέξεις και έννοιες για την εστία στην οποία στρεφόμαστε, θα βρει κανείς ομότιμες με αυτές της πολυτραγουδισμένης αγάπης, της φιλίας, της εκτίμησης, του έρωτα και της επιθυμίας - της αποθέωσης ίσως, και της λατρείας, αλλά τι άλλο είναι αυτά από υπερβολές των προηγουμένων;
Σαν απαθανάτιση όλων αυτών, η δόξα και η υστεροφημία.
Κι αν κοιτάξουμε πλαγίως και κρυφά, για να μην προκαλέσουμε τη μάνητα, το αποφευκτέο, θα βρούμε λέξεις να ομοιάζουν την αδιαφορία, την αποστροφή, τον εξοστρακισμό και την απομόνωση - απόλυτα και τελεσίδικα, τη θανάτωση - τον εξευτελισμό, τη σιχασιά και τη σπίλωση.
Ενώ μπορούμε να στήσουμε συζητήσεις και διαλόγους γύρω από το τι είναι όλα τούτα, τι σημαίνουν και τι σήμαιναν στην ιστορία, στις ηπείρους και στις θάλασσες, αυτό που είτε συνειδητά, είτε κρυφά ακόμα κι απ' τους εαυτούς μας αναγνωρίζουμε, είναι το αποτέλεσμα αυτών και η χώρα, ο τόπος τους.
Κι αν έχουμε να κάνουμε με χώρα και τόπο, είναι γιατί η απόσταση είναι το μέτρο που αναδεικνύει την κλίμακα από τη μία στην άλλη κατάσταση. Με την εγγύτητα να αποτελεί το ζητούμενο και την απομάκρυνση το αποφευκτέο.
Κι αυτό, ως γεγονός, φαίνεται να το έχουμε βαθιά ριζωμένο στη φύση μας. Όχι μόνο σαν είδος, αλλά ακόμα και σαν συνομοταξία. Φαίνονται, δηλαδή, και τα κοντινά στον άνθρωπο ζώα, είτε λόγω ομοιότητας στον τόπο διαβίωσης, είτε στα χαρακτηριστικά, να έχουν ως κοινή επιθυμία στη χαρά και την στοργή τους να θέλουν να μειώσουν την απόσταση μεταξύ τους. Κι όπως αυτά, έτσι και εμείς.
Κι όταν τη μηδενίσουμε, και αγγίχτούμε, στερημένοι, με την δίψα μας ακόμα καυτερή, σφιγγαγκαλιαζόμαστε όσο να γίνουμε ένα.
Περισσότερο για την απεικόνιση, παρά για την απόδειξη των παραπάνω, άξιζει κάποιος να αναλογιστεί πως το όνομα που δώθηκε στην ομάδα των ανθρώπων η οποία στον ινδουισμό δεν συγκαταλέγεται σε καμμία κάστα είναι "ανέγγιχτοι".
Τόσο στην εκούσια όσο και στην ακούσια, δε, σωματική στάση και συμπεριφορά, θα παρατηρήσουμε πως πρόσωπα που αναγκάζονται να βρίσκονται στον ίδιο χώρο, παρά κάποια αντιπάθεια που μπορεί να τους συνδέει, τείνουν να απομακρύνονται. Ή, όταν αυτό δεν είναι εφικτό, λόγω κοινωνικών συμβάσεων για παράδειγμα, να στέκονται με τέτοιο τρόπο που να διατηρούν την μέγιστη δυνατή αποστροφή - αν όχι απόσταση - ανάμεσα στις αγκάλες τους.
Όμοια με το όταν όμοιοι πόλοι μαγνητών βιάζονται να παραμένουν κοντά. Εικόνα και αίσθηση που χωρίς επεξήγηση ταιριάζει με τη λέξη "απώθηση".
Ωστόσο, αν και υπάρχουν τα μύρια όσα παραδείγματα για την απώθηση, το στοιχείο που αξίζει ειλικρινά την αναφορά που έχει γίνει σ' αυτό, είναι η έλξη. Η έλξη ως συνθήκη, που υπάρχει ανάμεσα σε ανθρώπους που τους συνδέει φιλία, αγάπη. Αλλά και ως ανάγκη - λιγότερο τραγουδισμένη-, που ως ανάγκη δεν απευθύνεται απαραίτητα προς ένα συγκεκριμένο άτομο, αλλά έχει ανάγκη ένα άτομο, για να μπορέσει να βρει διέξοδο.
Από νήπια, τον δεύτερο καθορισμό των πραγμάτων, την τοποθέτηση τους, μετά την πρώτη όψη, την κάνουμε αδράττοντας, αγγίζοντας. Και με το άγγιγμα, κατόπιν, λέμε πως "νιώσαμε" τα πράγματα. Από την άλλη, όταν λέμε "πώς έννιωσες το τάδε", τις φορές που δεν αναφερόμαστε σε συναισθήματα που προκλήθηκαν, κυρίως αναφερόμαστε στην αίσθηση της αφής.
Η λυδία λίθος, επιπλέον, που δικάζει το αν τα πράγματα όντως είναι, ή αποτελούν αποκυήματα του νου μας, είναι ετούτος ο μηδενισμός της απόστασης. Η αλήθεια, δηλαδή, τείνει να διατηρεί τον χαρακτήρα του απτού:
Το "απτό" ή το "χειροπιαστό παράδειγμα". Σε άλλες γλώσσες, "η πραγματικότητα, που με χαστούκισε στο πρόσωπο" και διαλύθηκαν οι παραισθήσεις μου, είναι παραδείγματα αυτής της εντύπωσης.
Κάπου βαθιά στη συνείδησή μας, ή ακόμα πιο κάτω από αυτή, έχουμε ανάγκη την εγγύτητα και (προτιμότερα) τον μηδενισμό της απόστασης, το να αγγίξουμε τα όντα, ώστε να εδραιώσουμε εντός μας την ύπαρξή τους.
Από αυτό το γεγονός, δε, πηγάζει η αντανάκλασή του. Για να εδραιώσουμε εντός των άλλων την ύπαρξή μας, θεωρούμε πως έχουμε ανάγκη το να τους αγγίξουμε. Το ίδιο αυτό άγγιγμα, αποδεικνύει εντός μας την ύπαρξη. Τη δική μας, όσο και των άλλων.
Δεν είναι παράξενο, λοιπόν, αν κάποιος άνθρωπος που προσπαθεί να γραπωθεί από τη ζωή, κρατάει σφιχτά τους άλλους. Ή, αν το άγγιγμα προκαλεί ανακούφιση και ευφορία, ακόμα και σε ανθρώπους που κάποια ασθένεια τούς έχει στερήσει το μεγαλύτερο μέρος της συνείδησης. Αν, τη στιγμή του υποβόσκοντος φόβου, τα παιδιά γραπώνονται από τον γονιό, οι ενήλικοι σφιχτοκρατιούνται από τα χέρια. Αν, στην ώρα που η μοναξιά της φευγαλέας ύπαρξης πνίγει τη σκέψη, αναζητούμε ανάπαυση και παρηγορία στην επαφή.