Είναι φορές που εκπλήσσεσαι, όταν βλέπεις να χωράει το όλο σε μόνο δυο του πόντους. Ή μέσα στο όλο, δυο πόντοι του να χωράνε μόνο. Σ' αυτή τη ματιά, την πολύ μακρινή ή την πολύ κοντινή, συχνά ξανανακαλύπτω την παρουσία της ομορφιάς.
Τετάρτη 31 Δεκεμβρίου 2008
Το παιδί και τα γράμματα
- Τώρα έγινες αρκετά μεγάλος για να μάθεις γράμματα. Σχολείο εδώ στον κάμπο δεν έχουμε για να τα μάθεις. Γι’ αυτό, θα σου μάθω τα γράμματα που ξέρω κι εγώ.
Πήγε λοιπόν στην ντουλάπα και έβγαλε ένα κουτί ξύλινο, σαν αυτά που βάζουν οι μαστόροι τα εργαλεία τους, και το ακούμπησε μπροστά στο παιδί.
- Εδώ είναι όλα και όλα τα γράμματα που ξέρω. Πάρ’ τα, μάθε τα, και μετά επέστρεψέ τα μου. Μονάχα να είσαι προσεκτικός με αυτά, γιατί μπορεί από αυτά να χρειαστεί να μάθει και κανείς άλλος γράμματα.
Πήρε τότε το κουτί το παιδί, το άνοιξε, και άρχισε να περιεργάζεται τα γράμματα που είχε μέσα.
Είχε πολλά μέσα. Μικρά και μεγάλα. Είχε δυο γράμματα που έμοιαζαν με άλλα δυο, μόνο πεσμένα στο πλάι, κι άλλα που αν τα ένωνες, ή αν τα έκανες διπλά, μεταμορφωνόντουσαν σε άλλα, καινούργια.. Δυο Λ έφτιαχναν ένα Μ, και δυο Γ ένα Τ, ή ένα Π. Δυο Π φτιάχνανε ένα Ε πεσμένο και δυο Ψ βαλμένα το ένα ανάποδα από το άλλο, ένα Φ. Φ φτιάχνανε και δυο Ω απέναντι το ένα από το άλλο, γερμένα.
Το παιδί δεν χόρταινε να φτιάχνει από τα γράμματα άλλα γράμματα, ή να πλέκει τα γράμματα σε μικρές λέξεις άλλοτε γνωστές και άλλοτε άγνωστες, επειδή του άρεσαν έτσι βαλμένα τα γράμματα σε σειρά ή το ένα πάνω στ’ άλλο. Άρχισε δηλαδή να μαθαίνει γράμματα, όπως ήθελε και η γιαγιά του.
Έπαιρνε μάλιστα το κουτί με τα γράμματα μαζί του όταν έβγαινε να παίξει και, καθισμένο στον κάμπο, απορροφιόταν μέχρι να πέσει ο ήλιος.
Μια μέρα των ημερών λοιπόν, εκεί που ήταν στον κάμπο και είχε αραδιάσει όλα τα γράμματα στη σειρά και τα μάθαινε, πιάνει ένας αγέρας δυνατός και τα σκορπάει τριγύρω. Τρομαγμένο το παιδί, άρχισε να τρέχει και να μαζεύει ένα-ένα τα γράμματα για να τα βάλει πάλι μέσα στο κουτί να τα πάει πίσω στη γιαγιά του.
Του πήρε ώρα πολλή, και μέχρι που βράδιασε, τα είχε μαζέψει σχεδόν όλα. Τα φωνήεντα όμως, που ήταν πιο ελαφριά από τα σύμφωνα, τα είχε πάρει ο αέρας πολύ πιο μακριά και δεν τα βρήκε. Γύρισε στο σπίτι με τα μάτια δακρυσμένα. Όταν είπε στην γιαγιά του το τι συνέβη, η γιαγιά του έπιασε με το χέρι το κεφάλι της και κάθισε χωρίς να πει κουβέντα.
Το παιδί δεν κοιμήθηκε όλο το βράδυ, παρά ετοίμασε το δισάκι του και πριν καλά-καλά η ροδοδάχτυλη αυγή απλώσει το φως της, έφυγε να βρει τα γράμματα που είχε χάσει.
Πήρε τους δρόμους και τα μονοπάτια και έφυγε από τον κάμπο που ήξερε. Στην πρώτη πόλη που βρήκε, ανακάλυψε κι όλας το πρώτο γράμμα. Το Ι είχε γίνει εκεί μία κολόνα που πάνω της είχε μια λάμπα για να φωτίζει τον δρόμο. Το πήρε και το έβαλε στο κουτί με τα γράμματα. Αφού μάλιστα πήρε το παιδί το Ι από το φως του δρόμου, αυτό άλλαξε σχήμα, και από τότε οι στύλοι μοιάζουν με Γ πιο πολύ.
Συνέχισε να ψάχνει μέσα στην πόλη, μα πουθενά δεν έβρισκε κάποιο από τα άλλα γράμματα. Εκεί που περπάταγε, άρχισε να πεινάει, βρήκε το λοιπόν ένα μαγεριό και μπήκε. Τον είδε ο μάγειρας πεινασμένο και ταλαιπωρημένο εκεί που ανοιγόκλεινε και ανακάτευε τα κατσαρόλια του και τον έβαλε να κάτσει σ’ ένα τραπέζι δίπλα στην κουζίνα. Τού ’βαλε να φάει ψωμί, κοτόσουπα και λίγο γάλα σ’ ένα ποτήρι.
Κάθησε το παιδί να φάει και παρατηρούσε τον κόσμο που έτρωγε και τον μάγειρα που μαγείρευε και που όλο τον ρώταγε από πού ήρθε και τι κάνει εδώ μοναχό του, και γιατί δεν γυρίζει στη γιαγιά του που το αγαπά και δυο – τρία γράμματα λιγότερα δεν χαλάσανε και τον κόσμο βρε αδερφέ! Αυτός δεν ξέρει ούτε ένα, είδες τι καλά που είναι… Κι εκεί το είδε. Είδε το Ω! Ήταν βέβαια αγνώριστο, γιατί ήταν αναποδογυρισμένο, ήταν γεμισμένο με νερό, και έβραζε πάνω από μια φωτιά που έκανε το νερό μέσα του να κοχλάζει. Του είπε μάλιστα ο μάγειρας ότι δεν ονομάζεται ωμέγα, αλλά τσουκάλι, είχε το πονηρό αλλάξει και όνομα! Πήγε λοιπόν το παιδί και πήρε το Ω από το τσουκάλι και τό ’βαλε πίσω στο κουτί, κι άλλαξε με μιας σχήμα το τσουκάλι και έγινε από αναποδογυρισμένο Ω σαν αναποδογυρισμένο Π. Του έβαλε τότε ο μάγειρας και ένα καπάκι τρυπημένο και το ονόμασε χύτρα ταχύτητας, γιατί όταν το νερό έβραζε, πεταγόταν ο ατμός ίσαμε το ταβάνι με δύναμη, σφυρίζοντας σαν την «ταχεία», το τρένο δηλαδή.
Τον κοίμισε ο μάγειρας στο δώμα πάνω από το μαγεριό και το πρωί ξεκίνησε πάλι το παιδί την αναζήτησή του για τα χαμένα φωνήεντα. Πήρε τον δρόμο το στρατί, στρατί το μονοπάτι και κάποια στιγμή φτάνει στις όχθες ενός ποταμού, όπου πλένανε τα ρούχα τους κάτι κυράδες. Πιο πέρα, τα παιδιά τους παίζανε και πλατσουρίζανε μέσα στα νερά του ποταμού. Ήτανε εκεί και ένα κοριτσάκι που στεκότανε και πότε αγνάντευε την απέναντι όχθη, πότε κοίταζε τα νερά του ποταμού μπροστά της. Επειδή το κοριτσάκι αυτό δεν έπαιζε με τα άλλα παιδιά, αυτά όποτε περνούσαν δίπλα της την πειράζανε, πότε πειράζοντας τα μαλλιά της, πότε τσιμπώντας της το μπράτσο, πότε προσπαθόντας να την γαργαλίσουνε. Αυτή όμως δεν έδινε σημασία και στεκότανε στη θέση της. Κι έτσι τα πειραχτήρια βαριόντουσαν και φεύγανε.
Το παιδί στάθηκε με ενδιαφέρον και παρατήρησε το κοριτσάκι που ατάραχο αγνάντευε. Σε κάποια στιγμή, σαν να ξύπνησε από λήθαργο, αφήνει την ακινησία της και βγάζει το χτένι που της κράταγε τα μαλλιά για να το ξαναφορέσει, μιας και το πείραγμα μιας πιτσιρίκας της είχε κάνει τα μαλλιά ανάκατα.
«Α, ώστε εδώ κρυβόσουν τόσον καιρό, ε;». Είπε το παιδί, χωρίς καλά – καλά να το καταλάβει. Ήταν από την χαρά και την αγωνία που επιτέλους, βρήκε το Ε! Μάλιστα! Το Ε ήταν κρυμμένο μέσα στα μαλλιά του κοριτσιού και τα κράταγε επάνω για την ζέστη. Πήγε και το πήρε από ‘κεί και αμέσως το Ε μεταμορφώθηκε σε ένα περίεργο διπλό αντικρυστό Σ που έκλεινε στις δύο άκρες του και κρατούσε τα μαλλιά ακόμα πιο σταθερά από το Ε. Το κορίτσι, που στην αρχή, ακόμα και αυτή, ξαφνιάστηκε, αφού το παιδί της είπε το ποιός είναι και το πού πάει, του ευχήθηκε καλό δρόμο και καλή επιτυχία και το ευχαρίστησε που της άλλαξε το πιαστράκι για τα μαλλιά με αυτό το καλύτερο. Ύστερα, ξανακάθησε και κοίταζε απέναντι...
Το παιδί παραξενεμένο συνέχισε τον δρόμο του για να βρει τα υπόλοιπα φωνήεντα. Πήρε να διαβαίνει την όχθη του ποταμού, μέχρι που συνάντησε έναν καρόδρομο. Από εκεί τον περιμάζεψε ένας πραματευτής, ένας πλανόδιος πωλητής με το κάρο του και στον δρόμο τού έπιασε κουβέντα. Έτσι, έμαθε και αυτός για την «σταυροφορία» του παιδιού και το τάισε κιόλας βλέποντας το νηστικό όπως ήταν.
Πάνω στον δρόμο, σταμάτησαν σε ένα χάνι και ο πραματευτής πήρε το άλογο του στον σταύλο να το ταΐσει και να το φροντίσει. Το παιδί στεκόταν και θαύμαζε το όμορφο ζώο, μέχρι που το πρόσεξε: Κάτω από τα νύχια του αλόγου είχε πάει και είχε κολλήσει το υ. Προφανώς, το υ είχε παρασυρθεί πάνω στον δρόμο και το άλογο που περνούσε από ‘κει το πάτησε. Το παιδί, χαρούμενο πήρε το γράμμα και το έβαλε στο κουτί. Η οπλή του αλόγου τότε από κάτω της έμεινε γυμνή, και ο πραματευτής, επειδή είδε ότι το νύχι του αλόγου ήταν προστατευμένο από το υ, έφτιαξε ένα σιδερένιο υ που έμοιαζε και λίγο με U και το κάρφωσε στην οπλή του αλόγου σαν παπούτσι, και από τότε τα σιδερένια παπούτσια τα φοράνε σε όλα τα άλογα και τα λένε και πέταλα...
Όταν φύγανε από το χάνι, και στο πρώτο παζάρι που βρήκαν, σταμάτησαν. Εκεί, άπλωσε τις πραμάτειες του ο πραματευτής κι άρχισε να παζαρεύει. Άρχισε το παιδί να ψάχνει, μήπως μέσα στο παζάρι πουλούσαν κανένα φωνήεν. Δε βρήκε ούτε ένα όμως. Όταν πέρασε η ώρα, κι άρχισε να γουργουρίζει από την πείνα η κοιλιά του, στάθηκε πάλι μπροστά από ένα εστιατόριο και διάβαζε με τα λειψά γράμματα που ήξερε -και το στόμα γεμάτο σάλια- τον κατάλογο:
ΣΠΕΣΙΛΙΤΕ: Γίδ’ βρ’στ , γυρύνι συβλιστ’, κι ονειρευόταν πως έτρωγε, όχι «γυρύνι συβλιστ’», αλλά «γουρούνι σουβλιστό», κι αντί για «γίδ’ βρ’στ», «γίδα βραστή». Κι εκεί που αφηρημένο προσέθετε φωνήεντα, γεύσεις και μυρωδιές όπου λείπανε, το είδε!
Ακριβώς πίσω από την ταμπέλα που έγραφε τις σημερινές σπεσιαλιτέ του εστιατορίου, ήταν και την στήριζε ένα Α. Ήταν ένα άλφα, με γερμένη την πλάτη του σ’ ένα Ι. Και πάνω στην οριζόντια γραμμή του, στήριζε την ταμπέλα, ένα σφουγγάρι και μια κιμωλία.
Χωρίς πολλή – πολλή σκέψη το άρπαξε, και στη θέση του, εμφανίστηκαν δυο Π, το ένα πάνω από το άλλο, που γέρνανε πάνω σ’ ένα Ι. Κι επειδή το ένα Π καβαλάει το άλλο, το ονόμασαν «καβαλέτο». Η επιγραφή τώρα έγραφε:
ΣΠΕΣΙAΛΙΤΕ: Γίδα βραστ , γυρύνι συβλιστ’. Όταν το είδε το αφεντικό από το εστιατόριο, τον έβαλε μέσα και τον κέρασε δυο πιάτα από τη χαρά του.
Σαν του είπε το παιδί για την περιπέτειά του, του είπε ο εστιάτορας να πάει στο λιμάνι της πόλης. Καθώς εκεί καταφτάνει κάθε μέρα ένας σωρός καλά από τις τέσσερις μεριές του ορίζοντα. Κι αν είναι να βρει κανείς οτιδήποτε, εκεί θα είναι το πιο πιθανό μέρος να το πετύχει.
Χωρίς δεύτερη κουβέντα, ευχαρίστησε μονάχα το παιδί και πήρε τον κατήφορο για το λιμάνι. Από μακριά φάνταζαν πελώρια τα φορτηγά πλοία. Και τα κτίρια μπροστά τους σαν κονσερβοκούτια.
Όταν έφτασε επιτέλους στο λιμάνι, είδε ένα θαύμα: Μιλιούνια από ανθρώπους πηγαινοερχόντουσαν πολυάσχολοι! Άλλοι κουβαλούσαν εμπορεύματα. Άλλοι τα ξεφόρτωναν και άλλοι τα φόρτωναν. Άλλοι τα μετρούσαν και σημειώνανε νούμερα σε χαρτιά, που τα κρατούσαν με κόπο πάνω στους φακέλους, γιατί φύσαγε αέρας και πήγαινε να τους τα πάρει από τα χέρια. (Και σ’ αυτή την κατάσταση, έχοντας ζήσει μια παρόμοια τραγωδία το παιδί με τον αέρα και τα γράμματα, τρόμαζε και μόνο στο θρόισμα των σελίδων).
Και παραπέρα από τις προβλήτες, ήταν αποθήκες γεμάτες ως τα πάνω με πραμάτειες από όλο τον κόσμο! Έβλεπες στοίβες τεράστιες από μπανάνες της Αργεντινής, από κάρυ ινδικό, από μαστίχα χιώτικη, από τσάι κινέζικο. Υφάσματα εγγλέζικα κι άλλα απ’ το Κασμίρ. Φίλντισι από την Ακτή του Ελαφαντοστού, και κρόκο από τον Κρόκο. Λαχανάκια από τις Βρυξέλες και τυρί από τη Μασσαλία. Σίδερο, και χαλκό, και τεράστιους πάγους μαρμάρινους.
Τριγύρω από τις αποθήκες, άλλοι τόσοι – όσοι ήταν στις προβλήτες να παζαρεύουν τα εμπορεύματα και να κλείνουν συμφωνίες. Παρ’ όλα αυτά όμως τα φανταστικά και τα περίεργα, όσο κι αν έψαξε, όσο κι αν ρώτησε το παιδί, γράμμα δε βρήκε πουθενά. Οι στοίβες από τα εμπορεύματα, ψηλές, θεόρατες, δεν είχαν ούτε ένα φωνήεν από τα ξεστρατισμένα.
Ένας Ναπολιτάνος μεγαλέμπορος, εισαγωγέας στο λιμάνι, σαν έμαθε το πώς, το πού και το γιατί, το από ποιον και πότε, το συμπόνεσε το παιδί. Και του είπε πως, αν θελήσει κι αυτό, θα το πάρει μαζί του στο επόμενο ταξίδι για να ψάξουν για τα υπόλοιπα φωνήεντα.
Και το παιδί παραδέχτηκε. Τό ‘στειλε μάλιστα ατάκα να πάει να βρει τον καπετάνιο από μέρους του, και να τον βολέψει στην κουκέτα του.
Στο δρόμο για το καράβι, «παραλής» λεγότανε κι ερχότανε από τη Μικρά Ασία, στον κάβο, εκεί το είδε. Δεν ήταν καν μόνο του, παρά πολλά Ο, το ένα περασμένο μέσα από το άλλο, κι όλα μαζί να φτιάνουνε μιαν αλυσίδα πελώρια, που βαστούσε αυτό το πλοίο, το σαν κάστρο γιγάντιο, δεμένο στο λιμάνι.
Το πήρε το παιδί και το έχωσε στο κουτί του, και με μιας, όλοι οι κρίκοι της αλυσίδας του πλοίου δεν ήσαντε Ο πια, παρά θ.
Επιβιβάστηκε γελώντας και χοροπηδώντας στον «παραλή», και σάλπαρε με το χαμόγελο στα μάτια, σίγουρος πως το Η θα βρισκόταν κάπου ως τον κόλπο της πατρίδας του μεγαλεμπόρου.
Δε θα σας πω πιο πολλά απ’ όσα χρειάζεται να μάθετε: Το παιδί είδε γλάρους, και δελφίνια, και φάλαινες και καρχαρίες. Είδε βαρκούλες ψαράδων και ιστιοσανίδες, και κολυμβητές, και σφουγγαράδες. Μα δε βρήκε πουθενά Η…
Έφτασε στο σπίτι του μεγαλεμπόρου, κι έφαγε στο τραπέζι με τα κηροπήγια – που ναι, έμοιαζαν με Ψ και Υ, μα καθόλου με Η – και τα νόστιμα φαγιά, μα πουθενά δε βρήκε το γράμμα που του έλειπε για να συμπληρώσει τα γράμματα. Και εκεί, τόσο μακριά απ’ το σπίτι του, μακριά από τη γιαγιά του που τον αγαπούσε και του έλειπε τόσον καιρό, ένοιωσε την ήττα του. Δε βρήκε πουθενά το Η.
Πήρε ξανά τον «παραλή», και γύρισε στο λιμάνι του τόπου του. Κι από ‘κει στο χωριό του. Με την ήττα βαριά στους ώμους του να τον καμπουριάζει, περνώντας τον αγρό που ο άνεμος ενέπνευσε τούτη την περιπέτεια. Σήκωσε το βλέμμα για να δει το σπίτι του. Το σπίτι της γιαγιάς του.
Ήταν εκεί όπως το ήξερε και το θυμόταν – αν και βρισκόταν τόσα γράμματα μακριά – και πριν καλά - καλά φτάσει στο κεφαλόσκαλο, η γιαγιά του άνοιξε την πόρτα και την αγκάλη της.
Συνήθιζε η γιαγιά να κάθεται τα απογεύματα στο παραθύρι και ν’ αγναντεύει, σηκώνοντας κάθε τόσο το βλέμμα από το πλεχτό της. Από τη μέρα που χάθηκε το παιδί όμως, ήταν εκεί σχεδόν συνέχεια, και το πλεχτό της δεν τελείωνε ποτέ, μιας και κοίταζε το δρόμο αφηρημένη (μπας και γυρίσει το παιδί) και τα λάθη της τα έβλεπε αργά, που έπρεπε να ξηλώσει ξανά πολύ από όσο είχε ήδη πλέξει. Όταν είδε το παιδί να πλησιάζει μετά από τόσο καιρό, κόντεψε να πάθει συγκοπή από την χαρά της! Πήγε να ανοίξει την πόρτα και να τον βάλει στην αγκαλιά της.
«Παιδί μου, εσύ είσαι; Είσαι αλήθεια εσύ, για με γελούν τα μάθια μου;»
«Γιαγιά μου, εγώ είμαι, ο εγγονός σου.»
Είπε το παιδί και έπεσε στην αγκαλιά της γιαγιάς του.
«Γύρισα γιαγιά μου, μα δε βρήκα όλα τα γράμματα.
Πήγα μακριά, μα το ήτα δεν το βρήκα πουθενά. Ηττήθηκα.»
«Δε μπειράζει μάνα μου.
Δε μπειράζει ψυχούλα μου.
Χωρίς γράμματα μπορούμε, χωρίς εσένα δε μπορώ πιότερο.
Έλα. Σκούπισε τις λάσπες από τα πόδια σου και έμπα να ξεκουραστείς και να μου τα πείς όλα. Έλα πασά μου. Έλα καρδούλα μου!»
Γύρισε τότε το παιδί και χαμογέλασε στην αγαπημένη του γιαγιά, γιατί χαρά και αγαλλίαση είχε απλωθεί στην καρδιά του απ’ άκρη σ’ άκρη. Κι αυτό, γιατί – επιτέλους – είχε βρει και το τελευταίο γράμμα.
Στα σπίτια τα πιο παλιά, όπως το σπίτι που έμενε με τη γιαγιά του το παιδί, δίπλα στην εξώπορτα, είχαν τοποθετημένο ένα κατασκεύασμα με ένα πλατύ φύλλο σίδερο, στηριγμένο σε δυο «στύλους», επίσης σιδερένιους και χωμένους στο σκαλί, που σέρνοντας πάνω του το παπούτσι του, μπορούσε κάποιος να διώξει τις λάσπες απ’ αυτό. Αυτό το κατασκεύασμα λοιπόν, ήταν ένα Η ολόιδιο. Και εκείνη την ώρα, μπόρεσε να το διακρίνει το παιδί. Μπόρεσε δηλαδή να μπει ξανά στο σπίτι του (και στην αγκαλιά της γιαγιάς του) με όλα τα γράμματα που του λείπανε βαλμένα ξανά στο κουτί. Και με αυτό που έψαξε τόσο μακριά, να είναι στο σπίτι του απ’ έξω.
Αφού το πήρε από εκεί, άρχισε ο κόσμος να μη χρησιμοποιεί άλλο τα Η στις εξώπορτες για να βγάζει τις λάσπες στα παπούτσια, παρά να χρησιμοποιεί τα «ποδόμακτρα», τα «πατάκια» σα να λέμε.
Το παιδί πήρε και έβαλε ξανά το ξύλινο κουτί με τα γράμματα στο ντουλάπι, μιας και είχε πια μάθει τα γράμματα. Και δεν τα έμαθε απλά τα γράμματα από τη γιαγιά του, παρά πήγε και στα ξένα για να τα μάθει ακόμα περισσότερο.
Ετούτα τα γράμματα τα έμαθε και σ’ άλλους, και σε άλλους περισσότερους. Κι εκείνοι δεν τα κρατήσανε για λογαριασμό τους μόνο, παρά τα μοιράζανε απλόχερα σ’ όλο τον κόσμο, χωρίς να τα χάσουν.
Από εκείνο το κουτί με τα γράμματα, φτιάχτηκε και τούτη η ιστορία που σας αφηγήθηκα τώρα δα.
23:41
Τετάρτη, λα΄ Δεκεμβρίου ,βη΄
Καλή χρονιά να έχουμε,
χωρίς έχτρες, φωτιές και σκοτωμούς,
ούτε κοντά, ούτε μακριά από μας.
Χαρά κι αγάπη.
Τρίτη 29 Ιουλίου 2008
Οι δράκοι και ο ταχυδρόμος των ανθρώπων (μέρος γ')
Ο Αγώνας για τη Λευτεριά.)
Αποτελεί συνέχεια από το πρώτο μέρος.
Το οποίο είχε τη συνέχειά του στο προηγούμενο ποστ.
Στην αρχή, οι άνθρωποι που τ' ακούσανε όλα τούτα ξαφνιαστήκανε και στεναχωρέθηκαν πολύ. Είχαν στηρίξει ελπίδες κι είχαν αγωνιστεί στο όνομα του Πατρίδα. Η Λεφτεριά, που δεν μπορούσε πια να τον βλέπει, παρά μόνο να τον φαντάζεται μέσ' στα σκοτάδια, του έστειλε την ψυχή της να του κρατάει συντροφιά και να του θυμίζει πως δεν είναι μονάχα το μπουντρούμι στον κόσμο. Ότι πέρα απ' τα σίδερα και τις χοντρές πέτρες που τον περιορίζουν, μέσ
απ' ένα άνοιγμα που ίσα μια ψυχή χωράει, υπάρχει ουρανός. Και ότι στον ουρανό στέκεται και κοιτάζει με αγάπη, όσους βοηθούν τον πατέρα της τον Αγώνα, όσους με τη σειρά τους την αγαπούν, η Λεφτεριά. Έκαμε το λοιπόν την ψυχή της Λεφτεριάς δικό του αγγελιοφόρο ο Πατρίδας. Κι έγραψε πάνω στα φτερά της την αλήθεια και την αγάπη του για τους ανθρώπους και τον τόπο των προγόνων του, και την ξαπόστειλε – αγγελιοφόρο του αγγελιοφόρου – στους συναγωνιστές του.
Ύστερα, κάποιοι από αυτούς που αντάμα με τον Πατρίδα βοηθήσανε τον Αγώνα για να στρωθεί ο δρόμος για τη Λεφτεριά, ξεθαρρέψανε από την ψυχή της Λεφτεριάς που έφερε την αλήθεια. Δείξανε τα έργα τους, και τον ιδρώτα τους, και τον ιδρώτα του Πατρίδα που εργάστηκε αντάμα, σε όλους τους ανθρώπους. Δείξανε τόσα, όσα μπορούσαν πια να φαίνονται, όχι μοναχά από τον ουρανό, μα κι απ' τη γης. Και τότες, κι αυτοί ακόμα που ξέγνοιαστα πίστεψαν τα ψέματα των σπιούνων και των δρακόντων – τα ψέματα που ξεφύτρωσαν σα ζιζάνια τριγύρω από κάθε καλοσύνη που ευδοκιμούσε τριγύρω από τον Πατρίδα, από τον Αγώνα – κι αυτοί ακόμα ξεκάθαρα την είδαν την αλήθεια. Και τα ψέματα μαράθηκαν και πέσανε, όπως μαραίνονται και πέφτουν τα λουλούδια, τα καμμένα από τον ήλιο του Ιούλη.
Μετά απ' αυτό, κάτι υπέροχο συνέβη ανάμεσα στους ανθρώπους. Πιαστήκανε χέρι – χέρι, και σφίξανε τα δόντια, και δουλεύανε ακόμα πιο σκληρά απ' ότι τους ανάγκαζαν οι δράκοι και ο “Πόρδος του Λέοντα”. Και όχι μόνο βοηθάγανε τον Αγώνα, παρά μαζεύανε κιόλας θυσαυρούς, για να επιστρέψουν τους τάχαμου κλεμμένους και να φέρουν τη Λεφτεριά και στον Πατρίδα. Σαν πέρασε ένας χρόνος, αφήσανε τα πλούτη στα πόδια πάνω του “Πόρδου”. Και κατάλαβε τότε, πως δε φτάνανε οι σπιούνοι μοναχά και η φυλακή, για να σταματήσει τον Πατρίδα και τον Αγώνα για να έρθει η Λεφτεριά. Τον άφησε ελεύθερο για να μη φανεί το μίσος του για τον Πατρίδα και τους ανθρώπους.
Στον “Πόρδο του Λέοντα” τότε, άρχισε να συμβαίνει κάτι πρωτόγνωρο. Ό,τι φόβος δεν ρίζωνε στα στήθη των ανθρώπων, ότι φόβος δεν δηλητηρίαζε το αίμα τους, γύριζε πίσω σ' αυτόν.
Και όσο οι φόβοι γυρνούσαν πετώντας καταπάνω του, όσο του τσιμπούσαν τα τεράστια φτερά του, τόσο πιο σκληρός και τόσο πιο διψασμένος γινόταν. Όσο πιο πολύ φοβόταν, τόσο περισσότερο αποζητούσε την υγρασία και την σκοτεινιά της σπηλιάς του στο Βοριά, μακριά από τον ποταμό που έζωνε τη γη, πέρα από το μαύρο σημείο του ορίζοντα, στη μικρή δρακοχώρα απ' όπου έπαιρνε τη δύναμή του, όπου 'ξαπόστελνε τα πλούτη των ανθρώπων. Προσπάθησε να ξανακλείσει τον Πατρίδα στη φυλακή, είπε πως ήτανε φονιάς, μα δεν κράτησε πολύ αυτό, γιατί όλος ο κόσμος ήξερε πια το ποιο ήταν το σωστό και ποια η αλήθεια. Και δε μπορείς να ξεγελάς συνεχώς τους ανθρώπους.
Μέρα με τη μέρα, με τη βοήθεια του Πατρίδα, κι όλων των ανθρώπων, και του Αγώνα που ξεκίνησε από την πιο μεγάλη σκοτεινιά του χειμώνα, ο δρόμος για την Λεφτεριά μεγάλωνε και έφτανε όλο και πιο ψηλά. Και ίσαμε την πιο φωτεινή μέρα του καλοκαιριού, ο δρόμος είχε φτάσει ίσαμε τη Λευτεριά, που τον περπάτησε ίσαμε τη γη, όχι πια του “Πόρδου” και των σπιούνων, παρά του Πατρίδα και των ανθρώπων.
Την ημέρα εκείνη, την πιο φωτεινή, μίλησε ο Πατρίδας σ' όλους τους ανθρώπους της αγαπημένης του γης. Σ' όλους αυτούς που στο παρελθόν μίλαγε έναν προς έναν, στα σπίτια τους, στις αυλές, στο δρόμο, στις βάρκες πάνω, στις όχθες του ποταμού και στα χωράφια.
Μίλησε για τελευταία φορά σε όλους τους ανθρώπους και είπε την αλήθεια.
Θύμισε όλα όσα δε θά 'πρεπε να λησμονήσουν οι άνθρωποι, για να ζούνε πάντα με τη Λεφτεριά.
Είπε και για όσα θα πρέπει να αφήσουν να χαθούν στη σκόνη πια του παρελθόντος, για χάρη του μέλλοντος.
Ενοχλήθηκαν, λυσσάξανε οι σπιούνοι, γιατ' ήτανε άρρωστοι από το αίμα που πίνανε. Γιατ' είδανε τα όνειρά τους να γίνουνε δράκοι δυνατοί και πλούσιοι να γίνονται καπνός και να διαλύονται από τον θυελλώδη άνεμο της Λεφτεριάς.
Μάταια, όμως. Γιατί ο Πατρίδας παντρεύτηκε τη Λεφτεριά και πήγε και έζησε κοντά της στον καταγάλανο ουρανό. Κι από την αγάπη του για τους ανθρώπους, όχι μόνο της χώρας του, μα όλου του κόσμου, όπου υπάρχουν Βάσανα και Κατατρεγμοί, και δράκοντες και σπιούνοι από χώρες μακρινές, πέρα από το μαύρο σημείο του ορίζοντα, τρέχει σαν ταχυδρόμος και φέρνει την έκκληση για βοήθεια στην Λεφτεριά και τον Αγώνα.
1:46 π.μ.
Τρίτη, κθ' Ιουλίου ,βη'
Το κείμενο ενδέχεται να αλλάξει ανά πάσα στιγμή, μέχρι την τελική του διαμόρφωση.
Δευτέρα 23 Ιουνίου 2008
Οι δράκοι και ο ταχυδρόμος των ανθρώπων (μέρος β')
Ο Πατρίδας, η Λευτεριά, κι οι αιμοδιψείς Σπιούνοι.)
Αποτελεί συνέχεια από το προηγούμενο πόστ.
Με τον καιρό, ο Πατρίδας γνώριζε όλο και περισσότερους ανθρώπους. Και δεν ήτανε δα και δύσκολο πράμα γι αυτόν, ούτε προσπάθεια ήθελε καν, να μπει στην καρδιά τους. Και μονάχ' από τ' όνομα που ξεστομίζανε του μικρού ταχυδρόμου, σκίρταγε μέσα τους η σκέψη και η δίψα της Λεφτεριάς. Όσο απότομα και άγρια, όσο βίαια ξυπνούσε ο φόβος στο όνομα του “Πόρδου του Λέοντα”, όσο κοβόντουσαν με μιας τα πόδια στη θέα του, τόσο απαλά, σα χάδι, σαν ένα φυντάνι που ξεπετάγεται ανάμεσα στο βράχο, για να τον χωρίσει στο τέλος στα δυο, σα μια παλίρροια φούσκωνε το στήθος κι ορθωνότανε η κορμοστασιά στο όνομα του Πατρίδα. Μέχρι που δεν ξεχώριζαν οι άνθρωποι μέσα τους το όνομα από τον τόπο. Και ο ένας μιλούσε στη θέση του άλλου.
Μέσα από τον Πατρίδα, πού 'τρεχε από τον ένα τόπο στον άλλο ακούραστος, η λαλιά της γης των προγόνων του εξαπλωνόταν όλο και περισσότερο. Κι η Λεφτεριά, από 'κει μακριά στον καταγάλανο ουρανό, γύριζε να γλυκοκοιτάξει όλο και συχνότερα προς τον Πατρίδα.
Ώσπου πήγε και μίλησε στον πατέρα της, τον Αγώνα:
Πατέρα Αγώνα, είναι καιρός τώρα που ο Πατρίδας δεν τραβάει το βλέμμα του από πάνω μου. Η αλήθεια είναι πως είναι ένας νέος που δείχνει την αγάπη του προς όλους. Δεν αρνείται ούτε κι εσένα. Ήρθα να σου ζητήσω το λοιπόν να στρώσεις το δρόμο για να μπορέσω να βρεθώ κοντά του.
Λεφτεριά, καλό και άγιο τούτο που μου ζητάς, μα κράτα στο νου σου πως τούτα τα πράματα δε γίνονται από τη μια στιγμή στην άλλη. Για να στρώσω το δρόμο που θα σε σμίξει με τον Πατρίδα, θα πρέπει να αφήσω πρώτα τον Καιρό και τα Βάσανα να ζυμώσουν την ελπίδα στον τόπο. Να αφήσω τον Πατρίδα και τους ίδιους τους ανθρώπους να μου δείξουν τα σημάδια που θα ακολουθήσω. Ν' αναντρανίσουνε και να με καλέσουνε οι ίδιοι.
Βάλτε τώρα με το νου σας:
Πόσος καιρός χρειάζεται στον άνθρωπο, προτού ν' αναθαρρέψει απέναντι σε κάθε φόβο και σε κάθε κίνδυνο, απέναντι σε θεριά και δράκους; Πόσον καιρό ανιμένει η καρδιά, προτού ν' αρπάξουν φωτιά τα βάσανα κι οι τυραννίες κι οι κατατρεγμοί που τη μαυρίζουνε και να φωτίσει τον κακοτράχαλο δρόμο του Αγώνα για τη Λεφτεριά;
Μια μέρα;
Ένας χρόνος;
Μια δεκαετία;
Πολλές;
Όλον ετούτο το χρόνο, τον είχε στη διάθεσή του ο άνθρωπος. Του τον έδωσαν απλόχερα οι δράκοντες. Χωρίς δισταγμό. Χωρίς έγνοια καμιά.
Ήρθε το λοιπόν το πλήρωμα του χρόνου και κατέβηκε ο Αγώνας να φτιάξει το δρόμο για τη Λεφτεριά. Κρυφά πρώτα. Ένα ίσιωμα εδώ, κάποια πληγή στο δάσος εκεί. Και όσο μεγάλωνε ο δρόμος για τη Λεφτεριά, τόσο πιο ορατός γινότανε από τα ύψη, που περιφερόντουσαν οι δράκοντες και καμαρώνανε τα πλούτη τους. Και όπως δεν άργησε πολύ να φανερωθεί η ανάγκη για τον Αγώνα, για τη Λεφτεριά στους ανθρώπους, έτσι φανερώθηκαν και τα σχέδια τους στους δράκοντες. Κάλεσε τότες ο “Πόρδος του Λέοντα” ολάκερο το ασκέρι από τους σπιούνους του για να του πούνε το τι, το πώς, το πούθε, το από ποιον και πότε.
Ετούτοι ήσαντε πιο βρωμεροί κι απ' αυτόν τον ίδιο, μα πολύ πιο αδύναμοι. Πίνανε το αίμα των ανθρώπων, ενώ όπου πατούσε ο “Πόρδος του Λέοντα” πηγαίναν και φιλούσαν τις βρωμερές πατημασιές του για να γίνουν αρεστοί στον αφέντη τους και να τους χαρίσει λίγη από τη δύναμή του. Πότε, βέβαια, ό,τι και να κάνανε, δεν τους έδινε το παραμικρό από τα πλούτη του. Εκείνοι που θα ρουφούσαν το πιο πολύ αίμα των ανθρώπων, με τα χρόνια θα παύαν να είναι άνθρωποι, και θα μεταμορφωνόντουσαν αγάλι – αγάλι σε δράκοντες. Αυτοί γίνονταν οι πιο αιμοδιψείς δράκοντες.
Πήγαν λοιπόν οι σπιούνοι του αρχοντόδρακου για να του 'ξηγήσουν το τι, το πώς, το πούθε, το από ποιον και πότε, και από του καθενού το στόμα, ένα όνομα ακούστηκε πρώτο και καλύτερο και τούτο ήτανε του Πατρίδα. Τούτο το παλικάρι που έτρεχε από τη μια άκρη της χώρας ίσαμε την άλλη, έμοιαζε να μπαίνει σ' όλων των ανθρώπων τις καρδιές.
Και μπαίνοντας ο Πατρίδας στις καρδιές των ανθρώπων, ξεπόρτιζε ο φόβος τους για τον “Πόρδο του Λέοντα”.
Και ξεπορτίζοντας από τις καρδιές των ανθρώπων ο φόβος, ο Αγώνας γινόταν όλο και πιο δυνατός, κι έστρωνε το δρόμο για τη Λευτεριά, να 'ρθει λαμπερή σα βασίλισσα.
Αποφάσισε τότες ο “Πόρδος” κι έκλεισε σ' ένα μπουντρούμι τον Πατρίδα, κι έβαλε τους σπιούνους του να διαλαλούν σ' όλο τον τόπο πως ο Πατρίδας έκλεψε θησαυρούς από τους δράκοντες, και πως ήταν κακός άνθρωπος, και κορόιδευε όλο τον τόπο. Πως, δήθεν, νοιάζεται για τους άλλους, ενώ αυτός ήθελε μόνο τα πλούτη και την καλοπέραση. Και “μη νομίζετε, δεν υπάρχουν άνθρωποι που να μην κοιτάζουνε άλλο παρά μονάχα να πλουτίζουνε, και μόνο ο “Πόρδος του Λέοντα” είναι ο καλός, και το δικό του το δρόμο θα πρέπει να ακολουθάτε”.
Συνεχίζεται... εδώ
Παρασκευή 30 Μαΐου 2008
Οι δράκοι και ο ταχυδρόμος των ανθρώπων (μέρος α')
Οι δράκοι και ο ταχυδρόμος των ανθρώπων, μέρος α':
Ο ερχομός των δράκων και ο ταχυδρόμος της χαράς και της λύπης.)
Αυτούς με τον τίτλο.
Μία φορά και έναν καιρό, όταν ακόμα τα βουνά, τα δάση και τα ποτάμια, οι στέπες, οι θάλασσες, οι λίμνες κι οι σπηλιές, και όλα αυτά τέλος πάντων που βρίσκουμε πάνω στη γη και την κάνουν τόσο όμορφη, ψάχνανε να βρουν μια γωνιά να καθίσουν, ήρθε ένας ποταμός, μακρύς και δυνατός και αγκάλιασε τη μέση της γης από την Ανατολή ίσαμε τη Δύση. Ίσαμε τη μεγάλη θάλασσα του Άτλαντα – τον γιγαντιαίο ποταμό που κύκλωνε την οικουμένη. Και από την αγάπη της γης και του μεγάλου ποταμού, γεννήθηκαν εφτά παιδιά, και κάποια από αυτά με τη σειρά τους γέννησαν άλλα εφτά, κι αυτά ακόμα δυο. Ίσαμε που έφτασαν τέσσερις φορές τέσσερις παραπόταμοι να ποτίζουν την αγαπημένη από τον μακρύ, δυνατό ποταμό γη.
Κι εκεί, να βρούνε τόπο καταρράκτες, και ένα αχανές δάσος τροπικό, και φαράγγια, και τόποι πράσινοι και υγροί. Τόσο υγροί, όσο σε λίγα μέρη του κόσμου. Και βουνά από σίδερο και χαλκό ορθώνονταν και παίζανε με την πορεία του νερού, που ξεγλίστραγε ανάμεσα στις χούφτες τους.
Σ' αυτό τον τόπο, τον ευλογημένο, άρχισαν λίγο – λίγο να μαζεύονται από τα βόρεια και τα πλάσματα αυτά που αγαπούν τους τόπους τους ευλογημένους, και βρίσκουν καταφύγιο στα μέρη που κάρπισε η γης: οι άνθρωποι. Τούτη η ιστορία το λοιπόν που θα σας αφηγηθώ, έχει να κάνει με έναν άνθρωπο στον τόπο τούτο. Μα πριν φτάσουμε να πούμε για τον άνθρωπο αυτό, να πούμε λίγα πράγματα ακόμη για τον τόπο αυτό, τους ανθρώπους, καθώς και για τα άλλα ζώα που υπήρχαν εκεί.
Από τη στιγμή που ήρθε και αγκάλιασε τη γη ο ποταμός σε τούτο τον τόπο, ίσαμε που άρχισε να φέρνει ανθρώπους ο κυρ-Βοριάς, πέρασαν πολλά – πολλά χρόνια. Και ίσαμε να απλωθούν στον τόπο οι άνθρωποι, και να κάμουνε χωριά, να προστατεύονται από τις πλημμύρες, και να φτιάσουν βάρκες να γυρίζουνε πάνω στον ποταμό και τους παραποτάμους ψαρεύοντας, κυνηγώντας, εκτρέφοντας ζώα και ανταλλάσσοντας αλάτι και εργαλεία από μέταλλα και δόντια ζώων, πέρασαν κι άλλα ακόμα. Μα, χιλιοστό προς χιλιοστό, πιθαμή προς πιθαμή, όπως της θάλασσας τ' αλάτι τρυπάει υπομονετικά κόλπους και σπηλιές ανάμεσα στα βράχια, απλώθηκαν σ' όλο το μέρος. Αραιά, είναι η αλήθεια, μιας και οι καλλιέργειες ήταν δύσκολες, σε τούτο τον τόπο του περιττού νερού, όπως είναι δύσκολες και σ' αυτόν του λιγοστού. Μα, παρ' όλες τις παραξενιές και τα μυστήρια, μπορέσαν οι άνθρωποι να φιλιώσουν με τον τόπο και να κάμουνε ζωή.
Κάποια φορά όμως, χωρίς κάποιο σημάδι από πριν, ξεχυθήκανε στον τόπο δράκοντες. Δράκοντες που κανείς δεν είχε ξαναδεί εκεί, και που είχαν έρθει σαν τ' αποδημητικά πουλιά από το Βοριά, πέρα από το μαύρο σημείο του ορίζοντα, από μια δρακοχώρα μικρή, απ' αυτές όμως που στέλναν δράκοντες σ' όλη την οικουμένη. Να ληστέψουν τους ανθρώπους, να ταΐσουν την αχόρταγη δίψα τους για πλούτη γεμίζοντας τις βρομερές, σκοτεινές δράκο-σπηλιές με το ανθρώπινο βιος. Κι είχε αρχηγό η συμμορία των δρακόντων, τον πιο βρωμερό από αυτούς. Αυτόν που για την άσχημή του μυρουδιά, στα κρυφά – ψιθυριστά, τον λέγανε οι άνθρωποι “Πόρδο του Λέοντα”. Ο “Πόρδος”, στην αρχή θέλησε να καλοπιάσει τους ανθρώπους, μα επειδή στη θέα – και στη μυρουδιά – των δρακόντων οι άνθρωποι ξινίζανε τα μούτρα τους, άλλαξε τρόπους ο “Πόρδος” και έγινε αφέντης με το ζόρι.
Εκείνο τον καιρό λοιπόν, που αφέντευε ο “Πόρδος του Λέοντα” τον τόπο, γεννήθηκε μέσα στο ζεστό καλοκαίρι ένα αγόρι. Και ο πατέρας του, που πονούσε να βλέπει τη γη που τράφηκε με τον ιδρώτα και το αίμα των πατεράδων του να λεηλατείται από τους δράκοντες, και ζήταγε να ξεχωρίσει σε τούτο το βλαστάρι μιαν ελπίδα, το ονόμασε ίδια όπως τον τόπο. Το έβγαλε “Πατρίδα”.
Τη νύχτα που γεννήθηκε ο Πατρίδας, παραφυλάξανε οι γονείς του ν' ακούσουν τις Μοίρες, που θα 'ρχόντουσαν να “μοιράνουν” το παιδί. Μα επειδή, όπως το ξανάπα, ήτανε ζεστό καλοκαίρι, η μητέρα του ξεγέννησε, όχι στο σπίτι, όπως ξεγέννησε τα άλλα τρία παιδιά της, παρά κοντά στα νερά του ποταμού. Κι έτσι, από τη μουρμούρα του ποταμού, και επειδή δε μπορούσαν να είναι κρυμμένοι κοντά, για να ακούσουν καλά το τι λέγανε οι τρεις Μοίρες, μόνο μια ιδέα μπόρεσαν να πάρουν. Γέλια κάνανε πιο πολύ, μα κάποια στιγμή κατσούφιασαν, κι ύστερα χαμογέλασαν τρυφερά, όπως – τρυφερά, με έγνοια και στοργή – χαμογελούν μπροστά στους ανήμπορους, μόλις γεννημένους ανθρώπους, όσοι τους καλωσορίζουν.
Ο Πατρίδας μεγάλωνε και γνώριζε τον κόσμο και τα θάματά του. Μαζί και τις λύπες και τις αδικίες του. Μα δεν καθότανε και έχωνε το πρόσωπό του ανάμεσα στις παλάμες του, παρά μοιραζότανε τις απόψεις του και συμβούλευε τους φίλους και τους γνωστούς για το δίκαιο και το άδικο. Το δίκιο και το άδικο, το είχε μάθει από νωρίς στο σπίτι του, γιατ' είχανε σέβας στο Θεό. Κι ύστερα, στης εκκλησίας το σχολειό, έμαθε πως όποιος σέβεται κι αγαπάει το Θεό, σημαίνει πως σέβεται και αγαπάει τον κάθε άνθρωπο, το κάθε πλάσμα.
Από μικρό παιδί, είχε συμπέσει να προτιμούνε τον Πατρίδα οι χωριανοί σα θέλανε να πέψουν κάποιο μήνυμα. Γιατ' ήταν γρήγορος στα πόδια, κι έλεγε το κάθε τι που θα του έλεγες με το νι και με το σίγμα. Όχι μισόλογα και στο περίπου, όπως τα θυμόταν – όπως του τά 'λεγες! Κι αυτό, όχι για άλλο λόγο, παρά γιατί ό,τι κι αν τού 'λεγες, και την πιο μικρή κουβέντα, όποιος και νά 'σουνα, από τον αρχηγό του χωριού ίσαμε το κούτσικο παιδάκι, την άκουγε τη λέξη σου και της έδινε σημασία.
Και ύστερα, όταν άρχισε να μεγαλώνει, έγινε ο ταχυδρόμος του χωριού του, κι έτρεχε από το ένα χωριό στο άλλο να μεταφέρει τα μαντάτα των χωριανών και τις διαταγές των προυχόντων.
Τις χαρές και τις λύπες των ανθρώπων, από τα χείλια του Πατρίδα τις ακούγανε οι ανθρώποι. Και γινόταν εκείνες τις στιγμές μέσ' απ' τα χείλια του, ο αδελφός, ο γιος, ο πατέρας και η μάνα, ο άρχοντας και ο άμοιρος. Γι αυτό τον αγαπούσε όλος ο κόσμος. Γιατί μέσα του, όλου του κόσμου κουβαλούσε τις χαρές και τις λύπες.
Συνεχίζεται εδώ...
Το κείμενο ενδέχεται να αλλάξει ανά πάσα στιγμή, μέχρι την τελική του διαμόρφωση.
Κυριακή 27 Απριλίου 2008
Το καλό παιδί
Στη Λαμπρινή, που γιορτάζει
Ήτανε, μια φορά κι έναν καιρό, δυο γεροντάκια, χαρούμενα κι ευτυχισμένα. Έγνοια καμιά δεν είχανε, παρά μονάχα έναν καϋμό. Ένα πράμα τους βασάνιζε: που δεν είχαν ένα παιδάκι όπως όλος ο κόσμος, σημάδι της αγάπης και της ελπίδας τους.
Η γριά, από κοπελούδα πού 'τανε όταν πρωτοπαντρεύτηκε, συχνά έκαμε τάματα στην Παναγιά μας, πότε το ένα, πότε το άλλο πραματάκι το πολύτιμο πού 'χε στην κατοχή της. Μα σαν περνούσε ο καιρός και δεν έβλεπε την κοιλιά της να φουσκώνει, αντί να κακιώσει ή να στεναχωρεθεί, πήγαινε έτσι κι αλλιώς στην εκκλησία κι άφηνε το τάμα στην εικόνα της Παναγιάς. Κι έλεγε από μέσα της – σα να ζητούσε χάρη από κανένα παιδάκι – “Να, εδώ σου τό 'χω. Δε μπειράζει, εγώ για 'σένα τό 'χα τούτο Κυρά μου, έτσι κι αλλιώς.” Και μετά από λίγο καιρό, έβρισκε χαρούμενη κάποιο άλλο τάμα να Της τάξει. Ο γέρος, προσευχότανε κι αυτός μπροστά στο εικονοστάσι, και ρώταγε: “Μια χαρά ζωή έχομε τούτα τα δυο κι αγάπη. Ευλόγησέ μας μ' ένα παιδάκι. Να το αγαπάμε κι αυτό, και να το μεγαλώσουμε στη χάρη Σου!”
Και τους άκουσε από ψηλά ο Θεός κι η Παναγιά μας, κι έμεινέ η γριά έγκυος. Σαν είδαν πως η κοιλιά της γριάς άρχιζε και φούσκωνε, παραδεχτήκανε το θάμα και χοροπήδησαν ίσαμ' επάνω στη σκεπή του σπιτιού. Και πέρναγαν οι μέρες και οι μήνες, και πλησίαζαν οι μέρες της γέννας, και κάθε μέρα χάιδευαν την κοιλίτσα της γριάς και λέγανε:
“Κάμε Θεούλη μου, κάμε Παναγίτσα μου: νά 'ναι καλό και κακό να μη δει.”
Ήρθε η ώρα της γέννας, και γεννήθηκε το παιδάκι, και βγήκε τυφλό. Τό 'δανε οι γέροντες που ήτανε τυφλό το παιδί τους, μα δεν κλάψανε, ούτε είπανε κουβέντα. Παρά πήγανε κι ανάψανε κεράκι κι είπανε:
“Με το φως του το κεράκι να φωτίσει,
το φως του παιδιού μας να γυρίσει”.
Και έτσι κάθε Κυριακή, στο κερί που ανάβανε,
“Με το φως του το κεράκι να φωτίσει,
το φως του παιδιού μας να γυρίσει”.
Ο καιρός περνούσε, και το παιδάκι μεγάλωνε. Και χρόνο με το χρόνο, φαινότανε πως η καλοσύνη που ζητήσανε από το Θεό και την Παναγία, όταν δεν είχε βγει ακόμη από την κοιλιά της γερόντισσας μάνας του, μεγάλωνε κι αυτή μαζί. Κι αν ήτανε τυφλό, ποτέ δεν έπαψε να βοηθά τα γεροντάκια. Κι αυτά, από την άλλη, καταλάβανε από τόσο δα που ήτανε, πως κι αν του έλλειπε το φως των ομμαθιών, άλλο απαύγαζε από μέσα του, άσβεστο. Κι όχι μόνο τους δικούς βοήθαγε, παρά και τους τριγύρω, και τους ξένους, κι αυτούς που δεν είχε δει ποτέ του πριν, κι αυτούς που ποτέ δε θα ξανάβλεπε. Γιατί, αν είναι κάτι καλό να το προσφέρεις στους αγαπημένους σου, είναι καλό να το προσφέρεις σ' όλο τον κόσμο. Κι άμα κρατήσεις τους ανθρώπους όπως κρατάς στην καρδιά σου τους αγαπημένους σου, σε τίποτα δε διαφέρουν μεταξύ τους. Ούτε πιο καλοί, ούτε πιο κακοί είναι οι μεν από τους δε. Αυτά, δεν ήξερε ούτε το παιδί, ούτε οι γέροντες, ποιος τα έμαθε από ποιον. Το παιδί που τα άκουγε από τα γεροντάκια, ή τα γεροντάκια που βλέπανε τα λόγια να γίνονται πράξη.
Αυτό που όλοι ξέρανε, ήταν πως το παιδί αυτό ήταν ένα καλό παιδί. Για τούτο κανείς δε θυμόταν το όνομά του, παρά όλοι το φωνάζανε “καλό παιδί”. Και το ίδιο το καλό παιδί, δεν το πήρε ποτέ για παρατσούκλι, ή για πείραγμα, ή για υπερβολή, ή για άπρεπο τέλος πάντων, αφού όλοι έτσι το λέγανε, ακόμα και τα γεροντάκια, και απολύτως φυσικά, σαν το ρωτάγανε πώς το λένε, έλεγε την αλήθεια: “καλό παιδί”.
Μια φόρα, τον ίδιο τον καιρό λοιπόν, ήταν χειμώνας, και είχε πιάσει κι έριχνε τη βροχή – τουλούμι. Μέσα στη νύχτα την άγρια, χτύπησε η πόρτα. Ο θόρυβος από τη βροχή και η “περηφάνεια στ' αυτιά” των γερόντων, δεν άφησαν το χτύπο να τους ξυπνήσει. Και παραλίγο να μην τ' ακούσει ούτε το καλό παιδί, γιατί γινότανε κατακλυσμός και ο άνεμος μούγκριζε μέσα από τις γρίλιες των παραθύρων και τις σχισμές της πόρτας, ενώ ένας ήχος σα σφύριγμα βαθύ ερχόταν απ' το τζάκι. Παρ' όλα αυτά, το καλό παιδί άκουσε την πόρτα που χτυπούσε, σηκώθηκε και άνοιξε. Κι εκεί που άνοιξε, τι να δει;
Ένα παλικαράκι είχε γύρει στην πόρτα, αδύναμο από την κούραση και βρεγμένο μέχρι το κόκκαλο, και ποιος ξέρει πώς αλλιώς ταλαιπωρημένο. Τα ρούχα του μοιάζανε να μην είναι ντόπιο και το δέρμα του ήταν πιο ηλιοκαμένο από όποιου άλλου είχε δει ως τα τώρα. Το πήρε στα χέρια του, το κάθισε σε μια καρέκλα, του έβγαλε τα ρούχα τα βρεγμένα και το σκέπασε με μια κουβέρτα, ενώ αναζωπύρωσε τη φωτιά στο τζάκι. Τού 'δωσε να πιει κρασί ζεσταμένο, με ζάχαρη μέσα (“τσουκαλοκαυτό” καταπώς το λένε) και τού 'δωσε να φάει ό,τι υπήρχε: Λίγο ζωμό, ζεσταμένο, από ραδίκια, ελιές, ψωμί. Μα δεν ημπόριε να φάει και πολλά, γιατί δεν ένιωθε σωστά την κοιλιά του.
Πήρε να μιλάει κάποια στιγμή, λαχανιασμένα, μα δεν καταλάβαινε γρι το καλό παιδί.
“Ξένο είσαι, σε ξένο τόπο κακόμοιρο” μονολόγησε το καλό παιδί, γιατί φαντάστηκε πως δε θα καταλάβαινε. Τό 'βαλε να ξαπλώσει στο κρεβάτι του και το σκέπασε με ό,τι είχε, γιατί έκαιγε το κορμί του από τον πυρετό, και κάθισε στο πλάι του.
Το πρωί, άνοιξε τα μάτια του ο ξένος, σα να ανοίξανε από μόνα τους στο φως του ήλιου που μπήκε από το παράθυρο, από τον καθαρό μετά τη βροχή ουρανό. Σαν το λουλούδι αυτό, το “μπούζι”, άβουλα, χωρίς να καταλαβαίνει, έψαχνε τον ήλιο. Και – λες και άκουσε το άνοιγμα των ματοτσίνορων – χαμογέλασε το καλό παιδί από χαρά, που έδειξε ο ξένος να έρχεται στα συγκαλά του.
Τον ταΐσανε σούπα με την κότα τους τη Μαριγώ, τον ποτίσανε κρασί, έγιανε ο ξένος, μα κουβέντα δεν αντάλλαξαν, μόνο αφουγκραζόταν το καλό παιδί και κοίταζε ο ξένος και αλλάζανε τα “ευχαριστώ” και “παρακαλώ”, τα “ξάπλω και ξεκουράσου”, τα “μη σε μέλλει” και “μη φοβάσαι”.
Ώσπου, μετά από λίγες μέρες, μια ζεστή μέρα, σηκώθηκε ο ξένος να φύγει.
Λυπηθήκανε, το καλό παιδί και τα γεροντάκια, μα ξέρανε πως του ξένου ο τόπος δεν είναι αυτός, παρά εκείνος ο ξένος τόπος απ' όπου ήρθε.
Τον ξεβγάλανε ως την πόρτα, και του δώσανε φαΐ για το δρόμο, και τα ρούχα του μανταρισμένα, καθαρά και ζεστά από τον ήλιο που τα στέγνωσε.
Όταν βγήκε από την εξώπορτα, εκεί που στάθηκαν για να τον κοιτάνε να ξεμακραίνει τα γεροντάκια, για να ακούει το καλό παιδί τα βήματά του στο μονοπάτι ως να σβήσουνε, γύρισε το ξενάκι και τους κοίταξε. Και θα ήταν εύκολο για τον καθένα, αν είχε τα μάτια του, να δει πως το ηλιοκαμένο πρόσωπο του ξένου έλαμπε.
Γύρισε και είπε στο καλό παιδί:
“Ήρθα στο σπίτι σου ασθενής και ταλαιπωρημένος, και με φρόντισες.
Μου έδωσες ό,τι είχες και δεν είχες για να γίνω καλά, κι ας μη με ήξερες, κι ας μη με γνώριζες ποτέ.
Ήμουν άρρωστος και μ' έγειανες.
Ήμουν πεινασμένος και με χόρτασες.
Ήμουν ταλαιπωρημένος και με ξεκούρασες.
Και τώρα που μ' έκαμες καλά, και μού 'δωσες ό,τι είχα ανάγκη χωρίς να ρωτήσεις και χωρίς να ξέρεις, θα σε κάνω κι εγώ καλά, και θα σου δώσω ό,τι έχεις ανάγκη.”
Και πήρε χώμα και νερό της βροχής το ξενάκι, και έκαμε λάσπη, και άπλωσε στα μάτια του καλού παιδιού. Και τότε – θάμα μεγάλο – ηύρε το καλό παιδί το φως του.
Πήραν να αγκαλιάζουν τα γεροντάκια το καλό παιδί, και δεν πρόλαβαν να καταλάβουν καν το πότε εξαφανίστηκε από εκεί που στεκότανε ο Χριστός.
Αν όλα αυτά που σας αφηγούμουν ήσαν φανταστικές ιστορίες, τότε αυτός που θα τις έβγαζε από την κοιλιά του θα έβαζε μια τελεία και μια παύλα, και θα ξεμπέρδευε γράφοντας ίσως την ημερομηνία, και κανένα “Τέλος και τω Θεώ δόξα”. Αλλά επειδή όλα αυτά που σας εξιστορώ είναι πέρα για πέρα αληθινά, οφείλω να φροντίσω να μάθετε και τη συνέχεια.
Έτσι λοιπόν, για τρίτη φορά, εισακούστηκαν οι προσευχές των γερόντων, και βρήκε το καλό παιδί το φως του. Μα τούτο το φως των ομμαθιών του, δεν ήταν σαν όλων των ομμαθιών το φως. Σα να λέμε, ίδια κοιτούσαν – άλλα έβλεπαν. Αλλιώς δεν εξηγείται πώς σε κάθε τι που κοίταζε τούτο το καλό παιδί, έβρισκε κι έπαιρνε πάντα το καλό. Όπως αν το κακό δε μπορούσε να το δει.
Ήταν στο χωριό τους ένα παιδί, ο Μανώλης της Κουτσής, που είχε ξεχάσει και το ίδιο πως το λέγανε, γιατί “παλιόπαιδο” το ανεβάζανε, “παλιόπαιδο” το κατεβάζανε. Η αλήθεια ήταν πως ήταν πολύ σκανταλιάρικο και πολύ άτακτο. Αρκούσε να του πεις να μην κάνει κάτι, για να πάει και να το κάνει. Η μάνα του, έχοντας πρόβλημα με τα πόδια της, δεν πρόφταινε να το συμμαζέψει από δω κι από 'κει, μιας και όταν έπιανε την πιλάλα, ήτανε σα να έβγαζε φτερά και πετούσε. Κανείς δεν του παράβγαινε στο τρέξιμο και κανένας, μα κανένας δεν τον έπιασε ποτέ, όποτε τύχαινε να τον κυνηγήσει να τον καταχεριάσει για κάποια σκανταλιά.
Απ' το σπίτι που έμενε το καλό παιδί και τα γεροντάκια δεν πέρναγε συχνά, γιατί δεν ήταν πολύ κοντά στο χωριό, ούτε πολύ κοντά στο ποτάμι, που του άρεσε να τριγυρναει και να κολυμπάει. Στα τέλη του Αυγούστου όμως, που κάρπιζαν οι συκιές, πάντα συχνοπερνούσε. Γιατί το σπίτι βρισκόταν κάτω από τη σκιά μιας συκιάς ψηλότερης απ' όλες του χωριού, που είχει φυτρώσει εκεί, πριν ακόμα γεννηθούν τα γεροντάκια. Κι αυτή η συκιά – τό 'χαν να το λένε όλοι – έβγαζε τα πιο “μέλια” σύκα!
Μετά τον δεκαπενταύγουστο λοιπόν, κάθε μια – δυο μέρες πέρναγε να δει αν είχαν γίνει τα σύκα, ν' αρπάξει κανένα. Πρέπει επίσης να σας πω για το “παλιόπαιδο”, πως έτρωγε πάντα τα νοστιμότερα φρούτα, στην πιο καλή περίοδό τους, από τους κήπους, τις αυλές και τα χωράφια των συγχωριανών του, κι ας παραφύλαγαν αυτοί. Κάθε που ωρίμαζαν τα φρούτα τους, μεγάλωνε μαζί και η ανησυχία μην τ' αδράξει το “παλιόπαιδο”. Το μάλωνε η μητέρα του σχεδόν κάθε μέρα, που γύριζε με την άκρη απ' τη φανέλα του γυρισμένη προς τα επάνω και γεμάτη από κάθε λογής καλούδια που μάζευε από 'δω κι από 'κει.
Κάποιο αυγουστιάτικο μεσημέρι λοιπόν, που είχε πάρει ένα καλάμι το καλό παιδί και μάζευε σύκα, να τα βάλει στο πηγάδι, να τα φάνε δροσερά μετά το γιόμα, είδε που καρτέρευε το “παλιόπαιδο”.
“Ε, Μανωλιό, κόπιασε να σε φιλέψω!” μα εκείνος δεν κόπιασε στάλα, παρά έμεινε μακριά μπας και του τη φυλούσε. “Καλά τότε, θα σου αφήσω εδώ λίγα σύκα, να πας και της μάνας σου, κι άμα ξανάρθεις το απόγιομα, θα σού 'χω φυλαγμένα από το πηγάδι”.
Το “παλιόπαιδο” δε μίλησε, και καρτέρεψε να μπει μέσα το παιδί, για να πάει να πάρει τα σύκα. Πήγε ξανά το απόγευμα, και πήρε τα σύκα τα δροσερά, μα πάλι δεν είπε κουβέντα.
Η αλήθεια είναι πως ήθελε να πλησιάσει και να πάρει τα σύκα που του προσέφερε το καλό παιδί, να μην περίμενε να φύγει για να πάει σαν κλέφτης. Δεν ήταν η κλεψιά που απολάμβανε το “παλιόπαιδο”, παρά η αίσθηση της λευτεριάς, της αλητείας που έκαμε τη ζωή ξέγνοιαστη για λίγο, όπως θά 'θελε να είναι πάντα. Ο λόγος που δεν πλησίαζε κανέναν πρόσωπο με πρόσωπο ήταν άλλος. Ήταν μια φωνή μέσα του, που του τσίριζε κάθε τρεις και λίγο “ΠΡΟΣΟΧΗ” και “ΦΥΓΕ” και “ΜΑΖΕΨΕ Ο,ΤΙ ΜΠΟΡΕΙΣ” και του θύμιζε αυτοστιγμίς όλες αυτές τις φορές που τόλμησε από μικρός να πλησιάσει τους άλλους και του τις έβρεξαν, ή τον μάλωσαν, ή τέλος πάντων, το μετάνιωσε πικρά με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Ακόμα και η μάνα του τον μάλωνε κάθε μέρα, μα αυτή ήταν μάνα του και δε μπορούσε να μη γυρίζει στο σπίτι.
Εκείνες τις μέρες, της ώριμης καρποφορίας της συκιάς, το ίδιο πράμα γίνηκε ξανά και ξανά. Μόνο που το καλό παιδί δεν ρώταγε πια για να πλησιάσει το “παλιόπαιδο” να το φιλέψει, παρά του έδειχνε με μιας το πού του είχε αφήσει τα σύκα.
Ως που μια μέρα, από περιέργεια περισσότερο, φίμωσε το “παλιόπαιδο” για μια στιγμή τη φωνή και προχώρησε μπροστά να πάρει τα σύκα πρωτού να φύγει το καλό παιδί.
Η φωνή όλο και αγρίευε. Ίσαμε που βασάνιζε το “παλιόπαιδο”, μα ετούτο, πεισματάρικο καθώς ήταν, δεν ξεστράτισε, παρά κόντεψε περισσότερο και χαιρέτησε το καλό παιδί.
“Καλώς το Μανωλιό!” του χαμογέλασε το καλό παιδί. “Έλα και πάρε τα σύκα. Κι άμα θες, να σου αφήσω το καλάμι να κόψεις όσα ποθεί η καρδιά σου. Να πας της μητέρας σου, να φιλέψεις και κανά γείτονα.”
Πήρε τα σύκα το παιδί, και τά 'βαλε στη μπλούζα του, που τη γύρισε ανάποδα, κρατώντας την άκρη, μα ρώτησε αυτό που επαναλάμβανε συνέχεια η φωνή μέσα του:
“Και γιατί ρε καλόπαιδο μου δίνεις τα σύκα σου;”
“Γιατί είναι ωραία!”
“Κι ό,τι έχεις ωραίο, το δίνεις εσύ;” ρώτησε η φωνή τώρα.
“Φυσικά! Το μοιράζομαι.”
“Και γιατί δεν το φυλάς, να τό 'χεις μονάχα εσύ;” έσμιξε τα φρύδια της η φωνή.
“Γιατί αν δεν το μοιραστώ – δε φτάνει.”
“Αν ήταν έτσι, όλοι θα θέλανε να μοιράζονται τα ωραία πράματα.” Αγανάκτησε η φωνή.
“Όλοι το θέλουν. Κι όσοι δε θέλουν, όσα κι αν έχουν, δεν τους αρκούν των καψερών.”
Το “παλιόπαιδο” γούρλωσε τα μάτια μ' αυτά που άκουγε. Τίποτε πιο παράξενο δεν είχε ακούσει. Τίποτε πιο απίστευτο.
“Κι αφού είναι έτσι, δείξε μου το!” είπε ειρωνικά η φωνή.
Και πήρε το καλό παιδί χαμογελόντας από το χέρι το “παλιόπαιδο” και ξεκίνησαν να γυρίζουν τις γειτονιές και τα σπίτια και να ζητάει το καλό παιδί, από το κάθε σπίτι, ένα κάτι τις για λογαριασμό του “παλιόπαιδου”.
Στην αρχή, κανα-δυο τους στραβοκοιτάξανε, όταν ξεχωρίσανε το “παλιόπαιδο”. Μα στο χαμόγελο και τη χαρά του καλού παιδιού μπροστά, δεν κάμανε κουβέντα. Κι αν κάνεις έκαμε κουβέντα, κατευθείαν τον καλόπιανε το καλό παιδί, για το “πώς του είχε πει ο Μανωλιός το τι ωραία έφτιαχνε το ένα και το άλλο, ή πόσο νόστιμο ήταν μονάχα αυτουνού απ' όλο το χωριό το τάδε πράγμα!” γιατί τον συμβουλευότανε πρωτού να χτυπήσει κάθε πόρτα. Κι όλα τα σπίτια ανοίξανε την πόρτα τους, και φέρανε – γι' απ 'το φανάρι, γι' απ' το κελάρι, γι' απ' το δέντρο ένα φίλεμα.
Και με κάθε φίλεμα, πιότερο βουβαινότανε η φωνή από μέσα του του “παλιοπαίδου”, πιότερο σιγάνευε. Μονάχα σε ένα σπίτι δε χτυπήσανε την πόρτα, μα εκεί δεν είχε τίποτα αυτός που έμενε, να φτιάχνει, να καλλιεργεί για να μαγειρεύει. Και τίποτα από εκεί δεν ήταν που να πεθυμούσε το “παλιόπαιδο”. Μόνο τα λεφτά του μέτραγε ξανά και ξανά ο καψερός, και ποτέ δεν τά 'βρισκε αρκετά.
Σιγά – σιγά, έπαψε ν' αρπάζει πράματα το “παλιόπαιδο” από τους συγχωριανούς του.
Κι αυτοί έπαψαν πια να τον λένε παλιόπαιδο, κι αρχίσανε να τον φωνάζουνε “Μανωλιό”, κατά πώς ήταν τ' όνομά του. Και τίποτε δεν τους έλλειψε πια, ούτε απ' το Μανωλιό, ούτε απ' τους συγχωριανούς του. Και, επειδή με τα μάτια που τού 'δωσε ο Χριστός, μόνο το καλό είδε στο “παλιόπαιδο” το καλό παιδί, γίνανε, το καλό παιδί και το “παλιόπαιδο”, φίλοι αδελφικοί.
Κι έτσ' είναι μέχρι τώρα!
06:26 μ.μ.
Μ. Παρασκευή, κε' Απριλίου ,βη'
Δεν είν' η ανάσταση,
μα η επανάσταση
Παρασκευή 25 Απριλίου 2008
Το συναπάντημα
Μεγάλη Παρασκευή, στην τελευταία μου δουλειά ισούται με σίγουρη αργία, η μόνη μέρα του χρόνου. Έτυχε το λοιπόν να ξυπνήσω σχετικά νωρίς, να πάω στην κουζίνα και να κοιτάξω από το τζάμι της μπαλκονόπορτας. Έκανε ψύχρα και στο πεζοδρόμιο καθότανε ένα παλικάρι, προφανώς περιμένοντας να περάσει κάποιος και να τον πάρει για δουλειά.
Τώρα πια που γίναν περισσότερα τα μαγαζιά και άνοιξε και τράπεζα - λιγότερο, αλλά στη γειτονιά μου συνήθιζα να βλέπω αλλοδαπούς να περιμένουν να τους παραλάβει το μεροκάματο.
Μια κάθε τόσο, και το περιπολικό, που σήμαινε τρέξιμο, ή τρεξίματα.
Ήταν το λοιπόν, μόνο στο κρύο το παλικάρι, κι εγώ αναρωτιώμουν αν θα έπρεπε να κατέβω να του πω πως δεν είναι μέρα για μεροκάματο και να μην ξεπαγιάζει άδικα.
Εκείνη την ώρα, είδα μέσα από το τζάμι τη μαύρη φιγούρα ενός ιερωμένου. Είδα μόνο την πλάτη του, αλλά ξεχώρισα το νεύμα που έκανε με το κεφάλι του, μια ελαφριά υπόκλιση προς το παλικάρι καθώς περνούσε από δίπλα του και - προφανώς - το βλέμμα τους διασταυρώθηκε.
Ακόμα δεν έχω κάτσει να ψάξω αν έχει νόημα η εικόνα αυτή. Μα είναι μέσα μου, όλο αυτό το συμβάν, μια πλήρης "σεκάνς" ("σκηνή" ελληνιστί) με αρχή, μέση και τέλος. Με δράση, μα που θα μπορούσε να δωθεί και με μια φωτογραφία. Στατική μεν, μα εμπεριέχουσα το πριν και το μετά.
Για την πένθιμη καμπάνα που ακουγόταν - όπως τώρα, καλή ώρα - από την εκκλησία παραδίπλα δε χρειάζετε να σας πω πολλά για να την περιγράψω. Οι περισσότεροι που μπορεί να φτάσετε ως εδώ να διαβάσετε αυτές τις γραμμές, θα έχετε τον ήχο πρόχειρο μέσα σας.
Από τότε, η μπαλκονόπορτα της κουζίνας κοιτάζει σε τοίχο, μιας και η τράπεζα και τα μαγαζιά ήταν η αρχή της ανάπτυξης της περιοχής μόνο.
Μα η Μεγάλη Παρασκευή, πιότερο από επιτάφιους και στολίσματα στο χωριό, από τις περιφορές στην Αγία Ειρήνη, Αιόλου - Σύνταγμα και πάλι πίσω, από τις μπάντες του στρατού που αταίριαστα γινόντουσαν αγγαρεία, είναι αυτό το συναπάντημα.
Μια φωτογραφία που ποτέ δεν πάρθηκε, μα εντυπώθηκε αφηρημένα.
04:35 μ.μ.
Μ. Παρασκευή, κε' Απριλίου ,βη'
Φυσάει βοριάς...
Αν δεν προκάμω το παραμύθι ως την Κυριακή,
καλή Ανάσταση νά 'χουμε!
Τρίτη 1 Απριλίου 2008
Το Ψαρόδεντρο (μέρος τέταρτο και τελευταίο)
"Το ψαρόδεντρο, μέρος τέταρτο:
το ψαρόδεντρο κι η Μεγάλη Σκοτεινιά")
Συνέχεια από το τρίτο μέρος, που έδινε συνέχεια στο δεύτερο μέρος, που κι αυτό έδινε συνέχεια στο πρώτο.
Φτάσανε επιτέλους οι κατεργάρηδες στην κορυφή του βουνού Τζίτζι, όπου στάθηκαν λίγο και άρχισαν να ξεχωρίζουν μέσα στη σκοτεινιά, μια ακόμα πιο μαύρη μεριά, που λίγο – λίγο οι άκρες της φτιάχναν το περίγραμμα ενός πλάσματος. Ενός πλάσματος που περιγραφόταν από την απουσία κάθε ενός άλλου όντος εκεί που υπήρχε. Εκεί που δε φαινόταν τίποτα.
Ο άνεμος δεν ακουγόταν και όλοι ήσαν στην κορυφή είχαν σωπάσει κι αυτοί.
Η βαριά ανάσα των αναβατών, θαρρείς πως είχε φιμωθεί από το δέος που τους πλημμύριζε.
Ο Αργύρης, το εξάψυχο μικρό γατάκι, στεκόταν καμπουριασμένο πιο 'κεί με τα μπροστινά του πόδια τεντωμένα εμπρός. (Η αλήθεια είναι πως ευχόταν να είχε μπροστά του μια λάμια, ή έναν δράκο, ή ένα τέρας τέλος πάντων που θα ήταν από τζάκι μεγάλων και φοβερών τεράτων, για τα οποία λέμε ιστορίες τα βράδια, αντί αυτό το ανεκδιήγητο ον). Ενώ ο Ποντικός, στεκόταν καμπουριασμένος πιο 'κει με τα μπροστινά του πόδια τεντωμένα πίσω, πιασμένα στην πλαγιά. Κι οι δυο γρυλίζανε.
Ακούστηκε τότε μια βροντή, όχι, όχι βροντή, λάθος κάνω. Ήταν μια φωνή βροντερή και βαθειά, σα να σειότανε ολάκερο το Τζίτζι:
“Δε θέλατε να κάμετε καθώς σας τά 'χα πει, και η Μαύρη Σκοτεινιά τούτα δε συγχωρεί!
Βίο και βιός θα χάσετε αφού με παρακούτε, κι απ' την κορφή ως τα ριζά τώρα θε να ριχτείτε!”
Έριξε αυτοστιγμίς έναν πήδο ο Ποντικός και πέταξε από την κορυφή του Τζίτζι τα δυο παιδιά, το γιο του ψαροδέντρου και το γιο του Ποντικού, σπρώχνοντας τα από πίσω. Και ξέμεινε στην κορυφή μόνος του, δίπλα ακριβώς στη Μαύρη Σκοτεινιά, με ρίγη να ανεβοκατεβαίνουν τη ραχοκοκκαλιά του.
“Εγώ δεν ήθελα να έρθω εδώ πάνω. Με εξαπατήσανε αυτοί οι δυο μπαγαπόντηδες, αλλιώς θα ήμουν τώρα στη δουλειά μου, στην πλαγιά, στο λατομείο.
Να μεγαλειότατη, είδατε τι τους έκαμα; Εγώ μόνο το καλό σας θέλω! Δούλος σας αληθινός και παντοτινός!”
Και πήρε τότε το πετρωμένο από το φόβο του εξάψυχο γατάκι, τον Αργύρη, και το πέταξε μαζί με τους δυο γιους του ψαροδέντρου (γιατί εσείς το ξέρετε καλύτερα απ' όλους, δεν ήταν γιος του Ποντικού αυτός, όπως το έλεγε). Και η Μαύρη Σκοτεινιά, γέλαγε τρανταχτά και τα πάντα γύρω τρέμανε.
Και πήρανε τα δυο κορμιά να κατρακυλούν όλη την πλαγιά του βουνού ίσαμε κάτω, και πίσω τους ο Αργύρης, το γατάκι. Ο Αργύρης, το γατάκι, που από δω και στο εξής, δε θα το λέμε εξάψυχο, παρά πεντάψυχο, γιατί από το πέσιμο το πολύ, ξεψύχησε τη μια ψυχή και έμεινε με πέντε.
Μα ας τους αφήσουμε αυτούς, κι ας ανεβούμε ξανά στην κορυφή του βουνού, να ειδούμε το τι γινήκανε όλοι οι άλλοι που ήσαντε εκεί, χωρίς τους γιους του ψαροδέντρου πια.
Σαν είδαν οι κατεργάρηδες τους πιο γερούς και τους πιο αντρειωμένους να πέφτουν, να τσακίζονται απ' την κορφή του Τζίτζι, αμέσως όλοι λούφαξαν, ή φύγανε τρεχάτοι, όλοι με μια κατάρα μέσ' απ' τα δόντια, για τη μαύρη μοίρα τους, για τη Μαύρη Σκοτεινιά, για τους γιους του ψαροδέντρου ή για το “λειψό μυαλό” τους. Ενώ η κόρη του βασιλιά των δίδυμων νήσων Μίτζι – Χότζι, η πριγκιποπούλα, η πιό 'μορφη κόρη στον κόσμο, έτρεξε στην κορφή, κλαίουσα κι οδυρόμενη. Κλαίουσα ωσάν την ιτιά που έτσι ονομάζουν. Το φόρεμά της, (ο Μάης με τα λούλουδα) ακέριο εμαράθη, και τα χρυσά μαλλιά της, κρύβαν τα μάτια της, πού 'ταν γεμάτα δάκρυα, κρύβαν τα χείλη τα πικραμένα. Έσκυψε ν' αντικρίσει το χαμό των δυο του ψαροδέντρου, μα να διακρίνει δεν ημπόριε μέσ' απ' τα δάκρυα και το ύψος, τη Μαύρη Σκοτεινιά και την αντάρα που σηκώθηκε. Και με μιας την άρπαξε, και χάθηκε εντός της, η πριγκιποπούλα των δίδυμων νήσων Μίτζι – Χότζι , η πιό 'μορφη κόρη στον κόσμο. Και πήρε ν' απομακρύνεται η Μαύρη Σκοτεινιά, και η απέραντη σιωπή, και η παγωνιά στη ραχοκοκκαλιά του κάθε ενός.
Πήρε τότε να φωνάζει ο Ποντικός πως “Μη νομίζετε, και όλοι τα ίδια θα πάθετε αν ξανά δε με ακούτε, και πάτε κόντρα στη Μαύρη Σκοτεινιά! Κι αν δεν ήμουν εγώ, όλους θα σας είχε καταπιεί, μα είμαι μεγαλόκαρδος και σας προστάτευσα. Και πάρτε τώρα αμέσως το δρόμο πίσω για τα κάτεργα, κι άλλο μη μ' εξοργίζετε.”
Ας αφήσουμε όμως τώρα τα καμώματα του Ποντικού και ας κατέβουμε την πλαγιά του βουνού ίσαμε τη θάλασσα, εκεί που φτάσανε οι γιοι του ψαροδέντρου. Τα κορμιά τους κείτονταν αντάμα, χωρίς να κουνιούνται, παρά μόνο για μια στιγμή, αποπνέοντας, όντ' έγινε το παράξενο: Ήταν σα να σηκώθηκε από τη στερνή τους την πνοή αγέρας δυνατός, και κύματα θαλασσινά ορθώθηκαν, και πήγαινε όλο και πιο άγριος ως το πέρας της θάλασσας, και έδειρε τους κάμπους, και σκόρπισε μπουγάδες από τα σκοινιά, και πήρε μαζί του κεραμίδια, κι έφτασε οργισμένος ίσαμε την αυλή του Κυριάκου.
Εκεί, έγειρε ο αγέρας το ψαρόδεντρο, τού συλλάβισε ανάμεσα στα φύλλα τα πάθια των παιδιών του, κι ύστερα κόπασε. Ύστερα, μέσ' απ την άπνοια κι από τη σιωπή, σηκώθηκ' ένας στρόβιλος ανέμου, κι ωσάν το χέρι ενός γίγαντα πανίσχυρου, ξερίζωσε το θεόρατο ψαρόδεντρο από τη γης και το εκσφεντόνισε ψηλά.
Πήγε, και πήγε, κι έφτασε ως τα σύγνεφα, και γύρισε να πέσει μες στη θάλασσα. Κι ύστερα, μες στα κύματα, με την κορφή προς τα νησιά Μίτζι και Χότζι, πήγαινε ευθύς προς τα παιδιά του το ψαρόδεντρο, μ' άνεμο ούριο και ψάρια, δελφίνια και θαλασσοπούλια τριγύρω, να το συνοδεύουν. Άλλα για συμπαράσταση, άλλα από ενθουσιασμό και περιέργεια, άλλα γιατί θελήσανε να γίνουνε κοπάδι.
Όντ' έφτασε πια στην άκρη του βουνού Τζίτζι το ψαρόδεντρο, στην άκρη της θάλασσας, στα δίδυμα νησιά Μίτζι και Χότζι ανάμεσα, δεν το σταμάτησε ούτε η στεριά, ούτε το ρεύμα της θαλάσσης, παρά συνέχισε την πορεία του, ίσαμε να ξοκείλει δίπλα στα παιδιά του. Να χώσει ανάμεσά τους τα κλαδιά του και να τα σκεπάσει μ' αυτά. Και δίπλα, με τα μάτια όλορθα, κοιτούσε το πεντάψυχο γατάκι, ο Αργύρης, που δεν αποχωρίστηκε τους φίλους του ίσαμ' εκείνη την ώρα.
Ύστερα, μες στην μαύρη σκοτεινιά, άρχισε να γίνεται ένα θάμα: από ανάμεσα στα κλαριά του ψαροδέντρου, κι απ' τ' ασημιά του φύλλα σαν της λεύκας, άρχισε να φωτίζει ένα φως πρασινωπό. Κι αυτό το φως, όλο και πιο πολύ θέριευε και φώτιζε τριγύρω, ίσαμε που σε τύφλωνε να το κοιτάς, και στην αρχή σα κίτρινο άλλαξε κι έγινε, κι ύστερα, που ήταν ακόμα πιο δυνατό, τό 'λεγες άσπρο. Τόσο δυνατό ήτανε, που κρύφτηκε το πεντάψυχο μικρό γατάκι, ο Αργύρης, με καψουρισμένη μια τρίχα απ' τη μουσούδα του, πίσω απ' ένα βράχο στην ακροθαλασσιά. Και τούτο το φως απλώθηκε κι έσχισε τη Μαύρη Σκοτεινιά στα δύο. Κι από μέσα απ' το ψαρόδεντρο, βγήκαν ξανά, σαν πρώτα, οι δυο γιοί του, και μέσα απ' τη Μαύρη Σκοτεινιά, φάνηκε ψηλά ένα σύγνεφο, με την πριγκιποπούλα των δίδυμων νήσων Μίτζι – Χότζι , την πιό 'μορφη κόρη στον κόσμο. Και κάτω από τα πόδια της, κάτω απ' το σύγνεφο αντίκριζε ξανά το βασίλειό της ηλιολουσμένο.
Ήρθε ο ανεμοστρόβιλος λοιπόν ξανά, και πήρε και σήκωσε μαζί το ψαρόδεντρο, τους γιους του, και το πεντάψυχο μικρό γατάκι τον Αργύρη. Τους πήρε και τους πήγε ίσα ψηλά στο σύγνεφο.
Εκεί, ήταν ακόμη απομεινάρια της Μαύρης Σκοτεινιάς, γιατί ποτέ σου τη Μαύρη Σκοτεινιά δεν τη σκοτώνεις, παρά την αποτινάζεις από πάνω κι από μέσα σου μονάχα. Και στροβιλίστηκε ανάμεσά της το ψαρόδεντρο, κι έπεσε – σα να του δώσανε την τελευταία πελεκιά οι ξυλοκόποι – από το σύγνεφο ίσια στη θάλασσα βαθιά, όπου με τη Μαύρη Σκοτεινιά μπλεγμένη στα κλαδιά του, έφτασε σε βάθη απλησίαστα, κι από ανθρώπους κι από ζώα, κι εκεί την άφησε. Και από τότε, στα βάθη τα απύθμενα της θάλασσας το φως δε φτάνει. Μα λένε πως σ' αυτά τα βάθη, τα πιο μεγάλα, στέριωσε τις ρίζες του το ψαρόδεντρο. Και αν μπορέσεις και βουτήξεις από τη Μαύρη Σκοτεινιά ακόμα πιο βαθιά, θα βρεις τη λάμψη του, πρασινωπή πρώτα, και πιο κοντά κίτρινη, κι ύστερα, εκτυφλωτικά λευκή να βασιλεύει.
Ο πρωτότοκος γιος πήρε την πριγκιποπούλα, την πιό 'μορφη κόρη στον κόσμο για γυναίκα του, όπως τό 'θελε. Μα δεν εζήσανε μαζί πάνω στον ουρανό στα σύγνεφα, παρά γυρίσανε στα δίδυμα νησιά Μίτζι και Χότζι και χτίσανε τ' αρχοντικό τους στους πρόποδες του όρους Τζίτζι. Απ' όπου φροντίσανε να έχουν όλοι οι νησιώτες ό,τι ποθούν και χρειάζονται για νά 'ναι ευτυχισμένοι. Κι ούτε κακία κρατήσανε, μήτε θέλησαν να τιμωρήσουν τον Ποντικό για τα καμώματά του.
Ο ίδιος όμως, μη μπορώντας να γυρίσει στον παλιό τρόπο ζωής, μη μπορώντας ν' αντικρίσει τον ξεπεσμό, έβγαλε τα μάτια του. Χώθηκε ύστερα βαθιά μέσα στη γη, σκάβοντας τρύπες και λαγούμια μες στα σκοτάδια, ψάχνοντας νά 'βρει τη Μαύρη Σκοτεινιά ξανά. Κι ετούτος ο Ποντικός είναι που γίνηκε γνωστός σαν τυφλο-Πόντικας.
Το πεντάψυχο μικρό γατάκι, ο Αργύρης, δεν κάθησε στο όρος Τζίτζι, στους δίδυμους νήσους Μίτζι – Χότζι, παρά γύρισε πίσω στον Κυριάκο μιαν ωραία πρωία (και τον βρήκε να φτιάχνει τα κεραμίδια της σκεπής, που τά 'χε πάρει ο αγέρας) αφού τον πήγε, ακριβώς όπως τον πήρε ο δευτερότοκος γιος του ψαροδέντρου: καβάλα σ' ένα σύγνεφο!
Έγινε γάτος μεγάλος και δυνατός, κι έζησε με τον Κυριάκο ως τα βαθιά γεράματα, λέγοντας στα άλλα, τα μικρά γατιά, πως όταν ήταν κι αυτός μικρός ωσάν κι αυτά, ετούτα κι ετούτα πέρασε.
Μα όσα ψαροκόκαλα κι αν έθαψε από τότε, ποτέ δε φύτρωσε ξανά ψαρόδεντρο στον κήπο.
Ο δευτερότοκος γιος του ψαροδέντρου ακόμη αρμενίζει πάνω στα σύγνεφα. Και καμιά φορά, ακούγεται πως κάποιος πιλότος αεροπλάνου, αερόστατου ή αερόπλοιου, ξεχώρισ' έναν άνθρωπο ανάμεσα στα σύγνεφα. Άλλοι τον λεν ψηλό, άλλοι κοντό, άλλοι λευκό, άλλοι μαύρο, άλλοι παιδί μικρό κι άλλοι γέροντα. Μα δεν το ξέρουν πως είναι ο γιος του ψαροδέντρου, που γυρίζει τον κόσμο συγνεφοπαρμένος κι όπου καϋμός και σκοτεινιά, παλεύει για να ξαναφέρει φως.
1:32 π.μ.
Τρίτη, α' Απριλίου ,βη'
Τον καιρό που το φως της μέρας,
νικηφόρο κατατροπώνει το σκότος της νυκτός.
1:57 π.μ.
Τρίτη, α' Απριλίου ,βη'
Καλημέρα, καλό μήνα, καλή άνοιξη.
Πέμπτη 27 Μαρτίου 2008
Η συνέχεια του παραμυθιού
να γράψω τη συνέχεια του παραμυθιού.
Δεν είναι που δεν έχω τί να γράψω.
Είναι που φοβάμαι να αντιμετωπίσω
αυτά που ήδη, πριν να τα γράψω,
μου αποκαλύφθηκαν μελλούμενα.
Το παραμύθι, χαρά έχει στο τέλος.
Όμως, πώς θά 'θελα
από τον πόνο να ξεφύγω.
Όμως, πώς θά 'θελα
τα ειπωμένα ν' αρνηθώ.
Δεν το γνωρίζω πως ενώ "ένα συν ένα" -
"δύο" λογιάζονται και "δύο" τα μετρώ.
Μία παρόρμηση, μια δύναμη και μέθη
φτιάχνει ένα άθροισμα πέρα από αυτό,
που ενστερνίζομαι, που δεν κατανοώ.
05:32 π.μ.
Πέμπτη, κζ' Μαρτίου ,βη'
Εντός του οίκου,
των οικείων νοσταλγός.
Σάββατο 15 Μαρτίου 2008
Το μεσημέρι που ο Πεσσόα συναντήσε τον Καβάφη
Μα δεν είδε αυτά που είδα, καθήμενος.
Τα βλέμματα τα αφοσιωμένα,
τους καθισμένους ανακούρκουδα,
τους γονυπετείς,
τους αγκαλιασμένους από τους ώμους φίλους του.
Κι όλοι μαζί να φαντασιώνονται, με βοήθεια τη μεγάλη οθόνη,
τη νύχτα που ο Πεσσόα συνάντησε τον Κωνσταντίνο Καβάφη.
Για αυτό, ίσως να μην κατάλαβε, όταν του είπα πως
είχα κι εγώ όφελος που σηκώθηκα, αντί για παρακαλώ.
Χάρηκα όμως με τη χειραψία, μην το κρύψω.
Και ένοιωσα μια ζεστασιά από τους τόσους ανθρώπους
που στάθηκαν να ακούσουν και να δουν
για το Saturnia και τους επιβάτες του.
20:08
Σάββατο, ιε' Μαρτίου ,βη΄
Πριν το γυρισμό.
Σάββατο 8 Μαρτίου 2008
Το Ψαρόδεντρο (μέρος τρίτο)
"Το ψαρόδεντρο, μέρος τρίτο:
Ο γιος του ψαροδέντρου κι ο γιος του Ποντικού")
Συνέχεια από το δεύτερο μέρος, που έδινε συνέχεια στο πρώτο.
Φάνηκε τότενες στη ματιά του ανθρώπου μία λάμψη – για μια στιγμή μονάχα – σα να καθρεφτιζόταν στα αλήθεια μες στα μάτια του, ο ήλιος πού 'χε ξυπνήσει μες στο νου του.
Και χαρούμενος, ο γιος του ψαροδέντρου, τον ρώτησε:
“Έρχονται άλλοι άνθρωποι εδώ, απ' άλλα μέρη, έξω από εμάς;
Υπάρχει δρόμος να πάνε και να 'ρθούν όσοι το θέ'νε;”
“Πολλών, η Μαύρη Σκοτεινιά παρέσυρε καράβια στις στεριές μας, που τσακισμένα τά 'κλαψαν – ναυάγια. Μα ούτε έναν δεν ξέρω που να βρήκε μέσ' άπ' τη Μαύρη Σκοτεινιά το δρόμο να ξεφύγει.”
“Και τι απογίνονται οι ναυαγοί και οι παραπλανημένοι;”
“Άλλους τους βλέπεις ξανά, να δουλεύουνε σα σκλάβοι, κι άλλους ποτέ ξανά δεν συναντάς, ωσάν να μην υπήρξαν.”
“Έλα λοιπόν και δείξε μου, άνθρωπέ μου πού είναι αυτά τα κάτεργα. Κι ύστερα πού θά 'βρω του τόπου τους ανθρώπους. Να μαζευτούμε για να διώξουμε τη Μαύρη Σκοτεινιά που μας κυνηγά.”
Μα ούτε κουβέντα δε δεχότανε ο άνθρωπος του τόπου, για να πάει στα κάτεργα να του δείξει. Και μόνο να του δώσει οδηγίες για το δρόμο δέχτηκε.
Πήρανε το δρόμο πάλι και οι τρεις, ο δευτερότοκος γιος του ψαροδέντρου, η κόρη του βασιλιά των δίδυμων νήσων Μίτζι – Χότζι, και το εξάψυχο μικρό γατάκι -ο Αργύρης- και πήγαν για τα κάτεργα, που ήσαν στους πρόποδες ενός βουνού.
Εκεί βρήκαν ανθρώπους πολλούς να σκάβουν το βράχο. Που να νομίζεις πως τούτο το βουητό, δεν ήταν πράμα των ανθρώπων, παρά πως το ίδιο το Βουνό – το Τζίτζι – εμαχότανε με τη Γη όπου πατούσε.
Οι άνθρωποι, απλωμένοι στο λατομείο, χτυπούσαν με τις αξίνες τους την πέτρα, μα ετούτη, αντί να πετάει σπίθες φωτεινές, πέταγε σκοτεινές. Θαρρούσες κάθε που έσμιγε το σίδερο με την πέτρα, πως σκοτείνιαζε λίγο παραπάνω αυτή η παχιά σκοτεινιά που απλωνόταν ολούθε τριγύρω.
Δεν πέρασαν δυο στιγμές, και οι τρίχες του εξάψυχου μικρού γατιού -του Αργύρη- σηκώθηκαν όλορθες.
“Εκεί, εκεί είναι ο γιος του ψαροδέντρου!” φώναξε και πήραν να τρέχουν ξωπίσω από το εξάψυχο μικρό γατί, ο αδελφός του και η πριγκιποπούλα. Έτρεχε το γατί προς τον γιο του ψαροδέντρου, που ξεχώριζε έτσι μικροκαμωμένος που ήταν ακόμα ανάμεσα στους άλλους κατεργάρηδες.
Με το που τον αντάμωσαν, όρμηξε να τον αγκαλιάσει ο αδελφός του, μα ο πρωτότοκος τραβήχτηκε ανήσυχος.
“Μη φοβάσαι γιε του ψαροδέντρου, κι ο αδελφός σου είμαι.
Έλα και αγκάλιασέ με κι εσύ, και τώρα που σμίξαμε ποτέ δε θα ξεχωριστούμε.” Είπε ο δευτερότοκος του ψαροδέντρου. Μα ο πρωτότοκος δεν έκαμε βήμα, ούτε μπροστά, ούτε πίσω, παρά έστεκε και κοιτούσε ανίδεος, αγνώστους. Ούτε το εξάψυχο γατί αναγνώρισε -τον Αργύρη-, που τον ήξερε από την πρώτη μέρα της ζωής του, ούτε ακόμη – ακόμη και την κόρη του βασιλιά των διδύμων νήσων Μίτζι – Χότζι, πριγκιποπούλα και πιό 'μορφη κόρη στον κόσμο, που πάντα ήθελε να την παντρευτεί και να ζήσουν για πάντα πάνω στα σύγνεφα. Πολλά μάλλον δε γνώρισε τον αδελφό του, που πρώτη φορά αντίκριζε.
Άρχισε μάλιστα να τους ομιλεί και να λέγει πως κανενός “ψαροδέντρου” δεν είναι γιος, και ούτε ψαρόδεντρα υπάρχουν. Ούτε στις θάλασσες, ούτε στη στεριά κανείς δεν έχει περιγράψει τέτοιο πράγμα. Μα και να υπήρχε, κανείς δε θα μπορούσε να το δει, μες στη Μαύρη Σκοτεινιά. Παρά πατέρας του είναι ο Ποντικός, και για τούτο είναι τόσο μικροκαμωμένος. Πάνω στο λόγο ξεπήδησε ο Ποντικός να μολογήσει το ίδιο. Και πως από μικρό ποντικάκι, με κόπους και θυσίες, μεγάλωσε το γιο του, που να, κοτζάμ θεριό ίσαμ' εκεί πάνω έχει φτάσει να γίνει. Μα καλύτερα να μη χασομεράνε και να γυρίσουν στο κάτεργο, γιατί κανείς δε γλιτώνει από τη Μαύρη Σκοτεινιά, που είναι παντού και μπορεί να κρύβει μέσα της τα πάντα.
“Μόνο το φως δε μπορεί να κρύψει μέσα της”, είπε ο δευτερότοκος του ψαροδέντρου. Και ο Ποντικός τον κοίταξε στραβά, καθώς ήδη είχε γυρίσει προς το λατομείο.
Ο γιος του Ποντικού (έτσι θα τον λέμε για την ώρα τον πρωτότοκο γιο του ψαροδέντρου, μιας και αυτός νομίζει ότι είναι) όμως, δεν το κούνησε ρούπι από τη θέση του. Ήταν λίγο πως δε μπορούσε να μη θαυμάζει τη πριγκιποπούλα, την πιό 'μορφη κόρη στον κόσμο, κι ύστερα, ήταν τόσο περίεργη αυτή η ιστορία, και τόσο γνωστό το σουσούμι τούτου του γατιού, που ήθελε ν' ακούσει κι άλλα.
“Χωρίς κουβέντες και χασομέρια, έλα ευθύς παραπέρα να μιλήσουμε. Μακριά απ' αυτό το μπουμπουνητό και θα τα μάθεις όλα”.
Κι έτσι έγινε. Αρχίσανε να συνεννοούνται τούτοι οι δυο, και σε δυο στιγμές, είχε μάθει ξανά και ο γιος του Ποντικού τα όσα εμείς εμάθαμε από την αρχή της ιστορίας.
Αποφάσισε τότε ο γιος του Ποντικού, ακόμα και χωρίς να είναι βέβαιος για την ύπαρξη του ψαροδέντρου, να κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του να βοηθήσει τούτους τους ανθρώπους, και τούτο το θαρραλέο ζώο.
Άρπαξε το λοιπόν το καμπανάκι από τα κάτεργα. Αυτό ήταν που οδηγούσε μες απ' τη Μαύρη Σκοτεινιά, τους κατεργάρηδες στο λατομείο.
Άρχισε τότε να το χτυπάει, και όλοι αφήσανε τη δουλειά τους στη μέση και πήρανε να το ακολουθούνε. Κουδούναγε, κουδούναγε, και πήγαινε μπροστά, ίσαμε πού 'φτασε σ' ένα πλάτωμα και σταμάτησε. Σταμάτησαν και οι κατεργαραίοι, με μια απορία ζωγραφισμένη στη μουτσούνα τους. Πήρε τότε να τους μιλάει ο δευτερότοκος γιος του ψαροδέντρου, και να τους εξηγεί πως τούτη η Μαύρη Σκοτεινιά δεν είναι όλο κι όλο που υπάρχει στον κόσμο. Πως ούτε θα πρέπει να αφήσουν το μελάνι της να τους τρώει την καρδιά σαν το σαράκι, μήτε να δουλεύουν τα φαρμακερά κάτεργα της. Κι άλλοι παραδέχτηκαν και σήκωσαν το κεφάλι, κι άλλοι, κρατώντας το χαμηλά, και μουρμουρίζοντας, κοιτάζοντας λοξά παραπονέθηκαν για το “πώς θα τα βάλουμε με τέτοιο τέρας εμείς οι κακομοίρηδες, που όχι μόνο στον ήλιο μοίρα δεν έχουμε, παρά και αυτός ο ήλιος πια δε στέκει;”
Μα από τη μια δε θέλανε να κουνήσουν το δακτυλάκι τους, από την άλλη, σαν είδαν πως ήτανε αρκετοί τούτοι οι “κουφιοκεφαλάκηδες” που αποφάσισαν να αποτάξουν τη Μαύρη Σκοτεινιά, τους πήραν από πίσω, χωρίς να σηκώσουν το κεφάλι, καθώς ανέβαιναν στην κορυφή του βουνού Τζίτζι. Σ' αυτούς ανάμεσα χώθηκε κι ο Ποντικός.
Η συνέχεια...
Παρασκευή 15 Φεβρουαρίου 2008
Σκέψεις γύρω από λόγια
στη μνήμη του λοιπόν.
Σκεφτόμουν τις ημέρες που περάσαν,
σκέψεις που κύκλους κάνουν με τις εποχές:
"Από το που θα ακούσεις μιαν αλήθεια
ίσαμε το να την νιώσεις,
σα να ξελεφτερώσουνε πουλί για να το πιάσεις,
μπορεί πολύς καιρός και χρόνος να ξεφύγουν."
12:19 π.μ.
ιε' Φλεβάρη ,βη'
Πότε καλά, πότε παγωμένα,
πότε και τα δυο μαζί.
Με ένα κρύωμα
να με ταλανίζει μέρες.
Τρίτη 12 Φεβρουαρίου 2008
Το Ψαρόδεντρο (μέρος δεύτερο)
"Το ψαρόδεντρο, μέρος δεύτερο:
Απ' το παλάτι τ' ουρανού, στα δίδυμα νησιά")
Συνέχεια από την προηγούμενη ανάρτηση.
Κι έτσι εκάνανε. Πέρασε η νύχτα, ήρθε το χάραμα, και με τη δροσιά του πρώτου φωτός, το εξάψυχο μικρό γατάκι – ο Αργύρης – σκαρφάλωσε στο ψαρόδεντρο για νά βρει το δεύτερο γιο του.
Εκεί ήταν και τον περίμενε, στο ίδιο μέρος που ήταν κι εψές, και με την ίδια ηρεμία ξεκίνησε να πηγαίνει προς τα κάτω τον κορμό.
“Ξέρεις, ο πύργος πάνω στα σύννεφα είναι από την άλλη μεριά...”
Άρχισε να ψελλίζει το εξάψυχο μικρό γατάκι – ο Αργύρης – μα ο δευτερότοκος του ψαροδέντρου δεν έδειχνε να δίνει και πολλή σημασία. Στα μισά του δέντρου πετάχτηκε προς ένα κλαρί και κάθησε πάνω σ' ένα φύλλο. Γύρισε στο γατί και του έκανε ένα νεύμα σα να έλεγε: “Έλα, κάτσε δίπλα μου”. Το εξάψυχο μικρό γατάκι – ο Αργύρης – δεν καταλάβαινε τίποτα, μα έκανε ό,τι του είπε και με το που κάθησε πάνω στο φύλλο, αυτό κόπηκε από το βάρος τους και άρχισε να στροβιλίζεται και να πέφτει. Έκαμε να πηδήξει από αυτό, μα ο δεύτερος γιος του ψαροδέντρου τον κράτησε πρωτού ορμήξει. Και τότε έγινε αυτό το περίεργο το πράμα:
Πήρε ένας αέρας να φυσάει δυνατός, που σήκωσε το φύλλο του ψαροδέντρου, και τους επιβάτες του μαζί. Το πήρε, το στροβίλισε, και αφού το γύρισε σ' όλο τον τόπο τριγύρω, το έφτασε στο σύννεφο απάνω που ήταν ο πύργος όπου ζει η πριγκιποπούλα, η πιό 'μορφη κόρη στον κόσμο.
Μετά φτάσανε στον πύργο και οι τρίχες του μικρού γατιού είχανε σηκωθεί ολόρθες καθώς ο δεύτερος γιος του ψαροδέντρου έσπρωξε την πόρτα και αυτή άνοιξε αργά, με μια τσιρίδα που σου τρύπαγε τ' αυτιά. Περπάτησε τον σκοτεινό διάδρομο με τους πυρσούς κι ανέβηκε τη σκάλα που οδηγούσε στην πιο καταπληκτική αίθουσα πάνω απ' τη γη!
Εκεί βρήκαν την πριγκιποπούλα των δίδυμων νήσων Μίτζι – Χότζι, την πιό 'μορφη κόρη στον κόσμο, να χτενίζεται πάνω στον χρυσό θρόνο της και να αστράφτει από την ομορφιά.
“Καλημέρα καλή μου πριγκιποπούλα.
Είμαι ο δευτερότοκος του ψαροδέντρου, και ήρθα να βρω και να σώσω τον αδελφό μου, που χάθηκε εδώ. Βοήθα με το λοιπόν, και θα σε βοηθήσω κι εγώ απ' τη μεριά μου.”
“Ούτε ο αδελφός σου, ούτε εσύ, ούτε κανένας, όποιου παιδί κι αν είναι, δεν μπορεί να με βοηθήσει. Κι ακόμα περισσότερο ανίκανη είμ' εγώ να βοηθήσω άλλον. Αφού φυλακισμένη βρίσκομαι στο έλεος της Μαύρης Σκοτεινιάς. Και φύγε, το καλό που σου θέλω, αν θες να δεις ξανά το φως του Ήλιου, αν θες να ζήσεις να δεις το αύριο.”
“Πριγκιποπούλα μου καλή, να μη φοβάσαι και ευθύς να μου το πεις το τι, το πώς, το πούθε, το από ποιον και πότε.”
Κι αρχίνησε αμέσως η πριγκιποπούλα με τα χρυσά μαλλιά και τα τσακίρικα μάτια, που είχε δάκτυλα ολόλευκα και για φουστάνι το Μάη με τα λούλουδα. Αρχίνησε η πριγκιποπούλα, η πιό 'μορφη κόρη στον κόσμο να αφηγείται το τι, το πώς, το πούθε, το από ποιον και πότε.
Μα, τι παράξενο πράμα! Ούτε μια ιδέα σκεπτικός, συγνεφιασμένος δεν εφάνη ο δευτερότοκος του ψαροδέντρου. Παρά ευθύς αμέσως έπιασε την κόρη από το χέρι, ώστε το χτένι που έμενε τόση ώρα άπραγο μέσα του, έπεσε και διαλύθηκε σ' είκοσι κομματάκια.
Τραβήξανε τρεχάτοι και οι τρεις, ο γιος του ψαροδέντρου, η κόρη του βασιλιά των δίδυμων νήσων Μίτζι – Χότζι, και το εξάψυχο μικρό γατάκι -ο Αργύρης- χωρίς καλά – καλά να το σκεφτούνε καν, έξω από τον πύργο και στην άκρη του σύγνεφου.
Εκεί, βρήκε ο γιος του ψαροδέντρου (ο δευτερότοκος) το φύλλο με το οποίο φτάσαν ίσαμε 'κει. Μα να σηκώσει και τους τρεις δεν ήταν μπορετό. Το πήρε το λοιπόν, και με την άκρη του τη μυτερή αρχίνησε να κόβει του σύγνεφου την άκρη. Κι όταν απόσωσε, πήρε ο αγέρας το κομματάκι από το σύγνεφο, που αποχωρίστηκε από το υπόλοιπο σύγνεφο και άρχισε να τους ταξιδεύει.
Αρχίνισε και πήγαινε, και πήγαινε το σύγνεφο, καθώς φυσούσε ο άνεμος και το παρέσερνε πάνω από την αυλή του Κυριάκου και το ψαρόδεντρο, πάνω από την πόλη και τα χωριά, τα βουνά και τους λόφους, μέχρι το τέλος της στεριάς και την αρχή της απέραντης γαλανής θάλασσας. Κι αδιάκοπος φυσούσε ο αγέρας αυτό το σώσμα από τα σύγνεφα. Σαν κουταβάκι που παίζει μ' ένα τόπι και το κυνηγά να το προφτάσει, μονάχα για να του δώσει μια και να το στείλει ακόμα παραπέρα.
Κι όταν στα πλατιά χωθήκανε τα πέλαγα, και η στεριά φάνταζε περισσότερο με σύγνεφο του ορίζοντα και ιδέα που αφήναν πίσω τους, πέρα μπροστά στο βάθος, πήρε – χωρίς κανένα λόγο – ο ουρανός να μουχρώνει. Κι αυτό το μούχρωμα, όλο και περσσότερο ν' απλώνεται μπροστά τους. Ώσπου μετά από λίγο, θάμπωσε ο Ήλιος, και κόπασε ο αγέρας. Ίσα μια μικρή αύρα είχε απομείνει να κουνάει απαλά το νεφαλάκι. Και πριν για τα καλά να χαθούνε, ο γιος του ψαροδέντρου, το εξάψυχο μικρό γατάκι – ο Αργύρης – και η πριγκιποπούλα των δίδυμων νήσων Μίτζι – Χότζι (η πιό 'μορφη κόρη στον κόσμο) μέσα στη Μαύρη Σκοτεινιά, πρόλαβε η εξοχότητά της να αναφωνήσει:
“Να τα!
Να τα δίδυμα νησιά Μίτζι και Χότζι!
Εκεί στο βάθος ξεχωρίζω μια ιδέα από το σχήμα τους”
Και ήτανε τούτο το τελευταίο πράγμα που ξεχώρισε. Γιατί ύστερα από αυτό, τόσο μεγάλη γίνηκε και τόσο Μαύρη η Σκοτεινιά, που θα μπορούσε κάποιος μέσα της να σκοντάψει στη μύτη του, να πέσει και να χτυπήσει άσχημα. Αφού ούτε την ίδια τη μύτη του δε θα μπορούσε να δει.
Ακούστηκε τότε η φωνή του γιου του ψαροδέντρου να λέει:
“Λοιπόν καλά φτάσαμε ίσαμε 'δω. Τώρα είναι ώρα να κατεβούμε.”
Και γρήγορα – γρήγορα, και πριν το καταλάβει καλά – καλά κανείς, πιάνει την πριγκιποπούλα από το φουστάνι της – το Μάη με τα λούλουδα – και βαστώντας το από δυο γερά κοτσάνια στις άκρες του, πήδηξε από το μικρό το σύγνεφο και πήρε μαζί του και τους άλλους δυο.
Άρχισαν τότε να πέφτουν απαλά – απαλά, με το φουστάνι να έχει φουσκώσει σαν ανοιγμένη ομπρέλα. Και αν δεν ήταν τόσο μαύρη η Μαύρη Σκοτεινιά, σίγουρα θα είχε “βγει φωτογραφία”!
Μετά από λίγο, ακούστηκε ένα βογκητό, και η πορεία τους προς τα κάτω διακόπηκε, μιας και είχανε πέσει πάνω στο κεφάλι ενός ανθρώπου. Βρεθήκανε το λοιπόν, ο γιος του ψαροδέντρου, το εξάψυχο μικρό γατάκι – ο Αργύρης – και αυτός ο άτυχος άγνωστος, μπουρδουκλωμένοι μέσα στο Μάη με τα λούλουδα που φόραγε σήμερα η πριγκιποπούλα των δίδυμων νήσων Μίτζι – Χότζι.
Και αφού ξεμπερδέψανε με τα “αχ” και τα “ωχ” και τα “σιγά το αφτί μου” και “σιγά το πόδι μου” και “προσέξτε λίγο το φουστάνι, είναι ακριβό μοντέλο” και σταθήκανε σαν άνθρωποι (εκτός από το εξάψυχο μικρό γατάκι – τον Αργύρη –, που στάθηκε φυσικά σα μικρό γατάκι), του φανερώθηκε του άτυχου ανθρώπου – που του πέσανε στο κεφάλι του ουρανοκατέβατες συμφορές – η πριγκιποπούλα, και τον ρώτησε για το τι συμβαίνει στους δίδυμους νήσους Μίτζι – Χότζι.
Άρχισε τότενες να λέει ο άτυχος άνθρωπος για την ατυχία του και την ατυχία όλου του τόπου.
Για το πώς, από τότε που χάθηκε η πριγκιποπούλα, κι ύστερα χάθηκε και ο βασιλιάς τους, τους αγκάλιασε η Μαύρη Σκοτεινιά. Και ύστερα πώς ρήμαξε η πείνα, ο καϋμός κι η απελπισία ανθρώπους, ζώα και φυτά και δε βλασταίνει ο καρπός στα χωράφια, και δε γεννούνε, ούτε δουλεύουνε τα ζώα, και δε μιλάνε, ούτε αγγίζουνε ο ένας άνθρωπος τον άλλο. Παρά δουλεύουν μοναχά, δουλειά κοπιαστική και άκαρπη. Και πως ο ίδιος όταν αποσώνει και γυρίζει στο σπίτι του, τίποτα δε θέλει άλλο από το να κοιμηθεί, και να ξυπνήσει το άλλο πρωί, με τον Ήλιο από ψηλά να τον χαιρετάει, όπως τον ήξερε από τότε που ήξερε τον εαυτό του, και τώρα αρχίζει να θαμπώνει η ανάμνησή του. Και να νομίζει πως ποτέ δεν ήταν ο Ήλιος τίποτα άλλο, παρά ένα παραμύθι, που λένε στα μικρά παιδιά για να τα ημερεύουν και να μη φοβούνται.
“Είναι ο Ήλιος και φωτίζει ακόμα άνθρωπέ μου” του είπε ο γιος του ψαροδέντρου. Και την ίδια ώρα μια λάμψη πρασινωπή φαινότανε αμυδρά να βγαίνει μέσα από τα βάθη της ματιάς του.
“Από εκεί που λάμπει ήρθαμε κι εμείς πριν από λίγο.
Και με το καλό, θα λάμψει ζεστός και όμορφος ξανά και σε τούτη τη γη.”
...τέλος δεύτερου μέρους.
Παρασκευή 1 Φεβρουαρίου 2008
e-mail περί διαμαρτυρίας 3/2/08
ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑ
Δεν αγοράζουμε εφημερίδες την επόμενη Κυριακή 3/2, σαν στοιχειώδη
ένδειξη διαμαρτυρίας για την καταστρατήγηση των νόμων της πολιτείας
παθητική στάση της Ελληνικής κοινωνίας που δεν προβάλει καμία αντίσταση.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΤΕ ΤΟ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΤΟ
Και μου γεννήθηκαν κάποιες απορίες σε σχέση με αυτό, που ήθελα να μοιραστώ.
Απάντησα στον αποστολέα λοιπόν ως εξής (ακολουθεί το απαντητικό e-mail μου):
Πολύ ωραίοι οι λόγοι που περιγράφεις ως αιτίες για την συγκεκριμένη μορφή διαμαρτυρίας (όνομα αποστολέα),
Ποιος/α είναι ο/η (όνομα αποστολέα);
Αυτή η κίνηση, είναι πρόταση του/της ιδίου/ας, ή συμπαράσταση στην πρόταση κάποιου άλλου;
Διεκδικεί κάποιος την πατρότητα της πρότασης και, εν τέλει, κίνησης;
(Δεν μπορούσα να παραβλέψω τον πρώτο πληθυντικό στην διατύπωση της διαμαρτυρίας.
Υποδηλώνει την σύσταση κάποιας ομάδας;
κάποια ιδιότητα των συμμετεχόντων στην διαμαρτυρία;
Τίποτα από όλα αυτά, παρά την συναίνεση στις (αντι)θέσεις της διαμαρτυρίας;)
Αν ισχύει το δεύτερο (πρόταση κάποιου άλλου), ποιος είναι αυτός;
Γιατί την Κυριακή (μόνο);
Γιατί όχι (και) κάποια άλλη μορφή διαμαρτυρίας;
(Όνομα αποστολέα), είσαι κάποιος άγνωστος/η που στέλνει ένα e-mail και προτείνει ενός είδους διαμαρτυρία.
Και αυτό, ώστε η διαμαρτυρία στην οποία θα συμμετάσχω, να μην είναι εξίσου παθητική με την "στάση της ελληνικής κοινωνίας που δεν προβάλλει καμία αντίσταση",
Αν και η αναγνωσιμότητά του είναι (φαντάζομαι) μηδαμινή, αν επιθυμείς η απάντησή σου πάνω στα ερωτήματά μου να απευθυνθεί σε πάνω από ένα άτομο (τον υποφαινόμενο) μπορείς να την κάνεις ως σχόλιο εκεί. (exirio.blogspot.com).
ευχαριστώ για το χρόνο και το ενδιαφέρον σου
να μου στείλεις το e-mail που μου έστειλες,
ακόμα κι αν δε μου απαντήσεις.
Πέμπτη 31 Ιανουαρίου 2008
Το Ψαρόδεντρο (μέρος πρώτο)
"Το ψαρόδεντρο, μέρος πρώτο:
Ο γιος του ψαροδέντρου και η Μάυρη Σκοτεινιά")
Ο Κυριάκος εκείνο το Σάββατο είχε πάει στην ψαραγορά, όπου είχε βρει πρώτης τάξεως κολιούς.
Οι κολιοί, αν μαγειρευτούν ωραία, είναι υπέροχο φαΐ!
Έφαγε λοιπόν, και χόρτασε, και χόρτασε ύστερα και ο γάτος του ο μικρός, ο Αργύρης.
Ο Αργύρης, ο γάτος του, πήρε ύστερα 'κανα-δυο ψαροκόκαλα από αυτά που είχε αφήσει ο Κυριάκος και τα σκέπασε με χώμα στην αυλή του, όπως παραχώνει τις ακαθαρσίες του.
Την άλλη μέρα το πρωί, Κυριακάτικα, στον κήπο του Κυριάκου είχε γενεί ένα θάμα.
Το θάμα το λοιπόν, ήτανε το εξής:
Εκεί ακριβώς που είχε παραχώσει ο γάτος ο Αργύρης τα ψαροκόκαλα, είχε φυτρώσει ένα δέντρο.
Μα δεν ήταν μαθές δέντρο κανονικό ετούτο, παρά πιο πολύ έφερνε σε ψάρι.
Σα να λέμε, ήταν ένα πράμα σαν πλατύφυλλο κυπαρίσσι, μα που τα ασημιά σαν της λεύκας φύλλα του το τύλιγαν γύρω – τριγύρω σα λέπια ψαριού, και η ουρά μονάχα του έλλειπε.
Είχε και δυο κόμπους, ψηλά, ωσάν ομάθια, που το ένα κοιτούσε την Ανατολή και το άλλο τη Δύση.
Εκείνο που κοιτούσε δυτικά, τα πρωινά έμενε κλειστό, και το άλλο, έκλεινε το απόγευμα. Σαν τα λουλούδια που ανοίγουν με τον ήλιο. Μονάχα που το βράδυ μπορεί, αν κοιτούσες προσεχτικά και για ώρα, να ξεχώριζες μια λάμψη πρασινωπή να απαυγάζεται από τα “μάθια” του ψαροδέντρου, τα οποία -μέρα με τη μέρα- έμοιαζαν να μεγαλώνουν.
Στην αυγή της πρωτομαγιάς, το ανατολικό μάτι έσκασε, και φάνηκε από μέσα του ένα μικρό παιδάκι, με ένα περήφανο βλέμμα που δεν το βάνει ο νους σου!
Και με το που άνοιξε τα μάτια του, άρχισε να σκαρφαλώνει προς την κορφή του ψαροδέντρου.
Το είδε το γατάκι το μικρό, ο Αργύρης, και πήρε στο κατόπι το μικρό παιδί.
Μόλις το έφτασε του λέει: “Για πού το έβαλες και σκαρφαλώνεις – ακόμα δεν ξεφύτρωσες – μικρό παιδάκι;”
“Εγώ είμαι ο γιος του ψαροδέντρου” είπε το μικρό παιδάκι, “και πηγαίνω στην κορυφή του δέντρου, κι από 'κεί στον ουρανό, στον πύργο πάνω στα σύννεφα, που ζει η πριγκιποπούλα, η πιό 'μορφη κόρη στον κόσμο. Θα τη βρω, θα την παντρευτώ, και θα ζούμε για πάντα πάνω στα σύννεφα!”
Και με το που αποσώνει τούτα τα λόγια, βγαίνουν από τις φυλλωσιές και φτάνουν στην κορυφή του ψαροδέντρου, όπου τους βλέπει ο Ήλιος. Τους βλέπει και ο Αητός, και ορμάει γρήγορα – γρήγορα και τους αρπάζει στα κράνυχά του.
Του λέει τότε το μικρό παιδάκι με ύφος βλοσυρό: “Πέταξε μέχρι τον πύργο στα σύννεφα, που ζει η πριγκιποπούλα, η πιό 'μορφη κόρη στον κόσμο, και εκεί άφησέ μας!” Μα πού ν' ακούσει ο Αητός; Τους πήγαινε στη φωλιά του να τους φάει...
Άρχισε τότενες το γατάκι το μικρό – ο Αργύρης – να νιαουρίζει και να κλαίει.
“Μιάου, μιάου, πάει, θα μας φάει, θα μας ταΐσει στα πουλιά του, αλοίμονο!” και γύρισε το μικρό παιδάκι στον Αητό και του είπε: “Αν δε μας πας να μας αφήσεις στον πύργο στα σύννεφα, που ζει η πριγκιποπούλα, η πιό 'μορφη κόρη στον κόσμο, θα κάτσω στο λαιμό σου σαν ψαροκόκαλο και θα σε πνίξω, γιατί εγώ είμαι ο γιος του ψαροδέντρου! Μη με παρακούς το λοιπόν, και πήγαινέ μας αμέσως, γιατί πάω στον πύργο πάνω στα σύννεφα, όπου ζει η πριγκιποπούλα, η πιό 'μορφη κόρη στον κόσμο. Θα την παντρευτώ, και θα ζούμε για πάντα πάνω στα σύννεφα!”
Ο Αητός, όντ' άκουσε ότι το μικρό παιδάκι – που ήταν μια χαρά μεζές για πρωινό – ήταν ο γιος του ψαροδέντρου, σκέφτηκε πως μπορεί όντως να του καθόταν στο λαιμό και να τον έπνιγε και φοβήθηκε. Προτίμησε το λοιπόν να τους κάνει το χατήρι, γιατί “Καλό είναι να κρατάς και καμία “πισινή” σα δεν ξέρεις”, όπως του είπε μια φωνή βαθιά και επιβλητική, που οι άλλοι δεν κατάλαβαν.
Τους άφησε το λοιπόν ο Αητός έξω από τον πύργο πάνω στα σύγνεφα, όπου ζει η πριγκιποπούλα, η πιό 'μορφη κόρη στον κόσμο και έφυγε, καθώς χτυπούσανε το “ρόπτρο”, το χερούλι σα να λέμε από την τεράστια πόρτα.
Χτυπούσαν, χτυπούσαν, μα απάντηση δεν παίρνανε, και το μικρό παιδάκι δε μπορούσε να σταθεί σε μια θέση: “Και πού είναι και κανείς δεν απαντά;” και “Μήπως έχουν βγει για ψώνια;” και “Να δεις που θα έχουν πάει καμιά επίσκεψη και τσάμπα ήρθαμε τόσο νωρίς!” και “Λες να τρώνε; Αλλά και να τρώνε, δε θα το ακούγανε που χτυπάμε;” Και πήγαινε κι ερχότανε, και ξαναχτύπαγε και ξαναχτύπαγε... Ενώ ο Αργύρης, ο γάτος ο μικρός, στεκόταν καμπουριασμένος πιο 'κεί με τα μπροστινά του πόδια τεντωμένα.
“Μήπως να μπούμε έτσι κι αλλιώς; Από τούτη την τρύπα αυτή στη γωνία χωράμε σίγουρα.”
είπε το μικρό παιδάκι, μα ο Αργύρης δεν ήθελε ούτε να το σκέφτεται, γιατί δεν του άρεσε καθόλου αυτός ο πύργος, και δεν το έβρισκε καθόλου πρέπον να ζει εκεί μια πριγκιποπούλα που θα είναι η πιό 'μορφη κόρη στον κόσμο. Του ταίριαζε περισσότερο να ζει εκεί μια λάμια, ή ένας δράκος, ή ένα τέρας τέλος πάντων που θα ήταν από τζάκι μεγάλων και φοβερών τεράτων, για τα οποία λέμε ιστορίες τα βράδια και όταν πάμε να κοιμηθούμε σκεπαζόμαστε πιο προσεκτικά, να μην αφήσουμε ούτε μια ακρούλα ξεσκέπαστη (μήπως κρυώσουμε, μη φανταστείτε τίποτα άλλο)...
Αλλά μέχρι να σας τα διηγηθώ όλα τούτα που σκεφτόταν ο Αργύρης, το μικρό παιδάκι είχε τρυπώσει κιόλας μέσα στον πύργο από την μικρή τρύπα στη γωνία της ξύλινης πελώριας πόρτας, και ο Αργύρης τον πήρε στο κατόπι.
Ο πύργος μέσα ήταν σκοτεινός, κι εδώ κι εκεί είχε μεγάλους πυρσούς με φωτιές που σιγοτρεμοπαίζανε και ρίχνανε στους μεγάλους πέτρινους τοίχους σκιές. Παραπέρα ήταν μια σκάλα, και μετά από αυτή μπήκαν, το μικρό παιδάκι και ο γάτος ο Αργύρης, σε μια αίθουσα που – πώς να το πω βρε παιδιά – ήταν η πιο καταπληκτική αίθουσα που είχαν μπει σ' ολάκερη τη ζωή τους!
Είχε χαλιά από την Περσία, είχε έπιπλα του Βασιλιά Ήλιου (από εκεί πήρε ιδέες και ένας βασιλιάς της Γαλλίας τα παλιά – παλιά χρόνια και είναι ακόμα ξακουστά τα έπιπλά του), είχε κρύσταλλα από τη Βοημία, είχε χρυσάφι από την Χαλκιδική και τη Σαμαρκάνδη, ασήμι από το Ποτοσί και την Αργυρούπολη, διαμάντια από την Ινδία και το Κιλιμάντζαρο, και στο κέντρο ακριβώς, πάνω σε ένα θρόνο χρυσό, καθόταν και χτενιζότανε μια κόρη όμορφη πολύ, που είχε χρυσά μαλλιά και μάτια τσακίρικα, που είχε δάκτυλα ολόλευκα και για φουστάνι τον ουρανό με τ' άστρα. Αυτή ήταν η πριγκιποπούλα, η πιό 'μορφη κόρη στον κόσμο.
“Γεια σου χαρά σου πριγκιποπούλα, και πιό 'μορφη κόρη στον κόσμο!
Εγώ είμαι ο γιος του ψαροδέντρου, και ήρθα να σε παντρευτώ, και να ζήσουμε για πάντα πάνω στα σύννεφα.” Είπε το μικρό παιδάκι.
“Και σάμπως νομίζεις πως και νά 'θελα, θα μπορούσα να παντρευτώ;” ρώτησε η πριγκιποπούλα, η πιό 'μορφη κόρη στον κόσμο. Και του είπε μετά:
“Εδώ που με βλέπεις, δεν είμαι με τη θέλησή μου, παρά με κρατά φυλακισμένη η Μαύρη Σκοτεινιά. Και άμα τυχόν την ξεγελάσω και φύγω – πράγμα που κανένας φυλακισμένος της δεν κατάφερε ποτέ να κάνει – θα σκορπιστεί ολούθε πάνω στη γη για να με βρει, κι εκεί θα μείνει για πάντα.
Με πήρε από τον πατέρα μου, τον βασιλιά των δίδυμων Νήσων Μίτζι-Χότζι, αφού πρώτα τον μέθυσε με υποσχέσεις για αιώνια βασιλεία και παντοδυναμία. Μα ήταν όλα ψέματα, γιατί με το που με πήρε η Μαύρη Σκοτεινιά, μαράζωσε κι ο πατέρας μου και τον πήρε κι αυτόν.
Μα μας κρατάει χωριστά τον ένα από τον άλλο. Σ' άλλη μεριά, μα στον ίδιο πύργο πάνω στα σύννεφα που διαφεντεύει. Λύγισαν οι Μιτζιότες, λύγισαν και οι Χοτζιότες κάτω από τη Μαύρη Σκοτεινιά που τους αγκάλιασε. Και μη θαρρείς πως αν τύχει και σε βρει εδώ, θα σου χαρίσει τη ζωή.”
“Να μη φοβάσαι άλλο πια, και μην ανησυχείς. Γιατί εγώ, ο γιος του ψαροδέντρου, θα σε σώσω μια και καλή από τη Μαύρη Σκοτεινιά που σε κρατάει εδώ φυλακισμένη.” Είπε το μικρό παιδάκι, σηκώνοντας καμαρωτό το κορμί του και με δυνατή φωνή.
“Θα την κάνω τη Μαύρη Σκοτεινιά χίλια κομμάτια, που να μη μπορεί να πάρει πια κανέναν. Θα σώσω και τον βασιλιά των δίδυμων νήσων Μίτζι-Χότζι. Κι αφού θα διώξουμε τη Μαύρη Σκοτεινιά για πάντα, θα σε παντρευτώ, και θα ζούμε για πάντα πάνω στα σύννεφα!”
Και στη στερνή λέξη που είπε το μικρό παιδάκι εμφανίστηκε η Μαύρη Σκοτεινιά.
Θα μπορούσαμε βέβαια να ισχυριστούμε πως “εξαφανίστηκε” η Μαύρη Σκοτεινιά, μιας και όταν βρίσκεται η Μαύρη Σκοτεινιά κάπου, ό,τι άλλο βρισκόταν εκεί μέχρι πριν από λίγο, παύει να φαίνεται και εξαφανίζεται μέσα της. Αυτό που δεν πρέπει να ξεχάσω όμως να πω, μαζί με την “εμφάνιση” της Μαύρης Σκοτεινιάς, είναι πως αμέσως μετά την τελευταία λέξη που είπε το μικρό παιδάκι, που ήταν η λέξη “σύννεφα”, χάθηκε μέσα στη Μαύρη Σκοτεινιά κι εξαφανίστηκε.
Κι ύστερα πήρε να τρέχει το γατάκι το μικρό – ο Αργύρης – και να τρέχει, να φύγει μακριά, γιατί ό,τι και νά 'ταν αυτή η Μαύρη Σκοτεινιά, σίγουρα ήταν από τζάκι μεγάλων τεράτων, από αυτά που αναφέραμε πιο πριν. Έτρεξε και έτρεξε, ίσαμε που βγήκε κακήν – κακώς από τον πύργο πάνω στα σύγνεφα, και όταν έφτασε στην στην άκρη – άκρη, δεν σταμάτησε και έπεσε.
Αν δεν το ξέρετε, οι γάτες είναι εφτάψυχες, αυτό το μικρό γατάκι το λοιπόν, έχασε από νωρίς την πρώτη του ψυχή, πέφτοντας από τον ουρανό, από τον πύργο πάνω στα νέφαλα, όπου ζει η πριγκιποπούλα, η πιό 'μορφη κόρη στον κόσμο. Επομένως ο Αργύρης, έγινε από την ώρα εκείνη μια γάτα εξάψυχη, και ως τέτοια θα την έχουμε στο νου μας από 'δώ και μπρος.
Με το που έπεσε με τα πόδια ο Αργύρης – θα πρέπει να σας ενημερώσω πως οι γάτοι, ακόμα και οι εξάψυχοι, ακόμα και τα μικρά γατάκια, πέφτουν με τα πόδια πάντοτε – πήρε να τρέχει προς το σπίτι του. Έτρεχε και έτρεχε, σάμπως να κυνηγούσε καμιά μύγα αόρατη. Κι όπου περνούσε έτσι φουριόζος καταπώς ήτανε, αναστάτωνε ζώα, φυτά κι ανθρώπους. Είχε περάσει η ώρα και οι κοπελιές είχανε πιάσει πια το Μάη. Οι νοικοκυράδες είχαν πετάξει τα ψίχουλα και τ' αποφάγια έξω από τις στολισμένες με λουλούδια πόρτες των σπιτιών, πράγμα που δε θα το παρέβλεπε το γατάκι, αν δεν ήταν τόσο τρομαγμένο από τη Μαύρη Σκοτεινιά.
Όταν έφτασε στην αυλή το γατάκι και αντίκρισε το ψαρόδεντρο, αντίκρισε άλλο ένα θάμα:
Εκεί που ήταν πριν το άλλο “ομάτι” του ψαροδέντρου, ήτανε τώρα και καθότανε ένα μικρό παιδάκι, φτυστό ετούτο πού 'χε καταπιεί η Μαύρη Σκοτεινιά. Αυτό όμως δε φαινότανε να προσπαθεί να σκαρφαλώσει πουθενά. Ούτε κοίταζε περήφανα κανέναν. Παρά κοιτούσε προς τη δύση του ηλίου ήρεμο κι ακίνητο. Το γατάκι, βλέποντας αυτό το παράξενο πράμα, στάθηκε ακίνητο κι αυτό, μη ξέροντας – να είναι άραγε ετούτο το μικρό παιδάκι που το κατάπιε η Μαύρη Σκοτεινιά, για κάποιο μαγικό που δεν το ξέρει και καλύτερα να μην το μάθει ποτέ του;
Αφού στάθηκε λίγη ώρα σα νά 'ταν βαλσαμωμένο κι εθώριε, άπλωσε το μπροστά αριστερό του πόδι και άρχισε να πηγαίνει προς το ψαρόδεντρο. Όταν έφτασε να έχει σκαρφαλώσει δίπλα στο μικρό παιδάκι, τόσο κοντά που ίσα – ίσα που δεν ακουμπούσανε τα μουστάκια από τη μουσούδα του στο πρόσωπο του μικρού παιδιού, του είπε:
“Δεν ξέβρω τι μάγι της πρωτομαγιάς είναι τούτο εδώ, μα εσύ μοιάζεις με το άλλο το μικρό παιδάκι τόσο πολύ! Και πάλι – μάγι της πρωτομαγιάς – τόσο πολύ δε μοιάζεις με το άλλο μικρό παιδάκι! Είσαι το αδελφάκι του το δίδυμο, για είσαι εσύ και σε κατάπιε η Μαύρη Σκοτεινιά, μα πρόλαβες να ξεφύγεις από το στόμα της την τελευταία στιγμή;”
“Εγώ είμαι ο δεύτερος γιος του ψαροδέντρου, και μόλις εγεννήθηκα.
Το ξεύρω πως έχω έναν αδελφό, ίδιο μ' εμένα, μα που κοιτάζει αλλού.
Πες μου το λοιπόν τι σόι γάτος είσ' εσύ, και που τα ξέρεις τούτα όλα που τα μολογάς.
Το τι, το πώς, το πούθε, το από ποιον και πότε.”
Και άρχισε τότε να εξιστορεί το μικρό γατάκι με το νι και με το σίγμα,
το τι, το πώς, το πούθε, το από ποιον και πότε.
Τού 'πε για το μικρό παιδάκι, τού 'πε για τον Αητό, τον πύργο πάνω στα σύννεφα, όπου ζει η πριγκιποπούλα, η πιό 'μορφη κόρη στον κόσμο, τού 'πε για την πριγκιποπούλα, τού 'πε για τον πατέρα της το βασιλιά στα δίδυμα νησιά Μίτζι – Χότζι, τού 'πε για τη Μαύρη Σκοτεινιά, τού 'πε για την ψυχή που έχασε και τώρα είναι εξάψυχο, όλα του τά 'πε και τίποτε δεν παρέλειψε. Παρά μονάχα πως είχε αρχίσει να πεινάει, νηστικό όλη τη μέρα.
“Καλά,” του είπε το μικρό παιδάκι, “πήγαινε και κοιμήσου, πήγαινε και φάε και πιε.
Λίγο το λίγο σουρουπώνει κι έρχεται σκοτεινιά. Αύριο που θά 'ρθει ξανά ο ήλιος και το φως, θα πάμε να βρούμε τον αδελφό μου, το γιο του ψαροδέντρου.”
...τέλος πρώτου μέρους.
Η πρόθεση να παρουσιαστεί ολόκληρη η ιστορία του Ψαρόδεντρου εντός του Γενάρη, από μόνη της δεν ήταν αρκετή για να καρποφορήσει. Αρκούμαι στην πραγματικότητα και κοινοποιώ το πρώτο μέρος. Μέχρι το πέρας της αφήγησης, ενδέχεται να υπάρξουν μικροαλλαγές/διορθώσεις κ α ι σε αυτό το μέρος. Η συνέχειά της ιστορίας έπεται.