την επιρροή των δυνάμεων τής φύσης και του κόσμου, του χρόνου τα ίχνη, πάνω στα όντα.
Πώς αλλάζει, μορφή και ουσία μέσα στις φλόγες, το καιγόμενο,
πώς, δέντρα ολόκληρα, σύρριζα ο άνεμος 'ξαπλώνει,
πώς δρεπανίζει το ξύλινο σπαθί αγριόχορτα, ομού και ρόδα,
πώς το νερό σαν το μαχαίρι, πως το μαχαίρι σα σε νερό, την με τους χρόνους στεργιωμένη συνοχή, την καταργεί.
Τι περισσότερο από θαμασμό, αλήθεια,
τι περισσότερο από δέος - διψασμένα μάτια ορθάνοιχτα,
μπορεί κανείς να βρει σαν ξεγυμνώνει,
φλούδα-τη-φλούδα ως και την ψίχα,
το ένδυμα των όντων μέχρι το μηδέν;
Μόνο κατόπιν, σε άλλη ηλικία, δειλά μα ασταμάτητα,
τον θαυμασμό, αυτό τον ίδιο, η επανάληψη διαβρώνει
κι αφήνει μια συμπάθεια ο χρόνος, τη δίψα να νικά.
00:46 π.μ.
Τετάρτη, λ' Μαρτίου ,βιστ'
Μυροβόλος άνοιξη.