Στη Λαμπρινή, που γιορτάζει
Ήτανε, μια φορά κι έναν καιρό, δυο γεροντάκια, χαρούμενα κι ευτυχισμένα. Έγνοια καμιά δεν είχανε, παρά μονάχα έναν καϋμό. Ένα πράμα τους βασάνιζε: που δεν είχαν ένα παιδάκι όπως όλος ο κόσμος, σημάδι της αγάπης και της ελπίδας τους.
Η γριά, από κοπελούδα πού 'τανε όταν πρωτοπαντρεύτηκε, συχνά έκαμε τάματα στην Παναγιά μας, πότε το ένα, πότε το άλλο πραματάκι το πολύτιμο πού 'χε στην κατοχή της. Μα σαν περνούσε ο καιρός και δεν έβλεπε την κοιλιά της να φουσκώνει, αντί να κακιώσει ή να στεναχωρεθεί, πήγαινε έτσι κι αλλιώς στην εκκλησία κι άφηνε το τάμα στην εικόνα της Παναγιάς. Κι έλεγε από μέσα της – σα να ζητούσε χάρη από κανένα παιδάκι – “Να, εδώ σου τό 'χω. Δε μπειράζει, εγώ για 'σένα τό 'χα τούτο Κυρά μου, έτσι κι αλλιώς.” Και μετά από λίγο καιρό, έβρισκε χαρούμενη κάποιο άλλο τάμα να Της τάξει. Ο γέρος, προσευχότανε κι αυτός μπροστά στο εικονοστάσι, και ρώταγε: “Μια χαρά ζωή έχομε τούτα τα δυο κι αγάπη. Ευλόγησέ μας μ' ένα παιδάκι. Να το αγαπάμε κι αυτό, και να το μεγαλώσουμε στη χάρη Σου!”
Και τους άκουσε από ψηλά ο Θεός κι η Παναγιά μας, κι έμεινέ η γριά έγκυος. Σαν είδαν πως η κοιλιά της γριάς άρχιζε και φούσκωνε, παραδεχτήκανε το θάμα και χοροπήδησαν ίσαμ' επάνω στη σκεπή του σπιτιού. Και πέρναγαν οι μέρες και οι μήνες, και πλησίαζαν οι μέρες της γέννας, και κάθε μέρα χάιδευαν την κοιλίτσα της γριάς και λέγανε:
“Κάμε Θεούλη μου, κάμε Παναγίτσα μου: νά 'ναι καλό και κακό να μη δει.”
Ήρθε η ώρα της γέννας, και γεννήθηκε το παιδάκι, και βγήκε τυφλό. Τό 'δανε οι γέροντες που ήτανε τυφλό το παιδί τους, μα δεν κλάψανε, ούτε είπανε κουβέντα. Παρά πήγανε κι ανάψανε κεράκι κι είπανε:
“Με το φως του το κεράκι να φωτίσει,
το φως του παιδιού μας να γυρίσει”.
Και έτσι κάθε Κυριακή, στο κερί που ανάβανε,
“Με το φως του το κεράκι να φωτίσει,
το φως του παιδιού μας να γυρίσει”.
Ο καιρός περνούσε, και το παιδάκι μεγάλωνε. Και χρόνο με το χρόνο, φαινότανε πως η καλοσύνη που ζητήσανε από το Θεό και την Παναγία, όταν δεν είχε βγει ακόμη από την κοιλιά της γερόντισσας μάνας του, μεγάλωνε κι αυτή μαζί. Κι αν ήτανε τυφλό, ποτέ δεν έπαψε να βοηθά τα γεροντάκια. Κι αυτά, από την άλλη, καταλάβανε από τόσο δα που ήτανε, πως κι αν του έλλειπε το φως των ομμαθιών, άλλο απαύγαζε από μέσα του, άσβεστο. Κι όχι μόνο τους δικούς βοήθαγε, παρά και τους τριγύρω, και τους ξένους, κι αυτούς που δεν είχε δει ποτέ του πριν, κι αυτούς που ποτέ δε θα ξανάβλεπε. Γιατί, αν είναι κάτι καλό να το προσφέρεις στους αγαπημένους σου, είναι καλό να το προσφέρεις σ' όλο τον κόσμο. Κι άμα κρατήσεις τους ανθρώπους όπως κρατάς στην καρδιά σου τους αγαπημένους σου, σε τίποτα δε διαφέρουν μεταξύ τους. Ούτε πιο καλοί, ούτε πιο κακοί είναι οι μεν από τους δε. Αυτά, δεν ήξερε ούτε το παιδί, ούτε οι γέροντες, ποιος τα έμαθε από ποιον. Το παιδί που τα άκουγε από τα γεροντάκια, ή τα γεροντάκια που βλέπανε τα λόγια να γίνονται πράξη.
Αυτό που όλοι ξέρανε, ήταν πως το παιδί αυτό ήταν ένα καλό παιδί. Για τούτο κανείς δε θυμόταν το όνομά του, παρά όλοι το φωνάζανε “καλό παιδί”. Και το ίδιο το καλό παιδί, δεν το πήρε ποτέ για παρατσούκλι, ή για πείραγμα, ή για υπερβολή, ή για άπρεπο τέλος πάντων, αφού όλοι έτσι το λέγανε, ακόμα και τα γεροντάκια, και απολύτως φυσικά, σαν το ρωτάγανε πώς το λένε, έλεγε την αλήθεια: “καλό παιδί”.
Μια φόρα, τον ίδιο τον καιρό λοιπόν, ήταν χειμώνας, και είχε πιάσει κι έριχνε τη βροχή – τουλούμι. Μέσα στη νύχτα την άγρια, χτύπησε η πόρτα. Ο θόρυβος από τη βροχή και η “περηφάνεια στ' αυτιά” των γερόντων, δεν άφησαν το χτύπο να τους ξυπνήσει. Και παραλίγο να μην τ' ακούσει ούτε το καλό παιδί, γιατί γινότανε κατακλυσμός και ο άνεμος μούγκριζε μέσα από τις γρίλιες των παραθύρων και τις σχισμές της πόρτας, ενώ ένας ήχος σα σφύριγμα βαθύ ερχόταν απ' το τζάκι. Παρ' όλα αυτά, το καλό παιδί άκουσε την πόρτα που χτυπούσε, σηκώθηκε και άνοιξε. Κι εκεί που άνοιξε, τι να δει;
Ένα παλικαράκι είχε γύρει στην πόρτα, αδύναμο από την κούραση και βρεγμένο μέχρι το κόκκαλο, και ποιος ξέρει πώς αλλιώς ταλαιπωρημένο. Τα ρούχα του μοιάζανε να μην είναι ντόπιο και το δέρμα του ήταν πιο ηλιοκαμένο από όποιου άλλου είχε δει ως τα τώρα. Το πήρε στα χέρια του, το κάθισε σε μια καρέκλα, του έβγαλε τα ρούχα τα βρεγμένα και το σκέπασε με μια κουβέρτα, ενώ αναζωπύρωσε τη φωτιά στο τζάκι. Τού 'δωσε να πιει κρασί ζεσταμένο, με ζάχαρη μέσα (“τσουκαλοκαυτό” καταπώς το λένε) και τού 'δωσε να φάει ό,τι υπήρχε: Λίγο ζωμό, ζεσταμένο, από ραδίκια, ελιές, ψωμί. Μα δεν ημπόριε να φάει και πολλά, γιατί δεν ένιωθε σωστά την κοιλιά του.
Πήρε να μιλάει κάποια στιγμή, λαχανιασμένα, μα δεν καταλάβαινε γρι το καλό παιδί.
“Ξένο είσαι, σε ξένο τόπο κακόμοιρο” μονολόγησε το καλό παιδί, γιατί φαντάστηκε πως δε θα καταλάβαινε. Τό 'βαλε να ξαπλώσει στο κρεβάτι του και το σκέπασε με ό,τι είχε, γιατί έκαιγε το κορμί του από τον πυρετό, και κάθισε στο πλάι του.
Το πρωί, άνοιξε τα μάτια του ο ξένος, σα να ανοίξανε από μόνα τους στο φως του ήλιου που μπήκε από το παράθυρο, από τον καθαρό μετά τη βροχή ουρανό. Σαν το λουλούδι αυτό, το “μπούζι”, άβουλα, χωρίς να καταλαβαίνει, έψαχνε τον ήλιο. Και – λες και άκουσε το άνοιγμα των ματοτσίνορων – χαμογέλασε το καλό παιδί από χαρά, που έδειξε ο ξένος να έρχεται στα συγκαλά του.
Τον ταΐσανε σούπα με την κότα τους τη Μαριγώ, τον ποτίσανε κρασί, έγιανε ο ξένος, μα κουβέντα δεν αντάλλαξαν, μόνο αφουγκραζόταν το καλό παιδί και κοίταζε ο ξένος και αλλάζανε τα “ευχαριστώ” και “παρακαλώ”, τα “ξάπλω και ξεκουράσου”, τα “μη σε μέλλει” και “μη φοβάσαι”.
Ώσπου, μετά από λίγες μέρες, μια ζεστή μέρα, σηκώθηκε ο ξένος να φύγει.
Λυπηθήκανε, το καλό παιδί και τα γεροντάκια, μα ξέρανε πως του ξένου ο τόπος δεν είναι αυτός, παρά εκείνος ο ξένος τόπος απ' όπου ήρθε.
Τον ξεβγάλανε ως την πόρτα, και του δώσανε φαΐ για το δρόμο, και τα ρούχα του μανταρισμένα, καθαρά και ζεστά από τον ήλιο που τα στέγνωσε.
Όταν βγήκε από την εξώπορτα, εκεί που στάθηκαν για να τον κοιτάνε να ξεμακραίνει τα γεροντάκια, για να ακούει το καλό παιδί τα βήματά του στο μονοπάτι ως να σβήσουνε, γύρισε το ξενάκι και τους κοίταξε. Και θα ήταν εύκολο για τον καθένα, αν είχε τα μάτια του, να δει πως το ηλιοκαμένο πρόσωπο του ξένου έλαμπε.
Γύρισε και είπε στο καλό παιδί:
“Ήρθα στο σπίτι σου ασθενής και ταλαιπωρημένος, και με φρόντισες.
Μου έδωσες ό,τι είχες και δεν είχες για να γίνω καλά, κι ας μη με ήξερες, κι ας μη με γνώριζες ποτέ.
Ήμουν άρρωστος και μ' έγειανες.
Ήμουν πεινασμένος και με χόρτασες.
Ήμουν ταλαιπωρημένος και με ξεκούρασες.
Και τώρα που μ' έκαμες καλά, και μού 'δωσες ό,τι είχα ανάγκη χωρίς να ρωτήσεις και χωρίς να ξέρεις, θα σε κάνω κι εγώ καλά, και θα σου δώσω ό,τι έχεις ανάγκη.”
Και πήρε χώμα και νερό της βροχής το ξενάκι, και έκαμε λάσπη, και άπλωσε στα μάτια του καλού παιδιού. Και τότε – θάμα μεγάλο – ηύρε το καλό παιδί το φως του.
Πήραν να αγκαλιάζουν τα γεροντάκια το καλό παιδί, και δεν πρόλαβαν να καταλάβουν καν το πότε εξαφανίστηκε από εκεί που στεκότανε ο Χριστός.
Αν όλα αυτά που σας αφηγούμουν ήσαν φανταστικές ιστορίες, τότε αυτός που θα τις έβγαζε από την κοιλιά του θα έβαζε μια τελεία και μια παύλα, και θα ξεμπέρδευε γράφοντας ίσως την ημερομηνία, και κανένα “Τέλος και τω Θεώ δόξα”. Αλλά επειδή όλα αυτά που σας εξιστορώ είναι πέρα για πέρα αληθινά, οφείλω να φροντίσω να μάθετε και τη συνέχεια.
Έτσι λοιπόν, για τρίτη φορά, εισακούστηκαν οι προσευχές των γερόντων, και βρήκε το καλό παιδί το φως του. Μα τούτο το φως των ομμαθιών του, δεν ήταν σαν όλων των ομμαθιών το φως. Σα να λέμε, ίδια κοιτούσαν – άλλα έβλεπαν. Αλλιώς δεν εξηγείται πώς σε κάθε τι που κοίταζε τούτο το καλό παιδί, έβρισκε κι έπαιρνε πάντα το καλό. Όπως αν το κακό δε μπορούσε να το δει.
Ήταν στο χωριό τους ένα παιδί, ο Μανώλης της Κουτσής, που είχε ξεχάσει και το ίδιο πως το λέγανε, γιατί “παλιόπαιδο” το ανεβάζανε, “παλιόπαιδο” το κατεβάζανε. Η αλήθεια ήταν πως ήταν πολύ σκανταλιάρικο και πολύ άτακτο. Αρκούσε να του πεις να μην κάνει κάτι, για να πάει και να το κάνει. Η μάνα του, έχοντας πρόβλημα με τα πόδια της, δεν πρόφταινε να το συμμαζέψει από δω κι από 'κει, μιας και όταν έπιανε την πιλάλα, ήτανε σα να έβγαζε φτερά και πετούσε. Κανείς δεν του παράβγαινε στο τρέξιμο και κανένας, μα κανένας δεν τον έπιασε ποτέ, όποτε τύχαινε να τον κυνηγήσει να τον καταχεριάσει για κάποια σκανταλιά.
Απ' το σπίτι που έμενε το καλό παιδί και τα γεροντάκια δεν πέρναγε συχνά, γιατί δεν ήταν πολύ κοντά στο χωριό, ούτε πολύ κοντά στο ποτάμι, που του άρεσε να τριγυρναει και να κολυμπάει. Στα τέλη του Αυγούστου όμως, που κάρπιζαν οι συκιές, πάντα συχνοπερνούσε. Γιατί το σπίτι βρισκόταν κάτω από τη σκιά μιας συκιάς ψηλότερης απ' όλες του χωριού, που είχει φυτρώσει εκεί, πριν ακόμα γεννηθούν τα γεροντάκια. Κι αυτή η συκιά – τό 'χαν να το λένε όλοι – έβγαζε τα πιο “μέλια” σύκα!
Μετά τον δεκαπενταύγουστο λοιπόν, κάθε μια – δυο μέρες πέρναγε να δει αν είχαν γίνει τα σύκα, ν' αρπάξει κανένα. Πρέπει επίσης να σας πω για το “παλιόπαιδο”, πως έτρωγε πάντα τα νοστιμότερα φρούτα, στην πιο καλή περίοδό τους, από τους κήπους, τις αυλές και τα χωράφια των συγχωριανών του, κι ας παραφύλαγαν αυτοί. Κάθε που ωρίμαζαν τα φρούτα τους, μεγάλωνε μαζί και η ανησυχία μην τ' αδράξει το “παλιόπαιδο”. Το μάλωνε η μητέρα του σχεδόν κάθε μέρα, που γύριζε με την άκρη απ' τη φανέλα του γυρισμένη προς τα επάνω και γεμάτη από κάθε λογής καλούδια που μάζευε από 'δω κι από 'κει.
Κάποιο αυγουστιάτικο μεσημέρι λοιπόν, που είχε πάρει ένα καλάμι το καλό παιδί και μάζευε σύκα, να τα βάλει στο πηγάδι, να τα φάνε δροσερά μετά το γιόμα, είδε που καρτέρευε το “παλιόπαιδο”.
“Ε, Μανωλιό, κόπιασε να σε φιλέψω!” μα εκείνος δεν κόπιασε στάλα, παρά έμεινε μακριά μπας και του τη φυλούσε. “Καλά τότε, θα σου αφήσω εδώ λίγα σύκα, να πας και της μάνας σου, κι άμα ξανάρθεις το απόγιομα, θα σού 'χω φυλαγμένα από το πηγάδι”.
Το “παλιόπαιδο” δε μίλησε, και καρτέρεψε να μπει μέσα το παιδί, για να πάει να πάρει τα σύκα. Πήγε ξανά το απόγευμα, και πήρε τα σύκα τα δροσερά, μα πάλι δεν είπε κουβέντα.
Η αλήθεια είναι πως ήθελε να πλησιάσει και να πάρει τα σύκα που του προσέφερε το καλό παιδί, να μην περίμενε να φύγει για να πάει σαν κλέφτης. Δεν ήταν η κλεψιά που απολάμβανε το “παλιόπαιδο”, παρά η αίσθηση της λευτεριάς, της αλητείας που έκαμε τη ζωή ξέγνοιαστη για λίγο, όπως θά 'θελε να είναι πάντα. Ο λόγος που δεν πλησίαζε κανέναν πρόσωπο με πρόσωπο ήταν άλλος. Ήταν μια φωνή μέσα του, που του τσίριζε κάθε τρεις και λίγο “ΠΡΟΣΟΧΗ” και “ΦΥΓΕ” και “ΜΑΖΕΨΕ Ο,ΤΙ ΜΠΟΡΕΙΣ” και του θύμιζε αυτοστιγμίς όλες αυτές τις φορές που τόλμησε από μικρός να πλησιάσει τους άλλους και του τις έβρεξαν, ή τον μάλωσαν, ή τέλος πάντων, το μετάνιωσε πικρά με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Ακόμα και η μάνα του τον μάλωνε κάθε μέρα, μα αυτή ήταν μάνα του και δε μπορούσε να μη γυρίζει στο σπίτι.
Εκείνες τις μέρες, της ώριμης καρποφορίας της συκιάς, το ίδιο πράμα γίνηκε ξανά και ξανά. Μόνο που το καλό παιδί δεν ρώταγε πια για να πλησιάσει το “παλιόπαιδο” να το φιλέψει, παρά του έδειχνε με μιας το πού του είχε αφήσει τα σύκα.
Ως που μια μέρα, από περιέργεια περισσότερο, φίμωσε το “παλιόπαιδο” για μια στιγμή τη φωνή και προχώρησε μπροστά να πάρει τα σύκα πρωτού να φύγει το καλό παιδί.
Η φωνή όλο και αγρίευε. Ίσαμε που βασάνιζε το “παλιόπαιδο”, μα ετούτο, πεισματάρικο καθώς ήταν, δεν ξεστράτισε, παρά κόντεψε περισσότερο και χαιρέτησε το καλό παιδί.
“Καλώς το Μανωλιό!” του χαμογέλασε το καλό παιδί. “Έλα και πάρε τα σύκα. Κι άμα θες, να σου αφήσω το καλάμι να κόψεις όσα ποθεί η καρδιά σου. Να πας της μητέρας σου, να φιλέψεις και κανά γείτονα.”
Πήρε τα σύκα το παιδί, και τά 'βαλε στη μπλούζα του, που τη γύρισε ανάποδα, κρατώντας την άκρη, μα ρώτησε αυτό που επαναλάμβανε συνέχεια η φωνή μέσα του:
“Και γιατί ρε καλόπαιδο μου δίνεις τα σύκα σου;”
“Γιατί είναι ωραία!”
“Κι ό,τι έχεις ωραίο, το δίνεις εσύ;” ρώτησε η φωνή τώρα.
“Φυσικά! Το μοιράζομαι.”
“Και γιατί δεν το φυλάς, να τό 'χεις μονάχα εσύ;” έσμιξε τα φρύδια της η φωνή.
“Γιατί αν δεν το μοιραστώ – δε φτάνει.”
“Αν ήταν έτσι, όλοι θα θέλανε να μοιράζονται τα ωραία πράματα.” Αγανάκτησε η φωνή.
“Όλοι το θέλουν. Κι όσοι δε θέλουν, όσα κι αν έχουν, δεν τους αρκούν των καψερών.”
Το “παλιόπαιδο” γούρλωσε τα μάτια μ' αυτά που άκουγε. Τίποτε πιο παράξενο δεν είχε ακούσει. Τίποτε πιο απίστευτο.
“Κι αφού είναι έτσι, δείξε μου το!” είπε ειρωνικά η φωνή.
Και πήρε το καλό παιδί χαμογελόντας από το χέρι το “παλιόπαιδο” και ξεκίνησαν να γυρίζουν τις γειτονιές και τα σπίτια και να ζητάει το καλό παιδί, από το κάθε σπίτι, ένα κάτι τις για λογαριασμό του “παλιόπαιδου”.
Στην αρχή, κανα-δυο τους στραβοκοιτάξανε, όταν ξεχωρίσανε το “παλιόπαιδο”. Μα στο χαμόγελο και τη χαρά του καλού παιδιού μπροστά, δεν κάμανε κουβέντα. Κι αν κάνεις έκαμε κουβέντα, κατευθείαν τον καλόπιανε το καλό παιδί, για το “πώς του είχε πει ο Μανωλιός το τι ωραία έφτιαχνε το ένα και το άλλο, ή πόσο νόστιμο ήταν μονάχα αυτουνού απ' όλο το χωριό το τάδε πράγμα!” γιατί τον συμβουλευότανε πρωτού να χτυπήσει κάθε πόρτα. Κι όλα τα σπίτια ανοίξανε την πόρτα τους, και φέρανε – γι' απ 'το φανάρι, γι' απ' το κελάρι, γι' απ' το δέντρο ένα φίλεμα.
Και με κάθε φίλεμα, πιότερο βουβαινότανε η φωνή από μέσα του του “παλιοπαίδου”, πιότερο σιγάνευε. Μονάχα σε ένα σπίτι δε χτυπήσανε την πόρτα, μα εκεί δεν είχε τίποτα αυτός που έμενε, να φτιάχνει, να καλλιεργεί για να μαγειρεύει. Και τίποτα από εκεί δεν ήταν που να πεθυμούσε το “παλιόπαιδο”. Μόνο τα λεφτά του μέτραγε ξανά και ξανά ο καψερός, και ποτέ δεν τά 'βρισκε αρκετά.
Σιγά – σιγά, έπαψε ν' αρπάζει πράματα το “παλιόπαιδο” από τους συγχωριανούς του.
Κι αυτοί έπαψαν πια να τον λένε παλιόπαιδο, κι αρχίσανε να τον φωνάζουνε “Μανωλιό”, κατά πώς ήταν τ' όνομά του. Και τίποτε δεν τους έλλειψε πια, ούτε απ' το Μανωλιό, ούτε απ' τους συγχωριανούς του. Και, επειδή με τα μάτια που τού 'δωσε ο Χριστός, μόνο το καλό είδε στο “παλιόπαιδο” το καλό παιδί, γίνανε, το καλό παιδί και το “παλιόπαιδο”, φίλοι αδελφικοί.
Κι έτσ' είναι μέχρι τώρα!
06:26 μ.μ.
Μ. Παρασκευή, κε' Απριλίου ,βη'
Δεν είν' η ανάσταση,
μα η επανάσταση