Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2006

Η μέθη

Όταν μάθαινα τις λέξεις και τις έννοιες που κουβαλούσαν -μικρός ακόμα-
ήρθε και μου είπαν κάποτε πως είχα μεθύσει.
Να σας περιγράψω την κατάστασή μου δε μπορώ.
Τίποτα τότε δεν έβλεπα διαφορετικό σε εμένα.
Μπορώ να θυμηθώ όμως πως ήμουν στο χωριό του πατέρα μου
και πως τα παιδιά μαζεύαμε μέσα σε βάζα γυάλινα
και κουτιά διάφανα (πλαστικά) πυγολαμπίδες
από τις καλαμιές μέσα στο ρέμα.
Οι μεγάλοι γύρω απ' το τραπέζι.

Αργότερα, όταν οι έννοιες θα βάραιναν από τη βάπτιση μέσα στη ζωή,
στην εμπειρία θα ανακάλυπτα δυο λογιών μεθέξεις.

Η μια λογή είναι αυτή που βρίσκεις από την κατανάλωση
ψυχοτροπικών ουσιών, σαν το κρασί
που την πρώτη εκείνη φορά είχα δοκιμάσει.
Είναι μιας λογής, μα δεν είναι ίδια ποτέ.
Είναι διαφορά πάντα στο πώς το κάθε ερέθισμα θα διυλιστεί
μέσα από το μεθυσμένο νου και πού θα τον παρασύρει.
Γιατί σαν βάρκα δίχως κουπιά,
σαν μπαλόνι χαμένο από τα χέρια του παιδιού, στον ουρανό,
έρμαιο της περίστασης σε έναν ίλιγγο καλπάζει.

Η άλλη λογή της μέθης είναι αυτή στην οποία
φτάνει ο άνθρωπος όταν επιτηδευμένα, μεθοδικά
μπαίνει σ' ένα κανάλι και -λίγο λίγο- αφήνει το ρεύμα, τον άνεμο
να τον βγάλει ίσαμε τη θάλασσα που βρίσκεται στο πέρας της ματιάς του.
Και ακόμα παραπέρα.
Σε μέρη που οι εμπειρίες του μόνο να τον κάνουν να εικάσει μπορούν.
Όταν λοιπόν φτάσει στη χώρα την πρώτη φορά ειδωμένη
η μέθη είναι εκεί και τον πληροί.

Σ' ετούτης της λογής τη μέθη
η συνείδηση και η εγρήγορση είναι πλήρεις,
σε αντίθεση με την πρώτη.

Στη δικιά μου τη ζωή, μόνο από τη μουσική την έχω βιώσει
τη μέθη της συνείδησης.
Μα ξέρω, κι ας μη μπορώ να το δείξω,
πως είναι κι άλλοι τρόποι, δρόμοι διαφορετικοί
προς την ίδια απεραντοσύνη την απτή.

Πέμπτη, κστ' Ιανουαρίου ,βστ'
05:22 π.μ.
Λίγα σύγνεφα ψηλά,
χιόνια ξεπεσμένα χαμηλά.