Κυριακή 25 Ιουνίου 2006

Ακολουθώντας τη μουσική

Άργησα να ακολουθήσω τα θέλω μου. Λίγο πριν κλείσω τα είκοσί μου, το πήρα απόφαση να ασχοληθώ σοβαρά με τη μουσική. Αιτία ήταν εκείνη η βραδιά.


Μόνος στο δωμάτιο, με φως από το πορτατίφ, κάπνιζα τότε, και μ'άρεσε να στέκομαι να κοιτάζω τον καπνό απ' το τσιγάρο ν' ανεβαίνει. Να παρατηρώ το σημείο της στήλης του καπνού που η ήρεμη ευθεία σπάει και σγουραίνει.
Μοιάζει σαν χορός από ξωτικό που το φουστάνι του το έπλεξε αράχνη.

Έπιασα την κιθάρα και άρχισα να παίζω μια μελωδία.
Δεν ήξερα τι ήταν, άφησα μόνο τον εαυτό μου να παίζει.
Και κύλαγε η μελωδία ανάμεσα απ' τα δάκτυλα σαν το νερό που γλυστράει ανάμεσα απ' τα δάκτυλα κάτω από την πηγή.
Δεν "έβγαζα" τη μελωδία, άκουγα μόνο.
Δεν προσπαθούσα να "παίξω" κάτι, να προσδώσω στο παίξιμο ένα ύφος, να εκφράσω κάτι μ' αυτό.
Αφηνόμουν στο άκουσμα και αυτό μου δημιουργούσε. Δεν τις δημιουργούσα εγώ.

Χωρίς προσπάθεια, χωρίς έγνοια, τίποτα δεν πήγε στραβά. Τίποτα δεν κόμπιασε. Καμία νότα δεν ήταν φάλτσα. Ήρεμα - ήρεμα, η ροή καταλάγιασε. Στάθηκε η εικόνα, ησύχασε το παίξιμο.

Μα αυτή η ώρα - πέντε λεπτά μου φάνηκαν - πέταξε σα να μην ήμουν.
Ξύπνησα από μια μέθη που με άφησε μουδιασμένο και παραξενεμένο.

Αργότερα θα κάνω την περιγραφή στη "λίμνη"

Αυτή η αίσθηση - σα να μην υπάρχω, σα να "είμαι μια άδεια κούπα" που χωράει μέσα της τόσα - με έκανε, την ίδια εποχή που σ' ένα παραμύθι μέσα άλλαζα το γραφικό μου χαρακτήρα, να αλλάξω και τη ρότα μου. Προς τη μουσική να κατευθυνθώ.

Και, ευτυχώς, υπήρξαν στιγμές που ξανάνοιωσα αυτή την απώλεια του εγώ, χωρίς την έλειψη συνείδησης.

Μέσα στις στιγμές της ευτυχίας μου είναι κι αυτή, που τόσο καθόρισε την πορεία της ζωής μου.

10:53 π.μ.
Παρασκευή, 23 Ιουνίου ,βστ'

Η λίμνη (Συμπλήρωμα του επομένου)

Είχε βραδιάσει και ο αέρας είχε πια κοπάσει. Τριγύρω δεν ακούγονταν παρά μόνο οι γρύλοι και τα νυχτοπούλια του δάσους. Πήρα το φλάουτο και βγήκα έξω. Δε θα μ' άκουγε κανείς εδώ που ήμουν.

Άρχισα να παίζω και ένιωθα τις νότες να μπαίνουν στα κλαδιά και να διασκορπίζονται καθώς μπλεκόντουσαν ανάμεσά τους. Να γίνονται όλο και πιο ισχνές όσο απομακρύνονται και να εξαφανίζονται εντελώς, ίσως κάπου στα διακόσια μέτρα, δημιουργώντας έτσι γύρω μου έναν ηχητικό δίσκο, μια στρογγυλή λίμνη μέσα στην οποία πέταγα τους ήχους και γινόντουσαν κυματάκια πάνω σ' αυτή. Είχα τα σύνορά μου, την περιοχή μου, τον κόσμο μου. Είχα την "λίμνη" και ήμουν στο κέντρο της.

Έπαιζα φυσώντας ήρεμα, χωρίς να προσπαθώ να δείξω ιδιαίτερη δεξιοτεχνία στη δημιουργία ήχων. Δεν υπήρχε κανείς να κρίνει την μουσική μου και ούτε εγώ ασχολούμουν με το τί παίζω, τουλάχιστον όχι κριτικά. Αφηνόμουν να βγάλω ό,τι έβγαινε χωρίς σκέψη και επεξεργασία. Συχνά επαναλάμβανα την ίδια σειρά ήχων πολλές φορές πρίν συνεχίσω σε κάτι διαφορετικό, χωρίς όμως αυτό να γίνεται μονότονο.

Ούτε μία νότα δεν ήταν παράτονη σε σχέση με τις άλλες. Οι ήχοι ξετυλίγονταν σαν μια σερπατίνα που φυσούσα απαλά και ήρεμα και άνοιγε μπροστά μου. Γλιστρούσαν, σα σταγόνες νερού πάνω σε λεία επιφάνεια, από μέσα μου και χυνόντουσαν στην ατμόσφαιρα. Τα δάκτυλά μου απλωνόντουσαν πάνω στις τρύπες του οργάνου αλλάζοντας στάση ασυναίσθητα, με δικιά τους βούληση. Γνώριζα, χωρίς να το σκέφτομαι, τι θα παίξω μετά και αυτό έπαιζα. Δεν υπήρχε καμιά κλίμακα και κανένας νόμος. Ή μάλλον, υπήρχαν όλοι οι νόμοι από μόνοι τους και όλες οι κλίμακες πέρασαν, απλά εγώ δεν τις κάλεσα.

Ό,τι έπαιζα δεν έβγαινε από κάποια προϋπάρχοντα συναισθήματα. Δεν πέρναγα τους ήχους μέσα από κανένα φίλτρο ψυχικής διάθεσης. Παρ' όλα αυτά, η μουσική, μου γεννούσε κάθε λεπτό δεκάδες συναισθήματα και εικόνες. Πλημμυριζόμουν από αυτά σε μία έκσταση που τα έκανε να είναι κάτι ανάμεσα σε φαντασιώσεις και οράματα. Συναισθήματα που είχα πολύν καιρό να νιώσω και εικόνες που δεν είχα ξαναδεί ποτέ. Παράλληλα, ήμουν πάντα εκεί. Συνδεόμουν με τα πάντα τριγύρω μου και αλληλοεπηρεαζόμασταν. Ο κόσμος μου ήταν ίδιος, απλά άλλαξα εγώ τον τρόπο που έβλεπα.

Σιγά σιγά ένιωθα τον ηχητικό δίσκο να μεγαλώνει, τις νότες να πλέκονται όλο και πιο γερά στο δάσος τριγύρω μου και να δημιουργούν κάτι πιο στερεό και συμπαγές, κάτι πιο δυνατό. Η μουσική απλωνόταν και καταλάμβανε όλο και πιο πολύ χώρο και τα δέντρα συμφωνούσαν μ' αυτή. Πλέον ένιωθα την μουσική χωρίς να την ακούω, η επιρροή της είχε γίνει μεγαλύτερη από αυτή την ίδια και με παρέσερνε στις εντυπώσεις της, έπαιζα εκστασιασμένος σε μια συμφωνία ακόμα και με τους γρύλους και τα νυχτοπούλια. Η "λίμνη" γύρω μου έτεινε στο άπειρο και τα κυματάκια της χανόντουσαν από τα μάτια μου. Η ατμόσφαιρα, αλλού πεντακάθαρη και αλλού ομιχλώδης, έπαιζε ταξιδεύοντας πάνω στην "λίμνη".

Τα χείλη μου και τα πνευμόνια μου είχαν μουδιάσει και δεν με ακούγανε ούτε τα καλοένιωθα. Συνέχισαν να παίζουν μόνα τους.

Μου φαίνεται δεν πέρασαν ούτε είκοσι λεπτά που έπαιζα μουσική όταν με απόσπασε το πρώτο φως της ημέρας και σταμάτησα να παίζω. Η νύχτα αυτή ήταν πάρα πολύ σύντομη. Ξαναμπήκα μέσα και ξάπλωσα να κοιμηθώ πρίν ακόμα η ζέστη του ήλιου σκορπίσει την ομίχλη και εξατμίσει τελείως την "λίμνη" μου.

02.53 π.μ.
Δευτέρα κε' Απριλίου ,α(σαμπί)(κόππα)δ'

Κυριακή 18 Ιουνίου 2006

Ο αδερφός μου


"...Ο Γρηγόρης είναι ο μόνος ο οποίος κάνει κάτι νέο", είχε πει κάποτε, πριν από χρόνια ο αδερφός του ο Αλέξης για τη ζωγραφική και το σχέδιο του. Κι εγώ, χωρίς σκέψη, έβαλα τούτα τα λόγια στην καρδιά μου. Εξάλλου, πάντα για εμένα ο Γρηγόρης ήταν κάτι νέο, κάτι που γινόταν αφορμή για ανακαλύψεις.
Το πρώτο βιβλίο που διάβασα στη ζωή μου επειδή εγώ το θέλησα, ήταν "το ημερολόγιο ενός τρελού" του Νικολάι Γκόγκολ. Μου τό 'χε δανείσει ο Γρηγόρης. Του το πήγα πίσω την επόμενη και πήρα την "Φόνισσα" του Παπαδιαμάντη. Την άλλη μέρα τελειωμένη κι αυτή προς έκπληξή του. Υπήρξε η σκανδάλη για το ταξίδι μου στα βιβλία και όχι μόνο.


Από τις κασσέτες του έμαθα τον Galagher, τον Hendrix, την Joplin, τον Σιδηρόπουλο, τον Άσιμο, τον Stephan Micus, τη Meredith Monk, τον Zakir Husein, τον Ross Daly και τόσους άλλους.


Το σπίτι του ήταν από τα μαθητικά μας χρόνια ένας τόπος καλλιτεχνικής δημιουργίας. Για αυτό υπεύθυνος ήταν κι ο αδερφός του, με τις κατασκευές κυρίως και τα γλυπτά αργότερα, που κατά τη δημιουργία τους γεμίζανε τόσο τον τόπο, που περπατούσες σε κάποια σημεία ακροβατώντας. Εξ' ίσου υπεύθυνος ήταν κι ο Γρηγόρης. Από τις πρώτες τάξεις του γυμνασίου κιόλας, η φαντασία και η καλλιεργημένη ευχέρεια του στη ζωγραφική τον είχαν αναδείξει στις συνειδήσεις των συμμαθητών του σαν άτομο που η γνώμη του μετράει. Αν όχι αλλού, σίγουρα στο μάθημα των καλλιτεχνικών.
Ήταν βέβαια και ιδιαίτερα ζωντανός χαρακτήρας. Θυμάμαι να μας έχει σηκώσει ο καθηγητής σε δυο γωνίες της τάξης (συνήθειο κι αυτό) και να τον κάνω να γελάει κάνοντας πως παίζω μπαγλαμά και τραγουδόντας του στα βουβά: "Κάποια μέρα ένα πρωί, θα πετάξει το πουλί, και οι μάγκες θα το παίζουν λούφα και παραλλαγή". Ή να κάθεται μπροστά μου και να γυρίζει μια στιγμή μόνο για να μου πει: "Γέλα". Να λύνομαι από τα χάχανα εγώ και να τον ρωτάει η καθηγήτρια: "Τί είπες Γρηγόρη στον Συρογιάννη;"
Που να πιστέψει ότι στην πίεση της σοβαρότητας του μαθήματος, ένα "γέλα" θα ήταν αρκετό για μια έκρηξη γέλιου; Όταν χαθήκαμε από το ίδιο τμήμα και σε άλλα σχολεία πια βρεθήκαμε, η επανεύρεσή μας θα μας ένωνε πια για πάντα.


Ο Γρηγόρης, με την κοτσίδα, τα στρόγγυλα γιαλιά και τα ρούχα που είχε ο ίδιος ζωγραφίσει, ήταν με σαφήνεια οδηγούμενος προς τη ζωή, τη δημιουργία, την ελευθερία.
Ήδη είχε κάνει το καλοκαίρι επάγγελμα τη ζωγραφική σε μπλούζες. Είχε εκθέσει έργα του στο πνευματικό κέντρο. Του άρεσε και η χημεία. Στην έκθεση αναμίγνυε δυο υλικά και από το τελάρο πεταγόντουσαν φλόγες. Δεν ήμουν εκεί τότε.
Ήταν και πολιτικά συνειδητοποιημένος, ενεργός. Αν δεν γνωριζόμασταν από το δημοτικό, θα γνωριζόμασταν σίγουρα στις καταλήψεις. Όπως γνωρίσαμε τον Στέφανο, το Μπάμπη, τον Αλέξανδρο, το Ματθαίο, την Αφροδίτη, το Νίκο, τη Λίλιαν. Όσους δεν ήταν στις καταλήψεις για να βγουν το βράδυ χωρίς έλεγχο από τους γονείς. Όσους βρέθηκαν την ίδια εποχή και στο αντισχολείο.


Το σπίτι του Γρηγόρη ήταν ούτως ή άλλως κέντρο καλλιτεχνικής δημιουργίας και συνεύρεσης φίλων. Σημείο συνάντησης πριν από εξόδους. Τα σχέδιά του στόλιζαν ως και τους τοίχους, οι ζωγραφιές τα φύλλα της ντουλάπας. Εκτός των τόσων και τόσων ταξιδιών στα οποία με ξενάγησε την πρώτη μου φορά ο φίλος μου, ο δάσκαλός μου, ο αδερφός μου ο Γρηγόρης, ήταν αυτός που κίνησε το ενδιαφέρον μου για τις εικαστικές τέχνες.
"Το συνειδητό μάτι" της Πόλυ Κάσδα. Οι εκδόσεις "υποδομή" ή "μέλισσα" ήταν που είχαν ένα βιβλίο για την ιστορία της μοντέρνας ζωγραφικής. Τα γράμματα του Van Gogh. Ήταν των εκδόσεων "ελεύθερος τύπος" αυτό το "Dada, μονογραφία ενός κινήματος";
Οι παρέες από την καλών τεχνών, από τα προγυμναστήρια, η ομάδα "στον τρόμο του κενού", καλλιτέχνες με ή χωρίς διπλώματα, των Bienale, των εκθέσεων και του δρόμου, μου είπαν και μου έδειξαν πράγματα σ' αυτό το σπίτι, στην μεγάλη παρέα, τον τεράστιο κύκλο στον οποίο χώραγε και χωράει ο καθείς. Η πόρτα αυτού του σπιτιού για κανέναν δεν έκλεισε.


(Ο Γρηγόρης ποτέ δεν έκανε εχθρούς, μόνο φίλους. Σ' όσους κι αν τον γνώρισα άρεσε, ή ακόμα παραπέρα γίνηκαν φίλοι. Γιατί έχει κληρονομήσει μια καρδιά ζεστή, που τα γδαρσίματα και οι κτύποι δεν την ψυχραίνουν. Μια ειλικρίνεια στη συμπεριφορά.)

Και απ' όσα άκουσα και είδα απ' τους τόσους και τους τόσους στο "σχολείο" του Γρηγόρη τί μου απέμεινε;
Τίποτα.
Όπως τίποτα δε μου μένει από τα βιβλία που διαβάζω, τις ζωγραφιές που βλέπω, τις ταινίες και τα θεατρικά που παρακολουθώ. Αν με ρωτήσεις τι έγινε στο τέλος του "Dispossesed" της Ursula Le Guin δε θα θυμάμαι να σου πω. Ούτε τι απέγινε ο βοηθός του καταστηματάρχη στο "Smoke". Μπορώ όμως να ανακαλέσω, ακόμα κι αν τα λειψά εκφραστικά μου μέσα δεν φτάνουν να περιγράψουν, την αίσθηση που είχα όταν ξεδίψαγα στις πηγές όλης αυτής της ομορφιάς. Της ωραιότητας.


Κι ύστερα, αυτή η αίσθηση της ιδιαιτερότητας των έργων του Γρηγόρη. Της "υπογραφής", της προσωπικής πινελιάς που θαυμάζω σ' όλους τους δημιουργούς.

Υπήρξε μια περίοδος παύσης. "Τα προς το ζειν" μας ρίχνουν σε λήθαργο καμια φορά. Μα δίπλα στην καλή του, δεν έπαψε ποτέ να συναναστρέφεται την τέχνη. Όταν πήρε τον υπολογιστή, ανακάλυψε άλλο ένα μέσον. Δεν άργησε (κι ας μην ξέρει ακόμα να αντιγράφει DVD) να φτιάχνει ομορφιές στο Illustrator και στο Photoshop.


Κάποτε, όταν ζωγράφιζε μπλούζες, μού 'χει πει πως μπορεί και ένα τσαλάκωμα να γίνει η πρώτη γραμμή στο σχέδιο. Τώρα τί είναι; μια δακτυλιά στην οθόνη;
Πάντρεψε κάποτε και το πινέλο ή το στυλό με το ποντίκι. Ακόμα πορεύεται.

Όταν παράτησα τους πειραματισμούς μου, δέχτηκε τα μπλοκ μου και τα φύλλα "σέλερ" και τα φύλαξε. Μού 'κανε εντύπωση, με κολάκευσε κι όλας. Είπαμε, ζεστή καρδιά, λουλουδένια.


Με αφορμή μια παραγγελία που του έκανα, ξανάδα και θυμήθηκα κάποιες δουλειές του.
"Κάποια σχέδιά σου μου θυμίζουν εποχές" του είπα.
Πόσες δουλειές του δεν είναι θαμμένες μέσα σε μπλοκ και σημειωματάρια!
Κρίμα που τόσα όμορφα έργα δε θα τα δουν του κόσμου όλου τα μάτια.
Σκέφτομαι να τον βάλω στη διαδικασία να φτιάξει ένα blog να εκτίθεται,
μα πάλι,πού να χωρέσει το έργο του σ' ένα blog;
Τί να πάρει και ο άλλος χαμπάρι έτσι;


02:42 π.μ.
Κυριακή, ιη' Ιουνίου ,βστ'

Απ' τη δουλειά.
Δεν ξέρω τί καιρό κάνει έξω.

Παρασκευή 16 Ιουνίου 2006

δεν είναι μια ενασχόληση

Ένα από τα αγαπημένα μου βιβλία είναι αυτή η συλλογή επιστολών του Rainer Maria Rilke προς τον Kappus.
Τιτλοφορείται "Γράμματα προς έναν νέο ποιητή" (Briefe an einen jungen Dichter).
Από το πρώτο γράμμα του ο ποιητής θέτει την ερώτηση.
Καλεί το νέο να διερωτηθεί αν μπορεί να κάνει χωρίς να γράφει. Αν μπορεί, τότε ας σταματήσει.

Πριν από χρόνια, είχα πέσει ν' αποκοιμηθώ με έγνοια στο νου μου. Μια εκκρεμότητα. Χρειάζεται να το πω; Η έγνοια φόραγε ένα άσπρο καλοκαιρινό φουστάνι, που αναρωτιόμουνα συχνά αν μας χώραγε και τους δυο μαζί. Στις τρεις τα ξημερώματα πετάχτηκα απ' ένα όνειρο και βάλθηκα να γράψω τα λόγια του πριν ξυπνήσω.
Να ηχογραφήσω σφυρίζοντας τη μελωδία που ονειρεύτηκα. Το πρωί μάζεψα τα κομμάτια και έφτιαξα ένα μουσικό κομμάτι, ένα τραγούδι. Το ηχογραφήσαμε και με τον Μιχάλη. Έπαιζε αυτός κιθάρα, εγώ ούτι κι ύστερα λύρα. Καλό - κακό, αυτό το κομμάτι το θεώρησα ό,τι πιο ωραίο είχα γράψει.
Ωραίο, εκτός των άλλων γιατί η ανάγκη του ήταν τέτοια που με σήκωσε από τον ύπνο.

Δεν μπορούσε να βρει ησυχία η καρδιά μου. Κι αφού δεν έκανα τίποτα συνειδητά, ήρθε το ασυνείδητο να πάρει τα γκέμια στα χέρια του. Ο δρόμος που ακολούθησε ήταν ο λόγος και η μουσική, κι αυτό δεν ήτανε τυχαίο.

Τότε και στη συνέχεις, άρχισε να μου γίνεται συνείδηση το ότι η δημιουργία δεν είναι μια ενασχόληση στη ζωή του ανθρώπου, είναι ανάγκη βαθιά. Και τόσο βασική ανάγκη είναι η δημιουργία για τον άνθρωπο που χωρίς αυτή αρρωσταίνει, τόσο ψυχικά, όσο και σωματικά.

Ο Αντώνης μου είχε πει πολύ σωστά κάποτε πως, σε αντίθεση με το τί πιστεύουν πολλοί, η γραφή είναι χειρονακτική εργασία περισσότερο παρά πνευματική. Χωρίς το χαρτί και το στυλό, η την οθόνη και το πληκτρολόγιο γραφή δεν υπάρχει. Αν δεν ξεκινήσεις το γράψιμο, τίποτα δε θα γραφτεί, τίποτε δε θα υπάρξει να γράψεις.

Κι είναι φορές που μια αναστάτωση στο νου, έναν κόμπο στα σωθικά, ένα πετάρισμα της καρδιάς, θέλουμε να τα απλώσουμε πάνω στα γράμματα, τις λέξεις και τις φράσεις ν' απλωθούν, για να τα καθαρίσει ο αέρας και να τ' αλαφρύνει ο ήλιος. Να βρούμε αναπαμό.
Άλλοτε αρχίζει το χέρι και γράφει, και γράφει, Και ξετυλίγεται ο λόγος σαν σερπατίνα που ένα φύσημα ήθελε να φύγει μέσα απ' τα δάκτυλά μας. Άλλοτε μένει αγαλματάκι ακούνητο κι αμίλητο το χέρι, τα μάτια αποσβολωμένα στο λευκό χαρτί, στην άδεια οθόνη, πασχίζοντας να διακρίνουν στο κενό κάποια σκιά απ' την αρχή.

Μα με θολωμένο το νου δεν βρίσκεις την άκρη από κανένα κουβάρι. Νομίζουμε πως η ανησυχία αυτή που να συγκεντρωθούμε δε μας αφήνει είναι του νου μας μόνο κάμωμα. Μα πόσες φορές μια δουλειά του σπιτιού, ένας περίπατος δεν ηρέμησε το νου τον ασυμμάζευτο; Από το σώμα το αδρανές τί πνεύμα περιμένεις; Σάμπως δεν είναι ένα τούτα;
Όταν πονάει το ένα, δεν υποφέρει το άλλο;
Όταν χαίρεται το ένα, δεν ομορφαίνει το άλλο;
Πώς ζητάμε το ένα να κοιμάται και τ' άλλο να δουλεύει;

Θυμάμαι τον Αλέξανδρο -τον φίλο του Γρηγόρη- να λέει πως ένας καθηγητής του, θεωρητικός μαθηματικός, όταν δούλευε, για κάθε τέσσερις ώρες εργασίας, έκανε και μια ώρα σκι.
Μπορούσε να κάνει αλλιώς σαν ήθελε ξάγρυπνο νου;
Είναι η γραφή εργασία χειρωνακτική.
Ξυπνάς το σώμα, και το πνεύμα ακολουθεί.

Κι όταν οι λόγοι, οι μουσικές, τα χρώματα, οι κινήσεις, τα σχήματα έχουν πια φύγει από τα δάκτυλά σου μέσα, έρχεται αυτό το αίσθημα της ανάγκης που πληρώθηκε. Αυτό, που μας κάνει να θέλουμε την επόμενη φορά πιο όμορφα, με μεγαλύτερη πληρότητα, πιο βαθιά στην ικανοποίηση να κολυμπήσουμε.

Ό,τι κι αν είναι, είτε γραφή, είτε μουσική, είτε ζωγραφική, είτε χορός, είτε υποκριτική, είτε υποδηματοποιεία, είτε γεωργία, είτε τεκνοποιία, η δημιουργία δεν είναι μια ενασχόληση, είναι ανάγκη.

03:01 π.μ.
Παρασκευή, ιστ' Ιουνίου ,βστ'

Έβρεξε, χωρίς εμένα.

Τετάρτη 14 Ιουνίου 2006

14 Ιουνίου

Σήμερα λέει είναι η παγκόσμια μέρα των weblogs.
Καλά.
"Ωραίο πράγμα τα weblogs",
που θά 'λεγε ο γλύπτης ο Νάξιος
στον "ήρωα με τις παντούφλες"
πριν τσιμπήσει πέντε-έξι.

Μα εγώ κάθε δεκατέσσερες του Ιούνη θέλω να θυμάμαι
πως γεννήθηκε στο Rosario της Αργεντινής
ο Ernesto Guevara de la Serna.

Πρόσωπο για το οποίο πολλοί αμφιβάλλουν
όσον αφορά το σωστό ή το λάθος του τρόπου του.

Αυτό για το οποίο κανείς όμως δεν αμφιβάλει
είναι ότι είναι απ' αυτούς τους θαυμαστούς ανθρώπους
που ζήσανε πιστοί στον τρόπο που κηρύττανε.

Που θέλανε πάντα να καλυτερεύσουν τη ζωή.

Που για τη ζωή αυτή, την καλύτερη ζήσαν και πεθάνανε.

«Hay hombres que luchan un día y son buenos.
Hay otros que luchan un año y son mejores.
Hay quienes luchan muchos años y son muy buenos.
Pero hay los que luchan toda la vida:
Esos son los imprescindibles".

Bertolt Brecht

Το οποίο θέλει να πει:

Υπάρχουν άνθρωποι που πολεμούν μια μέρα
και είναι καλοί.
Υπάρχουν άλλοι που πολεμούν έναν χρόνο
και είναι καλύτεροι.
Υπάρχουν εκείνοι που πολεμούν πολλά χρόνια
και είναι πολύ καλοί.
Αλλά υπάρχουν αυτοί που πολεμούν όλη την ζωή:
Αυτοί είναι οι απαραίτητοι.

Μπέρτολντ Μπρέχτ

Τα λόγια του Μπρέχτ δεν τα διάβασα,
τα άκουσα στο τραγούδι του
Silvio Rodriguez
Sueño con serpientes

17:33
Τετάρτη ιδ' Ιουνίου ,βστ'

Είδα το πρωί μια κοπέλα
που γύριζε και μοίραζε φυλλάδια.
"Καλή η συννεφιά", σκέφτηκα.

Κυριακή 11 Ιουνίου 2006

Νύχια μαυρισμένα

Πριν από κάποιον καιρό η Άννα με ρώτησε τί κάνω.
"Κοίτα να δεις" της είπα, "όταν θα με βλέπεις με νύχια μαυρισμένα στο αριστερό χέρι, θα πάει να πει πως είμαι καλά".

-------------------------------

Η πολίτικη λύρα (kemence τουρκιστί) έχει τρεις χορδές.
Η μπάσσα, είναι μια σολ από βιολί.
Η μεσαία είναι μια ρε από τσέλο.
Από τσέλο είναι και η πρίμα, λα αυτή.


Οι χορδές εξωτερικά είναι από αλουμίνιο.
Καθώς λοιπόν στις περισσότερες λύρες (έξον της ποντιακής, του κεμεντζέ) παίζονται με το νύχι και όχι με το μήλο των δακτύλων, η τριβή με το αλουμίνιο αφήνει τα σημάδια της.

(η πάνω φωτογραφία είναι από τον φίλο μου τον Γρηγόρη,
η κάτω φωτογραφία είναι από τον φίλο μου τον Χρήστο Κανατά)

10:34 π.μ.
Κυριακή, ια' Ιουνίου ,βστ'

Ωραία μέρα.
Καιρό είχα να βάψω τα νύχια μου.

Πέμπτη 8 Ιουνίου 2006

Εργασία και χαρά

Στην μέχρι τώρα ζωή μου έχω εργαστεί πολλές διαφορετικές εργασίες και έχω δουλέψει πολλές διαφορετικές δουλειές. Άλλες απαιτούσαν σωματική ρώμη κι άλλες όχι. Άλλες δε μπορούσαν να κάνουν χωρίς συγκέντρωση κι άλλες ήταν ξέγνοιαστες και χωρίς ευθύνες.

Με όσες ασχολήθηκα αρκετά, από άποψη χρονικής διάρκειας, σχεδόν σ' όλες μπόρεσα να βρω κάποιο ενδιαφέρον, κάποιο νόημα που να τις μεταμορφώνει σε εργασίες από δουλειές. Και πάντα το ανακάλυπτα, δεν το εφεύρισκα.

Ανάμεσα σ' αυτές τις εργασίες ήταν δυο - τρεις που πριν ακόμη τις κάνω, ήθελα να τις δοκιμάσω. Τις δυο, χαίρομαι να τις κάνω ακόμα και τούτο τον καιρό. Για πόσο ακόμα δε γνωρίζω.

Στα εφηβικά μου χρόνια, ανήσυχος κατά πως το ορίζει η ηλικία, καταπιάστηκα με πολλά.

Τότε άρχισα να γράφω. Έγραφα σκέψεις, παράπονα, προβληματισμούς, όχι χαρές (τουλάχιστον όχι στην αρχή), γιατί ήθελα κάποια ώρα κάποιον να μιλήσω και δεν ήταν κανείς.
Πόσες σελίδες έγραψα κι ύστερα τις έσχισα!

Τότε άρχισα να ασχολούμαι με τη μουσική. Στην κιθάρα του αδερφού μου ακόρντα και πειραματισμοί.

Ασχολήθηκα με τη ζωγραφική και το σχέδιο. Μόνος. Έγω, οι τέμπερες, τα λάδια, το νέφτι, τα μολύβια με τα πολά βήτα.
Η δεύτερη γνωριμία μου με το θηλυκό κορμί (γιατί υπήρχαν και οι πειραματισμοί της παιδικής ηλικίας με τις φιλενάδες) ήταν η σχεδίαση του πάνω στα μπλοκ ακουαρέλας. (Από τότε ξαναμάθαινα να χάνομαι σε δυο πόντους και μόνο, και το σύμπαν ανακάλυπτα πως μπορεί να κλείεται μέσα σ' αυτούς).
Στο χρώμα, "ο τρόμος του κενού". Όχι η ομάδα, αυτή ήταν άλλη. Δεν άφηνα γωνίτσα.

Πάντοτε μ' άρεσαν τα παραμύθια. Οι σούπερ ήρωες και οι ενάρετοι που πάντα νικούσαν. Αμέ!

Το ίδιο και ο κινηματογράφος. Εκεί, μπορούσαν να φανούν τα χρώματα καλύτερα ακόμα κι από τη φαντασία μου. Και, σα να διάβαζα βιβλίο, ανακάλυπτα νέους κόσμους. Πέρα ακόμα κι απ' αυτή τη φαντασία μου τη χαρτογραφημένη.

Αν όλα αυτά βέβαια είχαν τη μαγεία τους για εμένα, αποτελούσαν ένα μυστήριο όλοι αυτοί που ζούσαν απ' τη γραφή, απ' τη μουσική, απ' τη ζωγραφική, απ' το θέατρο, απ' τον κινηματογράφο.

Πού να τό 'ξερα όταν στο χωριό του πατέρα μου θαύμαζα στην πλατεία με τα καφενεία τους ακροβάτες, ότι μετά από χρόνια θα έπαιζα μουσική για θεατρικές παραστάσεις σε πλατείες χωριών και προαύλια σχολείων;
Πού να το φανταζόμουν όταν χανόμουν στα χρώματα και τους ήχους του κινηματογράφου, και κοίταζα την όλο μυστήριο πηγή του φωτός που έπεφτε πάνω στο πανί, πως θ' άκουγα δικιές μου μελωδίες σε ταινίες μικρού μήκους και θα δούλευα μηχανές προβολής;

Ξαφνικά συνειδητοποιείς πως κινείσαι σ' αυτό τον κόσμο που φτιάχνει παραμύθια, και καλείσαι να μην ξεχνάς τη φροντίδα και το νοιάξιμο για τα όνειρα των άλλων, όσο περνά απ' το χέρι σου. Για τα όνειρα των άλλων και για τα δικά σου τα ίδια. Καλείσαι να κρατάς ζωντανή την συναίσθηση του όμορφου σ' αυτό που κάνεις. Είτε συμβάλλοντας στα θεμέλια, είτε στα ακροκέραμα.

Ξεστράτισα, μα όπως είχε πει ωραία ο Βασίλης Ρακόπουλος χρόνια πριν: "γράφουμε με στυλό, όχι με μολύβι. Δεν σβύνουμε τα λάθη μας. Τα δεχόμαστε και προχωράμε". Τ' άλλα που ήθελα να πω, θα τα πω άλλοτε. Αλλού.

01:38 π.μ.
Πέμπτη, η' Ιουνίου ,βστ'
Συνεφιά και αέρας.
Φύσα, φύσα αέρα.
Κι αν είναι να βρέξεις, βρέξε.
Θέλει κι ο αέρας την πάστρα του.

Χρόνια πολλά Πόπη.

Τρίτη 6 Ιουνίου 2006

Παρένθεση Ι



Δυο βήματα απ' το σπίτι μου.
Και σα να μην είχα προσέξει πρωτύτερα ποτέ
αυτή την κολώνα, την αλυσοδεμένη με την θύρα.
Αυτή την θύρα, την αλυσοδεμένη με την κολώνα.
Αυτό τον τοίχο που στηρίζει και ταιριάζει τα δυο.
Αυτό το πράσινο που στεφανώνει τους συζύγους.

Στου Πρωτεσιλάου τον δρόμο,
σ' αυτή την κολώνα, σ' αυτή την θύρα,
τις αλυσοδεμένες μεταξύ τους,
τις γερμένες η μία πάνω στην άλλη,
τον Πρωτεσίλαο και τη Λαοδάμεια
ξάφνου, μετά από τόσα χρόνια εννόησα.



Ο τυφλός κι ο ανόητος.

Μια ευχή να στείλω νοερά,
και να πέσω να κοιμηθώ.

02:50 π.μ.
Τρίτη, στ' Ιουνίου ,βστ'

Πέρα, γαβγίζει ένας σκύλος,
ο δρόμος ήσυχος,
μισό το φεγγάρι
πήρε να δύσει.
Ηρεμία.

Σάββατο 3 Ιουνίου 2006

Το χαστούκι (μαραμπού)

Δεν θυμάμαι το όνομά της, τα ονόματα συχνά μου διαφεύγουν, μα θυμάμαι την εικόνα της και τον τρόπο που μίλαγε. Τον τρόπο που πείραζε και έκανε ερωτήσεις.

Εκεί, στο Τ.Ε.Ι. του Πειραιά, στο "Happy Family*" δίπλα.
Εγώ είχα ξεκινήσει στο εαρινό εξάμηνο μετεγγεγραμένος από το ανάλογο Τ.Ε.Ι. Κοζάνης. Αυτή ήταν στη Σ.Δ.Ο. Ήταν κάποιο καιρό εκεί.

Στον μεγάλο κύκλο της παρέας δεν άργησα να μπω. Όπου έβρισκα φρίκουλα, χαβαλετζήδες, μακρυμάλληδες με μπύρες, τσιγάρα κι όργανα στα χέρια, ήμουν στο στοιχείο μου. Συνήθιζα να φοράω μια μαργαρίτα στ' αυτί κι ένα μαντήλι, μια "μπαντάνα" κόκκινη, ή άλλοτε μαύρη, στη ζώνη, δεμένη με δικό μου τρόπο. Χαϊμαλιά, ζωγραφισμένα ρούχα και παπούτσια, λιωμένα από τη σκληρή χρήση. Κάποιον καιρό άρβυλα.

Κάποιες φορές μου ζήτησε να της δώσω ένα συγκεκριμένο μεταγιόν. Χάλκινο, με στολίδια φτιαγμένα από σύρμα και χαντρούλες, στρόγγυλο.

Εγώ τ' αρνιόμουν. Μ' άρεσε αυτό το μεταγιόν, μα δεν ήταν αυτό. Δε θά 'ταν ούτε το πρώτο, ούτε το τελευταίο αντικείμενο που θα χάριζα ιδίως επειδή θα μ' άρεσε. Ήταν το ότι δεν την είχα σε εκτίμηση.
Δεν ήταν ντυμένη έξαλλα και βαφόταν, και την έπαιρνα για ελαφρόμυαλη, ο ελαφρόμυαλος.
Την ίδια προκατάληψη που είχα χορτάσει λόγω της εμφάνισής μου, την ξέρναγα τώρα πάνω σ' άλλους ο ανίδεος.

Κάποια μέρα που δεν είχα διάθεση, ξανά μου ζήτησε να της δώσω το μεταγιόν. Της τό 'δωσα, και στην ερώτησή της την διαβαβαίωσα πως ήμουν σίγουρος.
"Ώχου πια, ξεμπέρδεψα μ' αυτή την ιστορία." Είπες μέσα σου ηλίθιε.

Μετά από δυο - τρείς μέρες με βρήκε και με πήρε παραπέρα να μου μιλήσει ιδιαιτέρως.
Μού 'πε πως το προηγούμενο βράδυ της έπιασε κουβέντα το στολίδι και της είπε πως της το έδωσα μεν εγώ, μα αυτό δεν ήθελε να είναι μαζί της, παρά να γυρίσει σ' εμένα.
Μου μίλαγε με τον τρόπο που εξηγούμε τα πράγματα στα μικρά παιδιά: Με απλά λόγια και δίνοντας σημασία στις λέξεις και τον τονισμό.

Μού 'βαλε ύστερα το μεταγιόν στο χέρι και γυρίσαμε στις καρέκλες, δίπλα στο "Happy Family".

Οι δακτυλιές από τούτη την σφαλιάρα μένουν ακόμη κόκκινες στου φουσκωμένου εγωισμού μου το μάγουλο. Και αυτός ο άνθρωπος αποτέλεσε μάθημα στη ζωή μου πολίτιμο. Απ' αυτά που καλό είναι να επαναλαμβάνουμε στο νου μας κάθε τόσο.

Με την κοπέλα χαθήκαμε αμέσως μετά. Άφησα ύστερα και τη σχολή, για χάρη της μουσικής.

Τώρα, μετά από τόσα χρόνια πέρασε κι η ιδέα απ' το μυαλό μου: "Μήπως δεν τό 'θελε το μεταγιόν πραγματικά, μα το να της το χαρίσω μόνο;"
Δεν ξέρω, κι ούτε ποτέ θα μάθω.
Αυτό που έμαθα μοναχά είναι πως ξέρω πολύ λίγα και βλέπω ακόμη λιγότερα για να μπορώ να κρίνω ανθρώπους.

*Ένα διαχειριζόμενο από φοιτητές καφενείο στο διάδρομο ή στο προαύλιο. Έξω από το κυλικείο. Πριν χρόνια.

0:16 π.μ. γ' Ιουνίου ,βστ'
Ηρεμία.