Πέμπτη 27 Μαρτίου 2008

Η συνέχεια του παραμυθιού

Είναι μέρες τώρα, που δε συμμαζεύομαι
να γράψω τη συνέχεια του παραμυθιού.

Δεν είναι που δεν έχω τί να γράψω.
Είναι που φοβάμαι να αντιμετωπίσω
αυτά που ήδη, πριν να τα γράψω,
μου αποκαλύφθηκαν μελλούμενα.

Το παραμύθι, χαρά έχει στο τέλος.
Όμως, πώς θά 'θελα
από τον πόνο να ξεφύγω.
Όμως, πώς θά 'θελα
τα ειπωμένα ν' αρνηθώ.


Δεν το γνωρίζω πως ενώ "ένα συν ένα" -
"δύο" λογιάζονται και "δύο" τα μετρώ.
Μία παρόρμηση, μια δύναμη και μέθη
φτιάχνει ένα άθροισμα πέρα από αυτό,
που ενστερνίζομαι, που δεν κατανοώ.

05:32 π.μ.
Πέμπτη, κζ' Μαρτίου ,βη'

Εντός του οίκου,
των οικείων νοσταλγός.

Σάββατο 15 Μαρτίου 2008

Το μεσημέρι που ο Πεσσόα συναντήσε τον Καβάφη

Νόμισε ο άνθρωπος - ο συμπαθής - πως ήτανε θυσία που σηκώθηκα.
Μα δεν είδε αυτά που είδα, καθήμενος.
Τα βλέμματα τα αφοσιωμένα,
τους καθισμένους ανακούρκουδα,
τους γονυπετείς,
τους αγκαλιασμένους από τους ώμους φίλους του.
Κι όλοι μαζί να φαντασιώνονται, με βοήθεια τη μεγάλη οθόνη,
τη νύχτα που ο Πεσσόα συνάντησε τον Κωνσταντίνο Καβάφη.
Για αυτό, ίσως να μην κατάλαβε, όταν του είπα πως
είχα κι εγώ όφελος που σηκώθηκα, αντί για παρακαλώ.
Χάρηκα όμως με τη χειραψία, μην το κρύψω.
Και ένοιωσα μια ζεστασιά από τους τόσους ανθρώπους
που στάθηκαν να ακούσουν και να δουν
για το Saturnia και τους επιβάτες του.

20:08
Σάββατο, ιε' Μαρτίου ,βη΄
Πριν το γυρισμό.

Σάββατο 8 Μαρτίου 2008

Το Ψαρόδεντρο (μέρος τρίτο)

(Ή αλλιώς,
"Το ψαρόδεντρο, μέρος τρίτο:
Ο γιος του ψαροδέντρου κι ο γιος του Ποντικού")

Συνέχεια από το δεύτερο μέρος, που έδινε συνέχεια στο πρώτο.

Φάνηκε τότενες στη ματιά του ανθρώπου μία λάμψη – για μια στιγμή μονάχα – σα να καθρεφτιζόταν στα αλήθεια μες στα μάτια του, ο ήλιος πού 'χε ξυπνήσει μες στο νου του.

Και χαρούμενος, ο γιος του ψαροδέντρου, τον ρώτησε:

“Έρχονται άλλοι άνθρωποι εδώ, απ' άλλα μέρη, έξω από εμάς;

Υπάρχει δρόμος να πάνε και να 'ρθούν όσοι το θέ'νε;”

“Πολλών, η Μαύρη Σκοτεινιά παρέσυρε καράβια στις στεριές μας, που τσακισμένα τά 'κλαψαν – ναυάγια. Μα ούτε έναν δεν ξέρω που να βρήκε μέσ' άπ' τη Μαύρη Σκοτεινιά το δρόμο να ξεφύγει.”

“Και τι απογίνονται οι ναυαγοί και οι παραπλανημένοι;”

“Άλλους τους βλέπεις ξανά, να δουλεύουνε σα σκλάβοι, κι άλλους ποτέ ξανά δεν συναντάς, ωσάν να μην υπήρξαν.”

“Έλα λοιπόν και δείξε μου, άνθρωπέ μου πού είναι αυτά τα κάτεργα. Κι ύστερα πού θά 'βρω του τόπου τους ανθρώπους. Να μαζευτούμε για να διώξουμε τη Μαύρη Σκοτεινιά που μας κυνηγά.”

Μα ούτε κουβέντα δε δεχότανε ο άνθρωπος του τόπου, για να πάει στα κάτεργα να του δείξει. Και μόνο να του δώσει οδηγίες για το δρόμο δέχτηκε.

Πήρανε το δρόμο πάλι και οι τρεις, ο δευτερότοκος γιος του ψαροδέντρου, η κόρη του βασιλιά των δίδυμων νήσων Μίτζι – Χότζι, και το εξάψυχο μικρό γατάκι -ο Αργύρης- και πήγαν για τα κάτεργα, που ήσαν στους πρόποδες ενός βουνού.

Εκεί βρήκαν ανθρώπους πολλούς να σκάβουν το βράχο. Που να νομίζεις πως τούτο το βουητό, δεν ήταν πράμα των ανθρώπων, παρά πως το ίδιο το Βουνό – το Τζίτζι – εμαχότανε με τη Γη όπου πατούσε.

Οι άνθρωποι, απλωμένοι στο λατομείο, χτυπούσαν με τις αξίνες τους την πέτρα, μα ετούτη, αντί να πετάει σπίθες φωτεινές, πέταγε σκοτεινές. Θαρρούσες κάθε που έσμιγε το σίδερο με την πέτρα, πως σκοτείνιαζε λίγο παραπάνω αυτή η παχιά σκοτεινιά που απλωνόταν ολούθε τριγύρω.

Δεν πέρασαν δυο στιγμές, και οι τρίχες του εξάψυχου μικρού γατιού -του Αργύρη- σηκώθηκαν όλορθες.

“Εκεί, εκεί είναι ο γιος του ψαροδέντρου!” φώναξε και πήραν να τρέχουν ξωπίσω από το εξάψυχο μικρό γατί, ο αδελφός του και η πριγκιποπούλα. Έτρεχε το γατί προς τον γιο του ψαροδέντρου, που ξεχώριζε έτσι μικροκαμωμένος που ήταν ακόμα ανάμεσα στους άλλους κατεργάρηδες.

Με το που τον αντάμωσαν, όρμηξε να τον αγκαλιάσει ο αδελφός του, μα ο πρωτότοκος τραβήχτηκε ανήσυχος.

“Μη φοβάσαι γιε του ψαροδέντρου, κι ο αδελφός σου είμαι.

Έλα και αγκάλιασέ με κι εσύ, και τώρα που σμίξαμε ποτέ δε θα ξεχωριστούμε.” Είπε ο δευτερότοκος του ψαροδέντρου. Μα ο πρωτότοκος δεν έκαμε βήμα, ούτε μπροστά, ούτε πίσω, παρά έστεκε και κοιτούσε ανίδεος, αγνώστους. Ούτε το εξάψυχο γατί αναγνώρισε -τον Αργύρη-, που τον ήξερε από την πρώτη μέρα της ζωής του, ούτε ακόμη – ακόμη και την κόρη του βασιλιά των διδύμων νήσων Μίτζι – Χότζι, πριγκιποπούλα και πιό 'μορφη κόρη στον κόσμο, που πάντα ήθελε να την παντρευτεί και να ζήσουν για πάντα πάνω στα σύγνεφα. Πολλά μάλλον δε γνώρισε τον αδελφό του, που πρώτη φορά αντίκριζε.

Άρχισε μάλιστα να τους ομιλεί και να λέγει πως κανενός “ψαροδέντρου” δεν είναι γιος, και ούτε ψαρόδεντρα υπάρχουν. Ούτε στις θάλασσες, ούτε στη στεριά κανείς δεν έχει περιγράψει τέτοιο πράγμα. Μα και να υπήρχε, κανείς δε θα μπορούσε να το δει, μες στη Μαύρη Σκοτεινιά. Παρά πατέρας του είναι ο Ποντικός, και για τούτο είναι τόσο μικροκαμωμένος. Πάνω στο λόγο ξεπήδησε ο Ποντικός να μολογήσει το ίδιο. Και πως από μικρό ποντικάκι, με κόπους και θυσίες, μεγάλωσε το γιο του, που να, κοτζάμ θεριό ίσαμ' εκεί πάνω έχει φτάσει να γίνει. Μα καλύτερα να μη χασομεράνε και να γυρίσουν στο κάτεργο, γιατί κανείς δε γλιτώνει από τη Μαύρη Σκοτεινιά, που είναι παντού και μπορεί να κρύβει μέσα της τα πάντα.

“Μόνο το φως δε μπορεί να κρύψει μέσα της”, είπε ο δευτερότοκος του ψαροδέντρου. Και ο Ποντικός τον κοίταξε στραβά, καθώς ήδη είχε γυρίσει προς το λατομείο.

Ο γιος του Ποντικού (έτσι θα τον λέμε για την ώρα τον πρωτότοκο γιο του ψαροδέντρου, μιας και αυτός νομίζει ότι είναι) όμως, δεν το κούνησε ρούπι από τη θέση του. Ήταν λίγο πως δε μπορούσε να μη θαυμάζει τη πριγκιποπούλα, την πιό 'μορφη κόρη στον κόσμο, κι ύστερα, ήταν τόσο περίεργη αυτή η ιστορία, και τόσο γνωστό το σουσούμι τούτου του γατιού, που ήθελε ν' ακούσει κι άλλα.

“Χωρίς κουβέντες και χασομέρια, έλα ευθύς παραπέρα να μιλήσουμε. Μακριά απ' αυτό το μπουμπουνητό και θα τα μάθεις όλα”.

Κι έτσι έγινε. Αρχίσανε να συνεννοούνται τούτοι οι δυο, και σε δυο στιγμές, είχε μάθει ξανά και ο γιος του Ποντικού τα όσα εμείς εμάθαμε από την αρχή της ιστορίας.

Αποφάσισε τότε ο γιος του Ποντικού, ακόμα και χωρίς να είναι βέβαιος για την ύπαρξη του ψαροδέντρου, να κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του να βοηθήσει τούτους τους ανθρώπους, και τούτο το θαρραλέο ζώο.

Άρπαξε το λοιπόν το καμπανάκι από τα κάτεργα. Αυτό ήταν που οδηγούσε μες απ' τη Μαύρη Σκοτεινιά, τους κατεργάρηδες στο λατομείο.

Άρχισε τότε να το χτυπάει, και όλοι αφήσανε τη δουλειά τους στη μέση και πήρανε να το ακολουθούνε. Κουδούναγε, κουδούναγε, και πήγαινε μπροστά, ίσαμε πού 'φτασε σ' ένα πλάτωμα και σταμάτησε. Σταμάτησαν και οι κατεργαραίοι, με μια απορία ζωγραφισμένη στη μουτσούνα τους. Πήρε τότε να τους μιλάει ο δευτερότοκος γιος του ψαροδέντρου, και να τους εξηγεί πως τούτη η Μαύρη Σκοτεινιά δεν είναι όλο κι όλο που υπάρχει στον κόσμο. Πως ούτε θα πρέπει να αφήσουν το μελάνι της να τους τρώει την καρδιά σαν το σαράκι, μήτε να δουλεύουν τα φαρμακερά κάτεργα της. Κι άλλοι παραδέχτηκαν και σήκωσαν το κεφάλι, κι άλλοι, κρατώντας το χαμηλά, και μουρμουρίζοντας, κοιτάζοντας λοξά παραπονέθηκαν για το “πώς θα τα βάλουμε με τέτοιο τέρας εμείς οι κακομοίρηδες, που όχι μόνο στον ήλιο μοίρα δεν έχουμε, παρά και αυτός ο ήλιος πια δε στέκει;”

Μα από τη μια δε θέλανε να κουνήσουν το δακτυλάκι τους, από την άλλη, σαν είδαν πως ήτανε αρκετοί τούτοι οι “κουφιοκεφαλάκηδες” που αποφάσισαν να αποτάξουν τη Μαύρη Σκοτεινιά, τους πήραν από πίσω, χωρίς να σηκώσουν το κεφάλι, καθώς ανέβαιναν στην κορυφή του βουνού Τζίτζι. Σ' αυτούς ανάμεσα χώθηκε κι ο Ποντικός.


...τέλος τρίτου μέρους.

Η συνέχεια...