Ένα πρωί, βρήκα πως ένα αδέσποτο σκυλί είχε λουφάξει κάτω από το αμάξι.
Σαν καλός γιος, που θα έμπαινε στο αμάξι σε λίγο για να φύγουμε, ακόμα κι αν δε με διόρισε κανείς επίσημα τέτοιον, έπιασα να τρομάξω το ζωντανό, για να φύγει. Αυτό όμως - τίποτα! Σα’ να καταλάβαινε πως το “βεληνεκές” μου δεν το έφτανε, ή πως παρίστανα τον καμπόσο και τον νευριασμένο, αλλά περισσότερο ήμουν ανήσυχος για το πώς να το ‘ξαποστείλω.
Πήγα πιο εκεί στο πεζοδρόμιο, μισό πλακοστρωμένο - μισό χώμα, βρήκα ένα ξύλο αρκετά μακρύ και βάλθηκα να το τσιγκλάω.
Μετά από λίγο, τινάχτηκε το ζώο από κάτω από το αμάξι και απομακρύνθηκε περπατώντας ήρεμα, χωρίς καν να κοιτάξει προς το μέρος μου.
Το γεγονός που με έκανε να αναστατωθώ τόσο ώστε να το θυμάμαι, δεκαετίες μετά, ήταν ότι έφερε πάνω του, καρφωμένο σε μια πληγή, ένα κομμάτι από σκουπόξυλο. Και καθώς περπατούσε -σαν να μην ήταν καν εκεί- αυτό κινούνταν, όπως μια λόγχη που ο ταυρομάχος κατάφερε στη ράχη ενός ταύρου.
Στην αρχή σκέφτηκα πως εγώ το πλήγωσα το ζώο. Κι έτσι λιπόσαρκο και ήσυχο που ήταν, τρόμαξα που ήμουν ο παλιάνθρωπος αυτής της ιστορίας.
Ύστερα, όταν κατάλαβα πως εγώ δεν είχα πιάσει στα χέρια μου σκουπόξυλο, ούτε με τέτοια δύναμη μπορεί να χτύπησα το ζωντανό, φαντάστηκα πως το σκουπόξυλο ήταν ήδη κάτω από το αμάξι και καθώς τινάχτηκε, πληγώθηκε. Μα, πού ήταν και πώς στεκόταν ένα κομμάτι από σκουπόξυλο, κάτω από το αμάξι, που θα έκανε μια τέτοια ζημιά; Δεν το έβαζε ο νους μου, κι ούτε τώρα το βάζει.
Τέλος, φαντάστηκα πως το ήδη πληγωμένο ζώο προσέφυγε κάτω από το αμάξι για να βρει καταφύγιο από όποιον ή ό,τι το πλήγωσε. ‘Η ίσως ακόμη και από την ίδια την πληγή και τον πόνο του. Και πως εγώ κατόπιν, σαν το άσπλαχνο παλιόπαιδο κάθε παραμυθιού δεν το άφησα στην ησυχία του…
Δεν είναι οι τύψεις που δε με αφήνουν να ξεχάσω αυτό το περιστατικό, είναι αυτό το ήρεμο φευγιό τού αδέσποτου. Τα αδέσποτα τα ήξερα ανέκαθεν, θες από αδυναμία; θες από υπεροχή; να είναι τα πιο άκακα ζώα απέναντι στων ανθρώπων την απανθρωπιά και την χαιρεκακία.
Είναι το δέος απέναντι σε αυτή την καρτερικότητα ή αυτό το πείσμα, αυτή τη δύναμη που σήκωσε το ζωντανό στα πόδια του, χωρίς να δώσει σημασία από πού έρχεται το μένος κι ετούτη τη φορά και το ενέπνευσε να αναζητήσει τον ουσιαστικό προορισμό του: το καταφύγιο και τη γιατρειά.
Είναι η ιδέα πως, εξ’ ίσου μπορεί να μην είναι ούτε καρτερικότητα, ούτε πείσμα, ούτε κοινή λογική, ούτε ένστικτο, παρά κάτι που μου διαφεύγει. Κάτι που αδυνατώ να διακρίνω τόσο σαν έννοια όσο και σαν λέξη. Κι η αδυναμία μου αυτή - παλεύω με το νου μου - είναι είτε από ανικανότητα, είτε από φόβο να ονοματίσω αυτή την σκιώδη δύναμη, που και σαν ιδέα μυστική ακόμη προκαλεί δέος.
Την εικόνα ετούτη, τη λόγχη να παραμένει στην πληγή και τον πληγωμένο που δεν μπορεί να τη βγάλει να προχωρεί παραπέρα, την αναγνώρισα ξανά. Κράτησα αυτή, την πρώτη, σαν πρότυπο.
19:49, κα' Μαρτίου ,βκα'
Ισημερία.
Σηκώνεται άνεμος και ηφαιστειακή λάβα.
(Υπάρχει και άλλη;)