Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2006

Το χρώμα των ματιών Μέρος Ι

Θυμάμαι πολύ καθαρά μια κουβέντα που μου είχε πει η Γεωργία -πρώην συμμαθήτρια, νυν αγγειοπλάστης- μετά από μια συζήτηση που είχαμε καθήμενοι στις τσιμεντένιες κερκίδες ενός αθλητικού χώρου όπου είχε φιλοξενήσει το σχολείο μας εκείνη την φωτεινή μέρα:

"Πρώτη φορά με κοιτάς στα μάτια"

Θυμάμαι πόση εντύπωση μου έκανε αυτή η παρατήρηση! Γι αυτό εξ' άλλου και μπορώ να την ανακαλέσω ύστερα από τόσα χρόνια.
Δεν έλεγε βέβαια ψέματα, δεν ήταν ανακριβής, το πιστεύω.
Ήταν η πρώτη φορά που στην κουβέντα μου με την Γεωργία συγκεκριμένα, δεν υπήρχε προσπάθεια να δείξω κάτι παραπάνω από τις σκέψεις μου. Ένοιωθα πως είχα τον χώρο να κινηθώ ως εγώ ο ίδιος χωρίς να σκουντουφλήσω πάνω στους καλούς τρόπους και τη σωστή εμφάνιση με τις γωνίες μου. Κι όλα αυτά χωρίς να το ξέρω καν. Γιατί ο νους μου ήταν απορροφημένος από την κουβέντα με τον συνομιλητή μου. Ένας κόσμος ολόκληρος εξαπλωνόταν μπρος στα μάτια μου και κάλυπτε τα ανούσια και τα άσχημα. Δεν μπορούσα να μην του δώσω το ενδιαφέρον μου αμέριστο.
Σε σχέση με πριν, ένας άνθρωπος έπαιρνε τη μορφή ενός ψευδοοικείου χαρακτήρα του περίγυρού μου. Από έναν ψευδοοικείο χαρακτήρα του περίγυρού μου, αναδυόταν ένας άνθρωπος. Ξεπηδούσε όπως η Αθηνά απ' το κεφάλι του Δία.

Μια μεταμόρφωση;
Μια μετουσίωση;
Δικιά του άραγε ή δικιά μου;
Για πρώτη φορά τον κοιτούσα στα μάτια.

Η Γεωργία έχει μάτια καστανά.

Τρίτη, λα' Ιανουαρίου ,βστ'
10:58 μ.μ.

Μισοσυγνεφιασμένη νύχτα
κρύβει το κάθε άστρο.

Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2006

Η τέχνη και ο εαυτός

Πριν από χρόνια μου είπε ένα λόγο ο φίλος Ρένος
που συχνά έρχονται ώρες που τον βρίσκω να καθρεφτίζεται
πάνω σε συμβάντα, εμπειρίες και ανθρώπους.
Πιο πολύ πάνω μου. Πάνω στη δικιά μου ζωή:

Ή θα προστατεύσεις τον εαυτό σου
και θα εκθέσεις την τέχνη σου,
ή θα προστατεύσεις την τέχνη σου
και θα εκθέσεις τον εαυτό σου.


Για αρκετούς η παραπάνω φράση θα φαντάζει πολυσήμαντη,
μα όταν πήρα την κάθε σημασία που μπόρεσα να δω,
τις έβαλα τη μια δίπλα στην άλλη,
και τις κοίταξα όλες μαζί,
οι διαφορές άρχισαν να αχνοσβύνουν.

Δεν είναι πολλές σημασίες,
είναι μια αλήθεια.

Και -είμαι βέβαιος- δεν έχω τελειώσει ακόμα μ' αυτή.

Κυριακή, κθ' Ιανουαρίου ,βε'
00:53 π.μ.
Πιο πολύ φοβάται το κρύο,
παρά κρυώνει.

Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2006

Η μέθη

Όταν μάθαινα τις λέξεις και τις έννοιες που κουβαλούσαν -μικρός ακόμα-
ήρθε και μου είπαν κάποτε πως είχα μεθύσει.
Να σας περιγράψω την κατάστασή μου δε μπορώ.
Τίποτα τότε δεν έβλεπα διαφορετικό σε εμένα.
Μπορώ να θυμηθώ όμως πως ήμουν στο χωριό του πατέρα μου
και πως τα παιδιά μαζεύαμε μέσα σε βάζα γυάλινα
και κουτιά διάφανα (πλαστικά) πυγολαμπίδες
από τις καλαμιές μέσα στο ρέμα.
Οι μεγάλοι γύρω απ' το τραπέζι.

Αργότερα, όταν οι έννοιες θα βάραιναν από τη βάπτιση μέσα στη ζωή,
στην εμπειρία θα ανακάλυπτα δυο λογιών μεθέξεις.

Η μια λογή είναι αυτή που βρίσκεις από την κατανάλωση
ψυχοτροπικών ουσιών, σαν το κρασί
που την πρώτη εκείνη φορά είχα δοκιμάσει.
Είναι μιας λογής, μα δεν είναι ίδια ποτέ.
Είναι διαφορά πάντα στο πώς το κάθε ερέθισμα θα διυλιστεί
μέσα από το μεθυσμένο νου και πού θα τον παρασύρει.
Γιατί σαν βάρκα δίχως κουπιά,
σαν μπαλόνι χαμένο από τα χέρια του παιδιού, στον ουρανό,
έρμαιο της περίστασης σε έναν ίλιγγο καλπάζει.

Η άλλη λογή της μέθης είναι αυτή στην οποία
φτάνει ο άνθρωπος όταν επιτηδευμένα, μεθοδικά
μπαίνει σ' ένα κανάλι και -λίγο λίγο- αφήνει το ρεύμα, τον άνεμο
να τον βγάλει ίσαμε τη θάλασσα που βρίσκεται στο πέρας της ματιάς του.
Και ακόμα παραπέρα.
Σε μέρη που οι εμπειρίες του μόνο να τον κάνουν να εικάσει μπορούν.
Όταν λοιπόν φτάσει στη χώρα την πρώτη φορά ειδωμένη
η μέθη είναι εκεί και τον πληροί.

Σ' ετούτης της λογής τη μέθη
η συνείδηση και η εγρήγορση είναι πλήρεις,
σε αντίθεση με την πρώτη.

Στη δικιά μου τη ζωή, μόνο από τη μουσική την έχω βιώσει
τη μέθη της συνείδησης.
Μα ξέρω, κι ας μη μπορώ να το δείξω,
πως είναι κι άλλοι τρόποι, δρόμοι διαφορετικοί
προς την ίδια απεραντοσύνη την απτή.

Πέμπτη, κστ' Ιανουαρίου ,βστ'
05:22 π.μ.
Λίγα σύγνεφα ψηλά,
χιόνια ξεπεσμένα χαμηλά.

Τρίτη 24 Ιανουαρίου 2006

Η φαντασίωση

Είναι μια φαντασίωση που γεννήθηκε από μια εικόνα. Μα αυτό συνέβη καιρό μετά από όταν είδα την εικόνα, όταν θέλησα να την περιγράψω στον εαυτό μου σαν σε τρίτο.

Ήταν από τις φορές που κοιτώντας τριγύρω μας αντικρίζουμε κάποιον που αιχμαλωτίζει το βλέμμα.
Έτσι και με αυτά τα σκούρα καστανά μαλλιά που φαινόντουσαν βρεγμένα εκείνο το βράδυ του χειμώνα και χυνόντουσαν σχεδόν ως τη μέση, κυμαινόμενα και εντυπωσιακά.
Μου έμεινε αυτή η εικόνα μέσα στο νου για καιρό πολύν. Την ανακαλούσα όταν σκεφτόμουν πόσο τα μαλλιά μιας γυναίκας μπορούν να είναι θέλγητρο.
Μιαν ώρα λοιπόν πού 'χα αυτή την σκέψη, μού 'ρθε η φαντασίωση:

Αυτά τα μαλλιά άρχισαν να μεγαλώνουν. Να μακραίνουν και να παχαίνουν ώσπου γίνηκαν σαν δέσμες μεγάλες από καλαμιές, που ξεκινούσαν από πιο ψηλά απ' όσο μπορούσα να δω και κατέληγαν στο έρεβος κάτω μου. Ήταν δε παντού τριγύρω μου.
Και συνέχισαν να αυξάνουν στο πάχος, μα όχι στο ύψος, γιατί μεταμορφώθηκαν σε ένα πευκοδάσος που το χώμα του ήταν γεμάτο βελόνες από τα ψηλά δέντρα τα ευθυτενή.

Έτρεχα ανάμεσα στους ψηλούς κορμούς, με μια χαρά που ο ήλιος έστελνε τις αχτίδες του να φτάνουν ως το γελαστό μου πρόσωπο.

Ω, πώς η ευτυχία με περιστοίχιζει σαν τα δέντρα μέσα σ' αυτό το δάσος!

Τετάρτη, ιη' Ιανουαρίου ,βστ'
16:26

Λόγια

Είναι τραγικό το πόσο μεγάλη είναι η δύναμη των λόγων των τριγύρω πάνω μας.

Οι λέξεις γίνονται θαρρείς πραγματικές και ζωντανεύουν τις έννοιες που συμβολίζουν. Είτε σωστά, είτε εσφαλμένα ξεστομισμένες. Γραμμένες...

Ερχόμαστε κι εμείς να πολεμούμε και να παλεύουμε τα ξόρκια τα εξαπολυμένα κατά πάνω μας. Σε έναν πόλεμο που ποτέ δεν τελειώνει και φαίνεται να αφήνει νικημένους στο πεδίο της μάχης να κείτονται άψυχοι.
Νικητές γίνονται αυτοί που νωρίτερα θα αντιληφθούν τη φαυλότητα και θα εγκαταλείψουν το πεδίο, τα όπλα και τη συμπεριφορά της μάχης.

Πέμπτη, ιθ' Ιανουαρίου ,βστ'
18:43
Συγνεφιασμένο βράδυ.

Ο σταθμός των υπεραστικών λεωφορείων

Είναι πάντα ένας άλλος κόσμος όταν μπαίνω στον σταθμό των υπεραστικών λεωφορείων στον Κηφισσό.
Είναι πρώτα το φως αλλιώτικο κάτω απ' το μεγάλο σκέπαστρο. Να κάνει την μέρα την ηλιόλουστη μοντή να φαίνεται.
Οι ήχοι από τα λεωφορεία, τις ανακοινώσεις, με μια αντήχηση από τις αποστάσεις και τις άδειες περιοχές και οι θόρυβοι των ταξιδιωτών.
Τα μαγαζιά είναι από τα πιο περίεργα του χώρου. Εκεί μπορείς να βρεις δώρα και αντικείμενα θαρρείς ξεχασμένα από τον χρόνο. Τα πρόσωπα των πωλητών να μοιάζουν μ' εκείνα στην Ομόνοια ή στο Μοναστηράκι. Με ξεπλυμένη τη ζεστασιά των μαθιών που μπορεί να σου εμπνεύσει εμπιστοσύνη. Πάντα μ' έφερνε σε άβολη και αμυντική θέση αυτό το βλέμμα, αυτή η συμπεριφορά της ψευδοφιλικότητας. Αυτό το παγωμένο χαμόγελο στα χείλη που δεν είμαι σίγουρος αν άνοιξαν να χαμογελάσουν ή να είναι έτοιμα να δαγκώσουν.

Μα το πιο θαυμαστό είναι ο κόσμος που βρίσκεται εκεί:
Ο κόσμος σε μια αναμονή.
Αναμονή να φύγει. Αναμονή να υποδεχτεί ή να κατευοδώσει κάποιον δικό του. Αναμονή να βγάλει ένα εισιτήριο. Αναμονή να ξεκινήσει το λεωφορείο του.
Όλος ο κόσμος σ' αναμονή.
Άλλος να τρώει, άλλος να κοιμάται, άλλος να ψάχνει μια θέση, άλλος να πίνει τον καφέ του.

Τα τελευταία χρόνια έχει καταλαγιάσει μέσα μου αυτή η δυσφορία και το άγχος της αναμονής που με διακατείχε από παιδί με το που εισερχόμουν σ' αυτό τον χώρο. Σαν περιμέναμε μητέρα και γιοι να φύγουμε για το χωριό, καμμιά φορά μ' έπαιρνε απ' το χέρι στο "παρά πέντε" να πάμε να πάρουμε νερό ή μπισκότα, ή δεν ξέρω τί και φοβόμουν μη φύγει το λεωφορείο και ξεμείνουμε πίσω.
Ήμουν από μικρός ανήσυχος, σ' αυτό δεν της έμοιασα φαίνεται. (Πρακτικό και οικονόμο μυαλό γυναίκας!)

Κι όλη η αναμονή, η ανησυχία, όλα ανακουφιστικά μένουν πίσω στον σταθμό σαν βάζει μπρος και ξεκινάει να βρεί απ' το στέγαστρο το λεωφορείο.

Ξεκινάει το ταξίδι.

Τετάρτη, ιη' Ιανουαρίου ,βστ'
10:55 π.μ.
Στην παραλία της Κορίνθου, στον ήλιο.

Τύφλωση

Πόσες φορές η περιφάνεια δεν τύφλωσε τον άμοιρο εαυτό; Για μια εικόνα του, πολλές φορές εσφαλμένη, πολλές φορές ασαφή και άχαρη, διάλεξε δρόμους - εικόνες, πράξεις, λέξεις - που όλο και πιο μακριά τον οδηγούσαν από τον τόπο που νοσταλγούσε σαν ανάμνηση και ποθούσε σαν επιθυμία.
Μα κάποιες λίγες από αυτές τις φορές, θες η τύχη, θες μια άγνωστη και αφελής δύναμη μέσα του, κατάφερε να δει και να ξεχωρίσει το ξεστράτισμά του αυτό ωστε να διορθώσει τη ρότα του.
Άλλοτε αλώβητος πέρασε αυτή την περιπέτεια, άλλοτε τα βράχια του βυθού σημάδεψαν το κύτος του.
Έμοιαζε κάθε φορά όμως, βαθιά μέσα στην έπαρση της περιφάνειας ο εαυτός να ξεχωρίζει μια αχνή ένδειξη του λάθους. Μα φευ, η τύφλωση αυτή της περιφάνειας εκούσια είναι κι όχι ακούσια και προτιμά να μη δίνει σημασία, βάζει στην άκρη τις ενδείξεις που την πτοούν.
Και μόνο μετά συνειδητοποιεί ο εαυτός την ανάγκη της εγρήγορσης.
Την ανάγκη της αναγνώρισης της έπαρσης που πλανεύει και της επισήμανσης αυτής της ένδειξης, αυτής της άρνησης να ακούσουμε, να δούμε ό,τι γνωρίζουμε ήδη ότι είναι αλήθεια.
Φαίνεται όμως πως αν υπάρχει η θέληση, κάθε φορά και λιγότερο αχνή είναι αυτή η ένδειξη, λιγότερο συναρπαστική η έπαρση, λογότερο τυφλή η περιφάνεια. Μοιάζει όλο αυτό να μεταλλάσσεται σε μια εμψύχωση, σε μια εδραίωση στου νου και την καρδιά όλων των "ναι" των μεγάλων και των μικρών, που ξελευτερώνουν τον εαυτό και το βλέμμα του.
Έτσι που, καθώς έλεγε ο Αρχίλοχος χρόνους και χρόνους πριν, να μη χαίρεται πολύ στις επιτυχίες, ούτε πολύ να λυπάται στις αποτυχίες.
Όλο και πιο κοντά να έρχεται στον τόπο του.

Τετάρτη, ιη' Ιανουαρίου ,βστ'
9:09 π.μ.
Αίθριος, φωτεινός.

Ταξιδιωτικές σημειώσεις

Τα ταξίδια φαίνονται να είναι ένας τρόπος να επανακτάς την αίσθηση του εαυτού σου μέσα στον κόσμο. Αν τα ταξίδια δεν είναι τόσο συγκεκριμένα στην διαδρομή και στη χρονική περίοδο που διαδέχονται το ένα το άλλο ωστέ να γίνονται ρουτίνα, και να φθείρεται στα μάτια σου το ενδιαφέρον τους, ή αν μπορείς να έχεις την καινούργια ματιά, ώστε να αναγνωρίζεις τις αποκαλύψεις τους και τα καινούργια τους στοιχεία, μπορούν να είναι, και κατά τη γνώμη μου είναι, μια πηγή ερεθισμάτων για επικοινωνία, ενδοσκόπηση, παρατήρηση και δημιουργία. Καθώς επίσης και μια άσκηση της ακεραιότητας όσων θεωρείς χαρακτηριστικών σου και χαρακτηριστικών του περιβάλλοντός (σου).

Όταν ταξιδεύεις, και δη μόνος σου, ωστέ να μην κλείνεσαι στην ατμόσφαιρα της παρέας σου, συναντάς και γνωρίζεις, από ελάχιστα εως πολύ, νέα πρόσωπα και περιβάλλοντα. Πρόσωπα και περιβάλλοντα που μπορεί να μήν είχες ποτέ μία εικόνα για αυτά, ή να είχες απλά μία εικόνα τους υποθετική. Στο ταξίδι σου λοιπόν έρχεσαι αντιμέτωπος με αυτά. Έρχεσαι σε επαφή με μία έκφανσή τους τουλάχιστον, που μπορεί να καθορίζεται από τον τρόπο που δέχεσαι ή τον τρόπο που ο άλλος, οι άλλοι ή τα άλλα εκτείθεται ή εκτίθενται την κάθε στιγμή. Έτσι παύεις να υποθέτεις και να φαντάζεσαι τον κόσμο και ζεις. Ζεις τον κόσμο, στο μέτρο του κάθε στιγμής δυνατού, και τον εαυτό σου, μέσα στην εικόνα αυτής της ζωής.

Σε αντίθεση με τις στάσιμες περιόδους σου, όπου η επανάληψη αποκρυσταλώνει τα ερεθίσματα και τα αδρανοποιεί, όπως και τις δράσεις σου μέσα σε αυτά, όταν ταξιδεύεις, η ρευστότητα των ερεθισμάτων ρευστοποιεί και την ζωή σου μέσα σε αυτά κα αναδεικνύει τα συστατικά της εικόνας σου που είναι λιγότερο ή περισσότερο εύκαμπτα και εύπλαστα. Χωρίς να μπορώ να δείξω αυτό ή το αντίθετο, έχω την εντύπωση ότι στον χαρακτήρα μας τίποτα δεν είναι απόλυτα σταθερό και αναλλοίωτο. Μου φαίνεται ότι, κατά κάποιον τρόπο, είμαστε εξ' ολοκλήρου μεταβλητοί, και αυτή η εντύπωση μου δώθηκε μέσα από την ταξιδιωτική μου εμπειρία.

Όταν αντιλαμβάνεσαι την αέναη αλλαγή της ζωής, όταν ζεις, όταν αντιλαμβάνεσαι τις διαφορές, όταν ταξιδεύεις, όταν βλέπεις, τίποτα δεν είναι ίδιο. Τα πράγματα μένουν ίδια μόνο όταν δεν τα βλέπουμε, όταν μένουμε στάσιμοι, όταν δεν ζούμε. Και αυτό μόνο στο μυαλό μας, που δεν έχει την τωρινή εικόνα, αλλά, ανίκανο να ενημερωθεί από μόνο του, κρατά τις ξεθωριασμένες φωτογραφίες του.

Όταν ταξιδεύεις, οι εικόνες συνεχώς ανανεώνονται, εμπλουτίζονται και αποκτούν βάθος. Το βάθος της καινούργιας ματιάς. Όταν ταξιδεύεις, ζεις. Το τί ονομάζεται ταξίδι εδώ ίσως να μην ταυτίζεται με την εξήγηση του λήματος των λεξικών, νομίζω όμως ότι έγινε τόσο σαφές και εύπλαστο, όσο και εμείς.