Τρίτη 26 Ιουνίου 2007

Ιστορία έρωτα και αναρχίας

Ο τίτλος αυτός, μόλις πρόλαβε να αντικαταστήσει έναν άλλο τίτλο, που δεν προτίμησα γιατί θα ήταν κατανοητός από ένα άτομο και μόνο. Τον "ο παπάς ο παχύς, έφαγε παχιά φακή".

Την ταινία την είδα πρόσφατα,
πριν από λίγες ώρες συμπλήρωσα την θέασή της,
αν και είχα ξεκινήσει την Κυριακή.
Όλη την ώρα χωρίς ήχο και με υπότιτλους.
(Τα ιταλικά μου είναι στο επίπεδο του ανήξερου)

Δεν θέλω να υποστηρίξω τον έρωτα, ούτε την αναρχία.
Ίσως και νά 'ταν πρόσχημα μονάχα.
Στο κάτω κάτω της γραφής, δε χωράνε υποστυλώματα σε καμία έννοια από τις δύο.
Ερμηνείες ένα σωρό, μα ο βίος τους συναντά την ουσία και την στηρίζει ή την καταποντίζει.
Ήθελα να μοιραστώ μονάχα την ομορφιά που ένοιωσα βλέποντάς την ταινία αυτή,
κι ύστερα,
το πως όταν την άκουσα ήρθε κι έδεσε ο ήχος με την εικόνα.
Τα δυο μαζί με το απόσταγμα του ενός και του άλλου,
με το απόσταγμα και των δυονών μαζί.

Καμιά φορά, φέρνουμε τα λόγια,
τους ήχους,
τις εικόνες
στην εποχή τους για να τις εκτιμήσουμε.
Μα θαρρώ πως είναι λάθος αυτό.

Γιατί θα πρέπει να μετράμε
με αλλονών μέτρα και σταθμά από τα δικά μας
τον κόσμο;
Και τί εκτίμηση να κάνουμε με αυτό τον τρόπο;
Δεν έρχεται αυτός που έβγαλε τα μέτρα και τα σταθμά αυτά
να εκτιμήσει αναλόγως;

Πολλές φορές,
αυτό που γεννάται στην καρδιά μας μέσα από τα πράγματα
ή τους ανθρώπους,
ή τις πράξεις των,
δε μπορεί να στηριχθεί, ούτε να καταποντιστεί από τίποτα άλλο
παρά από την καρδιά που το γέννησε.

Ούτε μετριέται,
ούτε περιγράφεται αναλυτικά.

Μόνο με παρομοιώσεις.
Άλλο να λένε στον έναν κι άλλο στον άλλο,
μα να λένε σε κάθε έναν ξεχωριστά το ίδιο πράμα.

Λατρεύω το άρωμα των λεμονιών.

05:50 π.μ.
κστ' Ιουνίου ,βζ'
Χρονιά πολλά,
πολλά καλά, Κατερίνα.

Δευτέρα 25 Ιουνίου 2007

Για την ώρα άτιτλο

Για κάθε μέρα που περνά, δίχως να κάνει γέννα,
στο φυλλοκάρδια μαχαιριά, που δεν την υπομένα'.
Γιατί αν έχω τη δροσιά, στα χέρια, του ποτάμου,
ποτέ δεν πρέπει να διψώ, ούτε αυτοί κοντά μου.


Δεν 'ξεύρω αν τούτα τα λόγια βρίσκουν απόκριση καμιά
στην οθόνη
(όχι, όχι στην οθόνη, διέγραψέ το, αλλά κράτα το λάθος σα λάθος)
σ' αυτό που ονομάζουνε ψυχή κανενού ανθρώπου.

Έγνοιες είναι που με καταλαμβάνουν καιρούς-καιρούς,
και δεν ημπορώ να τις αποτινάξω από πάνω μου.
Όχι γιατί είναι τόσο φρικαλέες οι ιδέες που γεννούν.
Μα γιατί είναι τόσο επιθυμητές οι ιδέες που αντιστέκουνταί* τους.
Γιατί έχουν υπόσταση και υπάρχουν στη ζωή μου,
το λιγότερο σαν παρελθόν,
το ευτυχέστερο σαν παρόν και μέλλον.

Μου αρέσει να γράφω,
αλλά δεν είναι το γράψιμο που μου αρέσει.
Είναι η ιδέα (ακόμα περισσότερο όταν αποκτά βάση)
πως μέσα από τις αράδες τις λέξεις που μπαίνουν στη σειρά
έστω και ένας, κάπου, κάπως,
βγάζει ένα νόημα.
Κουνάει το κεφάλι του σα να λέει:
"Ναι, τούτο το είδα κι εγώ"

Μ' αρέσουν και οι λέξεις να έχουν μυρουδιά.
Όπως έχουν μυρουδιά τα νιόκοπα ξύλα.
Όπως έχουν μυρουδιά τα βιβλία.
Όπως έχουν μυρουδιά τα χέρια που τρίψαν το φύλλο της λεμονιάς μέσα στους.
Όπως έχουν μυρουδιά οι τσέπες με τη λεβάντα.

Γιατί τότε,
δεν είμαι εγώ ο κύρης του νοήματος.
Δεν είμαι ο κύρης της ομορφιάς που ξεπρόβαλε από το παράθυρο,
και έλαμψε μ' άλλο χρώμα σε κάθε γωνιά.
Μόν' είμαι ο μνηστήρας της,
που κατάφερε να την ξεφανερώσει για να της ρίξει μια ματιά.

Μου λείπει,
μου λείπει,
μου λείπει.

Και με το νερό να τρέχει ανάμεσα στα δάκτυλά μου,
αφού διψώ, είναι ντροπή.
02:54 π.μ.
κε' Ιουνίου ,βζ'

*μη θεωρήσεις το "αντιστέκουμαι" σαν αντιδραστική στάση.
Το χρησιμοποιώ όπως και αυτοί στον παρακάτω διάλογο που κάποτε διάβασα και έκτοτε κράτησα στην καρδιά μου:
-Σκουτελοβαρίσκω σε
-Κι εγώ αντιστέκουμαί σου
που πάει να πει αν δεν το κατάλαβες:
-Σε χαιρετώ
-Κι εγώ στέκομαι απέναντί σου (αντάξιος) στο χαιρετισμό σου