"Το ψαρόδεντρο, μέρος πρώτο:
Ο γιος του ψαροδέντρου και η Μάυρη Σκοτεινιά")
Ο Κυριάκος εκείνο το Σάββατο είχε πάει στην ψαραγορά, όπου είχε βρει πρώτης τάξεως κολιούς.
Οι κολιοί, αν μαγειρευτούν ωραία, είναι υπέροχο φαΐ!
Έφαγε λοιπόν, και χόρτασε, και χόρτασε ύστερα και ο γάτος του ο μικρός, ο Αργύρης.
Ο Αργύρης, ο γάτος του, πήρε ύστερα 'κανα-δυο ψαροκόκαλα από αυτά που είχε αφήσει ο Κυριάκος και τα σκέπασε με χώμα στην αυλή του, όπως παραχώνει τις ακαθαρσίες του.
Την άλλη μέρα το πρωί, Κυριακάτικα, στον κήπο του Κυριάκου είχε γενεί ένα θάμα.
Το θάμα το λοιπόν, ήτανε το εξής:
Εκεί ακριβώς που είχε παραχώσει ο γάτος ο Αργύρης τα ψαροκόκαλα, είχε φυτρώσει ένα δέντρο.
Μα δεν ήταν μαθές δέντρο κανονικό ετούτο, παρά πιο πολύ έφερνε σε ψάρι.
Σα να λέμε, ήταν ένα πράμα σαν πλατύφυλλο κυπαρίσσι, μα που τα ασημιά σαν της λεύκας φύλλα του το τύλιγαν γύρω – τριγύρω σα λέπια ψαριού, και η ουρά μονάχα του έλλειπε.
Είχε και δυο κόμπους, ψηλά, ωσάν ομάθια, που το ένα κοιτούσε την Ανατολή και το άλλο τη Δύση.
Εκείνο που κοιτούσε δυτικά, τα πρωινά έμενε κλειστό, και το άλλο, έκλεινε το απόγευμα. Σαν τα λουλούδια που ανοίγουν με τον ήλιο. Μονάχα που το βράδυ μπορεί, αν κοιτούσες προσεχτικά και για ώρα, να ξεχώριζες μια λάμψη πρασινωπή να απαυγάζεται από τα “μάθια” του ψαροδέντρου, τα οποία -μέρα με τη μέρα- έμοιαζαν να μεγαλώνουν.
Στην αυγή της πρωτομαγιάς, το ανατολικό μάτι έσκασε, και φάνηκε από μέσα του ένα μικρό παιδάκι, με ένα περήφανο βλέμμα που δεν το βάνει ο νους σου!
Και με το που άνοιξε τα μάτια του, άρχισε να σκαρφαλώνει προς την κορφή του ψαροδέντρου.
Το είδε το γατάκι το μικρό, ο Αργύρης, και πήρε στο κατόπι το μικρό παιδί.
Μόλις το έφτασε του λέει: “Για πού το έβαλες και σκαρφαλώνεις – ακόμα δεν ξεφύτρωσες – μικρό παιδάκι;”
“Εγώ είμαι ο γιος του ψαροδέντρου” είπε το μικρό παιδάκι, “και πηγαίνω στην κορυφή του δέντρου, κι από 'κεί στον ουρανό, στον πύργο πάνω στα σύννεφα, που ζει η πριγκιποπούλα, η πιό 'μορφη κόρη στον κόσμο. Θα τη βρω, θα την παντρευτώ, και θα ζούμε για πάντα πάνω στα σύννεφα!”
Και με το που αποσώνει τούτα τα λόγια, βγαίνουν από τις φυλλωσιές και φτάνουν στην κορυφή του ψαροδέντρου, όπου τους βλέπει ο Ήλιος. Τους βλέπει και ο Αητός, και ορμάει γρήγορα – γρήγορα και τους αρπάζει στα κράνυχά του.
Του λέει τότε το μικρό παιδάκι με ύφος βλοσυρό: “Πέταξε μέχρι τον πύργο στα σύννεφα, που ζει η πριγκιποπούλα, η πιό 'μορφη κόρη στον κόσμο, και εκεί άφησέ μας!” Μα πού ν' ακούσει ο Αητός; Τους πήγαινε στη φωλιά του να τους φάει...
Άρχισε τότενες το γατάκι το μικρό – ο Αργύρης – να νιαουρίζει και να κλαίει.
“Μιάου, μιάου, πάει, θα μας φάει, θα μας ταΐσει στα πουλιά του, αλοίμονο!” και γύρισε το μικρό παιδάκι στον Αητό και του είπε: “Αν δε μας πας να μας αφήσεις στον πύργο στα σύννεφα, που ζει η πριγκιποπούλα, η πιό 'μορφη κόρη στον κόσμο, θα κάτσω στο λαιμό σου σαν ψαροκόκαλο και θα σε πνίξω, γιατί εγώ είμαι ο γιος του ψαροδέντρου! Μη με παρακούς το λοιπόν, και πήγαινέ μας αμέσως, γιατί πάω στον πύργο πάνω στα σύννεφα, όπου ζει η πριγκιποπούλα, η πιό 'μορφη κόρη στον κόσμο. Θα την παντρευτώ, και θα ζούμε για πάντα πάνω στα σύννεφα!”
Ο Αητός, όντ' άκουσε ότι το μικρό παιδάκι – που ήταν μια χαρά μεζές για πρωινό – ήταν ο γιος του ψαροδέντρου, σκέφτηκε πως μπορεί όντως να του καθόταν στο λαιμό και να τον έπνιγε και φοβήθηκε. Προτίμησε το λοιπόν να τους κάνει το χατήρι, γιατί “Καλό είναι να κρατάς και καμία “πισινή” σα δεν ξέρεις”, όπως του είπε μια φωνή βαθιά και επιβλητική, που οι άλλοι δεν κατάλαβαν.
Τους άφησε το λοιπόν ο Αητός έξω από τον πύργο πάνω στα σύγνεφα, όπου ζει η πριγκιποπούλα, η πιό 'μορφη κόρη στον κόσμο και έφυγε, καθώς χτυπούσανε το “ρόπτρο”, το χερούλι σα να λέμε από την τεράστια πόρτα.
Χτυπούσαν, χτυπούσαν, μα απάντηση δεν παίρνανε, και το μικρό παιδάκι δε μπορούσε να σταθεί σε μια θέση: “Και πού είναι και κανείς δεν απαντά;” και “Μήπως έχουν βγει για ψώνια;” και “Να δεις που θα έχουν πάει καμιά επίσκεψη και τσάμπα ήρθαμε τόσο νωρίς!” και “Λες να τρώνε; Αλλά και να τρώνε, δε θα το ακούγανε που χτυπάμε;” Και πήγαινε κι ερχότανε, και ξαναχτύπαγε και ξαναχτύπαγε... Ενώ ο Αργύρης, ο γάτος ο μικρός, στεκόταν καμπουριασμένος πιο 'κεί με τα μπροστινά του πόδια τεντωμένα.
“Μήπως να μπούμε έτσι κι αλλιώς; Από τούτη την τρύπα αυτή στη γωνία χωράμε σίγουρα.”
είπε το μικρό παιδάκι, μα ο Αργύρης δεν ήθελε ούτε να το σκέφτεται, γιατί δεν του άρεσε καθόλου αυτός ο πύργος, και δεν το έβρισκε καθόλου πρέπον να ζει εκεί μια πριγκιποπούλα που θα είναι η πιό 'μορφη κόρη στον κόσμο. Του ταίριαζε περισσότερο να ζει εκεί μια λάμια, ή ένας δράκος, ή ένα τέρας τέλος πάντων που θα ήταν από τζάκι μεγάλων και φοβερών τεράτων, για τα οποία λέμε ιστορίες τα βράδια και όταν πάμε να κοιμηθούμε σκεπαζόμαστε πιο προσεκτικά, να μην αφήσουμε ούτε μια ακρούλα ξεσκέπαστη (μήπως κρυώσουμε, μη φανταστείτε τίποτα άλλο)...
Αλλά μέχρι να σας τα διηγηθώ όλα τούτα που σκεφτόταν ο Αργύρης, το μικρό παιδάκι είχε τρυπώσει κιόλας μέσα στον πύργο από την μικρή τρύπα στη γωνία της ξύλινης πελώριας πόρτας, και ο Αργύρης τον πήρε στο κατόπι.
Ο πύργος μέσα ήταν σκοτεινός, κι εδώ κι εκεί είχε μεγάλους πυρσούς με φωτιές που σιγοτρεμοπαίζανε και ρίχνανε στους μεγάλους πέτρινους τοίχους σκιές. Παραπέρα ήταν μια σκάλα, και μετά από αυτή μπήκαν, το μικρό παιδάκι και ο γάτος ο Αργύρης, σε μια αίθουσα που – πώς να το πω βρε παιδιά – ήταν η πιο καταπληκτική αίθουσα που είχαν μπει σ' ολάκερη τη ζωή τους!
Είχε χαλιά από την Περσία, είχε έπιπλα του Βασιλιά Ήλιου (από εκεί πήρε ιδέες και ένας βασιλιάς της Γαλλίας τα παλιά – παλιά χρόνια και είναι ακόμα ξακουστά τα έπιπλά του), είχε κρύσταλλα από τη Βοημία, είχε χρυσάφι από την Χαλκιδική και τη Σαμαρκάνδη, ασήμι από το Ποτοσί και την Αργυρούπολη, διαμάντια από την Ινδία και το Κιλιμάντζαρο, και στο κέντρο ακριβώς, πάνω σε ένα θρόνο χρυσό, καθόταν και χτενιζότανε μια κόρη όμορφη πολύ, που είχε χρυσά μαλλιά και μάτια τσακίρικα, που είχε δάκτυλα ολόλευκα και για φουστάνι τον ουρανό με τ' άστρα. Αυτή ήταν η πριγκιποπούλα, η πιό 'μορφη κόρη στον κόσμο.
“Γεια σου χαρά σου πριγκιποπούλα, και πιό 'μορφη κόρη στον κόσμο!
Εγώ είμαι ο γιος του ψαροδέντρου, και ήρθα να σε παντρευτώ, και να ζήσουμε για πάντα πάνω στα σύννεφα.” Είπε το μικρό παιδάκι.
“Και σάμπως νομίζεις πως και νά 'θελα, θα μπορούσα να παντρευτώ;” ρώτησε η πριγκιποπούλα, η πιό 'μορφη κόρη στον κόσμο. Και του είπε μετά:
“Εδώ που με βλέπεις, δεν είμαι με τη θέλησή μου, παρά με κρατά φυλακισμένη η Μαύρη Σκοτεινιά. Και άμα τυχόν την ξεγελάσω και φύγω – πράγμα που κανένας φυλακισμένος της δεν κατάφερε ποτέ να κάνει – θα σκορπιστεί ολούθε πάνω στη γη για να με βρει, κι εκεί θα μείνει για πάντα.
Με πήρε από τον πατέρα μου, τον βασιλιά των δίδυμων Νήσων Μίτζι-Χότζι, αφού πρώτα τον μέθυσε με υποσχέσεις για αιώνια βασιλεία και παντοδυναμία. Μα ήταν όλα ψέματα, γιατί με το που με πήρε η Μαύρη Σκοτεινιά, μαράζωσε κι ο πατέρας μου και τον πήρε κι αυτόν.
Μα μας κρατάει χωριστά τον ένα από τον άλλο. Σ' άλλη μεριά, μα στον ίδιο πύργο πάνω στα σύννεφα που διαφεντεύει. Λύγισαν οι Μιτζιότες, λύγισαν και οι Χοτζιότες κάτω από τη Μαύρη Σκοτεινιά που τους αγκάλιασε. Και μη θαρρείς πως αν τύχει και σε βρει εδώ, θα σου χαρίσει τη ζωή.”
“Να μη φοβάσαι άλλο πια, και μην ανησυχείς. Γιατί εγώ, ο γιος του ψαροδέντρου, θα σε σώσω μια και καλή από τη Μαύρη Σκοτεινιά που σε κρατάει εδώ φυλακισμένη.” Είπε το μικρό παιδάκι, σηκώνοντας καμαρωτό το κορμί του και με δυνατή φωνή.
“Θα την κάνω τη Μαύρη Σκοτεινιά χίλια κομμάτια, που να μη μπορεί να πάρει πια κανέναν. Θα σώσω και τον βασιλιά των δίδυμων νήσων Μίτζι-Χότζι. Κι αφού θα διώξουμε τη Μαύρη Σκοτεινιά για πάντα, θα σε παντρευτώ, και θα ζούμε για πάντα πάνω στα σύννεφα!”
Και στη στερνή λέξη που είπε το μικρό παιδάκι εμφανίστηκε η Μαύρη Σκοτεινιά.
Θα μπορούσαμε βέβαια να ισχυριστούμε πως “εξαφανίστηκε” η Μαύρη Σκοτεινιά, μιας και όταν βρίσκεται η Μαύρη Σκοτεινιά κάπου, ό,τι άλλο βρισκόταν εκεί μέχρι πριν από λίγο, παύει να φαίνεται και εξαφανίζεται μέσα της. Αυτό που δεν πρέπει να ξεχάσω όμως να πω, μαζί με την “εμφάνιση” της Μαύρης Σκοτεινιάς, είναι πως αμέσως μετά την τελευταία λέξη που είπε το μικρό παιδάκι, που ήταν η λέξη “σύννεφα”, χάθηκε μέσα στη Μαύρη Σκοτεινιά κι εξαφανίστηκε.
Κι ύστερα πήρε να τρέχει το γατάκι το μικρό – ο Αργύρης – και να τρέχει, να φύγει μακριά, γιατί ό,τι και νά 'ταν αυτή η Μαύρη Σκοτεινιά, σίγουρα ήταν από τζάκι μεγάλων τεράτων, από αυτά που αναφέραμε πιο πριν. Έτρεξε και έτρεξε, ίσαμε που βγήκε κακήν – κακώς από τον πύργο πάνω στα σύγνεφα, και όταν έφτασε στην στην άκρη – άκρη, δεν σταμάτησε και έπεσε.
Αν δεν το ξέρετε, οι γάτες είναι εφτάψυχες, αυτό το μικρό γατάκι το λοιπόν, έχασε από νωρίς την πρώτη του ψυχή, πέφτοντας από τον ουρανό, από τον πύργο πάνω στα νέφαλα, όπου ζει η πριγκιποπούλα, η πιό 'μορφη κόρη στον κόσμο. Επομένως ο Αργύρης, έγινε από την ώρα εκείνη μια γάτα εξάψυχη, και ως τέτοια θα την έχουμε στο νου μας από 'δώ και μπρος.
Με το που έπεσε με τα πόδια ο Αργύρης – θα πρέπει να σας ενημερώσω πως οι γάτοι, ακόμα και οι εξάψυχοι, ακόμα και τα μικρά γατάκια, πέφτουν με τα πόδια πάντοτε – πήρε να τρέχει προς το σπίτι του. Έτρεχε και έτρεχε, σάμπως να κυνηγούσε καμιά μύγα αόρατη. Κι όπου περνούσε έτσι φουριόζος καταπώς ήτανε, αναστάτωνε ζώα, φυτά κι ανθρώπους. Είχε περάσει η ώρα και οι κοπελιές είχανε πιάσει πια το Μάη. Οι νοικοκυράδες είχαν πετάξει τα ψίχουλα και τ' αποφάγια έξω από τις στολισμένες με λουλούδια πόρτες των σπιτιών, πράγμα που δε θα το παρέβλεπε το γατάκι, αν δεν ήταν τόσο τρομαγμένο από τη Μαύρη Σκοτεινιά.
Όταν έφτασε στην αυλή το γατάκι και αντίκρισε το ψαρόδεντρο, αντίκρισε άλλο ένα θάμα:
Εκεί που ήταν πριν το άλλο “ομάτι” του ψαροδέντρου, ήτανε τώρα και καθότανε ένα μικρό παιδάκι, φτυστό ετούτο πού 'χε καταπιεί η Μαύρη Σκοτεινιά. Αυτό όμως δε φαινότανε να προσπαθεί να σκαρφαλώσει πουθενά. Ούτε κοίταζε περήφανα κανέναν. Παρά κοιτούσε προς τη δύση του ηλίου ήρεμο κι ακίνητο. Το γατάκι, βλέποντας αυτό το παράξενο πράμα, στάθηκε ακίνητο κι αυτό, μη ξέροντας – να είναι άραγε ετούτο το μικρό παιδάκι που το κατάπιε η Μαύρη Σκοτεινιά, για κάποιο μαγικό που δεν το ξέρει και καλύτερα να μην το μάθει ποτέ του;
Αφού στάθηκε λίγη ώρα σα νά 'ταν βαλσαμωμένο κι εθώριε, άπλωσε το μπροστά αριστερό του πόδι και άρχισε να πηγαίνει προς το ψαρόδεντρο. Όταν έφτασε να έχει σκαρφαλώσει δίπλα στο μικρό παιδάκι, τόσο κοντά που ίσα – ίσα που δεν ακουμπούσανε τα μουστάκια από τη μουσούδα του στο πρόσωπο του μικρού παιδιού, του είπε:
“Δεν ξέβρω τι μάγι της πρωτομαγιάς είναι τούτο εδώ, μα εσύ μοιάζεις με το άλλο το μικρό παιδάκι τόσο πολύ! Και πάλι – μάγι της πρωτομαγιάς – τόσο πολύ δε μοιάζεις με το άλλο μικρό παιδάκι! Είσαι το αδελφάκι του το δίδυμο, για είσαι εσύ και σε κατάπιε η Μαύρη Σκοτεινιά, μα πρόλαβες να ξεφύγεις από το στόμα της την τελευταία στιγμή;”
“Εγώ είμαι ο δεύτερος γιος του ψαροδέντρου, και μόλις εγεννήθηκα.
Το ξεύρω πως έχω έναν αδελφό, ίδιο μ' εμένα, μα που κοιτάζει αλλού.
Πες μου το λοιπόν τι σόι γάτος είσ' εσύ, και που τα ξέρεις τούτα όλα που τα μολογάς.
Το τι, το πώς, το πούθε, το από ποιον και πότε.”
Και άρχισε τότε να εξιστορεί το μικρό γατάκι με το νι και με το σίγμα,
το τι, το πώς, το πούθε, το από ποιον και πότε.
Τού 'πε για το μικρό παιδάκι, τού 'πε για τον Αητό, τον πύργο πάνω στα σύννεφα, όπου ζει η πριγκιποπούλα, η πιό 'μορφη κόρη στον κόσμο, τού 'πε για την πριγκιποπούλα, τού 'πε για τον πατέρα της το βασιλιά στα δίδυμα νησιά Μίτζι – Χότζι, τού 'πε για τη Μαύρη Σκοτεινιά, τού 'πε για την ψυχή που έχασε και τώρα είναι εξάψυχο, όλα του τά 'πε και τίποτε δεν παρέλειψε. Παρά μονάχα πως είχε αρχίσει να πεινάει, νηστικό όλη τη μέρα.
“Καλά,” του είπε το μικρό παιδάκι, “πήγαινε και κοιμήσου, πήγαινε και φάε και πιε.
Λίγο το λίγο σουρουπώνει κι έρχεται σκοτεινιά. Αύριο που θά 'ρθει ξανά ο ήλιος και το φως, θα πάμε να βρούμε τον αδελφό μου, το γιο του ψαροδέντρου.”
...τέλος πρώτου μέρους.
Η πρόθεση να παρουσιαστεί ολόκληρη η ιστορία του Ψαρόδεντρου εντός του Γενάρη, από μόνη της δεν ήταν αρκετή για να καρποφορήσει. Αρκούμαι στην πραγματικότητα και κοινοποιώ το πρώτο μέρος. Μέχρι το πέρας της αφήγησης, ενδέχεται να υπάρξουν μικροαλλαγές/διορθώσεις κ α ι σε αυτό το μέρος. Η συνέχειά της ιστορίας έπεται.