Η
νύχτα είναι πάντα ο κατάλληλότερος
χρόνος για σκέψη, για κάθε λογής πνευματική
εργασία για τον Άννα. Όταν οι περισσότεροι
θόρυβοι κοπάζουν και, πέρα από τον
επιλεγμένο ήχο της μουσικής, οι περισπάσεις
τού νου πηγάζουν από τον ίδιο μάλλον,
παρά από το περιβάλλον. Είναι, βέβαια,
κάποιες λεπτομέρειες που παγιδεύουν
τη ματιά, που παρασύρουν το μυαλό σε ένα
παιχνίδι ρέμβης και αφαίρεσης: Η φλόγα
ενός κεριού. Ακόμα πιο πολύ, η καύτρα
του τσιγάρου. Ή αυτός ο καπνός του, ο
φωτισμένος από τη λάμπα του γραφείου,
που ανεβαίνει σταθερός σαν το νήμα της
στάθμης, ως που φτάνει σ’ ένα κρίσιμο
ύψος –ασταθές, παλλόμενο δυο πόντους
πάνω-κάτω στη νηνεμία του δωματίου–
στο οποίο απλώνεται και μετατρέπεται
σε μια κορδέλα που ξεχύνεται προς το
ταβάνι σαν μια σερπαντίνα που εκτυλίσσεται
ατέρμονα, ή απλώνοντας τις πτυχές του
όπως το μέλι που ρέει από το κουτάλι
πίσω στο βάζο. Να φαντασιώνεται ο νους
πως αυτός ο παλμός και αυτή η εξέλιξη,
τόσο λεπτά και ευαίσθητα είναι σε κάθε
αλλαγή του αέρα, ώστε χορεύουν στους
παλμούς της μουσικής. Πόσα τσιγάρα δεν
κάηκαν απείραχτα μετά το άναμά τους,
χωρίς καν να φανταστεί να τα σηκώσει
από το σταχτοδοχείο, να διακόψει αυτό
τον χορό για να τραβήξει έστω μια ρουφηξιά
καπνό;
Ήθελε
όμως να πάρει μια απόφαση, και ήξερε πως
οι αποφάσεις που δεν βασίζονται στην
παράθεση και ξεκάθαρη θεώρηση των
γεγονότων, οι αποφάσεις που έχουν τη
δική τους μοίρα συναισθημάτων και
πεποιθήσεων, έχουν μια τάση να διαφαίνονται
μέσα του ενόσω συνδιαλέγεται. Συχνά, με
άσχετα πρόσωπα και φαινομενικά άσχετα
θέματα. Αυτό που τον απασχολεί, πάντα
θα βγάζει τη μουσούδα του από την τρύπα
που είναι κουλουριασμένο και άγρυπνο
στο πίσω μέρος του μυαλού του, να διεκδικεί
το κάθε τι που μπορεί να το ικανοποιεί.
Ο πατέρας του, θα ήταν ήδη αποκοιμισμένος
στο δωμάτιό του και, σίγουρα, δεν είναι
αυτός που θα εκμαιεύσει ή θα αφήσει να
ευδοκιμήσει αυτό που το πίσω μέρος του
μυαλού του Άννα διψάει να γευτεί.
Βιαστικά, χτύπησε την καύτρα του τσιγάρου
τρεις φορές στον πάτο τού σταχτοδοχείου,
έτσι που τινάχτηκαν μέσα στην κοιλότητα
του σπίθες, πριν χαθούν μαζί με την
καύτρα που έπαθε ασφυξία κάτω από το
επίμονο τρίτο χτύπημα και βγήκε έξω
αθόρυβα, αλλά με έντονες κινήσεις και
χωρίς να ρίξει ‘πάνω του κάτι περισσότερο
από μια μάλλινη μπλούζα.
Η
νύχτα δεν ήταν υγρή, αλλά το ζεσταμένο
πρόσωπό του δροσίστηκε ολόκληρο από
τον ψυχρό αέρα, σαν πρωινό νίψιμο με
κρύο νερό. Ένα ξύπνημα και μια αναζωογόνηση
που καλωσόρισε με την ίδια ζωηρή διάθεση
που άφησε το σπίτι του.
Τα
φανάρια του πεζοδρομίου, που η δημοτική
αρχή δε θέλησε ακόμα να τα αλλάξει με
τα πιο σύγχρονα φώτα, αυτά με το πιο
ζεστό χρώμα και τις ανακλαστικές
επιφάνειες, περιέστρεφαν γοργά τη σκιά
του Άννα, καθώς γοργά τα προσπερνούσε.
Την άπλωναν πίσω του αχνή και μακριά,
ως που να τον προσπεράσει, όλο και πιο
κοντή, όλο και πιο έντονη και να αρχίσει
αμέσως να απλώνεται εμπρός του ξανά
αποδυναμωμένη, σαν αυτόβουλη, να
ξεχειλώνει στην προσπάθειά της να φτάσει
στον προορισμό του, πρώτη κι από αυτόν
τον ίδιο. Και πριν προλάβει να εξατμιστεί
στο πλακόστρωτο η προηγούμενη, το επόμενο
φανάρι, άλλη μια να έχει ρίξει στον ίδιο
αγώνα. Κι όσο γοργά κι αν βαδίζει, όσο
κι αν ανοίγει το διασκελισμό του ο Άννας,
τόσο πιο επίμονες και συχνές να τρέχουν,
ακόμα πιο γρήγορα να τον προσπερνούν,
σχεδόν χλευαστικά, σα να του κλείνουν
το μάτι και να του λένε: Προχώρα εσύ, μα
σαν φτάσεις, εμάς θα μας βρεις να είμαστε
μαζεμένες από ώρα εκεί.
Άνοιξε
την βαριά πόρτα του μπαρ με την ξύλινη,
ταλαιπωρημένη επένδυση και πίσω από
τον μικρό προθάλαμο, σαν πέρα από μια
σήραγγα, ακουγόταν η μουσική ενός
τριπ-χοπ συγκροτήματος που σπάνια άκουγε
πλέον οπουδήποτε. Πήγαινε τόσος καιρός
(από την τελευταία φορά που το είχε
ακούσει), που δεν μπορούσε να είναι
σίγουρος. Στο μπαρ, μάλιστα, σίγουρα δεν
το είχε ακούσει ποτέ πριν. Ωστόσο, αυτοί
οι αλλοπρόσαλλοι ήχοι που γέμιζαν το
χώρο, σα μια μίξη από θόρυβο από ραδιόφωνο
και θέρεμιν που αλυχτούσαν τριγύρω από
το γυναικείο τραγούδι, τόνιζαν αυτή την
αίσθηση της σήραγγας που διέτρεχε τον
(φαινομενικά μόνο) μακρύ προθάλαμο, για
να ενώσει τον έξω κόσμο της ψύχρας και
της εγρήγορσης με ετούτο το άξαφνα
απόκοσμο, νωχελικό περιβάλλον. Καταδύθηκε
σ’ αυτό το περιβάλλον, υιοθετώντας
ασυνείδητα μια αίσθηση συγχρονισμού
με τα τέσσερα τέταρτα του ρυθμού. Δεν
ήταν πως συγχρόνισε το βήμα του στον
ρυθμικό κύκλο που άκουγε, μήτε και κάποια
κίνηση των χεριών, των ώμων ή των γοφών
του. Ήταν αυτή η σύμπτωση της αρχικής,
μιας μέσης ή της τελικής πράξης μιας
κίνησής και της συνείδησης τού ρυθμικού
παλμού. Επιπλέον, μια ανεξήγητη ψευδαίσθηση
πως αν είχε κινηθεί στον χώρο με
οποιοδήποτε άλλο τρόπο ή σε οποιονδήποτε
άλλο χρόνο, η κίνηση του θα ήταν σπασμωδική,
ενώ θα ακουγόταν παράταιρος και αυτός
ο ίδιος ο ρυθμός που ακουγόταν από τα
ηχεία.
Κάθησε
στο μπαρ, το οποίο ήταν ξύλινο, βαμμένο
με ένα χρώμα ίδιο με αυτό της επένδυσης
της πόρτας που μόλις είχε ανοίξει. Χωρίς
τα κύματα, όμως, του ήλιου, της βροχής
και του πάγου που πλήττουν το εξωτερικό
του κτηρίου –σαν αμμοθύελλα που περνάει
από τον λαιμό μιας κλεψύδρας και κάνει
τη δουλειά της καρτερικά κι επίμονα–
το σκούρο καφέ του μπαρ παρέμενε κάτω
από το λούστρο του αβλαβές και αδιάφορο.
Ο
μπάρμαν του χάρισε ένα αδιάφορο
«καλησπέρα»
κι ένα αβλαβές χαμόγελο, ρωτώντας τον
τι θα ήθελε, την ώρα που ο Άννας διέτρεχε
με το βλέμμα του τον χώρο, ψάχνοντας για
κάποια γνώριμη φυσιογνωμία. Διέκοψε,
για να παραγγείλει διστακτικά και
αφηρημένα ένα ποτήρι κόκκινο κρασί και
άφησε την έρευνα στη μέση.
Λίγες
στιγμές αφού η παραγγελία του έλαβε
“σάρκα και αίμα”, ένοιωσε μια παλάμη
να πέφτει πάνω στη δεξιά του ωμοπλάτη.
Είναι κάποιες φορές που κάποιος μας
αγγίζει και (άσχετα με τη διάρκεια του
γεγονότος) νιώθουμε το άγγιγμα σαν ένα
κομμάτι τού άλλου που έπεσε πάνω μας
και στάθηκε σαν παράλυτο. Σαν μια
προσπάθεια αυτού του κάποιου να στηριχτεί
με όποιον τρόπο κι από όποιο σημείο
φτάνει το χέρι του. Η οποία, προσπάθεια,
ενώ στέφεται με επιτυχία, λόγω του ότι
δεν έχει συγκεκριμένη αιτία που
επιτυγχάνεται με το χέρι αυτού του
κάποιου πάνω μας (αντί πάνω σε ένα τραπέζι
ή στον τοίχο), διατηρεί μια αμηχανία και
μια αγκύλωση. Έτσι που ο άλλος μπορεί
να μας ακουμπά μόνο με τον αντίχειρα,
το έξω μέρος της παλάμης, την κόψη της
ή τα μήλα των δακτύλων. Είναι άλλες
φορές, που αυτός που μας αγγίζει, αλλάζει
το σημείο επαφής, σα να θέλει, όχι να
στηριχτεί πάνω μας σαν να είμαστε ένα
άψυχο ον, παρά να μας τραβήξει ή να μας
ωθήσει, για να μας βάλει μέσα στο βαρυτικό
του σύστημα. Να αντισταθμιστούμε μαζί,
σαν σε ζυγαριά ή σαν δυο ουράνια σώματα
να μπλέξουμε τα βαρυτικά μας πεδία. Αυτό
το άγγιγμα, ήταν από την άλλη κατηγορία,
στην οποία η παλάμη αυτού του κάποιου
μοιάζει να ξεκινάει από ένα ισορροπημένο
σώμα, που αλλάζει ανεπαίσθητα τη στάση
του για να προταθεί και να προστεθεί
πάνω στο δικό μας σώμα, ακόμα και
διαπερνώντας ένα χοντρό ρούχο, σα να
κόλλησαν δυο μαγνήτες. Αυτή, στην οποία
μπορείς να καταλάβεις αν είναι το δεξί
ή το αριστερό χέρι του κάποιου που σε
αγγίζει και πού βρίσκεται ο αντίχειρας
του άλλου. Ο Άννας κατάλαβε, λοιπόν, πως
ήταν το δεξί χέρι κάποιου που απλωνόταν
στην ωμοπλάτη του και ο αντίχειράς του
“αναπαυόταν” δίπλα στην ραχοκοκαλιά
του.
“Λοιπόν,
Άννα, δε σε «πήρα
χαμπάρι» όταν
μπήκες, αλλά είδα τον μπάρμαν να φέρνει
το ποτήρι με το κρασί. Χαθήκαμε ρε φίλε!
Πώς πάει;”
“Μια
χαρά, Βίκτωρα!” είπε χαμογελαστός.
“Καλά;”
“Ωραία.”
Επανήλθε.
“Τι
γίνεσαι;” ξαναρώτησε, χωρίς να αφήσει
κενά στο διάλογο, σχεδόν πριν ακουστεί
το «Ωραία».
Ο
Άννας ένιωσε πως η ευγλωττία του άρχιζε
να τον παρατά, αφού διαφαινόταν μια
ανάγκη να εξερευνήσει την ποικιλία με
την οποία μπορεί να εκφράσει την καλή
του διάθεση. Ποικιλία που αν καθόταν να
εξερευνήσει ανεπηρέαστος, θα μπορούσε
να «χτενίσει»
και να βάλει στην αράδα απαντήσεις κι
ανταπαντήσεις που θα στοιχειοθετούσαν
ένα ολιγόλεπτο θεατρικό σκετς, αλλά που
δε θα είχε κανένα απολύτως νόημα. Επειδή
όμως το χαμόγελο και η φιλική χειρονομία
του Βίκτωρα στην πλάτη του τόν επηρέαζε,
μη αφήνοντάς τον να αρχίσει ένα παιχνίδι
στο οποίο θα παίζανε δύο, αλλά θα
διασκέδαζε μόνο ο ένας, η πηγή αυτής της
εκφραστικής ποικιλίας στέρευε και τον
έκανε να κομπιάσει. Υποχώρησε, λοιπόν,
ηττημένος σ’ αυτό το παιχνίδι που δεν
τόλμησε να ξεκινήσει καν και διαμόρφωσε
βολικά την κουβέντα:
“Κάθησε,
Βίκτωρα. Έχουμε όντως πολύν καιρό να τα
πούμε. Δεν ήξερα καν αν βρίσκεσαι εδώ ή
όχι...”
“Κάθομαι
ήδη με μια φίλη στο τραπέζι. Θες να έρθεις
να μας κάνεις παρέα;”
“Βεβαίως.
Μήπως, όμως, αν έρθω, θα σας «τη
χαλάσω»;”
“Μπα,
όχι. Ούτε να το σκέφτεσαι.”
Ο
Άννας πήρε το ποτήρι του και κατευθύνθηκαν
προς το τραπέζι. Τα ποτήρια του κρασιού
έχουν κάτι περίεργο όταν τα άγει και τα
φέρει κάποιος. Ενώ φαίνονται καθώς
πρέπει πάνω σε έναν δίσκο, στο χέρι
κάποιου που κινείται, λαμβάνουν μια
άλλη διάσταση. Από τη μια, δε θέλεις να
αγκαλιάσεις με τα χέρια σου τα δοχεία
τους, γιατί δε θέλεις να ζεστάνεις με
το χέρι σου το κρασί, σαν να επρόκειτο
για κονιάκ, από την άλλη, αν τα κρατάς
από την κολώνα τους, δεν τα κρατάς εξίσου
σταθερά για να περάσεις ανάμεσα σε
καρέκλες, σκαμπώ, τραπέζια και ανθρώπους
χωρίς να σου αποσπούν την προσοχή. Για
αυτό, κατασκευάζεις μια νοητή περιφέρεια
τριγύρω τους, την οποία φροντίζεις να
διατηρείς ανεμπόδιστη και χωρίς εισβολές.
Ασυναίσθητα, το ίδιο έκανε και ο Άννας.
Πράγμα που έκανε την κίνησή του τόσο
ανισόρροπη που, όποιος τον παρατηρούσε
να διασχίζει τον χώρο, ούτε που θα
αναγνώριζε σ’ αυτόν τον ίδιο που εισήλθε,
λεπτά μόλις στο μπαρ. Όταν ακούμπησε το
ποτήρι στο τραπεζάκι, ήταν σαν να έβγαλε
από πάνω του έναν μανδύα και να
επανεμφανίστηκε, γνώριμος σε όποιον
τον ήξερε ήδη.
Ο
Βίκτωρας ανέλαβε τις συστάσεις ανάμεσα
στον Άννα και την Γιολάντα και καθήσανε
σχηματίζοντας ένα ορθογώνιο τρίγωνο
γύρω από το μικρό τραπεζάκι, έτσι ώστε
θα έλεγες πως ήταν και κάποιος άλλος
στην παρέα, μα πετάχτηκε κάπου και, χωρίς
να ρωτήσουν, του πήραν την καρέκλα. Η
Γιολάντα, ήταν ντυμένη με ένα πουκάμισο
και ένα μονόχρωμο παντελόνι, από αυτά
που πέφτουν σε μια κάθετη ευθεία και
δίνουν την αίσθηση της ευρυχωρίας.
Παντελόνια που, ίσως γιατί έχουν κάτι
από την ευρυχωρία της φούστας, φτιάχνονται
μόνο για γυναίκες. Ένα ντύσιμο που, ενώ
δε θα το ονόμαζε κανείς πρόχειρο και
καθημερινό, απείχε από αυτό που γενικά
θεωρείται ντύσιμο για έξοδο. Μια αίσθηση
που κατά κάποιο τρόπο αντανακλούσε και
ο Βίκτωρας με το ντύσιμό του.
“Λοιπόν,
Βίκτωρα, με τι ασχολείσαι αυτή την
περίοδο; Μένεις ακόμα εδώ ή έχεις φύγει;”
“Μπα,
έχω αφήσει την παλιά μου γειτονιά και
μένω στην πόλη. Είμαστε με τη Γιολάντα
εδώ επειδή είδαμε έναν χώρο εδώ κοντά
που πρόκειται να αλλάξει χρήση και πριν
γυρίσουμε πίσω, κάναμε μια στάση για
ένα ποτό και χαλάρωση.”
“Καλά
κάνατε.” Παρατήρησε ο Άννας συγκατανεύοντας.
“Όταν δουλεύεις όλη μέρα, αν δε στριμώξεις
στο πρόγραμμά σου κάποιες στιγμές
προσωπικού χρόνου, δε χαλαρώνεις ποτέ.”
“Εγώ,
με το πρόγραμμά μου, δε χαλαρώνω ποτέ.
Ούτε στο σπίτι! Από το πρωί ως το βράδυ,
και νά ‘θελα να κάνω αλλιώς, χτυπάνε τα
τηλέφωνα.”
“Καλά,
άσε τη δουλειά,” ανταπάντησε ο Άννας,
μασκαρεύοντας την δυσαρέσκειά του με
ένα χαμόγελο, “πήγες πουθενά τελευταία;
Άκουσες τίποτα; Είδες κανέναν ή τίποτα
ενδιαφέρον;”
Εδώ,
εισέβαλε στην συζήτηση η Γιολάντα:
“Να
σας πω εγώ για έναν ενδιαφέροντα μουσικό
που άκουσα πρόσφατα. Το όνομά του είναι
Μαντιάρ Αγχατζανί. Ένας «πιτσιρικάς»
από την Περσία, που ζει τελευταία στο
Παρίσι και ασχολείται με την ηλεκτρονική
μουσική. Είναι από τους λίγους του είδους
που μπορώ να ακούσω, χωρίς να νιώθω πως
προσπαθεί να φτιάξει κάτι καινούργιο.
Περισσότερο φαίνεται να κινείται μέσα
σε προσωπικά, καινούργια –για εμάς
μόνο– μονοπάτια. Λιγότερο προσπάθεια,
δηλαδή και περισσότερο έκφραση ευχέρειας.
Ή «ευχέρεια
έκφρασης», αν
προτιμάτε. Δεν ξέρω αν αυτό το είδος
είναι κάτι που σας αρέσει, αλλά νομίζω
πως μπορεί, στις κατάλληλες συνθήκες,
να ακουστεί από τους πάντες.”
“Μήπως
είχες κάτι να κάνεις με το τριπ-χοπ
τραγούδι που έπαιζε νωρίτερα;”
“Απλά
έριξα μια ιδέα στον ντισκ-τζόκεϋ.”
“Εσύ
την έριξες και αυτός την έπιασε.”
“Ε,
σε τέτοιες περιπτώσεις, το έργο είναι
«συλλογικό».”
Αυτό
το μικρό και αβλαβές παιχνίδι γύρω από
τις λέξεις, η παιγνιώδης διάθεση πίσω
από την ανταλλαγή του λόγου, έκανε τον
Άννα να φανταστεί τον λόγο σαν ένα
κουβάρι νήματος, που περνούσε από τα
χέρια του στα χέρια της Γιολάντας και
ξετυλιγόταν. Φαντασιώθηκε πως ένα γατί
παραμόνευε (ο τέταρτος της παρέας, ίσως)
με τα μάτια του καρφωμένα διαρκώς και
αδίψαστα στο κουβάρι. Κι όταν πάψανε να
παίζουν μεταξύ τους, με ένα ίχνος
χαμογέλου στα μάγουλά τους, όρμηξε και
πήρε το κουβάρι που τους γλίστρησε στο
πάτωμα και άρχισε με μανία να το κυνηγά
να το γρατζουνά με τα νύχια και με τα
δόντια του, απλώνοντας το από άκρη σε
άκρη. Αν και, μέσα στο μυαλό του, το γατί
συμβόλιζε κάτι από τη Γιολάντα (ίσως
αυτή η παιγνιώδης διάθεση), στον λιγοστό,
υποθετικό χρόνο κατά τον οποίο το νήμα
απλωνόταν και το κουβάρι έφθινε, ο νους
του σχηματοποιούσε τη γυμνή εικόνα της,
που δεν γνώριζε, αλλά (ακριβώς για αυτό)
ακόμα πιο πολύ επιθυμούσε να περιγράψει
και να σκιαγραφήσει.
“Η
Γιολάντα ακούει όλο τέτοιου είδους
μουσικές.” Προσέθεσε με προθυμία ο
Βίκτωρας και διατηρώντας τον ρυθμό στον
διάλογο. “Έχω μπει στο αμάξι της και
απορούσα πώς ασχολείται κι ακούει τέτοια
πράγματα. Είναι από αυτούς που δεν ακούν
καθόλου ραδιόφωνο. Αναρωτιέμαι πού
βρίσκει τον χρόνο. Κι εμένα μου αρέσει
η μουσική. Μ’ αρέσει ο Τσαϊκόφσκι, ο
Μότσαρτ ή ο... Σούμαν. Αλλά δε μπορώ να
ακούω κάθε ώρα και στιγμή.”
“Δεν
είναι έτσι, Βίκτωρα. Βεβαίως ακούω
ραδιόφωνο. Δεν ακούω τις ειδήσεις, όμως.
Ούτε τις αθλητικές εκπομπές. Επιλέγω
τις εκπομπές που με ενημερώνουν για τη
μουσική που κυκλοφορεί αυτή την περίοδο.
Η
μουσική είναι ένα πράγμα που με ενδιαφέρει.
Το είπαμε και πριν, αν δεν την βάλεις
στο πρόγραμμα, ιδίως με τους ρυθμούς
μας, να γυρίζουμε από μια αυτοψία αργά
το απόγευμα, ή το βράδυ πολλές φορές,
τότε πάει, την έχασες. Σαν όλα τα άλλα
ενδιαφέροντά μου, λοιπόν, τη στριμώχνω
σ’ όποιο κενό χρόνο μπορώ. Στο δρόμο
για τη δουλειά, στο γραφείο, με ακουστικά,
όταν μπορώ να κάνω ακόμα κι αυτό... Δε
μπορείς να πεις «θα
ακούσω μουσική στον ελεύθερό μου χρόνο»,
γιατί δεν υπάρχει αυτός ο χρόνος. Αλλά
ακόμα κι όταν βρεθεί, η μουσική θα πρέπει
να μπει σε μια ουρά μακρύτερη από αυτές
στα γραφεία εύρεσης εργασίας. Η λύση,
λοιπόν, αφού μπορώ να ακούω μουσική με
την οδήγηση, το φαγητό, τη διασκέδαση ή
τη δουλειά, είναι να ακούω μουσική όποτε
μπορώ. Να κάνω τη μέρα μου λίγο καλύτερη
με τη μουσική.
Όταν
ακούς πολλή μουσική, δε μπορεί να μένεις
στάσιμος. Μετά από τον Σούμαν θα πας
στον Ρίμσκι-Κόρσακοφ,
στον Έρικ Σατί, στον Ίγκορ Στραβίνσκι,
στον Άρνολντ Σέμπεργκ, στον Τζων Κέιτζ
και πάει λέγοντας. Κι αυτή η διαδρομή,
που θα μπορούσε να είναι τόσο διαφορετική
στα παρακλάδια της, είναι μόνο ένα
παράδειγμα. Δεν περιλαμβάνει τα καθημερινά
ερεθίσματά μας, ούτε τις μουσικές που
αγαπούσαμε έφηβοι, μόνο και μόνο γιατί
ήμασταν κι εμείς νέοι σαν αυτές, ή σαν
τους μουσικούς που τις παίζαν.
Υπήρχαν
νέοι που ακούγαν τον Έλβις Πρίσλεϊ γιατί
αυτή ήταν η «νέα»
μουσική τότε και οι νέοι σήμερα ακούν
τη «νέα»
μουσική για τον ίδιο λόγο. Ούτε για το
ότι είναι ωραιότερη να την ακούς από
κάποια άλλη, ούτε γιατί θα την ακούν σε
δέκα χρόνια. Επειδή είναι επιτυχία.
Δεν
έχουμε όλοι την ίδια αγάπη για τη μουσική,
μα εγώ θα απορούσα πώς βρίσκεις το
κουράγιο να ακούς μόνο Τσαϊκόφσκι,
Μότσαρτ και Σούμαν, ας έχουν παρέα τους
όλη τη διάσημη κομπανία τους, δυο και
τρεις αιώνες πριν.”
Αξίζει,
αν κανείς ασχολείται με την παρατήρηση,
εξωστρεφή ή εσωστρεφή, να διερευνά
τρόπους με τους οποίους μπορεί να
χρησιμοποιεί την έννοια χρόνου ως
εργαλείο παρατήρησης. Βεβαίως, ο χρόνος
πάντα θα είναι αναπόσπαστος παράγοντας
της διαδικασίας της παρατήρησης, αφού
ελλείψει αυτού, δεν υπάρχει κίνηση και
εξέλιξη στο φυσικό περιβάλλον. (Υπό μία
έννοια, δεν υπάρχει αντικείμενο προς
παρατήρηση.) Ενώ, για την μέτρηση της
κίνησης, της αλλαγής, της εξέλιξης κ.ο.κ.
συλλάβαμε, εκτός των άλλων, αυτή την
πολυπρόσωπη έννοια και ανακαλύψαμε,
επιπλέον, μέτρα και σταθμά για να την
διαιρούμε στο ελάχιστο και να την
εξαπλώνουμε προς την αιωνιότητα, ακόμα
κι αν, κατά περίσταση, τα αγνοούμε για
να σκαρφιστούμε άλλα, παράδοξα και
αυτοαναφορικά. Ωστόσο, αυτό που εξετάζεται
εδώ δεν έχει να κάνει με τη μέτρηση του
χρόνου, το λεπτό και την ώρα σαν μέσα
μέτρησης του χρόνου που μεσολάβησε από
μια κατάσταση ως την άλλη, αλλά το γεγονός
του ότι, από τη στιγμή που θα συμπεριλάβει
κάποιος στη συνείδησή του το χρόνο, θα
μπορεί, χάριν της παρατήρησης, να
απομονώσει την κατάσταση που κυριαρχεί
στιγμιαία, ώστε να επισημάνει και να
περιεργαστεί αυτά τα φευγαλέα φαινόμενα
που –χωρίς το νοητό σταμάτημα της ροής
τού χρόνου– θα έμεναν ανεξιχνίαστα. Αν
διακόψουμε, λοιπόν, τη ροή του χρόνου
ετούτη ακριβώς τη στιγμή, αν ενεργοποιήσουμε
αυτό το «στοπ της συνειδητότητας» για
να εξετάσουμε τον Άννα, θα ανακαλύψουμε
πως διαφάνηκε εντός του μια απάντηση
στο ζήτημα που τον απασχολεί.
Σε αυτή την αφηγηματική πραγματικότητα
των παρομοιώσεων και
του φανταστικού, οι
σκιές που τον προφτάσανε στο βάδην προς
το μπαρ, καθόντουσαν όλες μαζί σταυροπόδι,
βαμμένες κόκκινες, πράσινες και μπλε
από τον φωτισμό του μπαρ, σ’ αυτή την
τέταρτη καρέκλα του τραπεζιού (που
επίσης δεν υπήρχε)
και υψώναν το ποτήρι του κρασιού για να
πιουν στην υγειά η μια της άλλης. Ο Άννας,
θα μπορούσε να σηκωθεί την ίδια
στιγμή και να επιστρέψει στο σπίτι του,
βέβαιος πως αυτή η μικρή έξοδος δεν τον
έβγαλε μόνο από αυτό, αλλά του έδειξε
και τον δρόμο για να βγει από ένα τέλμα
αμφιβολίας.
Αν,
εκτός από τον Άννα, αδράξουμε την ευκαιρία
αυτής της στάσης του χρόνου για να
παρατηρήσουμε και τον Βίκτωρα, θα βρούμε
να συσσωρεύεται εντός του το πολεμικό
μένος κατά τούτης της παύσης που απλώνει
τα σκέλη της πάνω στο τραπέζι με τα ποτά
τους. “Βρίσκω το κουράγιο, καλή μου
Γιολάντα, γιατί το δικό μου μουσικό
κριτήριο δεν έχει γίνει ένας κουβάρι
από διαφορετικά πράγματα. Διαμορφώθηκε
με την υποστήριξη ενός μεγάλου γνώστη
της μουσικής, που έπαιζε μουσική και ο
ίδιος. Ενός δασκάλου μου, στον οποίο
χρωστάω πολλά. Ο Άννας τον γνωρίζει και
βρίσκεται ευτυχώς εδώ για να επιβεβαιώσει
τα όσα σου λέω, γιατί ήταν και δικός του
δάσκαλος, εκτός από πατέρας.
Έτσι
δεν είναι Άννα;
Αλήθεια,
δε μου είπες, τι κάνει ο πατέρας σου;”
“Είναι
καλά, Βίκτωρα. Αλλά η συνταξιοδότηση
τον έχει πτοήσει. Δεν έχει τα ενδιαφέροντα
και τα κίνητρα που είχε όσο δούλευε. Κι
αυτό τον έχει αλλάξει.
Κοίτα,
Βίκτωρα, χάρηκα που σε ξαναείδα, Γιολάντα,
χάρηκα για τη γνωριμία, αλλά έχω να
ετοιμάσω κάποια πράγματα απόψε, πριν
πέσω για ύπνο και θα πρέπει να... οργανωθώ
για να τα καταφέρω.
Ελπίζω
να σας ξαναδώ.” Είπε, προσπαθώντας εκ
των υστέρων να περιορίσει την εντύπωση
του δημιούργησε το βλέμμα του, όταν
στράφηκε ασυναίσθητα προς τη Γιολάντα
στο τέλος της φράσης του.
Ο
Βίκτωρας, θέλησε να τον κρατήσει λίγο
ακόμα στην παρέα, λέγοντάς του,
αστειευόμενος, πως θα πρέπει να μείνει
και να τον βοηθήσει να τον υπερασπιστεί,
εν όψει αυτής της άνανδρης επίθεσης,
σοφιζόμενος πως κάθε επίθεση προερχόμενη
από γυναίκα είναι άνανδρη εξ ορισμού.
Ήταν όμως ξεκάθαρο και στον Βίκτωρα το
γεγονός πως η προσοχή του Άννα ξέφευγε,
ακόμα και σε αυτά τα αστεία που
απευθυνόντουσαν στον ίδιο. Έδωσαν μια
κούφια υπόσχεση να τα πουν ξανά, ίσως
να ξαναπερνούσε ο Βίκτωρας, όπως παλιά,
να δει και τον πατέρα του Άννα στο σπίτι
και χωρίστηκαν.
Έκλεισε
την βαριά πόρτα του μπαρ με την ξύλινη,
ταλαιπωρημένη επένδυση, αποκλείοντας
το “μέσα” από το “έξω” με έναν τόσο
στεγανό τρόπο, που αυτή η ξαφνική
αποσιώπηση του έφερε στον νου εικόνες
από τεράστια χρηματοκιβώτια και απόρθητα
κρησφύγετα που φυλάσσουν ανά περίσταση
τα εντός από τα εκτός ή τα εκτός από τα
εντός. Για μια στιγμή, ένιωσε την παρόρμηση
να ακουμπήσει το αυτί του στην πόρτα,
για να δει αν έτσι ακούγεται η μουσική
που έπαιζε μέχρι μια στιγμή μόλις πριν.
Δεν το έκανε όμως. Με μια αίσθηση ότι το
“μέσα” ήταν σαν μια φούσκα απόκοσμη,
σαν ένα λαγούμι που δεν προσβάλλει την
εικόνα του τοπίου από τη μια, αλλά
εμπεριέχει κάτι τόσο αλλόκοτο, παράξενο
και μυστήριο, που μόνο η πραγματικότητα
–όχι η ανθρώπινη φαντασία– θα μπορούσε
να τα συνταιριάξει έτσι αδιόρατα.
Ο
ψυχρός αέρας, τώρα φάνηκε πιο σκληρός
στα –ακόμα ζεστά από το κρασί– μάγουλά
του, αλλά ο Άννας αδιαφόρησε και άναψε
αφηρημένος ένα τσιγάρο. Αυτή η επιθυμία
να παραχώσει κάποιος τις αγαπημένες
του ασχολίες ανάμεσα στην κάθε μέρα,
αυτή η άσβεστη φροντίδα της ζωής, της
ταυτότητας του ανθρώπου που κοιτάζει
μπροστά και διακρίνει τα όσα αλλάζουν
και τα όσα έχουν μείνει απαράλλακτα,
αυτή η συνείδηση, δε μπορεί αυτή τη
στιγμή παρά να του θυμίζει τους δαίμονες
της αδελφής του. Το περπάτημά του έμεινε
σταθερό, με ένα κάπως έντονο χτύπημα
της φτέρνας στην επαφή με το πεζοδρόμιο.
Ένα μέσο να φτάσει επιτέλους στο σπίτι
του, μια ανυπομονησία να τελειώσει η
διαδρομή και κάτι σαν παιδιάστικη
εκδίκηση σ’ όλον αυτό το δρόμο που
καμμία όρεξη δεν είχε να παίρνει και να
αφήνει αυτή την ώρα. Όπως περπατούσε
σταθερά και έντονα και ξεφυσούσε
κάθε τόσο τον καπνό από το τσιγάρο του,
φάνταζε λίγο σαν μηχανή τραίνου χωρίς
βαγόνια, που ετοιμάζεται να καταφύγει
στην άκρη ενός σταθμού, να σταματήσει,
να σβήσει τα φώτα της και να παραμείνει
εκεί, ακέφαλη πια, αφήνοντας τον κινητήρα
της να ακτινοβολήσει όλη τη συσσωρευμένη
θερμότητα της στο σκοτάδι της νύχτας.
Ο Άννας, χωρίς καλά-καλά να το
συνειδητοποιήσει, είχε φτάσει στο σπίτι,
είχε ακουμπήσει στον τοίχο τού δωματίου
του και υπολόγιζε το πώς το επόμενο πρωί
θα φρόντιζε να βρει τη Δάφνη.