Ο Άννας είχε ρυθμίσει το ξυπνητήρι να χτυπήσει στις εφτά παρά είκοσι, ώστε να έχει κοιμηθεί αρκετά, αλλά να προλάβει να φτάσει ανάλογα νωρίς στην αδελφή του, γιατί ξημέρωνε Σάββατο και δεν ήξερε αν θα την προλάβαινε στο σπίτι της ή αν θα είχε κανονίσει κάτι που θα τους χαλούσε τη συνάντηση. Επιπλέον, δεν ήξερε αν εργαζόταν τα Σάββατα. Δεν ήλεγξε καν εκ των προτέρων αν τα δρομολόγια τού τραίνου θα συμμαχούσαν με την παρόρμησή του. Δεν κοιμήθηκε κατευθείαν. Για κάποια παράλογη αιτία, του πέρασε από τον νου πως, στη σύντομη διαδρομή που θα έκανε, υπήρχε η πιθανότητα εκτροχιασμού του τραίνου και, ενώ γνώριζε πως αυτό δεν ήταν τίποτα παραπάνω από ένα παιχνίδι του μυαλού του, πέρασε λίγη ώρα ξαπλωμένος και με το φως σβηστό φαντασιωνόταν μια σιδηροτροχιά που είχε ξεκολλήσει από τους στρωτήρες και –πέρασμα με το πέρασμα– θα αύξανε το εύρος ανάμεσα σ’ αυτή και την αντίστοιχη απέναντί της (μόλις δεκαοκτώ χιλιοστά τού φάνταζαν αρκετά για την πτώση1) περιμένοντας το κρίσιμο πέρασμα, το επόμενο, το πέρασμά του... Έβαλε με το νου του κάποιες σκοτεινές και αποτρόπαιες φιγούρες να αποκόπτουν, κρυμμένες από τα άγρια μεσάνυχτα και τη συννεφιά, το βαρύ, πολύτιμο μέταλλο, χωρίς μια έγνοια καν για το κενό που άφηναν πίσω τους να γεμίσει με τα κατακρεουργημένα κορμιά των ανυποψίαστων επιβατών. Σκιαγράφησε το πρόσωπο τού ενθουσιασμένου μηχανοδηγού που θα δοκίμαζε αυτή τη μέρα να αυξήσει μια ιδέα την ταχύτητα του συρμού και την στιγμιαία γκριμάτσα τρόμου στο ξάφνιασμα της ανατροπής. Ένας κυκεώνας συμπαράσυρε το νου του, ίσως στη γεύση και τη μυρωδιά του κόκκινου κρασιού, τον οποίο αναγνώριζε σαν ξένο και σαν κούφιο, αλλά δε μπορούσε σε μια στιγμή να εξευμενίσει. Παρ’ όλα αυτά, δεν πέρασε πολύς χρόνος ώσπου να κοιμηθεί. Ούτε πέρασαν πολλές ώρες ωσότου να πρώτο-ξυπνήσει, χωρίς –συνειδητή ή μη– αίσθηση του τι ώρα είναι: δυο λεπτά πριν χτυπήσει το ξυπνητήρι ή νύχτα αχάραγη ακόμα. Το «εσωτερικό ρολόι» του είχε πέσει σε λήθαργο εκείνο το βράδυ. Άνοιξε τα μάτια του και γύρισε για να ρίξει μια ματιά στο ρολόι, για να δει πως ήταν μόλις πέντε. Απήλαυσε την επιστροφή στον ήσυχο και βολεμένο ύπνο, για να επαναλάβει στις πέντε και μισή και στις έξι παρά είκοσι, την τελευταία φορά όμως, η επιστροφή δεν ξεπέρασε το κατώφλι του ύπνου. Ένα κομμάτι της συνείδησής του έμεινε να απολαμβάνει στην αρχή, να αναμένει στη συνέχεια και να τον εγείρει εν τέλει, ψυχή τε και σώματι. Δε θα έδινε μάχη ξανά για λίγο ακόμα ύπνο. Ο δρόμος τον περίμενε και ο υπναπάτης φόβος, ανίσχυρος πια, είχε για πάντα λησμονηθεί. Άναψε το φως και άρχισε να ντύνεται. Άνοιξε κατόπιν την κουρτίνα, για να δει το ρόδινο φως της αυγής να καταλαμβάνει, λεύγα με τη λεύγα, τον ορίζοντα. Τόσο αναζωογονητικό πρώτο πρωινό θέαμα και τόσο χαλαρωτικό τελευταίο βραδινό.
Όταν ο Άννας μπήκε στην κουζίνα, βρήκε τον πατέρα του, φρεσκοξυρισμένο, φορώντας τη ρόμπα του, να στέκεται πάνω από το μάτι της κουζίνας και να ανακατεύει τον καφέ μέσα στο μπρίκι, αχνοφωτισμένος από τη μια, από το παράθυρο πάνω από τον νεροχύτη και από την άλλη, από μπροστά, από το αδύναμο φως τού απορροφητήρα, που άφηνε στη σκιά το πρόσωπο, το λαιμό και τους ώμους, ή για την ακρίβεια τον έναν ώμο, τον αριστερό, που δεν ήταν στραμμένος προς το παράθυρο. Φορούσε ήδη τα γυαλιά του, που –εξ αιτίας της στιλπνής επιφάνειάς του σκελετού τους– αντανακλούσαν και το ελάχιστο φως, κάνοντάς την παρουσία τους ορατή, παρά το ότι βρίσκονταν στο σκότος και προκαλούσαν μια αμηχανία στον Άννα, που εδώ και χρόνια, όταν ο πατέρας του έβαλε στην άκρη τα γυαλιά του με τον κοκκάλινο σκελετό, δε μπόρεσε κι αυτός να κάνει το ίδιο και μέσα του: ο σκελετός των γυαλιών τού πατέρα του ήταν και είναι κοκκάλινος και ό,τι άλλο φοράει παρεκκλίνει των κανόνων και της ορθής απεικόνισής του. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, διαφοροποιούμενος από την ορθή κατά τον Άννα παρουσία του, ο ίδιος ο πατέρας του παρεκκλίνει της ορθής αντιπροσώπευσης τού εαυτού του. Αν η συμπεριφορά του, δε, δεν παρέμενε η ίδια και η αυτή στη στάση, στο κράτημα και στην ανάδευση τού κουταλιού μέσα στον καφέ, στη συνήθεια του ξυρίσματος από το λυκαυγές, δε θα χρειαζόταν πολλές αφορμές ακόμα για να καταφύγει στην αστυνομία και να αποπέμψει αυτό τον απατεώνα από το σπίτι τού πατέρα του!
“Τι συνέβη; Δεν το συνηθίζεις να σηκώνεσαι νωρίς εσύ. Αν ήταν για ψάρεμα, θα είχες φύγει ήδη, θα πας για κυνήγι λοιπόν, ή θα μοιράσεις τις πρωινές εφημερίδες του Σαββάτου;”
Ο πατέρας του, Έκτορας, ήταν ο υπαίτιος για τη συγκεκριμένη αίσθηση του χιούμορ που διακατείχε τον Άννα. Η μητέρα του, Ζωή, ήταν χαρούμενος άνθρωπος, αλλά δε στηριζόταν στο χιούμορ για αυτό. Το χιούμορ, λειτουργεί σαν ένα κουβάρι, το οποίο έχεις φτιάξει τυλίγοντας το νήμα της σκέψης γύρω από μία εικόνα. Προσφέρεις την άκρη του νήματος και, αν ο δέκτης το ξετυλίξει, θα φτάσει στην εικόνα κατά το δοκούν, αν το νήμα σπάσει, η εικόνα θα χαθεί, το ξετύλιγμα θα χάσει το νόημά του. Η δεινότητα στο «τύλιγμα» τού χιούμορ, λοιπόν, είναι να χρησιμοποιήσεις μια ενδιαφέρουσα εικόνα, ώστε να νιώσει πως επιβραβεύτηκε ο δέκτης από τον τελικό του προορισμό, αρκετό νήμα, για να γίνει ένα παιχνίδι η διαδρομή ανάμεσα στους συλλογισμούς και αρκετά ισχυρούς δεσμούς ανάμεσα στις ίνες του νήματος, μια καλλίρροο ακολουθία σκέψεων που θα οδηγήσει ασφαλώς στην εικόνα. Όσο λεπταίνει το χιούμορ, τόσο πιο λεπτεπίλεπτο γίνεται το νήμα και τόσο λιγότερο αποτελεί έργο του ενός. Αν το χιούμορ είναι προϊόν και πηγή σκέψης, αναζήτησης και παιχνιδιού, η πιο λεπτή έκφρασή του δεν αδιαφορεί απέναντι σ’ αυτόν που το αναγνωρίζει, παρά τον κάνει, με τις ιδιαιτερότητες και τον κοινό τους τόπο, συνένοχο και συν-δημιουργό. Αν η εικόνα που είναι φυλαγμένη στο χιούμορ είναι οικουμενική, δε, μπορεί κανείς να τυλίξει δυο, και τρία, και παραπάνω ακόμα νήματα γύρω από αυτή. Η Ζωή πάντα προσέφερε τις εικόνες και τις ιδέες της λιτά, αδιάκριτα, ανενδοίαστα. Ο Έκτορας, ενώ είναι πιθανό να μην το είχε παραδεχτεί ποτέ στον εαυτό του, περίμενε να αξιωθούν οι άλλοι όσα είχε να τους δώσει.
“Σηκώθηκα νωρίς για να πάω στην πόλη σήμερα. Θέλω να φτάσω πριν μεσημεριάσει, να μη χάσω όλη τη μέρα στο τραίνο.”
“Άλλη μια πρωτοτυπία. Συνήθως παραγγέλνεις να σου στείλουν εδώ ό,τι θέλεις.”
Είπε, την ίδια ώρα που σήκωνε το μπρίκι από το μάτι και γέμιζε το φλιτζάνι του με καφέ, υψώνοντας και χαμηλώνοντάς το. Όχι υπερβολικά, για φιγούρα. Περισσότερο σαν μια συνήθεια που το έσκασε από την τάξη της συνείδησης και τώρα τρέχει ανεξέλεγκτη στην αυλή της πρωινής του καθημερινότητας.
“Είναι επειδή είναι Σάββατο; Δε θέλεις να περιμένεις να στο στείλουν τη Δευτέρα;”
Πάνω στην ιεροτελεστία της προετοιμασίας του καφέ, ο πατέρας του διατηρούσε το ενδιαφέρον του στην κουβέντα, αλλά δεν κατάφερνε να αποκολλήσει το βλέμμα του από το φλιτζάνι, το οποίο κρατούσε τώρα με τα δυο δάκτυλα από το χερούλι του, με το πιατάκι του να το υποστηρίζει, έχοντας το άλλο χέρι από κάτω του και κάνοντας μια καμπύλη προς το τραπέζι της κουζίνας, την οποία ακολουθούσε με το κεφάλι του, καταλήγοντας σε μια φιλόστοργη στάση πάνω από αυτό.
“Όχι, δεν πάω για να αγοράσω τίποτα. Πάω να βρω τη Δάφνη.”
Ο πατέρας ακούμπησε το φλιτζάνι και το πιατάκι του στο τραπέζι και πριν γυρίσει για να πιάσει το ποτήρι με το νερό, πρόλαβε να σηκώσει στιγμιαία το βλέμμα του, για να κοιτάξει πάνω από τα γυαλιά του, με ορθάνοιχτα μάτια το γιο του. Έξω από αυτό το φευγαλέα έκπληκτο βλέμμα, τίποτα δεν άλλαξε, παρά το τι περίμενε ο Άννας. Ακούμπησε και το νερό στο τραπέζι και του έκανε ένα νόημα, δείχνοντας την μεθεπόμενη καρέκλα στο πλάι του. “Δε θα φας τίποτα πριν; Δεν είναι καλή ιδέα να ταξιδεύεις εντελώς νηστικός. Ή μάλλον, είναι εξίσου κακή ιδέα με το να ταξιδεύεις παραφαγωμένος.” “Θα πιω ένα τσάι. Δε θέλω να φάω κάτι, θα φάω όσο και όταν το νιώθω αναγκαίο.”
Έπιασε την τσαγιέρα, της έβαλε νερό (μια κούπα πάνω-κάτω) και την απόθεσε στο μάτι της κουζίνας, γυρνώντας ξανά προς τον πατέρα του. Ο Έκτορας, με τη σειρά του, περιστράφηκε λίγο πάνω στην καρέκλα του, αναγνωρίζοντας κατ’ αυτό τον τρόπο πως απευθύνει το λόγο στον Άννα και σκύβοντας ελαφρά προς το πάτωμα, έτσι που, ούτε το φλιτζάνι του κοιτούσε, ούτε το τραπέζι, ούτε το πάτωμα, δίνοντας μια αίσθηση πως μπορεί αυτό να είναι ένα παραμιλητό, του είπε:
“Κοίταξε, φαντάζομαι πως έχεις όλα αυτά τα χρόνια σχηματίσει την εντύπωση κάποιου είδους έχθρας μεταξύ εμού και της αδελφής σου. Δεν είναι έτσι. Το να απομακρυνθούμε, ήταν η λύση σε ένα... δυσεπίλυτο πρόβλημα, η οποία ήρθε ως φυσικό επόμενο και –ενώ δεν ευχαρίστησε κανέναν μας– ίσως ήταν το βήμα που θα ανάγκαζε την αδελφή σου μέσα από τις δυσκολίες που σίγουρα θα αντιμετώπιζε, να επανεξετάσει τις επιλογές της.” Ο Έκτορας κόμπιαζε, δείχνοντας πως ζύγιζε προσεκτικά τα λόγια του πριν τα ξεστομίσει, ενώ ο τόνος του άρχισε να δίνει την εντύπωση πως δίδασκε μια οικουμενική αλήθεια, της οποίας η σημασία ήταν ζωτική και θα ήταν επιβεβλημένο κάθε λεπτομέρεια της να γίνει ξεκάθαρη, αντιληπτή και ο μαθητής να την τοποθετήσει στην ίδια κατηγορία με τις κρίσιμες αρχές, όμοιες με την αρχή να μη χώνει το πιρούνι στην πρίζα. Είχε μια έκκληση μαζί και έναν έντονο τονισμό, όπως αν έλεγε: «Αν δε μπείτε στις βάρκες, θα βουλιάξετε μαζί με το πλοίο». “Η πείρα, είναι ο καλύτερος δάσκαλος, ο καλύτερος... νουθετητής. Κι ενώ στην αρχή της ζωής σου έχεις τους γονείς να σε προστατεύσουν, να σου επισημάνουν τις κακοτοπιές, αν αρνηθείς την κηδεμονία τους, αν επιβάλεις την χειραφέτησή σου, μόνο αυτή, μόνο οι συνεχείς προσπάθειες και οι αποτυχίες θα μπορέσουν να σου δείξουν, να σε κάνουν να ξεχωρίσεις το όφελος από τη ζημιά.
Η αδελφή σου ήρθε σε ένα σημείο, μας έφερε όλους σ’ αυτό, δηλαδή, όπου αρνούνταν την πραγματικότητα, αρνούνταν και όποιον τής την επεσήμαινε. Έπρεπε να επιλέξω, ή θα έπρεπε να σταθώ και να παρακολουθώ την πτώση και την κατάντια τού παιδιού μου, την οποία εγώ ο ίδιος θα στήριζα και θα συντηρούσα με την ανοχή μου, τη σιωπή μου, ή θα έπρεπε να την κάνω να δει όσα είχε –συνειδητά ή ασυνείδητα– επιλέξει να κουκουλώσει. Διάλεξα τον δύσκολο δρόμο. Προτίμησα να χάσω την εκτίμησή της, παρά να την καταδικάσω. Και, αν ακόμα δε θέλει να επικοινωνήσει, να παραδεχτεί τα λάθη της και να ζητήσει συγχώρεση, είμαι πεπεισμένος ότι οφείλεται σ’ αυτό το ίδιο πείσμα και τον εγωισμό που την κατέστρεφε πάντα, όχι στο ότι δε μπόρεσε να δει τελικά την αλήθεια.
Αν ήθελε, θα ήμασταν οικογένεια ξανά. Αν θελήσει, δεν είναι αργά, μπορούμε να ξαναγίνουμε. Όταν τη δεις, πες της το!”
Είπε, και χτύπησε δυο φορές τον δείκτη από το δεξί του χέρι στο τραπέζι, τονίζοντας τα δυο μέρη της τελευταίας πρότασής του και παίρνοντας δύναμη να σηκώσει το κορμί και το βλέμμα του προς τον Άννα στο δεύτερο χτύπημα. Το στόμα του είχε μείνει με αποτυπωμένο το όμικρον της τελευταίας λέξης και τα μάτια του κοιτούσαν έντονα. Έμεινε σ’ αυτή τη στάση για λίγα δευτερόλεπτα, σαν να περίμενε κάποιου είδους αντίδραση, η οποία δεν ήρθε. Σήκωσε το δάκτυλό του από το τραπέζι, αφήνοντας το βάρος να επαναφέρει το (αισθητό όταν ήταν καθιστός) σκέβρωμα τού κορμιού του, γύρισε ελαφρά προς τον καφέ του και ήπιε αθόρυβα μια γουλιά.
Ο Άννας σήκωσε την τσαγιέρα και έριξε το ζεστό νερό στην κούπα μέσα από το σουρωτήρι με το τσάι. Κάθησε στο τραπέζι, ήπιε μια γουλιά και κοίταξε ξανά τον πατέρα του. Ήταν ξεκάθαρο για αυτόν πως ο πατέρας του περίμενε μια αντίδραση όταν ξεστόμισε την τελευταία του λέξη, αλλά δεν ήταν βέβαιος για το αν την επιθυμούσε κιόλας. Αν θα ήταν η σιωπή του που θα τον παρηγορούσε, εκλαμβάνοντάς την ως αποδοχή ή συμφωνία ή ίσως υποταγή, αν αποζητούσε μια έκφραση επιβεβαίωσης, μια επικρότηση, ή αν, εν τέλει, βαθιά μέσα του αναζητούσε κάτι –οτιδήποτε– για να ταΐσει αυτό το εφήμερο πάθος, ώστε να το κρατήσει ζωντανό. Κοίταξε προς το φλιτζάνι του, θέλοντας να αποφύγει κι αυτός το βλέμμα του πατέρα του. Πρόσδιδαν, πατέρας και γιος, στη συνομιλία τους μια αίσθηση απουσίας, αν μπορεί να περιγραφτεί έτσι. Απηύθυναν το λόγο ο ένας στον άλλο, σαν να ήταν ο άλλος απών. Σαν να είχε ο άλλος πεθάνει και να μιλούσαν στο πνεύμα του, εξομολογούμενος ο καθένας, ό,τι δε μπόρεσε ή δεν ήθελε να πει στον άλλο όσο ζούσε. Ένας διάλογος μεταξύ φαντασμάτων. Ενδεχομένως να μην απηύθυναν καν το λόγο ο ένας στον άλλο, αλλά σε όλους τους άλλους. Ίσως, αυτό που περίμενε ο Έκτορας, όταν τελείωσε τα λόγια του, να ήταν η ανάσταση των νεκρών του. “Για την ώρα,” έσπασε τη σιωπή ο Άννας, “δεν ξέρω καν αν θα τη βρω. Η διεύθυνση που έχουμε είναι παλιά. Αν τη βρω, θα κοιτάξω να μάθω τα νέα της και το πώς είναι η ζωή της. Αν η συζήτηση μου το επιτρέψει, θα της το μεταφέρω, αλλά δε θέλω να πιέσω καταστάσεις.”
Σήκωσε από το τραπέζι την κούπα του και την ξέπλυνε στο νεροχύτη, κατόπιν έπλυνε την τσαγιέρα, αφήνοντας τα δάκτυλά του πίσω από το σφουγγάρι ή χωρίς αυτό να ψηλαφήσουν τις εσωτερικές καμπύλες και γωνίες της, τις αθέατες μεριές της, που ήξερε πως μοιάζανε με τις εμφανείς, αλλά διατηρούσαν παρ’ όλα αυτά ένα μυστήριο. Η ανατολή είχε χάσει το ρόδινό της χρώμα και το φως που έμπαινε από το παράθυρο άρχισε να αποκαλύπτει τις λεπτομέρειες στα σχήματα και στις μορφές της κουζίνας. Ο Άννας καλημέρισε, βγήκε από την πόρτα της κουζίνας και στράφηκε να προχωρά προς τον σταθμό. Ο Έκτορας σήκωσε το φλιτζάνι του καφέ και, φορώντας τα γυαλιά ενός ξένου, πέρασε στο καθιστικό, στο τραπεζάκι που είχε αφήσει το βιβλίο του.
Λίγο παρακάτω, στο σταθμό, ο Άννας μόλις πρόλαβε να βγάλει εισιτήριο για το τραίνο των επτά και τριάντα-δύο. Πράγμα που σήμαινε πως θα έφτανε λίγο μετά τις εννέα. Αν και ο συρμός ήταν μικρός, έκανε αρκετές στάσεις στο μεταξύ και εξυπηρετούσε αρκετό κόσμο που μετάβαινε από τη μια περιοχή στην άλλη, ή από και προς την πανεπιστημιούπολη. Μια νεαρή που καθόταν πλάτη-με-πλάτη με τον Άννα, κάθε τόσο απήγγειλε τον ορισμό διάφορων λημμάτων, όπως αν θα τους διάβαζε μέσα από κάποιο βιβλίο: “...που χαρακτηρίζονται από καθυστερήσεις στην ανάπτυξη πολύπλοκων βασικών λειτουργιών,”... “παρουσιάζουν εκ των υστέρων μια συνολική παλινδρόμηση στην ανάπτυξή τους.” Παράλληλα, φαινόταν από τις ρυθμικά επαναλαμβανόμενες και ελαφρές ωθήσεις που ένιωθε στην πλάτη του πως η κοπέλα κινούνταν εμπρός και πίσω στο κάθισμά της. Για μια στιγμή, με μια γκριμάτσα ειρωνείας, ο Άννας αναρωτήθηκε αν το άτομο που καθόταν πίσω του μελετούσε, ή απλά επαναλάμβανε τη διάγνωση που του έκαναν, ξέροντας πως μια τόσο μακροσκελής και πολυπληθής διάγνωση θα απαιτούσε ένα θαύμα για να βρει το χώρο της σε ένα κεφάλι και μόνο. Είναι πάντα πιο εύκολο να αποβάλλεις την ένταση μέσα από το χιούμορ, και πολύ βολικό όταν ο σαρκασμός σου βρίσκει άλλους να στοχεύσει.
Η συνεχής εναλλαγή του τοπίου από την άλλη μεριά του παραθύρου δεν έφτανε να κλέψει την προσοχή του. Το θέαμα που προσφέρει το παράθυρο σε ένα τραίνο μπορεί να διαιρεθεί σε τρία ευδιάκριτα επίπεδα. Το πρώτο, το εγγύτερο, αποτελείται από όλα αυτά που αγγίζουν σχεδόν την αμαξοστοιχία, η ταχύτητα της οποίας δε μας επιτρέπει να τα παρατηρήσουμε. Καλά – καλά, δε μας επιτρέπει ούτε να τα δούμε. Περισσότερο τα αντιλαμβανόμαστε από το μετείκασμά2 τους, αφού έχουν ήδη χαθεί από το οπτικό μας πεδίο, αλλά έχοντας βρεθεί σ’ αυτό όσο χρειάζεται για να αφήσουν στιγμιαία το ίχνος τους, όπως μια σταγόνα οινοπνεύματος που έσταξε στο πεζοδρόμιο ένα καλοκαιρινό μεσημέρι. Αυτό το επίπεδο, μπορεί κανείς να το ονομάσει «παρελθόν». Το αμέσως επόμενο, είναι αυτό που μπορούμε να διακρίνουμε, να αποτυπώσουμε και να περιεργαστούμε την ρευστότητά του. Η συνεχής του μεταμόρφωση και η φυσικότητα που τη χαρακτηρίζει στα μάτια μας είναι που συχνά αποτελεί εξίσου πηγή έμπνευσης, διέγερσης, αλλά από την άλλη και αφαίρεσης του νου σ’ αυτό το καλειδοσκόπιο. Το επίπεδο ετούτο, μπορεί κανείς να το ονομάσει «παρόν». Το τρίτο επίπεδο του θεάματος από το παράθυρο του τραίνου, είναι αυτό που σε ξεγελά πως μένει πάντα ίδιο. Είναι σαν ωροδείκτης ρολογιού, αυτό το βουνό, ή η θάλασσα, ή το σημείο του ορίζοντα που όσο και να κοιτάς δε βλέπεις να αλλάζει, ανακαλύπτεις την αλλαγή του, δε, όταν ξεχάσεις πως είναι εκεί και το αφήσεις να σε ξαφνιάσει. Τότε μόνο, ή όταν τα σύννεφα και ο ακόμα πιο μακρινός ήλιος παίξουν με τα χρώματα και τις σκιές, μπορείς να αναγνωρίσεις με ευκολία αλλαγές σ’ αυτό το επίπεδο της «αιωνιότητας». Πιο σπάνια, κυρίως στη ρέμβη των χειμερινών ημερών, μπορεί κανείς να διακρίνει παρόμοια αυτά τα τρία επίπεδα στις διαστρωματώσεις των νεφών. Όχι όμως, ο νους του Άννα δεν άφηνε ούτε το «παρελθόν», ούτε το «παρόν», ούτε την «αιωνιότητα» να τον παρασύρουν. Είχε την στιγμή που θα συναντούσε την αδελφή του γερά κρατημένη «υπό μάλης» και έχτιζε και γκρέμιζε με τη φαντασία του σενάρια και υποθέσεις, ξέροντας πως μόνο υποθέσεις είναι, αβάσιμα σενάρια, αλλά ανήμπορος να συγκεντρωθεί και πουθενά αλλού. Εν μέσω αυτής της αγωνίας απέναντι στο άγνωστο, αυτές οι επαναλαμβανόμενες κινήσεις και το παραμιλητό της κοπέλας πίσω του έμοιαζαν θείο δώρο.
Όταν τα λεπτά για να φτάσει στο τέρμα μετριόντουσαν στα δάκτυλα των δυο του χεριών, ένιωσε τα μάτια του να βαραίνουν, κάτω από την πίεση του ολιγοώρου ύπνου του. Η σταδιακή εγρήγορση των επιβατών, όσο πλησίαζαν τον προορισμό τους, όμως μεταδόθηκε και σ’ αυτόν, αποτινάζοντας το αίσθημα της νύστας από πάνω του με ένα ρίγος ψύχους που τον διέτρεξε από τους ώμους ως τα πόδια. Ανασηκώθηκε, ρίχνοντας μια κλεφτή ματιά –γεμάτη τύψεις για την αδιακρισία του– στο πίσω του κάθισμα. Η κοπέλα δεν είχε κατέβει για το πανεπιστήμιο, όπως φανταζόταν, αλλά είχε χυθεί πάνω στο κάθισμά της με το ένα χέρι σαν αγκυλωμένο στο δεξί της πόδι, στο οποίο καθόταν, το άλλο ξεχασμένο να ακουμπά το τζάμι του παραθύρου της με τρία δάκτυλα, πέρα από την πιασμένη κουρτίνα στα αριστερά της και το κεφάλι της, από το οποίο ξεχύνονταν καλώδια ακουστικών ως το τηλέφωνο στα πόδια της, το οποίο έπεφτε στην κορυφή της πλάτης του καθίσματος, στραμμένο να βλέπει την «αιωνιότητα», πέρα από τα προάστια που διέσχιζαν πλέον. Ο Άννας παρατήρησε τον τρόπο που το καρέ μαλλί της κοπέλας πλαισίωνε το λαιμό της, κοιτάζοντάς την από ψηλά, αλλά παραδόξως, αντί να αναρωτηθεί πού ταξίδευε ο νους της, προσπάθησε να θυμηθεί που ταξίδευε ο νους του ιδίου όταν αφαιρούνταν, διαλυμένος κι αυτός κάποια χρόνια πριν, γύρω στην ηλικία της. Ένα μειδίαμα κατάφερε να αναδυθεί ως τα χείλη του, στην μνήμη αυτής της κατάστασης, αλλά ακόμα κι αν τα μάτια του φωτίστηκαν λίγο παραπάνω, δεν πήρε την ξεκάθαρη μορφή του χαμογέλιου. Δε θυμήθηκε τελικά τους τόπους όπου ταξίδευε ο νους του, αλλά η ανάκληση της κατάστασης και μόνο ήταν ανακουφιστική.
Το περπάτημα από το σταθμό θα αποτίναζε το βάρος από τα βλέφαρά του και θα τον συνέφερνε λίγο.
1 Αυτά τα δεκαοκτώ χιλιοστά, έχουν υποσυνείδητα κρυμμένη μια λεπτομέρεια. Μικρός ο Άννας, είχε διαβάσει ότι η απόσταση ανάμεσα στις ράγες των σιδηροδρομικών γραμμών είναι χίλια τετρακόσια τριάντα πέντε χιλιοστά, αριθμός που, αντιστρέφοντας τα τελευταία δύο ψηφία, ομοιάζει με το έτος που έλαβε τέλος ο Εκατονταετής Πόλεμος και η Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Η διαφορά των αριθμών 1435 και 1453 είναι 18. Ο Εκατονταετής Πόλεμος, δε, ξεκίνησε το 1337, αριθμός που χρησιμοποιείται για να περιγράψει το «(e)leet αλφάβητο» (1337>leet>elite), ένα ονειρογενές αλφάβητο που προκύπτει από την επεξεργασία του αγγλικού αλφαβήτου, αντιστρέφοντας, αποσυνθέτοντας ή δημιουργώντας οπτικές αναφορές των γραμμάτων, χρησιμοποιώντας αριθμούς, σύμβολα και γράμματα του πληκτρολογίου και συναντάται σε κοινότητες του διαδικτύου ως γραπτά “κορακίστικα”. Πληροφορίες ασήμαντες, που, ίσως λόγω του ότι αποτυπώθηκαν σε ένα νωπό ακόμα έδαφος, απολαμβάνουν μια ακλόνητη θέση στη μνήμη του.
2 Μετείκασμα, ονομάζεται το φαινόμενο στην ανθρώπινη όραση κατά το οποίο το οπτικό αίσθημα εξακολουθεί μετά από την παρουσία του ερεθίσματος, για κλάσμα του δευτερολέπτου. Μπορεί πιο εύκολα να γίνει αντιληπτό σε κάποιον αν για παράδειγμα κοιτάζει για κάποιο χρόνο τη φλόγα ενός κεριού και κατόπιν στρέψει το βλέμμα του αλλού, όπου θα αντιληφθεί για ελάχιστο χρόνο, πως στη θέση της φλόγας, στο οπτικό του πεδίο, υπάρχει μια σκιά. Ή μπορεί κάποιος να έχει παρατηρήσει πως όταν σβύνει το φως του δωματίου, εκεί που βρισκόταν η πηγή του, παραμένει στιγμιαία ένα οπτικό αίσθημα. Χάριν αυτού του φαινομένου της «οπτικής αδράνειας» του ανθρώπου, τρόπος του λέγειν, μπορεί κάποιο αντικείμενο να εμφανιστεί εμπρός μας για ένα εικοστό πέμπτο π.χ. του δευτερολέπτου, αλλά εμείς να το αντιληφθούμε για ένα δέκατο έκτο, ένα δωδέκατο ή ένα δέκατο (του δευτερολέπτου) αφού θα έχει ήδη εξαφανιστεί.