Κυριακή 15 Οκτωβρίου 2017

Μεσημβρινό - Μέρος τρίτο (Ε' μέρος)

    Η Δάφνη, έμεινε να τον παρατηρεί, ελαφρά τεντωμένη. Θυμίζοντας κατά κάποιον τρόπο τα ζώα που, αντιδρώντας σε κάποιο ερέθισμα, σηκώνουν ελαφρά το κεφάλι και στρέφουν την προσοχή τους προς αυτό. Η στάση και ο τρόπος που υιοθέτησε τελικά ο Άννας της έδωσε την εντύπωση ενός παιδιού, και της δημιούργησε εκ νέου μια σύγχυση, σχετικά με το τι αποζητά από αυτήν. Ήρθε πράγματι για να μπορέσει να δώσει απαντήσεις σε χρόνια αναπάντητα ερωτήματα, ή για να βρει ένα στήριγμα που θα τον βοηθήσει να αποτινάξει τον ζυγό των εμπειριών και της ευθύνης των επιλογών του; Ψάχνει να βρει απαντήσεις, ή να εκμαιεύσει απαντήσεις προκαταβολικά δοσμένες, να θεμελιώσει τυχόν αποφάσεις ήδη παρμένες; Δεδομένων των συνθηκών και της ελάχιστης εμπειρίας που είχαν ο ένας από τον άλλο τα αδέλφια, η Δάφνη ήξερε πως δε θα μπορούσε να βγάλει ένα δίκαιο συμπέρασμα, ακόμα κι αν από τύχη ή διορατικότητα ήταν το σωστό.
    Προσπάθησε να διατηρήσει ένα ήρεμο ύφος, κρατώντας την ένταση της ομιλίας της χαμηλή και τον ρυθμό της αργό. Με τον τρόπο αυτό, όπου ο Άννας θα κατέβαλε μια ελάχιστη –τουλάχιστον– προσπάθεια για να την ακούσει και να την παρακολουθήσει, ήλπιζε, αφ’ ενός να μην νιώσει ότι του επιτίθεται, αφ’ ετέρου, να τον αποτρέψει από το να τη διακόψει, παραδομένος σ’ αυτή την προσπάθεια να την αντιληφθεί.
    “Για να είμαι ειλικρινής, Άννα, δεν μπορώ –και δεν έχει νόημα να προσπαθήσω– να γυρίσω πίσω και να διορθώσω ό,τι δεν πήγε καλά στη σχέση μας. Θα βοηθούσε, ωστόσο, αν ήσουν πιο προσεκτικός και άκουγες ότι δεν είπα πως «η οικογένεια έφθινε μέσα μου», αλλά ότι «η ανάμνηση που ονόμαζα οικογένεια έφθινε». Θα μπορούσα να σου αραδιάσω έναν σωρό από επιδράσεις της οικογένειάς μας, έστω και ερήμην της, που επηρέασαν αποφασιστικά την πορεία της ζωής μου, την διάθεσή μου απέναντι στη ζωή και την αντίληψή μου για το ζήτημα «Οικογένεια». Θα μπορούσα, επίσης, να σου απαριθμήσω το πώς, το πόσο και το πού εκδηλώθηκε η οικογένειά μας σ’ αυτό το σπίτι σήμερα, πριν ακόμα ακούσω τα νέα σου και ιδωθούμε. Δε θα υπάρξει κανένα όφελος, ωστόσο, σε μια διαμάχη μεταξύ μας, όπου ο κάθε ένας θα είναι για τον άλλο ένας αποδιοπομπαίος τράγος, προκειμένου να μη χρειαστεί να κοιτάξει την πηγή του προβλήματος στα μάτια. Αν είναι αυτό που έψαχνες ερχόμενος εδώ, δεν προτίθεμαι να κάνω κάτι τέτοιο, λυπάμαι”.
    Ο Άννας όρθωσε το κεφάλι του και μάζεψε τα πόδια του, όσο να ακουμπούν το πάτωμα με τα πέλματα. Ψέλλισε κάτι σαν “Δεν είμαι έτσι όπως νομίζεις”, κουνώντας το κεφάλι του δεξιά και αριστερά, κοιτάζοντας χαμηλά και κατόπιν γύρισε πάλι, κοιτάζοντας τριγύρω, ψάχνοντας κάποιο σημείο να «αποθέσει» το βλέμμα του για να μην έρθει σε αμηχανία, όπως το βραχιόλι στο δεξί χέρι της Δάφνης. Η Δάφνη, από την άλλη, σηκώθηκε και πήγε, κουτσαίνοντας ελαφριά, προς τον τοίχο του χωλ στη μεριά της κουζίνας. Εκεί ήταν η συλλογή των CD της, βρήκε αυτό που έψαχνε αμέσως, σαν να ήξερε από πριν τι ήταν και που βρισκόταν αυτό που ήθελε να ακούσει, γύρισε να το βάλει στο CD player κρατώντας τη θήκη με τρία δάκτυλα και το δίσκο στην περιφέρειά του με τρία από το αριστερό χέρι της. Η ετικέτα έγραφε: «Το Μυστήριο των Βουλγαρικών Φωνών». Γυρίζοντας στην πολυθρόνα της, έκανε μια κίνηση με τα δυο χέρια της, σαν να αναμάλλιαζε τον φουντωτό βασιλικό στο τραπέζι. Το αρωματικό κλαράκι είχε πια αφήσει μόνο γκρίζες στάχτες και μια ιδέα του να στέκεται κοκκινωπή, γερμένη σαν κομμένος κορμός ευκαλύπτου που εξέχει ανάμεσα σε απόκρημνους βράχους, αταίριαστη σαν φάντασμα. Από τα φύλλα του ταχταρισμένου βασιλικού, όμως, ξεπετάχτηκε η ευωδία σαν σμάρι φτερωτά έντομα που ταράχτηκαν και καταφεύγουν τρεκλίζοντας προς όλες τις κατευθύνσεις. Η Δάφνη ξανακάθισε στην πολυθρόνα, βάζοντας την πλάτη της περισσότερο στο ένα μπράτσο και κρεμώντας τα πόδια της από το άλλο. Μπορούσε να κοιτάζει τον Άννα σε αυτή την πλάγια στάση, αλλά κράτησε το κεφάλι της χαμηλά, ίσως αναγνωρίζοντας ότι τον έφερε σε δύσκολη θέση και προσπαθώντας να μετριάσει τις εντυπώσεις. Η μουσική που άρχισε να ακούγεται έμοιαζε με γυναικεία, πολυφωνική, εκκλησιαστική χορωδία και είχε κάτι μεγαλειώδες, αλλά μαζί και παιγνιώδες, με έντονες διακυμάνσεις και ελικοειδείς κινήσεις.
    “Κοίταξε Άννα, θα σου πω τι οίδα κι ένιωσα η ίδια με τα χρόνια, μέσα από θεραπείες, θλίψεις και κόντρα-αγωγές –που άλλοτε αποφέρουν καρπούς κι άλλοτε σώζουν την υπόληψή τους από τις στατιστικές– συζητήσεις, θεωρήσεις κι αναθεωρήσεις: δεν έχει καμμία αξία η ερώτηση «τι θα γινόταν αν...», ο μόνος τρόπος να κρατήσουμε επαφή με την πραγματικότητα και να μπορέσουμε να λειτουργήσουμε και να εξελιχθούμε σ’ αυτή, είναι να διακρίνουμε το τι έγινε, τι μας έφερε αυτό και πώς θα κινηθούμε βάσει αυτού για να φτάσουμε στον τόπο που έχουμε ορίσει σαν προορισμό. Όσο οδυνηρό κι αν είναι αυτό, δε μπορούμε να αλλάξουμε το παρελθόν, δε μπορούμε να το επανεφεύρουμε, όπως και να το ονομάσουμε. Αυτό που μπορούμε να αλλάξουμε –κοπιαστικά– είναι το πώς μας επηρεάζει, αλλά αυτό απαιτεί να πάρουμε το βλέμμα μας από το παρελθόν και να κοιτάξουμε εμπρός. Ο ξυλογλύπτης σκαλίζει σύμφωνα με τα νερά τού ξύλου, ο λαξευτής της πέτρας, διακρίνει από τον ήχο τού κάθε του χτύπου τον δρόμο που θα πάρει για να της δώσει νέα μορφή. Κι εμείς, καλούμαστε να διακρίνουμε το πώς θα μεταμορφωθούμε σ’ αυτό που οραματιζόμαστε και έχουμε ανάγκη, να το συζητήσουμε με τους δικούς μας ανθρώπους, με τις δικές μας συνθήκες. Πώς είναι δυνατόν να θέλουμε, με κλειστά τα μάτια και τ’ αυτιά, να φτάσουμε από μόνοι μας σε έναν προορισμό τον οποίο δεν έχουμε καν επισκεφτεί ξανά;
    Μη με παρεξηγείς, δε σου κάνω μάθημα, απλά προσπαθώ να σου δώσω να καταλάβεις τα δικά μου κίνητρα και τη δική μου οπτική ματιά απέναντι στη συζήτησή μας”.
    Η Δάφνη, αναλαμβάνοντας το έργο να πλησιάσει, να εξηγήσει στον Άννα το τι νιώθει και σκέφτεται, να απαλύνει τις γωνίες της διαφωνίας επί της αρχής που φαίνεται να έχουν, ήρθε στη θέση να φανεί στοργική απέναντί του, να ενδυναμώσει τον δεσμό τους με αυτό τον τρόπο και να καταλήξει την κουβέντα της πιο θερμή προς τον αδελφό της από όταν την άρχισε. Φαίνεται ίσως παράδοξο, αλλά η αλήθεια είναι πως η στοργή προς τους άλλους, ακόμα και αυτή της μητέρας προς το παιδί της, είναι κάτι που χτίζεται λίγο - λίγο, στιγμή με τη στιγμή, ένα χάδι, χαμόγελο ή μια αγκαλιά τη φορά. Δεν είναι πως δεν υπάρχουν άλλες αιτίες που παίζουν καταλυτικό ρόλο, είναι πώς μόνες τους δε θεμελιώνουν τίποτα. Η στοργή γεννάται, αυξάνει και πληθαίνει από τις εκφράσεις της, τόσο τις έκδηλες, όσο και τις μυστικές.
    Τα λόγια της, ακόμα κι αν ενίοτε φάνταζαν στον Άννα επικριτικά, ή να στερούνται άμεσης συνάρτησης με τη συζήτησή τους, διατηρούσαν κάτι από τη γοητεία που ένιωσε νωρίτερα στην εκφορά τους, στην έκφραση και στη χειρονομία τους, προσφέροντάς του ενός είδους ανάπαυση από την ένταση που τον ταλάνιζε. Αφηνόταν να παρασυρθεί από αυτή την βύθισή του κάτω από τα προσωπεία των λέξεων, στη μετάληψη ενός υποκείμενου φωνητικού ρυθμού, μιας ώθησης που, κατά έναν αόριστο τρόπο, ακολουθούσε μια δομή, ένα εκτενές μέτρο και υποσχόταν, με το να χαράσσει έναν πλατύ κύκλο, ότι θα εσώκλειε κάθε νόημα και κάθε αίσθηση που ο λόγος θα περιέγραφε εν τέλει. Αφηνόταν, σαν κολυμβητής εξαπλωμένος στην επιφάνεια της θάλασσας, πότε να ακούει τον λόγο ατόφιο και αμιγή και πότε –βυθισμένος– λειασμένο σαν βότσαλο, αναμεμειγμένο με τον παλμό της καρδιάς του και τον ήχο της αναπνοής του και την μουσική που διακρινόταν ακόμα πιο αμυδρά. Με το που έπαψε η Δάφνη, συνέφερε τον εαυτό του να απαντήσει.
    “Καταλαβαίνω τι μου λες Δάφνη, αλλά κατάλαβε κι εσύ πως, όσο δίκιο και να είχες με αυτά που μου λες απέναντι σε κάποιον τρίτο, ο ίδιος μπορώ να δεχτώ τα όσα λες τόσο, όσο μου επιτρέπει η παρούσα θέση και κατάστασή μου. Με λίγα λόγια, δε μπορώ, προκειμένου να συμφωνήσω με γενικολογίες και αφορισμούς, να διαγράψω τις παρελθούσες εμπειρίες που είναι ζωντανές και συνεχίζουν να κοχλάζουν εντός μου. Πολύ παραπάνω, όταν τέτοιες εμπειρίες και καταστάσεις καθο...”
    Τα λόγια του διακόπηκαν από το κουδούνι του θυροτηλεφώνου, το οποίο ακούστηκε δυνατά σαν ένας οξύς βόμβος, υπό τον ήχο του οποίου κάθε λέξη ήταν καταδικασμένη να θρυμματιστεί σε ψήγματα. Μαζί με τη λέξη του, ο Άννας βρέθηκε να νιώθει τον ειρμό της σκέψης του να συντρίβεται κι αυτός από τον ήχο. Ο ήχος του κουδουνιού λειτούργησε όπως αν όλα όσα ζούσε και σκεφτόταν ως εκείνη τη στιγμή ήταν μέρος μια παράστασης η οποία είχε διακοπεί. Αυτοστιγμεί θα καλούταν, λοιπόν, να απεκδυθεί τον χαρακτήρα που είχε αυθόρμητα υιοθετήσει και να απαντήσει σε κάποια κάμερα για το πώς ένοιωσε με το αστείο που είχε στηθεί στην πλάτη του. Η πρώτη του αντίδραση ήταν να προσπαθήσει να διασώσει, τουλάχιστον, την μισοτελειωμένη του φράση. Επανήλθε φωνάζοντας δυνατά και γοργά, σαν να ακουγόταν ακόμα το κουδούνι, σαν κάποιος να ερχόταν να κλέψει την κουβέντα μέσα από τα χείλη του:
    “...τέτοιες εμπειρίες και καταστάσεις καθορίζουν τη συμπεριφορά και τον χαρακτήρα μου”, για να συνεχίσει ήρεμα, “Περιμένεις κάποιον;
    Δεν σε ρώτησα τόση ώρα, έχεις συγκάτοικο; Μήπως θέλεις να φύγω;
    Ήλπιζα να μπορέσουμε να συζητήσουμε για λίγο ακόμα, ιδιαιτέρως...”
    Η Θουρία, με τον ήχο τού θυροτηλεφώνου πετάχτηκε σαν ελατήριο, τρέχοντας προς την πόρτα και πηδώντας, με τα εμπρός πόδια της να την σπρώχνουν, κάνοντας έναν ήχο σαν αυτόν που κάνουν οι πόρτες από τον αέρα, όταν ανοίγει ή κλείνει μια πόρτα στο σπίτι και η διαφορά πίεσης τις τραβάει προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση. Σαν να αντιλαλεί η μια πόρτα τον ήχο της άλλης, αλλιώς, σαν να είχαν συνείδηση και να χαιρετούσε η μια για ν’ αντιχαιρετούν ομού και ακαριαία οι άλλες, ή –τέλος– σαν να ξεπροβοδίζει ή να προϋπαντεί όλο το κτήριο αυτόν που περνά το κατώφλι του.
    Η Δάφνη, αντέδρασε ορθώνοντας το σώμα της και πηγαίνοντας προς το CD player βιαστικά, χωρίς να μπορεί ή να επιδιώκει να εξομαλύνει το χωλό της βάδισμα, ενώ παράλληλα εξηγούσε:
    “Πήγε κιόλας τρεις και μισή; Δεν «πήρα είδηση» το πώς πέρασε η ώρα.
    Δεν προλάβαμε να το συζητήσουμε, αλλά μεταξύ των άλλων μου ασχολιών, έχω κάποιους μαθητές στο δημοτικό ωδείο, στους οποίους διδάσκω πιάνο. Κανονικά, κάνω δυο μαθήματα το Σάββατο το πρωί, αλλά επειδή εχθές το βράδυ χτύπησα και δεν ήξερα σε τι κατάσταση θα ξυπνούσα,
    –Ανεβαίνεις στον τρίτο, Ιάσονα!
    ...πήρα τηλέφωνο τους μαθητές μου και τους ζήτησα να κάνουμε το μάθημα εδώ. Το Σάββατο, όμως, είναι και η μέρα των θεωρητικών. Έτσι, έπρεπε να είναι αργά το μεσημέρι - νωρίς το απόγευμα, για να μας βολέψει όλους. Από συγκυρία ήταν, που με βρήκες στο σπίτι σήμερα το πρωί, αλλά η ίδια συγκυρία μας διακόπτει”.
    Ο Άννας, με την απογοήτευση να τον έχει μουδιασμένο, είδε την Δάφνη να πηγαίνει προς την πόρτα, την οποία το σκυλί συνέχιζε να ωθεί επίμονα και σκέφτηκε ότι παρακολουθούσε την ακολουθία των κινήσεων της αδελφής του, όπως έλαβε χώρα και νωρίτερα, όταν έφτασε ο ίδιος και χτύπησε το κουδούνι.
    Αναρωτήθηκε, «Ήταν όντως η ίδια;» Θα ήταν επιπόλαιο ή εγωκεντρικό να φανταστεί ότι, από τότε μέχρι τώρα, η επίσκεψή του και η συζήτησή τους άλλαξε αυτή την ασήμαντη αντίδραση; Όχι ότι επέφερε μια παντοτινή αλλαγή, αλλά ότι δημιούργησε το αντίθετο αποτέλεσμα στην αδελφή του από ότι σε αυτόν. Αν, δηλαδή, σ’ αυτή την ώρα που βρισκόταν εδώ ο Άννας ανέπτυξε ένα είδος οικειότητας με τον χώρο και την Δάφνη, μπορεί η Δάφνη να αποξενώθηκε στιγμιαία από την καθημερινότητά της; να παρασύρθηκε έξω από αυτήν και να βρέθηκε με το χτύπημα του θυροτηλεφώνου ξανά στο σπίτι της, όπως ξαναβρισκόμαστε μετά από ένα ταξίδι μεγάλης διαρκείας, όπου το μέγεθος, το χρώμα, η υφή και η μυρωδιά των πραγμάτων μοιάζουν να είναι παραμορφωμένα από την απουσία μας; από αυτή την «προδοσία»; Δεν είχε απάντηση, αλλά κρύβοντάς την απ’ την ταπεινή πτυχή τού χαρακτήρα του, είχε μια ελπίδα πως η παρουσία του έπαιξε έναν τέτοιο ρόλο. Ότι επανέφερε –έστω και λίγο– στον κόσμο του την αδελφή του, επομένως την απομάκρυνε από όλα αυτά με τα οποία ήταν ανεξοικείωτος ή τα οποία αγνοούσε.
    “Ιάσονα, να σου γνωρίσω τον αδελφό μου, Άννα. Άννα, ο Ιάσονας. Σπουδάζει πιάνο”.
“Χαίρετε”.
    Ο Ιάσονας άπλωσε το δεξί του χέρι για να κάνει χειραψία, αλλά δεν κοίταζε κατάματα τον Άννα. Ίσως να βαριόταν, ίσως να νύσταζε, μετά το μεσημεριανό του, ίσως να ντρεπόταν σε ένα ξένο σπίτι, ανάμεσα σε ξένους. Το ίδιο απρόθυμα ανταπέδωσε την χειρονομία και ο Άννας, έχοντας στο νου του το πώς θα κλείσει τη συζήτησή του με τη Δάφνη.
    “Γεια σας, Ιάσονα”.
    “Ιάσονα, κάτσε στο πιάνο, παίξε μου από τα «Λουλούδια του Μάη» τού Έστεν τον «Ισπανικό Χορό»1, το κομμάτι νούμερο δέκα, και σε δυο λεπτά θα έρθω να σε εξετάσω σε ό,τι είχαμε για σήμερα. Μόνο, σε παρακαλώ, μη βγάλεις τη σουρντίνα”.
    Ο Ιάσονας προχώρησε βαριεστημένα προς το πιάνο και έμοιαζε να κουτσαίνει κι αυτός στο αριστερό πόδι, αλλά ανεπαίσθητα. Η Δάφνη κοίταξε τον Άννα με ένα χαμόγελο, το κεφάλι της ήταν ελαφριά γερμένο αριστερά και τα μάτια της ζωηρά.
    “Άννα, δε μπορέσαμε αυτή τη φορά να πούμε όλα όσα θέλαμε. Ίσως όμως να είναι και καλύτερα έτσι, θα έχουμε πιο πολλά να πούμε ο ένας στον άλλο όταν ξαναβρεθούμε. Μπορεί μέχρι να ξαναβρεθούμε, να έχουμε ήδη λιγότερες εκκρεμότητες. Γράψε μου το τηλέφωνό σου και θα σε καλέσω να τα ξαναπούμε με την πρώτη ευκαιρία, όταν δε θα έχω εγώ μαθήματα, ούτε εσύ τυπογραφικές εκκρεμότητες να σε πιέζουν. Και να φάμε”, ξεφύσηξε ένα γέλιο της στιγμής, “με την συζήτηση, πέρασε σχεδόν το μεσημέρι και σε άφησα νηστικό. Δεν ήμουν καλή οικοδέσποινα”.
    “Ναι, βεβαίως θα στο αφήσω, κάνε μου μια «αναπάντητη» σε λίγο, για να έχω κι εγώ τον αριθμό σου. Και μη σ’ απασχολούν οι τυπικότητες. Εμένα δε με απασχόλησαν”.
    “Έλα να σ’ αγκαλιάσω”.
    Η Θουρία κόλλησε πάλι πάνω τους και ο Ιάσονας γύρισε να δει τι γίνεται, έχασε το σημείο που βρισκόταν και, προς στιγμήν, σταμάτησε. Η Δάφνη ξεπροβόδισε τον Άννα, ο οποίος είχε «κολλήσει» το χαμόγελο της, αφήνοντάς το να ξεθωριάσει την γκριμάτσα της δυσαρέσκειας. Πίσω από την πόρτα, ίσα που ακουγόταν το πιάνο σ’ ένα κομμάτι σε τρεις χρόνους, με μικρές φράσεις σαν ερωταπαντήσεις, σαν τραγούδι παιδικό, από αυτά που τους βάζουν να τραγουδούν οι δάσκαλοι στο περπάτημα, ώστε να μένουν απασχολημένα και να μην αποσπούνται από τους στοίχους της ομάδας. Σώπασε, όμως, πριν καν φτάσει στην πόρτα τού ανελκυστήρα. Την άνοιξε και βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με την εικόνα του, χαμογελαστός ακόμα, του πέρασε από το νου και έβγαλε για να καπνίσει ένα τσιγάρο. Περιμένοντας να βγει για να το ανάψει, πλαγιάζοντας λίγο το χαμόγελό του, παρατηρώντας πως θα πρέπει να περάσει από κάποιο κατάστημα να αγοράσει τσιγάρα, αναρωτήθηκε τι τον έπιασε με την Δάφνη και παρασύρθηκε έτσι από συναισθηματισμούς. Ο τρόπος του και τα όσα είπε, ήταν αναπάντεχα από μέρους του και η τροπή που πήρε η συζήτηση ήταν διαφορετική από κάθε πιθανή που είχε περάσει από τον νου του. Σκέφτηκε πως, αν και θα ήταν καλύτερα να μην παρασυρόταν σε τέτοιο βαθμό, όσα ειπώθηκαν ήταν ειλικρινή και πήγαζαν από μια ανάγκη να εκφραστούν. Ο ίδιος είχε αυτή την ανάγκη, ανομολόγητη ακόμα και στον εαυτό του. Αν λοιπόν εκφράστηκαν, επί τέλους, καλώς έχει. Ωστόσο, όταν έκλεινε πίσω του η εξώπορτα της πολυκατοικίας και άναβε το τσιγάρο του, είχε ακόμα στα χείλη το περιπαιχτικό χαμόγελό του, σαν να εξόρκιζε την ντροπή μιας αταξίας, σαν παιδί που πρόλαβε και ξέφυγε πριν προλάβει να του καταλογίσει κανείς τη ζημιά που έκανε.
    Έφτασε σε μια στάση και εξέτασε στον πίνακα τις γραμμές που περνούσαν από εκεί. Υπήρχε μια που περνούσε από τον σιδηροδρομικό σταθμό, αλλά θα έπρεπε να περιμένει μέχρι τις τέσσερις και τέταρτο για το επόμενο δρομολόγιο. Αποφάσισε να περιμένει, αντί να πάρει κάποια άλλη γραμμή και να ψάξει για ανταπόκριση. Δίπλα του στεκόταν ένα εφηβικό ζευγάρι και μια κυρία με ένα κοριτσάκι μικρότερο των εφτά ετών. Η κυρία έμοιαζε να είναι μεγάλη σε ηλικία για να είναι μητέρα του, φέρνοντας περισσότερο σε γιαγιά ή παραμάνα. Το κοριτσάκι είχε εμπλακεί σε μια συζήτηση με την έφηβη κοπέλα, όπου η κάθε μία προσπαθούσε με τον τρόπο της να γοητεύσει την άλλη και στην οποία προσπαθούσαν να εισβάλουν, πότε ο νεαρός και πότε η κυρία. Ήταν από αυτές τις συζητήσεις με παιδιά οι οποίες, χάριν εντυπωσιασμού, χρησιμοποιούν το πρόσχημα ότι το παιδί είναι άτομο ικανό να κάνει διάλογο ως ενήλικος. Ωστόσο, αντί να προσκαλέσουν το παιδί να μιλήσει ειλικρινά ως ενήλικος, και τον ενήλικο να του απευθύνει το λόγο όπως θα άρμοζε σε έναν τέτοιο –πράγμα που κατά πάσα πιθανότητα θα ήταν εντελώς βαρετό για όλους– απλά φτιάχνουν ένα διαφορετικό περιβάλλον, φιλοπαίγμον μεν, αλλά αποστειρωμένο και οριοθετημένο, καθοδηγούμενο από τον πιο ηλικιωμένο, ώστε να μπορεί αποκρούει κάθε προσπάθεια τού παιδιού για προσθήκη φαντασίας και υπέρβασης και να διατηρεί το επίπεδο στα αντίστοιχα των διαλόγων μεταξύ ατόμων με ανεπαρκείς γλωσσικές ικανότητες και ενδιαφέροντα. Βέβαια, όλοι επωφελούνται από αυτό. Το παιδί μπαίνει στο κέντρο της προσοχής των μεγαλυτέρων, την επιδοκιμασία των οποίων επιθυμεί, ενώ οι μεγαλύτεροι διαλέγουν εκφάνσεις μιας διασκεδαστικής, δαιμόνιας ευστροφίας στις απόπειρες του παιδιού να ξεφύγει της πνευματικής ασφυξίας.
    Η προσοχή του Άννα είχε ήδη στραφεί προς τον ουρανό, όταν έφτασε το λεωφορείο που θα έπαιρνε τους τέσσερις τους και θα τον άφηνε μόνο στη στάση. Οι σκιές άρχιζαν να μακραίνουν τόσο, όσο να κάνουν τους δρόμους λιγότερο φωτεινούς και τον ουρανό να δημιουργεί αντίθεση ανάμεσα στις κορυφές των κτηρίων. Τα σύννεφα, με τις πτυχές τους, προσέθεταν ποικιλία τονισμών και καλωσόριζαν την ξεκούραση τού βλέμματος ανάμεσά τους. Ήταν μια μελωδική φράση από την γυναικεία χορωδία που άκουσε στο σπίτι της Δάφνης, που του είχε κολλήσει και την σιγομουρμούριζε κοιτάζοντας ψηλά, κυλώντας τον χρόνο ως που να φτάσει το λεωφορείο που πήρε, ως που να φτάσει στον σιδηροδρομικό σταθμό.





1Theodor Oesten, “Maiblümchen”, Op. 61, Spanischer Tanz