Τετάρτη 31 Μαΐου 2006

Revolver

Έτσι, για να παίξουμε λίγο
επιτραπέζια αντισφαίρηση.
Τα γραφεία των υπολογιστών
να χρησιμοποιήσουμε για τραπέζι.
Το διαδύκτιο για δίχτυ.
Και τις υπερσυνδέσεις ρακέτες ας κάνουμε,
τα λόγια μας μπαλάκι.

Αν μια επιθυμία έχω,
είναι ποτέ να μη ζήσω
μια κανονική ζωή.
Μα ακανόνιστη,
όπως μέχρι τώρα.

Και ομορφιές κι ασχήμιες
που κανονικά δε θα έβλεπα,
να ξαπλώνονται μπροστά μου
σαν λιβάδια ανθόσπαρτα.

Και κουβέντες
που κανονικά δε θά 'λεγα,
που κανονικά δε θ' ακουγόντουσαν,
να λέω και ν' ακούω,
και να νιώθω τα νοήματά τους μέσα μου.

Κι ανθρώπους
που κανονικά δεν θα συναναστρεφόμουν
να μαζεύω πλάι μου,
να μαζεύομαι πλάι τους.

Και άλλοι απ' αυτούς,
που ήσυχα ανάμεσά τους
θα βολευόμουν κανονικά,
να με προστατεύουν
απομακρύνοντάς με.

Και αισθήματα,
και συναισθήματα,
που κανονικά δε θα εγείρονταν,
να με κατακλύζουν.

Ποτέ να μην αρνηθώ
αυτά που κανονικά δε θα ζούσα
και που αν ελπίδα ακόμα κρατώ,
αν μια ικανοποίηση έχω ζήσει
και μια στιγμή ευτυχίας,
αυτά είναι οι αίτιοι.

Αυτά που έζησα,
και αυτή η τιμή
στην οποία φαντάσιώνωμαι
πέρα να πηγαίνω,
κάθε που την καρδιά τη δική μου
που δε μοιάζει κανονικούς δρόμους
παρά ατραπούς να διαβαίνει,
ακολουθώ.

Δεν τα καταφέρνω πάντα φυσικά.
Δεν είναι εύκολο.
Μα -δασκάλοι μου στη ζωή σας ευχαριστώ- δε γίνεται αλλιώς.
Απ' την κανονική ζωή,
ακόμα και η αποτυχία φαντάζει πιο γλυκιά.

16:58
Τετάρτη, λα' Μαΐου ,βστ'
Σύγνεφα σκόρπια στον ουρανό,
θά 'ναι όμορφο ηλιοβασίλεμα.

...
Y aunque el olvido
que todo destruye
haya matado mi vieja ilusión,
guardo escondida
una esperanza humilde
que es toda la fortuna
de mi corazón.

Alfredo Le Pera

...
Κι αν και η λήθη που τα πάντα καταστρέφει,
την ψευδαίσθησή μου την παλιά σκότωσε,
φυλάω κρυφή μια ελπίδα ταπεινή,
που είναι ο πλούτος της καρδιάς μου ολάκερος.

Δευτέρα 29 Μαΐου 2006

Quiero volver a la infancia.*

Προτού ακόμα τελιώσω την "τρισαγαπημένη μου μουσική" και μαζέψω "τα πλούτη μου στον κόσμο" να την ακούσουμε μαζί, ήξερα τί ήθελα να κάμω μετά.
Είχα μια οφειλή απέναντι στον εαυτό μου, ένα μισοτελειωμένο έργο που εδώ και κάποιον καιρό μου χτύπαγε την πόρτα.

Τα κείμενα της αγαπημένης, και πάλι, και τρις, μουσικής δεν πάψανε, τούτο το blog η συνέχεια είναι από τα γραπτά αυτά. Λίγο πιο άγαρμπη, χωρίς αναθεωρήσεις και διορθώσεις. Κείμενα που τα περισσότερα ξεκίνησαν και τελείωσαν στο σημειωματάριο που εκείνη τη μέρα της γιορτής μου, συμβολικά μου χάρισε ο Αλέξανδρος. Μουσικές που άκουγα, μα δε μοιραζόμουν.

Ήταν αυτές οι "αγαπημένες μου μουσικές" μια σπουδή.
Μια υπενθύμιση του εαυτού μου στον ίδιο μου τον εαυτό.
Ήταν και γράμματα σ' αγαπημένους.
Στα πλούτη μου στον κόσμο.

Και ένα προς ένα, μέχρι που τρίτωσε το καλό, με έφερναν πιο κοντά σ' αυτό που πραγματικά ήθελα. Σ' αυτό στο οποίο ασκούμουν να επιστέψω.

Να γυρίσω ξανά σ' ότι πιο πλήρες έφτιαξα στη ζωή μου.
Πλήρες, όχι για άλλο λόγο,
μα γιατί χωρίς σκοπό το έφτιαξα.
Χωρίς να θέλω να διδάξω,
ούτε να συγκινήσω,
παρά να αφηγηθώ μόνο.
Και μαζί με τους άλλους,
γράφοντας, κι εγώ να συγκινούμαι
και να θαυμάζω
και να ανυπομονώ
να μάθω τί στο τέλος περιμένει.

Και μέσα σ' όλα αυτά,
σα να μην είναι δικό μου να μοιάζει,
παρά μόνο με τα μάτια μου ειδωμένο,
από τα χείλη μου μόνο ειπωμένο.
Κι εκεί η πιο γλυκιά του χάρη.

Δεν είναι δικό μου το παραμύθι αυτό.
Δεν όρισα πώς αρχίζει και πώς τελειώνει.
Μόνο τα λόγια διάλεξα
που ζωγράφισαν τις εικόνες.
Μόνο την παρτιτούρα έγραψα,
και την έπαιξα στο σάζι,
μα η μελωδία δικιά μου δεν είναι.**

Και ταξιδεύοντας μέσα του,
σ' αυτό και τ' άλλο σημείο
έριξα το βλέμμα μου.
Εκεί που άλλος, άλλού θα κοίταζε,
και στον ίδιο τόπο, στις ίδιες πράξες
άλλα λόγια θά διάλεγε.

Τα ταξίδια αυτά κάθε φορά με άλλαζουν,
στο δεύτερο παραμύθι που έγραψα,
την "πηγή και τον πλάτανο"
άλλαξα τον γραφικό μου χαρακτήρα.
Λίγο καιρό μετά τον "Λυράρη"
άρχισα να ασχολούμαι και με την πολίτικη λύρα,
(τον θαύμασα είναι αλήθεια).
Τώρα, άλλαξα τον τρόπο που γράφω.
Κι ενώ άλλοτε οι τέσσερις ή πέντε σελίδες ήταν αρκετές,
τώρα τις τριαντατρείς έφτασε.

Και σαν παιδί,
που κτήμα μου δεν είναι,
μα που την έγνοια του έχω
και τη φροντίδα του,
ως που να το αφήσω να πάρει το δρόμο του,
αγωνιώ.
Μήπως δεν είναι ακόμη έτοιμο;
Δε θέλει ακόμα λίγη φροντίδα;
Μην τυχόν και πάσχει από τίποτα;

Μα σαν το αφήσω να γνωρίσει άλλους ανθρώπους,
σαν αφήσω να το γνωρίσουν άλλοι άνθρωποι,
(σαν αφήνω τις λέξεις αυτές εδώ)
περήφανος, κρυφά είμαι
και στις χαρές και στις αναποδιές.
Για το πώς τα κατάφερε,
όχι με τον δικό μου,
με τον δικό του τρόπο.

Έτσι, ακόμα ανησυχώ
μέχρι την χειραφέτηση.
Που έχει ήδη πάρει το δρόμο της.

Μα καμμιά φορά σκέφτομαι
(και χαμογελάω πονηρά).
Τί χειραφετείται;
Το γραπτό από εμένα,
ή εγώ απ' το γράψιμο;

Γιατί γράφοντας το παραμύθι
δεν παίρνω τη θέση του αφηγητή
μα του ακροατή που ανοίγει τα μάτια
και ρουφάει την κάθε λέξη
και χαίρεται,
και λυπάται,
και τρομάζει,
και κάπου βαθιά μέσα του
-ας ξέρει πως τα ουράνια τόξα
δεν γίνονται από πολύχρωμα πουλιά
που μετά τη βροχή
από τη μια στην άλλη τ' ουρανού πετάνε-
πιστεύει την κάθε λέξη.

Κι αν σ' όλη μου τη ζωή
η λογική η σκέψη με ορίζει,
ξαναγυρίζω στο παιδί στα παραμύθια,
στα παραμύθια ισορροπώ.

05:42
Τρίτη, λ' Μαΐου ,βστ'
Η Ηώ η ροδοδάχτυλη
ξεπρόβαλε.

---------------------

Παρά τα λόγια, έτσι, για κάποιο λόγο ασαφή ακόμα,
γράφοντας τις τελευταίες μέρες, το έχω συντροφιά μου αυτό το τραγούδι.

Μα μην το ακούσει κανείς και μελαγχολήσει.
Για τούτο δεν προσθέτω και την απόδοση των στοίχων.

Κρατάω μόνο τον τίτλο:
Volver
Να επιστρέφω



*Ο τίτλος του κειμένου αποτελείται από τον πρώτο στίχο του "RECODO" (=καμπή) του Federico Garcia Lorca που λέει: Να επιστρέψω στην παιδική ηλικία επιθυμώ.
Σ' αυτή τη φράση μέσα έμαθα τη λέξη volver.
Αυτή η φράση μάλλον είναι ο λόγος που γράφοντας ακούω τούτο το τραγούδι,
που άλλα από τον τίτλο και το ποίημα του Lorca θέλει να πει.

**Θα πρέπει κάποια στιγμή να γράψω κάτι,
να κάνω σαφές το πώς έννοιωσα, πώς νιώθω στη ζωή τη δημιουργία.
Αυτή που είναι ανάγκη.

Τρίτη 16 Μαΐου 2006

Το ζην και το ευ ζην

Όταν ζούμε τη ζωή μας μ' ενδιαφέρον, κι όχι περνόντας τη μια μέρα μετά την άλλη μέχρι να εξαντληθούν μαζί μας, το πρώτο που επιδιώκουμε είναι το ζην. Αφού απομακρύνουμε τους μεγαλύτερους, πιο εμφανείς κινδύνους, θέτουμε τον δεύτερο στόχο: το ευ ζην. Και κάνουμε το ένα βήμα μετά το άλλο για να φτάσουμε στο νέο τόπο, χωρίς ν' αφήσουμε πίσω όσα κερδίσαμε στον παλιό.
Το "ευ ζην" είναι φτιαγμένο από όνειρα, λογικές εκτιμήσεις, επιθυμίες, αρχές που άλλοτε συλλέξαμε, άλλοτε κληρονομήσαμε, άλλοτε παράπεσαν χωρίς τη θέληση, μήτε την αναγνώριση κι εκτίμησή τους.
Για ό,τι συνιστά το ευ ζην και είναι ον άψυχο, ή κατάσταση που καθορίζεται απ' τους ίδιους εμάς, τα πράγματα είναι απλά σαν τις πράξεις της αριθμητικής.
Εκεί που τα πράγματα γίνονται πολύπλοκα, κανονικές συνθήκες δεν έχουν οριστεί και κάθε αντιμετώπιση μπορεί να οδηγήσει σε διαφορετικά αποτελέσματα, διαφορετικές οδούς, διαφορετικούς τόπους κάθε φορά, είναι όταν οι στόχοι μας, το ευ ζην, ή ο δρόμος μας προς τούτο αφορά ή περιέχει άλλους ανθρώπους ή οργανισμούς ζώντες που με τη σειρά τους θέτουν στόχους προς την επιβίωση και την (κατ' αυτούς) καλυτέρευση του βίου τους. Προς το δικό τους ευ ζην εν ολίγοις.
Όταν εκ των πραγμάτων αναγκαζόμαστε να συμβιώσουμε και να συνεργαστούμε με άλλους, που είτε έχουν άλλους στόχους, είτε εννοούν με διαφορετικό τρόπο την επίτευξή τους, τότε γεννιέται η ανάγκη για σύμπλευση. Για μετριασμό των αιχμών, για συμφωνία κοινής πράξης. Ή, αν όχι κοινής, συμβατής. Ώστε ο ένας να μη σταθεί εμπόδιο στον άλλο. Να γίνει και βοήθεια αν είναι εφικτό.
Αυτή η συμβατότητα, η ανάγκη της, σε σχέση με την ανάγκη της επίτευξης του στόχου, του ευ ζην, καθώς και της διαφύλαξης στο ακέραιο των βλέψεων και του τρόπου που βλέπουμε, κατέχει σε σπουδαιότητα μια από τις κορυφαίες θέσεις στη ζωή μας. Αυτό βέβαια, όταν ζούμε τη ζωή μας μ' ενδιαφέρον. Και επιδιώκουμε αυτή τη χρυσή τομή σ' όλους τους τομείς και τις εκφάνσεις της ζωής μας. Από το παιδικό παιχνίδι στη φιλία, στον έρωτα, στην εργασία, στη διπλωματία, στους αγώνες, το εμπόριο ή τη συμπεριφορά μας απέναντι στους παντελώς αγνώστους.
Πάνω σ΄αυτό το μοίρασμα του βάρους με το κέντρο τ' αεικίνητο στηρίζονται και του ανθρώπου η ελευθερία, η αυτοδιάθεση, η εξουσία, η σκλαβιά, η (αυτό-)εκτίμηση, η ικανοποίηση και η στεναχώρια. Κι όπως ακροβατούν και στέκουν ή αναποδογυρίζουν, φέρνουν και τ' αποτέλεσμα στη ζωή μας.

Και επειδή τα παραπάνω είναι λόγοι και επί λόγων λόγοι, θα φέρω ένα παράδειγμα*. Όχι ότι το παράδειγμα θα καλύψει όλες τις πτυχές της ισορροπίας ετούτης στη ζωή και το αποτέλεσμά της, μα θα φτιάξει μια εικόνα για να προβάλλουμε στης δικιάς μας επιλογής την πραγματικότητα:
Ας πούμε πως είναι ένας ζωγράφος φτωχός που αγαπάει την τέχνη του και που προσφέρει τις υπηρεσίες του σε άλλους για τα προς το ζην.
Αν κάποιος του κάνει παζάρια στην τιμή, εως ένα σημείο θα μειώσει το όποιο κέρδος του για να υπάρξει τουλάχιστον κάποιο κέρδος. Και αυτός είναι ο δρόμος τον οποίο αναγκάζεται να πάρει γιατί για να μπορέσει να επιτύχει τον στόχο του, να εργαστεί, να ζωγραφίσει, θα πρέπει να έρθει σε συμφωνία με κάποιον άλλο. Από ένα σημείο και πέρα όμως, αν μειώσει την τιμή, θα υπάρξουν δύο πιθανά αποτελέσματα. Το πρώτο να μην υπάρξει κέρδος, μα απεναντίας ζημιά οικονομική. Αποτέλεσμα ανεπιθύμητο και προσπάθεια άκαρπη αν δεν υπάρχει τουλάχιστον σε κάποιο άλλο επίπεδο κέρδος (η ευκαιρία να ζωγραφίσει κάπου που θα του προκαλούσε ηθική ικανοποίηση π.χ.). Το δεύτερο, να υπάρξει κέρδος κάνοντας έκπτωση στην ποιότητα των υλικών ή στην πιότητα της προσωπικής εργασίας του. Αποτέλεσμα δις ανεπιθύμητο, μιας και μαζί με το οικονομικό, εξαφανίζει και το ψυχικό όφελος και "λερώνει" την αγάπη που τρέφει προς την τέχνη του.
Υπάρχει το λοιπόν ένα σημείο το οποίο αν μέσα στις συνεννοήσεις, τις διευκρινίσεις, τους κανόνες, τις συμφωνίες και συμβάσεις ξεπεράσει κάποιος, χάνει την ισορροπία, χάνει τον εαυτό, το ευ ζην, πολλές φορές και αυτό το ζην.

Μέσα στο διάβα της ζωής μας συνεχώς παλεύουμε να ορίσουμε το σημείο αυτό. Να διαφυλάξουμε ό,τι είναι αυτό που μας δίνει ζωή, ό,τι νόημα δίνει στην ύπαρξή μας. Αυτό τον πυρήνα της οντότητάς μας που αν θιχτεί δεν μπορεί να αφήσει άθικτο το κάθε τι όμορφο και πολίτιμο που συναθροίζεται για να κάνει τον εαυτό μας. Κι ύστερα να το καλλιεργήσουμε και να το αναπτύξουμε μέχρι το πέρας του. Αυτό που όσο πλησιάζουμε, τόσο ξεμακραίνει, προς χαρά μας.

Τρίτη ιστ' Μαΐου ,βστ'
03:22 π.μ.

Υ.Γ.
Το βράδυ στη δουλειά έπιασα κουβέντα με έναν συνάδελφο και με αφορμή την ταινία "Innocent voices" φτάσαμε να μου λέει για τη δικτατορία στην Ελλάδα: "...τέτοιες καταστάσεις να ευχόμαστε ποτέ ξανά να μην περάσει κανείς. Αν δεν το έχεις ζήσει, δε μπορείς να φανταστείς για τί μιλάμε...". Είπα(-με) ύστερα πως σήμερα οι τακτικές των πονηρών είναι πιο υποχθόνιες για να αποκτήσουν τον έλεγχο των πολλών.
Κατόπιν, σαν απάντηση στις αφηγήσεις του για την περίοδο αμέσως μετά το πολυτεχνείο, του εκμυστηρεύτηκα τις σκέψεις που εκείνες τις ώρες παίρναν μορφή στο χαρτί. Την ανησυχία μου για τη διαφύλαξη του πολίτιμού μας. Το ζην και το ευ ζην.
Κατάλαβα πως δεν έκανα σαφές το τί ακριβώς ήθελα να πω, και διέκοψα.
Αργότερα, όταν έμεινα μόνος και αναλογίστηκα το πού οδηγούν τούτες οι σκέψεις και οι έγνοιες, όταν είδα ποιο είναι το επόμενο βήμα, είπα πως ήταν αποκοτιά και αγένεια να μιλήσω έτσι.

*Σαν αφορμή για το παράδειγμα υπήρξε μια ιστορία που μου μετέφερε η Mirandolina.
Το γράφω αυτό, όχι για τίποτα άλλο, μα για να υπονοήσω ευχαριστίες.

Πέμπτη 11 Μαΐου 2006

Απλότητα

Στην πρώτη στιγμή της ημέρας, το ίδιο και στην τελευταία,
όταν ανοίγω τα μάτια μου στη ζωή, αυτή την έξω,
και όταν τα ξανακλείνω και αφήνω τη ζωή πίσω μου,
είναι κάτι που έχω ανάγκη η γαλήνη.

Παλιότερα, πιότερο άπ' ότι τώρα, ήμουν ένας άνθρωπος που η ηρεμία με διακατείχε.
Είναι η αλήθεια βέβαια, ότι από παλιά, όταν πήγαινα από το σπίτι του Γρηγόρη και πριν βγούμε πίναμε, (ακριβά τα μπαρ για τους νεαρούς που εξερευνούν τη μέθη) ο πρώτος και ο πιο άμεσος μέσα στο πιώμα ήμουν που όρθιος πεταγόμουνα στο "πάμε", όταν οι άλλοι ερώτηση είχαν ακόμη την κουβέντα.
Ένας ενθουσιασμός για πράξη που δεν ξέρω να πω αν με έχει αφήσει για πάντα ή ακόμα είναι μέσα μου να του δίνω ζωή ή να μου δίνει αυτός.
Είναι αλήθεια επίσης ότι, αν και η ηρεμία ήταν αυτή που ήταν έκδηλη, πάντα ανησυχούσα για τους φίλους μου, κι ας φρόντιζα να μη φαίνομαι πανικόβλητος να μην τους ανησυχήσω.

Και τώρα ακόμα,
οι πιο έντονες ανησυχίες μου,
οι πιο έντονες αγωνίες,
είναι συνήθως σιωπηλές.
Κρυμμένες πίσω από μια εκφραστική ουδετερότητα που κάνει τη λεκτική τους απόφανση να αντιμετωπίζεται με δυσπιστία.
Το ίδιο ισχύει όχι μόνο με τις ανησυχίες και τις αγωνίες,
αλλά και με τους πόθους και τα πάθη μου.

Συνήθως στη ζωή μου προτιμάω τα "μεγάλα λόγια",
οι αλήθειες μου οι πιο βαθιές,
να μην συνοδεύονται από φιοριτούρες και δραματοποιήσεις.
Η απλότητα είναι η πιο καίρια, η πιο άμεση οδός για να φτάσεις στην καρδιά του άλλου.
Αν είναι να ανοίξει τα φύλλα της καρδιάς του κάποιος για να υποδεχτεί ό,τι πολύτιμο έχεις να του δώσεις, πρώτα θα το κάνει αν το στέλνεις απλά και ξεκάθαρα.
Είναι φορές που νιώθω ότι κάποιος υποτιμά την νοημοσύνη των άλλων, όταν τα λόγια του τα συνοδεύει με κινήσεις τόσο έντονες όσο αν θά 'παιζε σε ταινία του βωβού κινηματογράφου και τονίζει τις φράσεις όσο αν θά 'παιζε σε φτηνή τηλεοπτική μεταγλώττιση.
Φέρεται σαν να χρειάζονται συμφραζόμενα για να καταλάβουν οι άλλοι το νόημα των λεγόμενών του, που άλλο απ' αυτό των λέξεών του είναι συχνά.
Είναι όλα αυτά περιττά και αποπροσανατολιστικά.

Η απλότητα είναι η πιο άμεση οδός για να φτάσεις στην καρδιά του άλλου.

._

Ή όχι.

Ή όλα αυτά που γράφω παραπάνω, δεν είναι τίποτα άλλο από μια πλάνη οικτρά που πλανάμαι γύρω από την επικοινωνία με τους ανθρώπους.

Μήπως εγώ δεν ήμουν που άκουσα ότι οι πράξεις μου άλλα δείχνουν από αυτά που ισχυρίζομαι σαν θέλησα, και ξεπερνώντας την συστολή μου την τρισκατάρατη, κατάφερα
να εκφράσω με λόγια πολύτιμα μου αισθήματα και σκέψεις που είχα σε άλλους;

Μήπως αυτό το περιττό πάθος που παραμορφώνει τις λέξεις όταν στον λόγο φαίνεται, δεν είναι μουτζούρα, αλλά καλλιγραφία;
Μήπως φέρει το ίδιο, ή ένα άλλο, μήνυμα πιο ισχυρά θεμελιωμένο στο υποσυνείδητο που αναγνωρίζουν οι άλλοι ευκολότερα, χωρίς να μεσολαβήσει λογισμός;
Στο κάτω κάτω της γραφής, δεν θέλω να μιλάω.
Ούτε να γράφω.
Να επικοινωνώ θέλω.
Να βγάζω στο φως και τον αέρα την καρδιά μου να μην μουχλιάσει.
Να πατιέται αυτό το δόμημα από σκέψεις και αισθήματα να μην καταρρεύσει ερείπιο.

Να με γνωρίζω και εγώ, από τις πράξες μου και καθρευτίζοντάς με στους άλλους.

Ίσως αν άφηνα τον εαυτό μου να φανεί, πόσο κοντά στο σημείο της σχάσης είναι
λέγοντας τούτο ή εκείνο.
Πόσο αυτό ή το άλλο, προφέροντάς τα και μόνο, κάνουν το φυλλοκάρδι μου να δονείται,
πόσο μάλλον ζώντας τα.
Δε θα με αναγνωρίζατε φίλοι μου κι, αλήθεια, θα ήμουν τότε -το έχω σίγουρο- μια φιγούρα που κινείται σαν αυτές του βωβού κινηματογράφου.
Θα μιλούσα σα να έπαιζα σε βραζιλιάνικη σαπουνόπερα.
Όχι, λάθος, σε σαπουνόπερα στο ράδιο!
Και οι λέξεις που θα ξεστόμιζα, θα ήταν περισσότερο από τώρα σαν αυτές που γράφω.
Αυτές τις λέξεις που χαλιναγωγώ στην καθημερινότητά μου γιατί, όμορφες όσο τις ακούω και τις διαβάζω, η καθημερινότητα τις έχει εξορίσει στη γη των αγνώστων, των διαστρεβλωμένων, των εξεζητημένων.
Θα αναγνωρίζατε όμως στα λόγια μου φράσεις άλλων.
Γιατί αν κάποιος άλλος ανακάλυψε το σφυρί και το καλέμι, γιατί να προσπαθήσω εγώ με τις πέτρες και τις γροθιές να γκρεμίσω τον τοίχο, να δείξω την ψυχή μου που κρύβεται από κάτω;
Για να πρωτοτυπήσω;

Αν μοιράζομαι το ίδιο όραμα με κάποιον άνθρωπο, χαρά, τιμή και ευτυχία θά 'ναι στα λόγια του να βρω τα λόγια μου, στις εικόνες του τις εικόνες μου.
Και απ΄ την άλλη, αν κάποιος βρει στα λόγια μου τα λόγια του, στις εικόνες μου τις εικόνες του, η ίδια και ακόμα μεγαλύτερη χαρά.

Γιατί δε θέλω να δρέψω τις δάφνες της πρωτοτυπίας.
(Δε μπορώ εξ' άλλου).
Να επικοινωνήσω θέλω.
"...να αγγίξω με το μάγουλό μου το δικό σου και να κοιτάξω
στο ίδιο σημείο που κοιτάς και 'σύ."
Να μπω στον κόσμο μέσα των ματιών των ανθρώπων,
να μπάσω τους άλλους στων δικών μου τον κόσμο.

Απλότητα προς την καρδιά του άλλου, ναι.
Αλλά που βρίσκεται αυτή;

Στιγμές, βρίσκω τον τρόπο μια απλή κίνηση να ξεγυμνώσει την καρδιά μου,
μα κάποτε, για κάποιους, ένα δώρο δεν είναι δώρο αν δεν έχει περιτύλιγμα.

01:56 π.μ.
Πέμπτη, ια' Μαΐου ,βστ'
Με ανοιχτό σαν καλοκαίρι το τζάμι,
με το φως της δύσης να κοκκινίζει ακόμα
το τοπίο στα μάτια μου.

Τετάρτη 3 Μαΐου 2006

Σαν ημερολόγιο

(Αλλιώς τί web log είναι αυτό;)

Σκέψεις της ημέρας που πέρασε:
"Δε μου φτάνει το πόσο κοιμάμαι"
"Δε μου φτάνει το πόσο είμαι ξύπνιος"
"Το "χιόνι" το είδα στον αέρα, τον τίγρη όχι ακόμα.
Θα με ξαφνιάσει αλλού."

Τετάρτη, γ' Μαΐου ,βστ'
4:58 π.μ.
Μοιάζει να έρχεται ηλιόλουστη η μέρα.
Ο ήλιος δεν ανέτειλε ακόμη.
Εγώ δεν βασίλεψα.

Δευτέρα 1 Μαΐου 2006

Η παρένθεση

Πριν από αρκετά χρόνια, όταν για κάποιο καιρό πήρα μια Zenith απ' το παζάρι και ανακάλυπτα παραδείγματως χάριν τί θα πει διάφραγμα, τί θα πει βάθος πεδίου, και τί σχέση έχουν μεταξύ τους, έπαιρνα τους δρόμους κι έψαχνα εικόνες. Μορφές, χρώματα και τόνους, φόρμες διάχυτες και ακριβείς.
Σπάνια ανθρώπους. Σε καμμιά πορεία ίσως να βγαίναμε φωτογραφία με κανέναν φίλο (μου σώθηκαν μια-δυο τέτοιες, αλλά απ' αυτές, τις καλύτερες τις είχαν τραβήξει άλλοι, ειδικοί...), ή ίσως σε καμμιά εκδρομή.
Τότε λοιπόν, όπως κι όταν σχεδίαζα, ανακάλυπτα τη δυνατότητα, όχι μόνο να κοιτώ, αλλά και να βλέπω.
Ένας νέος κόσμος ήταν αυτός που ανακάλυπτα. Χωρίς ταξίδια μακρινά πέρα από θάλασσες κι ωκεανούς, μα στον ίδιο μέσα τον κόσμο τον παλιό.
Θα μπορούσα να υποθέσω ότι και το να βρίσκω μέσα στο λίγο το πολύ ήταν τρόπος που τότε υιοθετήθηκε. Μα αν παρατηρήσει κανείς τα μικρά παιδιά, πως ανακαλύπτουν θαύματα κάθε ώρα και στιγμή, θα καταλάβει πως τον τρόπο αυτό δεν είναι ότι τον βρήκα τόσο, όσο ότι τον ξέθαψα από εκεί που τον είχα καταχωνιάσει.
Τον τελευταίο καιρό της ενασχόλησής μου με τη φωτογραφία όμως, μια ιδέα για θεματική ενότητα είχε ξεπηδήσει από τις περιηγήσεις μου στη μεγαλούπολη: "Οι παρενθέσεις".



Παρενθέσεις λοιπόν στις εικόνες της πόλης είναι αυτά τα μικρά σημεία ανάμεσα στο κοινό, επαναλαμβανόμενο μοτίβο που αν τα ξεχωρίσεις από το περιβάλλον τους, δείχνουν να ανήκουν σ' ένα άλλο μέρος, μακριά απ' αυτό.
Για παράδειγμα, σε μια γειτονιά, ανάμεσα σε δυο σπίτια, υπάρχει ένα ενδιάμεσο με μια σκάλα ασβεστωμένη, δυο - τρεις γλάστρες λουλούδια, μια πόρτα σιδερένια, απ' αυτές με τα κάγκελα και τις κλειδαριές τις μεγάλες που βάφουν πράσινες ή μπλε σκούρες. Και αυτό όλο σε μια γωνιά της εικόνας μοναχά.
Μα σαν πάρεις αυτή την παρένθεση στο ρυθμό του γενικού τοπίου και την ξεγυμνώσεις από τα συμφραζόμενα, έκαμες ένα ταξίδι που ομοιάζει μ' αυτά που κάμεις καβάλα στις τέχνες, τα παιχνίδια και τον έρωτα.
Φανταζόμουν μάλιστα σ' αυτή τη θεματική ενότητα να περιλαμβάνω δυο φωτογραφίες για κάθε θέμα. Μια με την "παρένθεση", μια με τα "συμφραζόμενα" παρέα. Σα να λέω:
"Κοιτάχτε πού βρίσκεται τούτη η ομορφιά, εκεί απ' όπου περνάμε κάθε μέρα.
Κοιτάχτε!
Βλέπετε;
Αν κοιτάξουμε προσεκτικότερα θα βρούμε λουλούδια ν' ανθίζουν στις πλάκες των πεζοδρομίων και στα κράσπεδα ανάμεσα!"



Η ιδέα μου δεν έγινε ποτέ φωτογραφικό υλικό. Έπαψα να ασχολούμαι με τη φωτογραφία. Μα η ιδέα της "παρένθεσης" έμεινε να μου θυμίζει που και που να στέκομαι να βλέπω.

Δευτέρα, α' Μαΐου ,βστ'
12:28 μ.μ.

(Περι των φωτογραφιών: Οι δύο αυτές φωτογραφίες τραβήχτηκαν πριν από λίγες μέρες, τη Δευτέρα του Πάσχα στο Μαρούσι, δίπλα στην αττική οδό. Εκεί, ανάμεσα στον σταθμό του ηλεκτρικού σιδηροδρόμου "Νερατζιωτίσσης" και της οδού Κηφισίας. Δεν είναι αντιπροσωπευτικό δείγμα παρένθεσης, αλλά θα με συγχωρέσετε έτσι δεν είναι;)